ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ





Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


«Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ἰω. 17,1) Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάστηκε σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε μιὰ προσευχή. Ποιός ἔκανε τὴν προσευχὴ αὐτή;

Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πότε τὴν ἔκανε; Τὴν τελευταία νύκτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τελείωσε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος κ᾿ ἔφυγε ὁ Ἰούδας, εἶχε πιὰ νυχτώσει καὶ ἔλαμπαν τὰ ἄστρα. Τότε ὁ Κύριός μας ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε.

Τί εἶπε; Ὁ Χριστὸς δοξάζει τὸ Θεὸ καὶ λέει· «Πατέρα μου, σὲ ἐδόξασα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ ὄνομά σου τὸ φανέρωσα στοὺς ἀνθρώπους»· «ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰω. 17,6).

Καὶ μετὰ συνεχίζει· Σ᾿ εὐχαριστῶ, οὐράνιε Πατέρα, γιατὶ ἔφερες κοντά μου αὐτοὺς τοὺς μαθητάς. Αὐτοὶ θὰ μείνουν στὸν κόσμο. Αὐτοὶ μὲ ἀγαποῦν· ὁ κόσμος ὅμως μὲ μισεῖ. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὰ λόγια σου, ὁ κόσμος δὲν τὰ ἄκουσε. Γι᾿ αὐτό, τώρα ποὺ φεύγω καὶ θὰ μείνουν μόνοι καὶ ὀρφανοί, σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ τοὺς φυλάξῃς, γιὰ νὰ μὴ χαθῇ κανένας ἀπὸ αὐτούς.


Βλέπουμε στὴν περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ ἄνθρωπος, καὶ σὰν ἄνθρωπος ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή του. Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ἔτσι, ὅτι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ προσευχώμεθα. Πότε ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός; Προσευχήθηκε στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Προσευχήθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπὶ σαράντα ἡμέρες δέχθηκε ἐπίθεσι ἀπὸ τὸ διάβολο. Προσευχήθηκε τὴ Μεγάλη Πέμπτη στὸ Μυστικὸ Δεῖ πνο, ὅπως εἴπαμε.


Προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τόσο μεγάλη ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀγωνία του, ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔπεφτε σὰν σταλαγματιὲς αἷμα κάτω στὴ γῆ. Προσευχήθηκε τέλος κ᾿ ἐπάνω στὸ σταυρό. Ἑπτὰ φορὲς μίλησε πάνω ἀπὸ τὸ σταυρό του ὁ Χριστός. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους, ποὺ εἶπε, οἱ τρεῖς εἶνε προσευχές.

Τὴν ὥρα ποὺ τὸν κάρφωναν, δὲν καταριόταν, ἀλλὰ εἶπε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»· πατέρα μου, συχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν (Λουκ. 23,34). Τὴν ὥρα ποὺ σείστηκε ἡ γῆ κι ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, ὁ Χριστὸς εἶπε· «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα- τί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ξεψυχήσῃ εἶπε· «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»· πατέρα μου, στὰ χέρια σου ἀφήνω τὴν ψυχή μου (Λουκ. 23,46).

Βλέπετε τί λόγια ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο; Παντοῦ ἔκανε προσευχὴ ὁ Χριστός· στὴν ἔρημο, στὰ βουνά, στὶς ῥεματιές. Καὶ μὲ προσευχὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Τί μᾶς διδάσκει μ᾿ αὐτό; Ὅτι πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ προσευχώμεθα. Χριστιανός, ποὺ δὲν προσεύχεται, δὲν εἶνε χριστιανός. Τί εἶνε ἡ προσευχή;

Τὸ παιδὶ μιλάει μὲ τὴ μάνα, ὁ ἄντρας μιλάει μὲ τὴ γυναῖκα του. Εὐχαριστιέται τὸ παιδὶ νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ μάνα, εὐχαριστιέται ὁ ἄντρας νὰ μιλάῃ μὲ τὴ γυναῖκα του, εὐχαριστιέται ὁ νέος νὰ κουβεντιάζῃ μὲ τὴ νέα ποὺ ἀγαπᾷ. Καὶ τί λένε; ἐφήμερα πράγματα, ἀνοησίες.

πιὸ ὡραία κουβέντα εἶνε, ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ μιλήσῃς μὲ τὸ Θεό· αὐτό εἶνε ἡ προσευχή. Καὶ τί νὰ λὲς στὸ Θεό; Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια σηκώνονταν τὸ πρωὶ καὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησιά. Κι ὅταν ἀνέτελλε ὁ ἥλιος, ἔπεφταν μπρούμυτα κ᾽ ἔλεγαν· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…».

Τώρα γίναμε σὰν τὰ ζῷα, χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Εἴμαστε ἀχάριστοι ἄνθρωποι· μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τόσα ἀγαθά, κ᾿ ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε. Προσευχὴ εἶνε νὰ πῇς ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Προσευχὴ εἶνε νὰ πῇς «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες σου». Σοῦ ἔδωσε χέρια γιὰ νὰ δουλεύῃς, σοῦ ἔδωσε πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς, σοῦ ἔδωσε αὐτιὰ ν᾿ ἀκοῦς, μάτια γιὰ νὰ βλέπῃς, γλῶσσα νὰ μιλᾷς, μυαλὸ νὰ σκέπτεσαι.

λα λοιπόν, ἄνθρωπε, νὰ πῇς γιὰ ὅλα αὐτὰ ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Παραπάνω ὅμως ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκανε ὁ Θεός, ξέρεις ποιό εἶνε; Ὅτι κατέβηκε ὁ ἴδιος στὴ γῆ. Ὦ Θεέ μου, ἄνοιξε τὶς καρδιὲς γιὰ νὰ τὸ καταλάβουν! Ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, ἀναλήφθηκε – γιὰ ποιόν; γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους.

Κ᾿ ἐμεῖς οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν τοῦ λέμε. Αὐτὸ λοιπὸν μᾶς διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο. –Μὰ τί θὰ κερδίσω μὲ τὴν προσευχή; σοῦ λέει ὁ ἄθεος καὶ ὁ ἄπιστος, καὶ γιατί νὰ πάω στὴν ἐκκλησιά;… Τί θὰ κερδίσῃς; Ἂν κάνῃς προσευχή, θαύματα θὰ δῇς στὴ ζωή σου. –Ποιά θαύματα; Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς μερικά. - Ἦταν ἕνα ἀντρόγυνο καὶ δὲν εἶχαν παιδιά. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ παιδί. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἄκουσε.

Ποιό εἶνε τὸ ἀντρόγυνο αὐτό; Εἶνε ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τῆς Παναγίας μας, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, κι ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε τὴν Παναγία. - Κάποιος ἄλλος μὲ τὴν προσευχή του ἔκλεισε τὰ οὐράνια ἐπὶ τρία χρόνια. Σταγόνα δὲν ἔπεφτε στὸ χῶμα. Ἡ γῆ ἔγινε σὰν τὸ κεραμίδι.

Καὶ πάλι αὐτός, ἕνας ἄνθρωπος, προσευχήθη κε καὶ ἄνοιξαν τὰ οὐράνια, ἔπεσε βροχὴ στὴ γῆ. Εἶνε ὁ προφήτης Ἠλίας. - Τὸν ἄλλο τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔρριξαν σ᾿ ἕνα λάκκο μὲ πεινασμένα λιοντάρια, κι αὐτὰ ἦταν ἕτοιμα νὰ τὸν φᾶνε. Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχή του ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν. Εἶνε ὁ προφήτης Δανιήλ.

Μά, θὰ μοῦ πῆτε, αὐτὰ συνέβαιναν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Καὶ σήμερα γίνονται θαύματα μὲ τὴν προσευχή. - Μοῦ ἔλεγε κάτω στὴν Ἀθήνα ἕνας καπετάνιος, ποὺ ταξίδευε μὲ μεγάλο καράβι στὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό· Μᾶς ἔπιασε φουρτούνα. Βάλαμε τὰ δυνατά μας, ῥίξαμε τὶς ἄγκυρες, ἀλλὰ ἡ φουρτούνα ἦταν μεγάλη, τὸ κῦμα βουνό.

Τελικῶς τὸ καράβι μας βούλιαξε. Πέσαμε στὴ θάλασσα μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Τὴν ὥρα ἐκείνη εἶπα· Θεέ μου, σῶσε με! τίποτε ἄλλο. Καὶ τότε ἕνα κῦμα πελώριο μὲ πῆρε, μὲ σήκωσε ψηλὰ καὶ μὲ πέταξε στὴν ἀμμουδιά. Κοιμήθηκα. Ὕστερα ἀπὸ μία - δύο ὧρες ξύπνησα.

Σὰν ὄνειρο μοῦ φάνηκε. Μὲ ἔσωσε ὁ Θεός. - Ὁ ἄλλος ἦταν βαρειὰ ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο. Ἔφεραν γιατροὺς ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ἀπὸ τὴν Ἑλβετία. Τὸν ἐξέτασαν καὶ εἶπαν, ὅτι τίποτε δὲν γίνεται, δὲν ὑπάρχουν φάρμακα, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν κάτι· θὰ πεθάνῃ, μιὰ μέρα ἔχει ζωή.

Κοντὰ στὸν ἄρρωστο γονάτισε τότε ἡ γυναίκα του καὶ προσευχήθηκε. Κορόϊδευαν οἱ γιατροί, κορόϊδευαν οἱ νοσοκόμες, κορόϊδευαν οἱ πάντες. Μὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια του. Ἕνας κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε τὴ νύχτα. Ὁ πυρετὸς ἔπεσε. Σηκώθηκε ἐπάνω, καὶ ὅλοι τά ᾽χασαν. Καὶ γιατροὶ πίστεψαν, ὅτι ἔγινε θαῦμα.

λᾶτε λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ναυτικοί, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεός. Ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ ἄρρωστοι, γιὰ νὰ μᾶς πῆτε τὰ θαύματα ποὺ κάνει ὁ Χριστός. Κ᾿ ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ γέροντες, ποὺ πήγατε στρατιῶτες ἐπάνω στὴν Ἀλβανία, ὅπου οἱ σφαῖρες ἔπεφταν σὰν χαλάζι κ᾽ οἱ πέτρες σχίζονταν, καὶ πέστε μας· Ποιός σᾶς ἔσωσε; Ἐκεῖ τότε δὲν ἀκουγόταν καμμία βλασφημία, ἀλλὰ μόνο τὸ «Θεέ μου» καὶ «Παναγία μου».

Στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὶ σώθηκαν μὲ τὴν προσευχή. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ προσευχή. Νὰ προσεύχεστε, ἀγαπητοί μου. - Καλά, θὰ πῇ ἕνας· ὅσοι πῆγαν σχολεῖο, αὐτοὶ ξέρουν γράμματα καὶ μποροῦν νὰ κάνουν προσευχή. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι ἀγράμματος, δὲν ξέρω οὔτε τὸ ἀλφάβητο· πῶς θὰ κάνω προσευχή;

Μπορεῖ, ἀγαπητοί μου, καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος, ποὺ δὲν ξέρει οὔτε τὴν ὑπογραφή του νὰ βάλῃ, μπορεῖ κι αὐτὸς νὰ κάνῃ προσευχή. Δὲν χρειάζονται πολλὰ λόγια. Θὰ σᾶς πῶ μιὰ προσευχή, ποὺ μπορεῖτε νὰ τὴ λέτε πάντοτε ὅπου βρίσκεστε, καὶ στὸ δρόμο καὶ παντοῦ. Δυὸ λέξεις εἶνε. Ἄχ αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς πῆτε μὲ συναίσθησι καὶ προσοχή! Ὄχι ὅπως τὰ λένε τώρα ὡρισμένοι ψαλτάδες, ποὺ τὰ παρατείνουν καὶ τὰ «τσιγαρίζουν», ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.

Δυὸ λέξεις εἶνε αὐτὴ ἡ προσευχή, καὶ μπορεῖ νὰ τὶς μάθῃ κι ὁ πιὸ ἀγράμματος. Ποιές λέξεις; «Κύριε, ἐλέησον»! Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὡραία προσευχή. Λέγε αὐτὴ τὴν προσευχὴ κάνοντας συγχρόνως καὶ τὸ σταυρό σου κανονικά. (Παρακολουθῶ μετὰ λύπης, ὅτι σχεδὸν κανένας δὲν κάνει κανονικὰ τὸ σταυρό του. Ὁ σταυρός, ὁ κανονικός, εἶνε τὸ ἄλφα τῆς πίστεώς μας). Λέγε, λοιπόν, μὲ πίστι τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνοντας κανονικὰ τὸ σταυρό σου, καὶ τότε θὰ δῇς θαύματα.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος





Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κέλλης - Ἀμυνταίου τὴν 2-6-1968. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-5-1999, ἐπανέκδοσις 11-5-2013. Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF