Ένα χαρακτηριστικό χριστουγεννιάτικο χρονογράφημα του ποιητή - δημοσιογράφου Στέφανου Δάφνη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ''ΑΘΗΝΑΙ'' της Παρασκευής 25 Δεκεμβρίου 1920, ύμνος στις Παραδόσεις της Ορθοδοξίας! Οι συνέπειες του Ελληνικού Διαφωτισμού στην αλλοτρίωση των εκκλησιαστικών ειωθότων, η εκκοσμίκευση του Κλήρου που σιγά-σιγά κάνει τα πρώτα της βήματα και φυσικά, η Οικουμενική Κίνηση, που ήδη ''ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη'' (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8)· Εύχεσθε!
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Ο ΟΡΘΡΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1920
Ο φίλος μου Ιωάννης που κατ' ανάγκην εξερριζώθη από την ειρηνικήν και καλοκάγαθον επαρχίαν του και ήλθε να ζητήση εις την τύρβην της Νινευϊ αυτής την οποίαν τώρα παριστάνουν αι Αθήναι, ο Ιωάννης με τα γκρίζα μαλλιά, είνε μελαγχολικός τας ημέρας αυτάς.
Τί συμβαίνει εις την Πελοποννησιακήν του ψυχήν την ρεμβώδη και ευαίσθητον ως υγρόμετρον του Σωσσύρου;
Διατί ο Ιωάννης πλανάται εις τους σφύζοντας από ζωήν Αθηναϊκούς δρόμους ως ξένο πουλί;
Τον ηρώτησα χθες το βράδυ καθώς επηγαίναμε εις την ηλεκτροφωτισμένην οδόν Σταδίου.
Και ο Ιωάννης απήντησε τάδε.
- Ναι, είμαι περίλυπος έως θανάτου.
Η ψυχή μου δεν ειμπορεί να χαρή την χριστιανκήν αγαλλίασιν των ημερών που έρχονται.
Από τότε που έφυγα από το Μωρηά δεν ένοιωσα Χριστούγεννα.
Ο νους μου γυρίζει πάντοτε εις τις παιδικές μου αναμνήσεις, εις το τζάκι του πατρικού μου σπιτιού κοντά εις τη φωτιά που τριζοβολούσε ενώ έξω έπεφτε το χιόνι να κρύβη κάθε ασυμμετρίαν και κάθε ασχημίαν, να εξιδανικεύση τα πάντα το παρθενικόν χιόνι των Χριστουγέννων.
Αγρυπνούσαμε κοντά εις το τζάκι καθισμένοι σταυροπόδι επάνω εις την ημικυκλικήν μαξιλάραν, ψήνοντες κόκκους αραβοσίτου ξερούς μέσα εις την χόβολιν που έκαιγεν και επετάγοντο άσπροι σαν αφρός.
Δεν μας εφώτιζε παρά το θαμπόν φως του καντηλιού που έκαιε στην εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
Αγρυπνούσαμε περιμένοντας τον όρθρο.
Και η μητέρα όλο επήγαινε κ' ερχότανε ετοιμάζοντας τα φρεσκοσιδερωμένα ασπρόρουχα των παιδιών, τα γιορτινά του πατέρα, τη βράκα του παππού και το τουρλωτό τσαρούχι του οποίου εχτένιζε προσεκτικά τη φούντα.
Και ο παππούς αγρυπνούσε κι' αυτός διηγούμενος παραμύθια ή καμμιά από τις ηρωϊκές ιστορίες του παληού Οθωμανικού καιρού που ήτανε γεμάτος αρχοντιά.
Μόνον ο πατέρας εκαμώτανε, κουρασμένος από τα τρεχάματα της ημέρας, για να κάμη τα ψώνια, να μη λείπη τίποτε από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ούτε ο γάλος ο τετράπαχος, ούτε τα χριστόψωμα, ούτε τα τσουρέκια, ούτε τα φιρίκια και τα πορτοκάλια και το κοκκινέλι - ρευστό ρουμπίνι μέσα στις τοσούτσικες ψυχές μας...
Έξαφνα μέσα στην ησυχία, από μακρυά έφθασε ένας ήχος σαν από τον άλλο κόσμο, κι έπειτα άλλος κι άλλος, ήχοι αρμονικοί, παρατεταμένοι σαν φωνές οργάνου που κρούεται από δάχτυλα αγγέλων.
Ήτανε οι καμπάνες του όρθρου, οι αλησμόνητες εκείνες καμπάνες που ακόμη αντηχούν στ' αυτιά μου.
Μέσα στο παγερό Δεκεμβριανόν δάσος, το κάλεσμα της εκκλησίας εταξείδευε σταθερόν, επίμονον, μήνυμα χαρμόσυνον εις τους χριστιανούς...
Ύστερα από λίγο άκουγες έξω βήματα πνιχτά επάνω στο καλντερίμι κ' έβλεπες φαναράκια που εκινούντο εις το βάθος του δρόμου, ανθρώπινα σχήματα που επήγαιναν εις την εκκλησίαν.
Κάτω από τον ιερόν θόλον, εις τον παλαιόν βυζαντινόν ναόν, συνεκεντρώνετο όλη η ενορία, αδελφωμένη με την κοινήν πίστιν.
Και ενώ από τους φεγγίτες του θόλου φαινότανε ο ουρανός που άρχιζε να λευκάζη και η νέα ημέρα επάλευε να διώξη την νύχτα, τα τροπάρια της Θείας Γεννήσεως μιλούσαν εις την ψυχήν κατανυκτικά.
''Η Γέννησή σου, Χριστέ, ο Θεός ημών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως''.
Και το άλλο εκείνο το υποβλητικώτατο ''Ανατολή ανατολών σήμερον...''.
Ε, που είναι εκείνα τα χρόνια...
Ενταύθα ο συμπαθής Ιωάννης ανεφώναξε και εσφόγγισεν εν δάκρυ το οποίον εκρέματο από τον κανθόν.
Ηθέλησα να τον παρηγορήσω.
Διατί να βλέπη το χωρικόν του περιβάλλον με τόσην απαισιοδοξίαν;
Έχομεν και εις τας Αθήνας εκκλησίες, έχομεν και παπάδες και ψαλτάδες έχομεν, τίποτε δεν μας λείπει διά να λειτουργηθώμεν χριστιανικώς κατά την μεγάλην πανήγυριν της Ορθοδοξίας.
Αλλ' ο Ιωάννης αντί να παρηγορηθή, εθύμωσε.
- Άει στο καλό, αδελφέ. Έχετε εκκλησίες αλλά με ηλεκτρικά.
Έχετε παπάδες αλλά οι περισσότεροι είναι χωρίς μαλλιά.
Έχετε ψαλτάδες αλλά τα λένε σαν τενόροι.
Πώς να συγκινηθώ κάτω από έναν γλόμπον Έδισων, με ένα ιερέα που έχετε τετραγωνίσει το γενάκι του αλά Ανσύ κατρ και έναν ψάλτην που κάνει σκάλες σαν τον Λάππαν εις την Τόσκαν;
Αφήνω ότι οι Αθηναίοι δεν πηγαίνουν εις τον όρθρον των Χριστουγέννων και οι εκκλησίες την ώραν εκείνην είνε έρημες και άδειες.
Εις την δευτέραν λειτουργίαν υπό το φως της ημέρας, τα πράγματα δεν φαίνωνται αγιώτερα.
Δεν ξέρω τι θα γίνη τώρα που απεκαταστάθη εις τον θρόνον του ο Μητροπολίτης Θεόκλητος, αλά και πάλι δεν θα λειτουργηθώ.
Θα περιμένω ως του χρόνου που θα γίνουν τα μαλλιά των βενιζελικών παπάδων, οι οποίοι μάλιστα τα τραβούν διά να μεγαλώσουν ή ζητούν ν' αγοράσουν περούκαν.
Πιστεύω πως και τα ηλεκτρικά θα δώσουν πάλιν την θέσιν των εις το κερί της παραδόσεως, ότι οι ψαλτάδες θα επανέλθουν εις την βυζαντινήν παρασημαντικήν, ότι ο Οίκος του Κυρίου θα αποδοθή εις τον Κύριον.
Τότε θα μπορέσω ν' ακούσω την λειτουργίαν των Χριστουγέννων, χωρίς ν' αγανακτήσω.
Και αν δεν μου δώση πλήρη την συγκίνησιν του επαρχιακού όρθρου αλλά τουλάχιστον θα με φέρη πλησιέστερον προς τον Ουρανόν.
Ταύτα είπεν ο φίλος μου Ιωάννης, επαρχιώτης ανήρ πιστός της παραδόσεως από τα παιδικά του χρόνια έως τώρα που έχει γκρίζα μαλλιά και όμως συγκινείται όταν ακούη τις καμπάνες των Χριστουγέννων...
ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗΣ
Πρωτοσέλιδο χρονογράφημα
του ποιητή, δημοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα Στέφανου Δάφνη (1882 - 1947),
στην εφημερίδα ''ΑΘΗΝΑΙ'',
της Παρασκευής 25 Δεκεμβρίου 1920,
έτος ΙΘ', αρ. φύλ. 66 - 6557.
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου