ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ ''ΕΣΤΑΥΡΩΘΗΣ ΔΙ' ΕΜΕ''



Χάριτι Θεού, προβαίνουμε στη μεταφορά στο διαδίκτυο δύο Λόγων του ιεροτάτου Επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Τατάρνας Ευρυτανίας ''Εσταυρώθης δι' εμέ''. Ο Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης δίκαια θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος και δεινός ρήτορας κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και γι΄αυτό τον αποκάλεσαν ''Χρυσόστομο της Τουρκοκρατίας''. Κατά τον μακαριστό Μητροπολίτη π. Αυγουστίνο Καντιώτη, ''ήτο... ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτωρ της υποδούλου Ελλάδος΄ με δημοσθένειαν ρητορείαν εκήρυξε τα μεγαλεία του Θεού''. Ο λόγος του απλός, λιτός, θερμά καρδιακός και επί ζήλω οθοδοξότατος ''ακουμούσε'' ησύχως στη καρδιά του συμπασχόντος καταπιεσμένου από την Ενετοκρατία ποιμνίου του. Ένα μικρό δείγμα αυτού, που επιλέξαμε: ''Ψυχή του καλού μας Πατρός, του θείου Εσταυρωμένου μας Ιησού, τι λες; "Άφες αυτοίς' ου γαρ οίδασι τι ποιούσι". Πώς; "Άφες αυτοίς". Ναι, γλυκύτατέ μου Ιησού, "άφες αυτοίς" αυτήν την ώρα. Ας δοθή εις όλους συγχώρησις. Ίσως δουν τώρα το σφάλμα τους και διορθωθούν. "Άφες αυτοίς"! Ας έλθη συγχώρησις, λοιπόν, συγχώρησις! Μα ωστόσο ας παύσουν τα βέλη, ας τελειώσουν οι αμαρτίες, ας φανή ένα σημάδι μετανοίας΄ ένας αναστεναγμός΄ ένα δάκρυ! Καρδιά του Ιησού μου, τι λες; "Άφες αυτοίς, Πάτερ". Καρδιά του αμαρτωλού τι αποκρίνεσαι; "Μνήσθητί μου, Κύριε! Μνήσθητί μου όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου"! Αμήν''. Ευχόμαστε την ''Καλή Ανάγνωση'' στους αναγνώστες μας, με την προτροπή της εκκίνησης της μετανοίας, της επιδαψίλευσης του Θείου Έρωτος, της αφετηρίας της γλυκητάτης άθλησης στο πνευματικό στίβο της εγκοσμίου ζωής. Σ' αυτό, που όλοι πρέπει να αγωνιζόμαστε, ώστε να λάβουμε ''απολυτήριο'' με ''Διαγωγή -κατά Χριστόν- Κοσμιωτάτη''! Εύχεσθε!


ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Λόγος Α'

Εις το Σωτήριον Πάθος
τη Αγία και Μεγάλη Παρασκευή



Μέρος 8ον


Είσαι θρόνος υπέρτιμος, επάνω στον οποίο εκάθισε και εβασίλευσε κατά της αμαρτίας ο νέος βασιλεύς του Ισραήλ. Είσαι κλίμαξ επουράνιος, διά της οποίας ο αρχηγός της σωτηρίας μας έδειξε την ανάβασι για τον Παράδεισο. Είσαι ο φωτοειδέστατος στύλος, που οδηγεί τον περιούσιο λαό στη μακαρία γη της θείας Επαγγελίας. Σταυρέ αγιώτατε, το στήριγμα της Εκκλησίας μας, τι καύχημα της πίστεώς μας! Κάποτε ήσουν ξύλο ατιμίας και θανάτου, τώρα είσαι ξύλο δόξης και ζωής. Είσαι βασανιστικόν όργανο των παθών του Σωτήρος, αλλά και όργανο τρισόλβιο της σωτηρίας μας! Ας δίνη στην σημερινή θλιβερή διήγησι που θα σας κάνω, όπως καρφώθηκε επάνω σου ο Ιησούς μας, έτσι να καρφωθή σε σένα όλη η καρδιά μας!  



ΜΕΡΟΣ Α.



Το θεμέλιο της ορθοδόξου πίστεώς μας στηρίζεται στο ότι εκείνος που έπαθε, που σταυρώθηκε, που πέθανε, είναι αληθινά ο Υιός του Θεού. Ας φαίνεται μωρία, ανoησία για τους ειδωλολάτρες, ας θεωρείται σκάνδαλο για τους Ιουδαίους΄ ''ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν'', καθώς ομολογεί ο Απόστολος Παύλος. Αυτός ο ευσταυρωμένος ήτο Θεος εν σαρκί. Όμως έπαθε μόνον εις την σάρκα, μόνον ως άνθρωπος, διότι ως Θεός ήταν απαθής. Όμως επειδή η σάρκα ήταν ενωμένη με τον θείον Λόγον υποστατικώς, πραγματικώς, αλλά και η ανθρωπότης με την θεότητα, η σάρκα εκείνη ήταν κυρίως τεθνεωμένη, ο άνθρωπος εκείνος ήτο ιδίως Θεός. 


Εκείνος ο υιός της Παρθένου ήτο αληθώς και Υιός Θεού. Ήταν ο ένας Θεάνθρωπος Ιησούς. Οπότε όπως είναι αληθές το ότι έπαθεν ως άνθρωπος, τοιουτοτρόπως είναι αληθές πως εκείνος ο άνθρωπος, οπού έπαθεν ήτο Θεός. Θεός, βασιλεύς των αιώνων. Και μ' όλα τούτα κατεδέχθη να λάβη μορφήν δούλου΄ ''εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν δικαιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού''. Ως Θεός ήτο αναμάρτητος, και όμως ηθέλησε να αναλάβη τις αμαρτίες των ανθρώπων και να φανή ωσάν να ήτο ένας αμαρτωλός.


Ήτο Θεός πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης αθανασίας και όμως ''εκένωσε'' άδειασε, όπως λέγει ο Θείος Παύλος, τον εαυτόν του από όλον τον πλούτο της θεότητός του, κρατώντας μόνο την ασθένεια και την πτωχεία της ανθρωπίνης φύσεως για να αποθάνη. Αυτήν την κένωσι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος την ονομάζει ύφεσιν τινά και ελάττωσιν΄ ''κένωσιν δε λέγω την της δόξης οίον ύφεσίν τε και ελάττωσιν''. Αλήθεια, όμως, ποια ανάγκη υπήρξε να πάθη, να σταυρωθή, να πεθάνη ένας Θεός; Δεν υπήρχεν άλλος τρόπος να πραγματοποιηθή το μέγα έργο της σωτηρίας των ανθρώπων;


Εδώ πρέπει να θαυμάσετε την άκραν του Θεού συγκατάβασιν. Ο Ζάλευκος, ο σοφός βασιληάς των Επιζεφυρίων Λοκρών της Μεγάλης Ελλάδος (Magna Graecia), ο ζήσας κατά τον Ζ' προ Χριστού αιώνα, είχεν επιβάλη πολλούς νόμους. Ανάμεσα σ' αυτούς ήτο και το εξής: Εάν συνελαμβάνετο κάποιος μοιχεύων να του βγάζουν και τα δύο μάτια. Ο νόμος αυτός ήτο δικαιότατος, το να χάνη κανείς το φως των οφθαλμών του, που είναι το πολυτιμότερο πράγμα της ζωής, όποιος αθετεί του άλλου την τιμή, που είναι το ακριβότερο πράγμα του κόσμου.


Όμως ο πρώτος που παρέβη αυτόν τον νόμο και  συνελήφθη για μοιχεία βρέθηκε να είναι ο ίδιος του ο γιος! Ο δικαιώτατος βασιλιάς αποφασίζει να του δοθή η πρέπουσα τιμωρία. Όλοι οι άρχοντες παρακαλούν, όλος ο λαός παρακαλάει τον βασιληά να φανή επιεικής προς τον γιο του, τον διάδοχο και κληρονόμο της βασιλείας του. Όμως εκείνος μένει στερεός στην γνώμη του και προτιμά να φυλάξη καλύτερα τον νόμο του παρά τον γιο του. Αλλ' επειδή οι μεσιτείες και οι παρακλήσεις τον περικυκλώνουν ασφυκτικά, αρχίζει να μαλακώνη και να ακούη όχι μόνον την δικαιοσύνη του, αλλά και την πατρική αγάπη. Η δικαιοσύνη -διελογίζετο- ζητάει να τυφλώσω τον γιο μου, γιατι είναι παραβάτης του νόμου μου.


Η πατρική αγάπη ζητάει να συμπαθήσω τον γιο μου, γιατι είναι γέννημα των σπλάχνων μου. Εάν εγώ παραβλέψω την δικαιοσύνη μου και δεν τον τιμωρήσω όπως του πρέπει, τότε θα είμαι άδικος δικαστής. Εάν πάλι παραβλέψω την πατρική μου αγάπη και τον τιμωρήσω όπως του πρέπει, τότε θα είμαι άσπλαχνος πατέρας. Αχ, τύχη! Κι αν επρόκειτο να γίνω πατέρας γιατι να με κάνεις δικαστή; Αχ, φύσις! Κι αν εγώ επρόκειτο να γίνω δικαστής, γιατι να με κάνεις πατέρα; Μα πως; Εγώ είμαι δίκαιος κριτής. Η δικαιοσύνη είναι τυφλή και δεν βλέπει το πρόσωπο του πταίστου.


Μα πάλι, τι αποφασίζω; Εγώ είμαι πατέρας φιλότεκνος. Η αγάπη είναι ωσαύτως τυφλή και δεν βλέπει το φταίξιμο του πταίστου. Είμαι βασιληάς και όταν θέλω μπορώ να τιμωρήσω. Μα και σαν βασιληάς που είμαι, όταν θέλω μπορώ να συγχωρήσω. Και να μη φυλάξω ένα νόμο που εγώ ο ίδιος ενομοθέτησα; Και να μη φυλάξω ένα γιο που εγώ εγέννησα; Τί να κάνω εγώ ο δυστυχής, ο δικαστής και πατέρας; Υπάρχει άραγε τρόπος να διαφυλάξω και τον νόμο μου, να διαφυλάξω και τον γιο μου; Ναι! Εδώ πρέπει να βγουν δυο μάτια. Ας βγη ένα από τα μάτια μου, ας βγη και ένα του γιου μου! Ας δώση εκείνος το ένα γιατι είναι πταίστης και εγώ το άλλο γιατι είμαι πατέρας.


Κατ' αυτον τον τρόπο θα ευχαριστήσω και την δικαιοσύνη μου και την αγάπη μου. Ούτω πως θα διαφυλάξω τον νόμο μου και τον γιο μου. Έτσι θα φανώ και δίκαιος δικαστής και φιλότεκνος πατέρας. 


Έτσι και έγινε, ακροαταί μου! Εδώ εχρειάζοντο δυο μάτια! Από το ένα μέρος, για να εκπληρωθή ο νόμος και να τιμωρηθή το φταίξιμο, από το άλλο για να διαφυλάξη ο δικαστής πατέρας την αγάπη του και να σώση ο πταίστης γιος το φως του. Ευρέθη αυτός ο μέσος όρος, να δώση το ένα μάτι ο πατέρας, και το άλλο ο γιος. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανάμεσα σε όλες τις ιστορίες μιας ακριβούς βασιλικής δικαιοσύνης και μιας πατρικής συγκαταβάσεως. Όμως είναι παράδειγμα ανθρώπινο που δεν φθάνει να συγκριθή με εκείνο, που έκανε ένας δίκαιος και εύσπλαχνος μαζί Θεός.


Υπήρχεν εξ αρχής άνωθεν θεική απόφασις γεγραμμένη στο ξύλον της γνώσεως, μέσα στον Παράδεισο της Τρυφής, ότι όποιος θα έτρωγε απ' εκείνο το δένδρο και θα παρέβαινε την θείαν εντολή (του να μη γευθή ποτέ δηλαδή) να είναι παραδομένος στον θάνατο΄ ''η δ' αν ημέρα φάγητε απ' αυτού θανάτω αποθανείσθε''. Και εμείς παραβήκαμεν αυτή την εντολή, φέροντες το προπατορικόν αμάρτημα του Αδάμ΄ ''εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσι''. Αμαρτήσαμε με την προπατορική, αλλά και τις προαιρετικές αμαρτίες, τόσον ώστε όλοι υποκείμεθα στην θεία κατάρα. Όλοι άξιοι της αιωνίου κολάσεως.


Έπρεπε, λοιπόν, εκεί ή να λάβουμε την πρέπουσα τιμωρία, να χάσουμε δηλαδή τα δύο μας μάτια, τις δύο ζωές που έχουμε, την σωματική και την ψυχική με την τιμωρία, ή να βρεθή ένας τρόπος ιατρείας. Αλλά ποιος τρόπος να βρεθή, εφ' όσον το χρέος μας προς τον Θεό είναι άπειρο; Ακόμη κι αν ερχόταν κάποιος σαν τον Μωυσή ή κάποιος από τους προφήτες ή χίλιοι άνθρωποι΄ ακόμη και αν λάβαιναν σάρκα και οστά χίλιοι άγγελοι με σκοπό να πεθάνουν για να πληρώσουν για εμάς την θεία δικαιοσύνη, το αίμα που θα επρόκειτο να χύσουν όλοι εκείνοι οι άγγελοι, δεν θα έφθανε.


Και τούτο διότι σαν αίμα κτισμάτων θα ήταν περασμένης, ελειπούς και ολίγης τιμής, ενώ το χρέος μας προς τον Θεό ήταν άπειρο. ''Έδει τοίνυν δυοίν θάτερον -θεολογεί ο άγιος Πρόκλος- ή πάσιν επαχθήναι τον εκ καταδίκης θάνατον, επειδή πάντες ήμαρτον ή τούτον δοθήναι προς αντίδοσιν τίμημα, ω τω χρέει της αμαρτίας. Άγγελος δε εξαγοράσασθαι την ανθρωπότητα ουκ ίσχυε, ηπόρει γαρ του τοιούτου λύτρου. Άνθρωπος ψιλός σώσαι ουκ ίσχυε. Θεός γυμνός παθείν ουκ ηδύνατο''.


Συνεχίζεται


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου ''Εσταυρώθης δι' εμέ'', 
περιέχον ''Δύο Λόγους του Ηλία Μηνιάτη +1717 εις την Αγίαν και Μεγάλην Παρασκευήν'', 
υπό αρχιμανδρίτου Δοσιθέου.
Έκδοση της ''Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης'' Ευρυτανίας, 2013, σελ. 56-63.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF