ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

ΠΟΣΟΙ ΗΤΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΤΟ 1922





Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας τη δεκαετία του 1910

Οι Μητρόπολεις του μικρασιατικού χώρου –

Οι διωγμοί των Ελλήνων από τους Τούρκους (1913-1918)

Τουρκοφωνία: ένα πρόβλημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας



του Μιχάλη Στούκα 


Στο άρθρο μας που δημοσιεύθηκε στις 27/11/2023 με τίτλο «Πώς ο Ελληνικός Στρατός έφτασε 60 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα», ανάμεσα στα 280 και πλέον σχόλια υπήρχαν κάποια που ανέφεραν ότι κακώς έγινε η Μικρασιατική Εκστρατεία γιατί δεν υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί στην περιοχή έτσι ώστε να δικαιολογείται εθνικά η επιχείρηση του Στρατού μας και επίσης, οι πληθυσμοί αυτοί να συνδράμουν τους Έλληνες όπως θα γινόταν για παράδειγμα στη Βόρειο Ήπειρο, όπου κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες.


Με λίγα λόγια ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για μιας μορφής ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Βέβαια αυτά όλα δεν συνοδεύονται από την παράθεση στοιχείων για το πόσοι ήταν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Στο βιβλίο του «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΪΔΟΣ», ο Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης (κυκλοφορεί από το βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ) παραθέτει αναλυτικά και επίσημα στοιχεία για τη σύνθεση του μικρασιατικού πληθυσμού. Σε ένα άλλο ιδιαίτερα σπάνιο βιβλίο, τη «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ» του Παντελή Μ. Κοντογιάννη (πρώτη έκδοση Αθήνα 1921, ανατύπωση 1995) υπάρχουν λεπτομέρειες για την πανσπερμία των λαών που ζούσαν στη Μικρά Ασία και εξονυχιστική αναφορά σε πόλεις και κωμοπόλεις της, με αναφορά στην πληθυσμιακή τους σύνθεση. Από τα δύο αυτά βιβλία και την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ αντλήσαμε στοιχεία για το σημερινό μας άρθρο.


Όπως γράφει ο Παντελής Μ. Κοντογιάννης στη Μικρά Ασία κατοικούσαν κυρίως Τούρκοι και Έλληνες. Κατοικούσαν ακόμα Εβραίοι, Αρμένιοι και Λεβαντίνοι (απόγονοι των Φράγκων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από την εποχή των Σταυροφοριών) και διάφοροι άλλοι λαοί. Οι Έλληνες ήταν περίπου οι μισοί από τους Τούρκους. Υπήρχαν πολλοί ακόμα λαοί όμως που θεωρούνταν Τούρκοι καθώς ήταν Μωαμεθανοί. Ο Κοντογιάννης θεωρεί ότι επρόκειτο για απομεινάρια παλαιών κατοίκων που εξισλαμίσθηκαν και αναμείχθηκαν με άλλους. Οι λαοί αυτοί κατά τον Κοντογιάννη ήταν οι Γιουρούκοι, οι Ζεϊμπέκηδες, οι Αφσάροι, οι Τονιαλήδες, οι Οφίτες, οι Λαζοί, οι Ανσαρίτες ή Φελάχοι και οι Αθίγγανοι. Με την ευκαιρία να σημειώσουμε εδώ ότι Αθίγγανοι στα βυζαντινά χρόνια ονομάζονταν τα μέλη μιας θρησκευτικής αίρεσης (θα γράψουμε περισσότερα σύντομα) και δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους σημερινούς Ρομά.


Μωαμεθανοί στο θρήσκευμα όχι όμως και Τούρκοι ως προς την καταγωγή ήταν και μία άλλη κατηγορία κατοίκων της Μ. Ασίας, οι «μουατζίρηδες» μετανάστες δηλαδή, όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι που προήλθαν από χώρες που αποσπάστηκαν τον 19ο αιώνα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Μάλιστα η Τουρκία τους πρόσφερε και διευκολύνσεις για να ενισχύσει το τουρκικό στοιχείο του πληθυσμού. Αυτοί ήταν: οι Κούρδοι, οι Κιρκάσιοι, οι Τάταροι, οι Γεωργιανοί, οι Βόσνιοι και οι Πομάκοι ενώ μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί Τούρκοι που ζούσαν στον Ελλαδικό χώρο και μετά το 1897 και πολλοί Τουρκοκρήτες.


Οι Έλληνες ζούσαν στη Μικρά Ασία χιλιάδες χρόνια. Ήταν πυκνά εγκατεστημένοι στα βόρεια και τα δυτικά παράλια της χερσονήσου, αραιότερα στο κεντρικό οροπέδιο και ακόμα πιο αραιά στις περιοχές πέρα από τον Αντίταυρο και τον Παρύαδρο (οροσειρά μεταξύ του ποταμού Άλη και της Αρμενίας). Οι Έλληνες της Μ. Ασίας ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων των αποικιών αλλά και των ντόπιων κατοίκων της Μ. Ασίας που εξελληνίστηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Βυζαντινούς. Τον 19ο αιώνα το ελληνικό στοιχείο στη Μικρά Ασία ενισχύθηκε από Έλληνες των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, κυρίως της Λέσβου αλλά και της Ηπείρου. Η Σμύρνη, οι Κυδωνίες, τα Άδανα, η Ταρσός και η Μερσίνα ήταν οι πόλεις όπου εγκαταστάθηκαν κυρίως αυτοί. Αν και αρκετοί Έλληνες έχασαν κάποια στιγμή τη μητρική τους γλώσσα κι έγιναν σταδιακά τουρκόφωνοι, με την ίδρυση των σχολείων επανέκτησαν σχεδόν ολοκληρωτικά τη γνώση της ελληνικής. Τέλος πυκνός και συμπαγής ήταν ο ελληνικός πληθυσμός στον Πόντο που αποτελούσε την πλειοψηφία των κατοίκων αν και πολλοί Πόντιοι είχαν μεταναστεύσει στην Καύκασο και την Κριμαία.


Κατά τον Παντελή Κοντογιάννη, οι Τούρκοι της Μ. Ασίας είχαν χαρακτήρα και τύπο ποικίλο. Οι Τούρκοι της Μ. Ασίας ήταν εξωμότες Χριστιανοί που απορρόφησαν τους πραγματικά Οσμανλήδες Τούρκους. Οι Τούρκοι της Φρυγίας και της Πισιδίας ήταν απόγονοι των Χριστιανών των περιοχών αυτών που είχαν εξισλαμισθεί. Σύμφωνα με τον Γερμανό Philippson «οι Τούρκοι πάλιν της Καρίας και της Λυκίας διασώζουν καθαρότατον τον ελληνικόν των τύπον». Οι άλλοι λαοί της Μ. Ασίας ήταν: Αρμένιοι, Εβραίοι (περίπου 60.000), Λεβαντίνοι, Τουρκομάνοι, γνήσιοι Τούρκοι καταγόμενοι από το Τουρκεστάν, Κιζιλμπάσηδες (Ερυθροκέφαλοι) ή Ταχτατζήδες (πριονιστές), νομαδική φυλή μογγολικής καταγωγής κατά τον Philippson, Τσετμήδες ή Τσεπνήδες μογγολικής καταγωγής, Γιουρούκοι (Γιουρούκηδες) νομαδική φυλή που έτρεφαν εκτίμηση για τους Έλληνες, Ζεϊμπέκηδες, Αφσάροι που κατάγονταν από τη ΒΔ Περσία, Τονιαλήδες, ελληνόφωνοι Μωαμεθανοί στο θρήσκευμα, Λαζοί, Οφίτες (Οφλήδες) που κατοικούσαν κοντά στον ποταμό Όφη, απόγονοι Ελλήνων της περιοχής, Φελάχοι που αν και Μουσουλμάνοι δεν ήταν αφοσιωμένοι στον Ισλαμισμό, Αθίγγανοι (οι γνωστοί σήμερα Ρομά), Κούρδοι, Κιρκάσιοι, Τάταροι, Γεωργιανοί, Βόσνιοι και Πομάκοι που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το 1878, Τουρκοκρήτες, Άραβες, Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι, Μαρωνίτες που κατοικούσαν στην Κιλικία, λίγοι Πέρσες, Αφγανοί που ζούσαν στην Ταρσό, λίγοι Ευρωπαίοι εγκατεστημένοι στα εμπορικά κέντρα και Αλβανοί διεσπαρμένοι σε πολλά μέρη της Μ. Ασίας.


Πόσοι ήταν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας; Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων Ορθόδοξων κατοίκων της Μ. Ασίας που αυτοπροσδιορίζονταν και ως Ανατολίτες ή Μικρασιανοί δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια αλλά με σχετικά ικανοποιητική προσέγγιση. Το 1907 ο πρώην Γενικός Πρόξενος Σμύρνης Σταμάτιος Αντωνόπουλος εκτίμησε ότι οι Έλληνες αποτελούσαν τα 2/10 και «πλέον» του Μικρασιατικού πληθυσμού. Το 1910 ο Σύλλογος των Μικρασιατών «Η Ανατολή» ανέβασε (υπερβολικά πάντως) τους Έλληνες της Μικράς Ασίας σε 3-4 εκατομμύρια. Σύμφωνα με πιο ψύχραιμη εκτίμηση του Συλλόγου το 1918 «το εν Μικρά Ασία κλίμα (εκκλησιαστική περιφέρεια) του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως» περιελάμβανε 2.151.418 Έλληνες που κατοικούσαν σε 1.410 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά (αμιγή ή μεικτά) σε όλη τη Μικρά Ασία. Ο Σύλλογος διευκρίνησε όμως ότι στους παραπάνω έπρεπε να προστεθούν και 1.935.000 «εν κρυπτώ Έλληνας» δηλαδή εξισλαμισμένοι (Σταυριώτες κ.λπ.).


Στο τέλος του 1914 ο Οθωμανός πρέσβης στην Ελλάδα Γκαλήπ Βέης παραδέχθηκε ότι «η Ελλάς έχει δυόμιση εκατομμύρια ομοεθνών της εν Τουρκία». Η Κοινή των Αλυτρώτων Επιτροπεία που συστάθηκε το 1917 με πρωτοβουλία του Συλλόγου της «Ανατολής» έκανε μνεία για 2 εκατομμύρια Έλληνες. Το ελληνικό κράτος υπολόγισε το 1912 τον ελληνικό πληθυσμό της «ηπειρωτικής» Μικράς Ασίας (πλην των διοικήσεων Κωνσταντινουπόλεως και Δαρδανελίων) σε 1.692.374 (σε σύνολο περίπου 10 εκατομμυρίων κατοίκων). Με βάση τις οθωμανικές απογραφές ο Kemal Karpat υπολόγισε τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολίας σε 1.498.540 το 1914. Σύμφωνα με σημερινά πορίσματα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ο Ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Μικράς Ασίας ανερχόταν το 1913 σε 1.547.952. Ακόμα λοιπόν και με τις πλέον μετριοπαθείς αναλύσεις από την ελληνική πλευρά ο ελληνικός πληθυσμός ήταν τουλάχιστον το 10-15% του συνόλου του πληθυσμού της Μικράς Ασίας.


Οι Ελληνορθόδοξες Μητροπόλεις της Μικράς Ασίας και η οικονομική κυριαρχία των Ελλήνων Πριν την καταστροφή του 1922 λειτουργούσαν στη Μικρά Ασία, 23 Ελληνορθόδοξες Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου, οι εξής: Καισαρείας, Εφέσου, Κυζίκου, Νικομηδείας, Νικαίας, Χαλκηδόνος, Αμασείας, Προύσης, Νεοκαισαρείας, Ικονίου, Τραπεζούντος, Πισιδίας, Σμύρνης, Αγκύρας, Φιλαδέλφειας, Χαλδείας (ή Κερασούντος), Κολωνίας, Προ(ι)κοννήσου, Ηλιουπόλεως, Ροδουπόλεως, Κρήνης, Κυδωνιών και Δαρδανελίων. Σύμφωνα με στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1915 οι συνοικισμοί (πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) στους οποίους ζούσε ο Μικρασιατικός ελληνισμός τότε «συντηρών εξ ιδίων σχολεία Ελληνικά, νοσοκομεία, Εκκλησίας, ορφανοτροφεία, μοναστήρια» (διέθετε δηλαδή συγκροτημένη και αναγνωρισμένη κοινοτική αυτοδιοίκηση, ήταν 576. Οι ερευνητές του ΚΜΣ εντόπισαν συνολικά 2.163 Ελληνορθόδοξους (αυτοδιοίκητους και μη)οικισμούς στη Μικρασιατική χερσόνησο το 1912-1913. Οι ελληνικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί παρά τη σχετική διασπορά στον μικρασιατικό χώρο συγκεντρώνονταν κυρίως στις περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας ,του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Κιλικίας (οι κοινότητες Αδάνων, Μερσίνας και Ταρσού υπάγονταν στον αραβόφωνο Θρόνο της Αντιόχειας). Πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η Κωνσταντινούπολη, ενώ η Σμύρνη εθεωρείτο ως η «εστία των γραμμάτων και του πολιτισμού της Μ. Ασίας».


πως αναφέραμε η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ενισχύθηκε ιδιαίτερα στο β’ μισό του 19ου αιώνα. Η εντυπωσιακή πύκνωση του ελληνικού πληθυσμού χαρακτηρίστηκε από τον Γερμανό βυζαντινολόγο Karl Krumbacher ως «επανελλήνιση» (Ruckhellenisierung, 1886) των παραλίων της Μικράς Ασίας και συνοδεύθηκε από την άνθηση των οικονομικών του δραστηριοτήτων. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι Έλληνες κυριαρχούσαν οικονομικά στο εμπόριο, στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, στα ελεύθερα επαγγέλματα και στη γεωργία, σε μια ζώνη που εκτεινόταν βαθιά στο εσωτερικό σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από τα δυτικά παράλια κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Μαίανδρου και των σιδηροδρομικών γραμμών του Αϊδινίου και του Κασαμπά. Στο βιλαέτι του Αϊδινίου/ Σμύρνης τη δεκαετία του 1880 οι Έλληνες αποτελούσαν το 80,1% του αγροτικού πληθυσμού και κατείχαν το 67,7% των μικρών γαιοκτησιών της περιοχής. Το 1911 το 50% του εξωτερικού εμπορίου του βιλαετίου βρισκόταν επίσης σε ελληνικά χέρια.


Το 1920 από τις 391 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Σμύρνης οι 344 ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας. Από το 1909 υπήρξε φθίνουσα δημογραφική πορεία του ελληνισμού λόγω της υποχρεωτικής στράτευσης Χριστιανών αρρένων που οδηγούσε πολλούς φυγόστρατους στον εκπατρισμό αλλά και λόγω της οικονομικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αμερική.


Πόσοι Έλληνες εκτοπίστηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1913-1918 Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού μετά την επικράτηση των Νεότουρκων (1909) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εδαφική συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η απώλεια της Αλβανίας και της Λιβύης το 1912, η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς και η ήττα των Τούρκων στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Θεωρητικός της ιδεολογίας του εθνικισμού ήταν ο διανοούμενος Ziya Gokalp (1876-1924). Προοίμιο των διωγμών των Ελλήνων ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός του 1909 και του 1911. Οι διωγμοί άρχισαν στα τέλη του 1913 με τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης. Τον Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν υπό την καθοδήγηση των Γερμανών επεκτάθηκαν στη Δυτική Μικρά Ασία. Στη θέση των Ελλήνων που ξεριζώθηκαν εγκαταστάθηκαν Μουσουλμάνοι από περιοχές που απώλεσε η οθωμανική αυτοκρατορία. Εκατοντάδες χιλιάδες ήταν και όσοι εκδιώχθηκαν από τον Πόντο.


Από το 1913 ως το 1918 εκδιώχθηκαν 298.449 Έλληνες από τη Μικρά Ασία, 257.019 από τον Πόντο και 218.447 από την Ανατολική Θράκη. Συνολικά εκδιώχθηκαν 773.915 Έλληνες από εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Πηγή: Αναλυτικοί Πίνακες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο βιβλίο του Rene Puaux «La deportation et le repatriement des Grecs en Turduie», Paris, 1919, σελ. 8). Με τους διωγμούς των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία μεταξύ 1913-1918 θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας το επόμενο χρονικό διάστημα.


Τουρκοφωνία: ένα πρόβλημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας Όπως αναφέραμε και νωρίτερα πάρα πολλοί από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν τουρκόφωνοι. Η απόκτηση εθνικής συνείδησης και η μετάβαση από τη μακραίωνη πραγματικότητα των μιλέτ στη λόγια παιδεία του νεοτερικού έθνους δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία. Υπήρχαν και διαφορές από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Σμύρνη σύμφωνα με τον Gaston Deschamps που επισκέφθηκε την περιοχή το 1888-1889 οι Έλληνες θεωρούσαν ότι βρίσκονται στην πατρίδα τους, υψώνουν τη γαλανόλευκη σημαία χωρίς την άδεια κανενός θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους σχεδόν με τους Τούρκους και είναι προσηλωμένοι στη Μεγάλη Ιδέα. Αντίθετα άλλοι όπως οι Ορθόδοξοι κάτοικοι του Ναζλί (47 χλμ. ανατολικά του Αϊδινίου) ήταν ως επί το πλείστον τουρκόφωνοι μιλούσαν για την Ελλάδα σαν να αναφέρονται σε ένα κράτος πέρα από τον ωκεανό και δεν είχαν καμία σχέση με τις ελληνικές πόλεις.


Σταδιακά η επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση των ελληνικών σχολείων, η καταπολέμηση της τουρκοφωνίας, η κατασκευή μεγαλοπρεπών ναών και σύγχρονων σχολείων, η εισαγωγή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων και νέων μαθημάτων (Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, Γεωγραφίας, Μαθηματικών, Φυσικής, Χημείας, Φυτολογίας, Ζωολογίας κ.ά.) συνέλαβαν σημαντικά στην αλλαγή αυτής της κατάστασης.


Ο «Ασιατικός Ελληνισμός» όπως αποκαλούνταν από πολλούς οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, ως το 1914 είχε σχετική άγνοια για τον εθνικισμό και τον Αλύτρωτο Ελληνισμό. Ως τότε οι ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας διακατέχονταν από εθνισμό και όχι εθνικισμό. Όπως γράφει ο Σπυρίδων Πλουμίδης: «Το έτος 1914 και ο πρωτοφανής ανθελληνικός διωγμός που εξαπολύθηκε εκείνη τη χρονιά αποτελεί το χρονικό σημείο τομή στην πολιτική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Μικράς Ασίας το οποίο σηματοδότησε τη μαζική στροφή τους (για λόγους επιβίωσης) προς τον αλυτρωτισμό και την αμφίδρομη στενή σύνδεση τους με την εξωτερική πολιτική και τις πολιτικο-στρατιωτικές επιλογές του ελληνικού κράτους.


Επίλογος. Αυτή ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση της Μικράς Ασίας και της ευρύτερης περιοχής λίγο πριν την μικρασιατική εκστρατεία. Στο ελληνικό υπόμνημα της 17/30 Δεκεμβρίου 1918 που κατέθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης αναφερόταν ότι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν: στο βιλαέτι του Αϊδινίου, 622.810 στο βιλαέτι Προύσας 278.421, στο ανεξάρτητο σαντζάκι Ισμίτ 73.134, στο ανεξάρτητο σαντζάκι Δαρδανελίων 38.830, στην Ίμβρο 8.125 (όλοι Έλληνες) και στην Τένεδο 3.752 Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Αλλά και για τους ελληνικούς πληθυσμούς που δεν κατοικούσαν στη διεκδικούμενη από την Ελλάδα περιοχή, πρότεινε ανταλλαγή με τους Μουσουλμάνους της ζώνης που θα δινόταν στην Ελλάδα. Τότε η Σμύρνη είχε 350.000 κατοίκους από τους οποίους οι 200.000 ήταν Έλληνες. Στο βιλαέτι Κωνσταντινούπολης την ίδια εποχή κατοικούσαν 364.459 Έλληνες, 449.114 Μουσουλμάνοι, 4.331 Βούλγαροι, 159.193 Αρμένιοι, 46.521 και άλλοι διαφόρων εθνικοτήτων (150.005). Συνολικά δηλαδή ζούσαν εκεί 1.173.673 άτομα, το 1/3 των οποίων ήταν Έλληνες.


Οποιαδήποτε συσχέτιση με τα σημερινά πληθυσμιακά μεγέθη της Τουρκίας είναι άστοχη. Στο βιβλίο του Π. Κοντογιάννη υπάρχουν σημαντικές λεπτομέρειες για όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Μ. Ασίας που είναι αδύνατο να παραθέσουμε εδώ. Οι στόχοι για επέκταση της Ελλάδας στη Μ. Ασία και η απόδοση της Κωνσταντινούπολης στη χώρα μας το 1918 ήταν, θεωρούμε, ρεαλιστικοί. Μια σειρά από λάθη της ελληνικής πλευράς, η αλλαγή ηγεσιών και πολιτικών σε ευρωπαϊκά κράτη, η σοβιετική βοήθεια και η διορατικότητα του Κεμάλ είχαν τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε…


* * * * * * *



Πηγές: ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ, «ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΗΪΔΟΣ», βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Τρίτη έκδοση 2020
Παντελής Μ. Κοντογιάννης, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ», Α’ έκδοση 1921, Ανατύπωση, 1995
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
*Εκ της ηλεκτρονικής εφημερίδας «protothema.gr» της 11.12.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF