ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΥΦΛΩΝ




Ο πρωτόπλαστος άνθρωπος ζούσε όπως οι άγγε­λοι, με τη θεωρία τού Θεού. Μετά την πτώση, οι απόγονοί του ζούσαν με την πίστη στο Θεό. Εκείνοι που δε θεωρούσαν το Θεό κι η πίστη τους είχε εκλείψει, δεν μπορούσαν να συναριθμηθούν με τους ζωντανούς, αφού δεν είχαν επαφή με τη Ζωή. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν να ζουν;


Η λίμνη που είναι ανοιχτή στο στερέωμα, δέχεται το νερό από ψηλά. Γεμίζει με νερό και δεν ξεραίνεται. Μια άλλη λίμνη, που δεν είναι ανοιχτή στο στερέωμα, δέχεται το νερό από τη γη, από τις πηγές των βουνών. Γεμίζει κι αυτή και δεν ξεραίνεται. Μια τρίτη λίμνη όμως, που δεν είναι ανοιχτή στο στερέωμα, ούτε και δέχεται νερό από κάποιο υπόγειο ρεύμα, δεν μπορεί παρά κάποια στιγμή ν' αδειάσει και να ξεραθεί.


Όταν μια λίμνη δεν έχει νερό, μπορεί πια να λέ­γεται λίμνη; Όχι. Μάλλον είναι ένας στεγνός κρατή­ρας. Μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς Θεό να ονομάζεται άνθρωπος; Όχι. Μάλλον είναι ένας στεγνός, ένας άδει­ος τάφος. Όπως το νερό είναι το κύριο συστατικό της λίμνης, έτσι είναι κι ο Θεός για τον άνθρωπο. Λίμνη χωρίς νερό δεν είναι λίμνη· άνθρωπος χωρίς Θεό δε λέγεται άνθρωπος. Πώς μπορεί νά 'χει ένας άνθρωπος το Θεό μέσα του, αν του έχει κλείσει την είσοδο απ' όλες τις πλευρές, όπως μια αποξηραμένη λίμνη ή ένας κλειστός τάφος χωρίς φως;


Ο Θεός δεν είναι σαν μια πέτρα που πέφτει μέσα στον άνθρωπο και παραμένει εκεί χωρίς τη θέληση του ανθρώπου. Ο Θεός είναι δύναμη, πιο ισχυρή και πιο καθαρή από το φως και τον αέρα. Είναι δύναμη που γεμίζει τον άνθρωπο ή τον εγκαταλείπει αν εκείνος με την ελεύθερη θέλησή του την απορρίψει. Κι αυτό επειδή ο Θεός είναι άπειρα αγαθός. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι το ίδιο γεμάτος από το Θεό. Κι αυτό εξαρτάται κυρίως από το πόσο ανοιχτός είναι ο άνθρωπος στο Θεό.


Αν η ψυχή του ανθρώπου ήταν εντελώς ανοιχτή μόνο προς το Θεό, που σημαίνει πως ταυτόχρονα θα ήταν κλειστή για τον κόσμο, τότε θα ξαναγύριζε στην πρώτη του αγαλλίαση της θεωρίας τού Θεού. Αλλ' αυτό είναι πολύ δύσκολο στο θνητό περιβάλλον όπου ζει η ψυχή τού ανθρώπου. Μόνο ένα άνοιγμα υπάρχει απ' όπου ο άνθρωπος μπορεί νά 'ρθει σ' επαφή με το Θεό, την πηγή της ζωής. Και το άνοιγμα αυτό είναι η πίστη.


Πίστη σημαίνει πρώτα τη μνήμη της χαμένης θεωρί­ας τού Θεού. Η μνήμη αυτή παραμένει χαραγμένη στη συνείδηση και το νου. Δεύτερο, σημαίνει την αποδοχή εκείνου που ο Θεός αποκάλυψε με τους προφήτες και τους αγίους, που αξιώθηκαν να δουν την αλήθεια. Τρίτο και σπουδαιότερο σημαίνει την ομολογία τού Κυρίου Ιησού Χριστού ως Υιού τού Θεού, ως ορατής εικόνας τού αοράτου Θεού (βλ. Β' Κορ. δ' 4). Η τρίτη αυτή σημασία είναι αρκετή από μόνη της.


Περιέχει και εκπληρώνει με τελειότητα τις άλλες δύο. Αυτή είναι η πίστη που ζωοποιεί και σώζει. Είναι το μεγαλύτερο άνοιγμα από το οποίο ο Θεός έρχεται στον άνθρωπο, κατά το μέτρο της επιθυμίας και της θέλησής του. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος ρωτούσε συχνά τους αρρώστους και τους πάσχοντες: «Πιστεύεις;» «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» Ανοίγετε την πόρτα για να μπω μέσα; Η πίστη τού ανθρώπου δεν είναι τίποτ' άλλο, παρά το άνοιγμα της πόρτας τής ψυχής του, για ν' αφήσει το Θεό να μπει μέσα του. «Θεέ μου, άδειασέ με από τον εαυτό μου και κατοίκησε Εσύ μέσα μου!» Τα λόγια αυτά εκφράζουν τηνουσία της πίστης.


Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα περιστατι­κό από τα πολλά, που ο Θεός χτυπάει την πόρτα της ψυχής τού ανθρώπου κι ο άνθρωπος την ανοίγει κι αφήνει τον Κύριο να περάσει. Ο Θεός θαυματουργεί σε οτιδήποτε κάνει. Όπου κι αν βρίσκεται, θαυματουργεί. Μπροστά Του όλοι οι νόμοι, φυσικοί και ανθρώπινοι, αποσύρονται όπως τα σύννεφα μπροστά στον ήλιο. Μόνο η δύναμή Του παραμένει, η σοφία κι η αγάπη Του - και τότε όλα είναι υπέροχα, γλυκύτατα και πανένδοξα.


Μέσα στο σκότος όπου ζούσαν οι ειδωλολάτρες Γαδαρηνοί, ο Κύριος δε βρήκε πίστη στους ανθρώ­πους, ακόμα και μετά το μεγάλο θαύμα που έκανε θεραπεύοντας τους δυο δαιμονιζόμενους. Μετά όμως ακολούθησαν διάφορα περιστατικά, το ένα μετά το άλλο, όπου η αγάπη τού Χριστού συνάντησε τη μεγά­λη πίστη των ανθρώπων. Περιστατικά όπου ο Κύριος κρούει κι οι άνθρωποι ανοίγουν πρόθυμα την πόρτα της ψυχής τους και του δίνουν την ευκαιρία να θαυματουργήσει. Εκεί που συναντιέται η πίστη με την αγάπη, γεννιέται το θαύμα.


Η πίστη φάνηκε πρώτα στους ανθρώπους που κου­βάλησαν τον παραλυτικό και τον κατέβασαν μπροστά στο Χριστό από την οροφή τού σπιτιού. «Και ιδών Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ· θάρσει, τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου...εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου» (Ματθ. θ' 2, 6). Δεν είναι γεμάτα αγάπη τα λόγια αυτά; «Και εγερθείς απήλθεν εις τον οίκον αυτού» (θ' 9). Δεν είναι ένα θαύμα αυτό, που προέκυψε από πίστη κι αγάπη;


Μετά απ' αυτό έχουμε τη γυναίκα που υπόφερε δώ­δεκα χρόνια από αιμορραγία. Με μεγάλη πίστη άγγιξε απλά το ιμάτιό Του και είπε μέσα της: «Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι» (Ματθ. θ' 21). Αυτή είναι πίστη. Κι ο Κύριος της είπε: «θάρσει, θύγατερ· η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. θ' 22). Λόγια αληθινής αγάπης! «και εσώθη η γυνή από της ώρας εκείνης» (αυτόθι). Κι αυτό το θαύμα γεννήθηκε απόπίστη κι αγάπη. Έχουμε έπειτα τον Ιάειρο, που πήγε περίλυπος στον Ιησού και του είπε:


«Η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν· αλλά ελθών επίθες την χείρά σου επ' αυτήν και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18). Ακούμπησε μόνο τα χέ­ρια Σου πάνω της και θα ζήσει! Αυτή ήταν μια πίστη που δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό, την παραμικρή αμφιβολία. Κι ο Κύριος πήγε, «εκράτησε της χειρός αυτής, και ηγέρθη το κοράσιον» (Ματθ. θ' 25). Αυτή είναι αγάπη πραγματική ενός φίλου, ενός θεραπευτή.


Την κράτησε από το χέρι κι αυτή αναστήθηκε. Ήταν κι αυτό ένα θαύμα που προήλθε από πίστη κι αγάπη. Μετά από τα θαυμαστά αυτά περιστατικά, όπου συναντιούνται η πίστη τού ανθρώπου με την αγάπη του Θεού, το σημερινό ευαγγέλιο μας περιγράφει κι άλλο ένα παρόμοιο περιστατικό.


«Και παράγοντι εκείθεν τού Ιησού ηκολούθησαν αυτώ δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες· ελέησον ημάς, υιέ Δαβίδ» (Ματθ. θ' 27). Από πού ερχόταν ο Ιησούς; Από το σπίτι τού Ιάειρου, όπου είχε αναστή­σει το νεκρό κορίτσι. Οι δυο τυφλοί άκουσαν πως ο Κύριος περνούσε από κει και τον ακολούθησαν κραυ­γάζοντας και ζητώντας την ευσπλαχνία Του. Με τον ίδιο τρόπο είχε ζητήσει το έλεός Του ο τυφλός στην Ιεριχώ. Καθόταν στην άκρη τού δρόμου και ζητιάνευε «και ακούσας ότι Ιησούς ο Ναζωραίος εστιν, ήρξατο κράζειν και λέγειν· υιέ Δαβίδ Ιησού, ελέησόν με» (Μάρκ. ι' 47).


Το ίδιο έκαναν κι οι δυο τυφλοί. Ακουσαν από εκείνους που τους οδηγούσαν πως περ­νούσε από κει ο θαυματουργός Ιησούς, ξέχασαν την επαιτεία τους καθώς και οτιδήποτε άλλο κι άρχισαν αμέσως να τον ακολουθούν και να φωνάζουν. Ήταν κι αυτοί τέκνα τού Αβραάμ, του φίλου τού Θεού, που αξιώθηκε κάποτε να δει τον ίδιο το Θεό. Οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι όμως δεν είχαν μάτια για να δουν τη δημιουργία τού Θεού. Γιατί οι τυφλοί αποκαλούσαν τον Ιησού, «Υιό του Δαβίδ»; Επειδή στο Ισραήλ ο τίτλος αυτός ήταν ο πιο τιμητικός απ' όλους. Ο βασιλιάς Δαβίδ αποτελούσε το πρότυπο για όλους τούς βασιλιάδες τού Ισραήλ.


Κι όπως κάθε δίκαιος άνθρωπος ονομαζόταν «τέκνο τού Αβραάμ», έτσι και κάθε δίκαιος ηγέτης ονομαζόταν «υιός τού Δαβίδ». Ο Χριστός είχε αληθινή εξουσία και δύναμη, που έβγαινε από Εκείνον φυσικά, όπως η ανάσα. Το ότι οι Ισραηλίτες συνήθιζαν ν' αποκα­λούν τους μακρινούς απογόνους τού Δαβίδ «τέκνα τού Δαβίδ», φαίνεται καθαρά σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής. Είναι πιθανό επίσης οι δυο τυφλοί να σκέ­φτονταν πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας και γι' αυτό τον ονόμαζαν Υιό Δαβίδ.


Όλος ο λαός περίμενε το Μεσσία από το Θεό και πίστευαν όλοι πως θα προερχόταν από τον οίκο Δαβίδ. «Και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαβίδ του πατρός αυτού» (Λουκ. Α΄ 32), αποκάλυψε ο αρχάγγελος Γα­βριήλ στην Παναγία Μητέρα τού Θεού. Ο αρχάγγελος χρησιμοποίησε την κοινή γλώσσα τού λαού, γι' αυτό και ονόμασε το Δαβίδ πατέρα τού Ιησού, μ' όλο που λίγο νωρίτερα τον είχε ονομάσει Υιό του Υψίστου, δηλαδή Υιό τού Θεού. [Ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει στο Λόγο 56: «Όποιος προσεύχεται σαρκικά και δεν έχει πνευματική αίσθηση, είναι σαν τον τυφλό που κράζει: "Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με!" Ένας άλλος τυφλός όμως, με το που έλαβε το φως του και είδε τον Κύριο, δεν τον ονόμασε Υιό Δαβίδ, αλλά Υιό τού Θεού (βλ. Ιωάν. θ' 35, 38)].


Δεν είναι κι αυτή μια φοβερή κατηγορία ενάντια στους σκοτισμένους Φαρισαίους και τους γραμματείς, που ονόμαζαν το Χριστό βλάσφημο κι αμαρτωλό; Προ­σέξτε πώς τους ντροπιάζει ο Κύριος με κείνους που οι ίδιοι υποτιμούσαν και τους λογάριαζαν κατώτερούς τους. Κι εννοώ τους ειδωλολάτρες και τους τυφλούς, ακόμα και τους δαίμονες! Ενώ οι ίδιοι, τυφλωμένοι από τη ματαιότητα, δεν μπορούσαν να δουν το Χρι­στό παρά μόνο ως ένα βλάσφημο κι αμαρτωλό, ο ειδωλολάτρης εκατόνταρχος απέδωσε τη δύναμή Του στη θεότητά Του (βλ. Ματθ. η' 5-13)·


οι δαίμονες στα Γάδαρα τον ονόμασαν Υιό τού Θεού (Ματθ. η' 29) κι οι τυφλοί τον είδαν με το πνεύμα τους ως Υιό τού Δαβίδ (Ματθ. θ' 27). Οι ειδωλολάτρες είδαν στην πα­ρουσία τού Χριστού τον ίδιο το Θεό, ενώ οι «σοφοί» άρχοντες του Ιουδαϊκού λαού ήταν ανίκανοι να τον αναγνωρίσουν. Οι τυφλοί άνθρωποι είδαν ό,τι δεν μπόρεσαν να δουν οι Φαρισαίοι, οι γραμματείς κι οι άρχοντες του λαού. Οι τυφλοί ακολουθούσαν το Χριστό και κραύγαζαν, Εκείνος όμως δε γύρισε να τους δει. Γιατί; Πρώτο, για ν' αυξήσει τη δίψα τους για το Θεό και την πίστη τους σ' Εκείνον. Δεύτερο, για ν' ακούσουν πολλοί τις κραυγές τους και να πέσουν κι οι ίδιοι σε περισυλλογή, να δοκιμαστεί η πίστη τους. Τρίτο για να δείξει την ταπείνωσή Του.


Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο ν' αποφύ­γει τη δόξα των ανθρώπων. Αν έκανε το θαύμα στη μέση του δρόμου, μπροστά στο πλήθος, όλοι θα τον εγκωμίαζαν. Γι' αυτό και προτίμησε να τους θεραπεύ­σει μέσα σε σπίτι, μπροστά σε μια χούφτα μάρτυρες. Τι σοφία, πόση ταπείνωση! Ήξερε πολύ καλά πως «ου γαρ έστι κρυπτόν ο εάν μη φανερωθή» (Μάρκ. δ' 22). Όσο πιο καλά κρύβεται το καλό έργο, τόσο ευκολότερα θ' αποκαλυφθεί.


«Ελθόντι δε εις την οικίαν προσήλθον αυτώ οι τυφλοί, και λέγει αυτοίς ο Ιησούς· πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι; λέγουσιν αυτώ· ναι, Κύριε» (Ματθ. θ' 28). Η πίστη των τυφλών αυτών ήταν τόσο μεγάλη, που τους έκανε να τρέξουν ξοπίσω Του. Δε δείλιασαν επειδή δε γύρισε να τους κοιτάξει στο δρόμο και δεν ανταποκρίθηκε στις απεγνωσμένες κραυγές τους. Η πίστη τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τον ανα­ζήτησαν ακόμα και στο σπίτι που επισκέφτηκε. Μ' όλο που το σπίτι αυτό ήταν ξένο κι άγνωστο, εκείνοι τόλμησαν να μπουν μέσα. Θα σκέφτηκαν: «Αυτή είναι η στιγμή της θεραπείας μας. Ή τώρα ή ποτέ!» Το ένιωθαν πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος σ' ολόκληρο τον κόσμο έκτος από το Χριστό που θα μπορούσε ν' ανοίξει τα μάτια τους και να τους δώσει την όραση.


Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι; τους ρώ­τησε ο Κύριος. Γιατί τους ρώτησε αφού γνώριζε και είδε την πίστη τους; Εκείνος βλέπει όλα τα μυστήρια, διαβάζει όλες τις καρδιές. Τους ρώτησε για να τους κάνει να δημοσιοποιήσουν την πίστη τους, τόσο για δική τους χάρη όσο και για κείνους που ήταν μπρο­στά. Η δημόσια ομολογία βεβαιώνει την πίστη, τόσο σ' αυτούς που ομολογούν όσο και σ' εκείνους που ακούν την ομολογία τους. Ναι, Κύριε, απάντησαν οι τυφλοί. Χαρούμενοι που τους μίλησε ο Χριστός, φανέρωσαν με ακόμα μεγα­λύτερη δύναμη την πίστη τους σ' Εκείνον και στην εξουσία Του. Ναι, Κύριε. Δεν τον ονόμασαν πάλι «υιό Δαβίδ».


Τους φάνηκε κάπως μικρός κι εφήμερος ο τίτλος αυτός. Γι' αυτό τον ονόμασαν Κύριο. Αυτή ήταν η ομολογία της πίστης τους. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος, ο Θεάνθρωπος και Σωτήρας. Κι αυτό είναι αρκετό, «πας γαρ ος εάν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. ι' 13). Η πίστη λοιπόν βρισκόταν στην καρδιά και τα χείλη τους. Τώρα έπρεπε να βαδίσει η αγάπη για να συνα­ντήσει την πίστη και τότε θα γινόταν το θαύμα.


Και τώρα η αγάπη, που ουδέποτε εκπίπτει, σπεύδει για να συναντηθεί με την πίστη. «Τότε ήψατο των οφθαλμών αυτών λέγων κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν και ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί» (Ματθ. θ' 29, 30). Ήταν σα νά 'βαζαν μια λάμπα δίπλα σ' ένα νε­κρό άνθρωπο! Ο πάναγνος Κύριος δε μολύνθηκε από το ακάθαρτο σώμα της ανθρωπότητας και την ακόμα πιο ακάθαρτη ανθρώπινη ψυχή.


Ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ, αναφω­νούσαν με θαυμασμό οι άνθρωποι. Είναι αλήθεια πως ο Μωυσής, ο Ηλίας κι ο Ελισαίος έκαναν διάφορα θαύ­ματα, μα πώς; Με τη βοήθεια της πίστης, της νηστείας και της προσευχής από την πλευρά τους και τη χάρη τού Θεού από την άλλη. Τα θαύματα αυτά τα έκανε ο Θεός, μέσα από τους αγίους αυτούς ανθρώπους. Τα θαύματα του Χριστού όμως έγιναν με τη δική Του δύναμη και εξουσία. Η διαφορά μεταξύ τού Χριστού και των αρχαίων θαυματουργών είναι όπως η διαφορά ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι.


Το φεγγάρι φέγγει με το φως που δανείζεται από τον ήλιο, ο ήλιος όμως είναι αυτόφωτος, λάμπει με το δικό του φως. Οι απρο­κατάληπτες κι απλές ψυχές των ανθρώπων ένιωθαν τη μεγάλη διαφορά, γι' αυτό κι αναφωνούσαν: ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ. Οι Φαρισαίοι δεν αρνούνταν τη θαυματουργική δύναμη του Χριστού. Αν μπορούσαν βέβαια θά 'χαν αρνηθεί όλα τα θαύματα, θα τα έκρυβαν, θα κατέ­φευγαν σε ψευδομάρτυρες για να πιστοποιήσουν τα ψέματά τους, όπως στην ανάσταση του Χριστού. Δεν μπορούσαν όμως ν' αρνηθούν αυτά που έγιναν μπρο­στά σε μεγάλα πλήθη ανθρώπων. Το ξαναλέμε πως δεν αρνούνταν το θαύμα, μα το ερμήνευαν με το δικό τους πονηρό και πανούργο τρόπο.


Εν τω άρχοντι των δαι­μονίων εκβάλλει τα δαιμόνια, έλεγαν. Το είπαν αυτό για τον Κύριο σε διάφορες περιπτώσεις κι Εκείνος τους έδωσε σκληρή και αποστομωτική απάντηση. «Ει ο σατανάς ανέστη εφ' εαυτόν και μεμέρισται, ου δύναται σταθήναι» (Μάρκ. γ' 23-26), τους είπε. (Βλ. επίσης και Ματθ. ιβ' 24-26)· Λουκ. ια' 17-18). Είναι, αλήθεια πως είναι πολύ σκληρό για τον άνθρω­πο, ανεξάρτητα από τη διανοητική του επάρκεια, να φανταστεί πιο γελοία, ασυνεπή και ανόητη ερμηνεία των έργων τού Χριστού, απ' αυτήν που σκέφτηκε ο σκοτισμένος νους των γραμματέων τού Ισραήλ και των αρχόντων τού έθνους. Να βγουν τα δαιμόνια από τον άνθρωπο με τη βοήθεια του σατανά!


Αυτό είναι το ίδιο περίπου με το να ισχυριστούμε πως, «σκοτώνει κάποιος τα παιδιά κάποιου πατέρα, με τη βοήθεια τού πατέρα τους!» Ή να επιτίθεται και να εξολοθρεύει ένα στρατό με τη βοήθεια του διοικητή. Δεν είναι ψέμα πως ο φθόνος είναι τυφλός. Θά 'λεγε κανείς πως ο φθόνος είναι και ανόητος. Γιατί ο φθόνος δεν κάνει μόνο την καρδιά σκληρή σαν πέτρα και τυφλώνει το νου, αλλά μπερδεύει και τη γλώσσα. Έτσι δεν ξέρει τι λέει κι επομένως όλα όσα εκφέρει η φθονερή γλώσσα, ακούγονται γελοία κι ανόητα.


Ο Κύριος δεν έδωσε σημασία σ' αυτήν την ανόητη κακεντρέχεια των φθονερών αρχόντων τού λαού, αλλά πορεύτηκε ήρεμα το δρόμο Του, το δρόμο της σωτηρίας όλων εκείνων που του εμπιστεύτηκε ο Πατέρας, ώστε «ουδείς εξ αυτών απώλετο» (Ιωάν. ιζ' 12). Γι' αυτό και καταλήγει το σημερινό ευαγγέλιο: «Και περιήγεν ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ» (Ματθ. θ' 35).


Οι πόλεις και τα χωριά ήταν το ίδιο γι' Αυτόν. Δεν αναζητούσε τις πόλεις και τα χωριά, αλλά τους ανθρώπους. Ο ευαγγελιστής μιλάει για όλες τις πόλεις και τα χωριά, για να δείξει το ζήλο τού Χριστού. «Ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. ξη' 9). Για τον Κύριο μια μέρα ήταν σαν χίλια χρόνια. Το έργο τού Χριστού ήταν τριμερές, όπως βγαίνει καθαρά από τα λόγια τού ευαγγελιστή: Δίδασκε, κήρυττε το Ευαγ­γέλιο της Βασιλείας και θεράπευε κάθε αρρώστια και ασθένεια των ανθρώπων. Δίδασκε, δηλαδή ερμήνευε το πνεύμα της πρώτης Δημιουργίας και του Παλαιού νόμου. Κήρυττε, έθετε τα θεμέλια της Νέας Κτίσης, της Βασιλείας τού Θεού, της Εκκλησίας των Αγίων. Θεράπευε, έδινε δηλαδή τη μαρτυρία τής διδαχής και του κηρύγματός Του με τα έργα Του.


Όλ' αυτά ο Κύριος τα έκανε από αγάπη όχι μόνο για το λαό τής εποχής εκείνης, για τους συγχρόνους Του, αλλά και για μας. Ο Κύριος είναι σύγχρονος με όλους όσοι υπήρχαν και θα υπάρξουν. Τό 'κανε αυτό ώστε με το φως Του ν' ανάψει το καντήλι τής ψυχής μας· με την αγάπη Του να συναντήσει την πίστη μας· με τη συνάντηση αυτή της αγάπης τού Θεού με την πίστη μας να πραγματοποιηθεί το θαύμα τής σωτηρίας μας: η θεραπεία τής πνευματικής μας τύφλωσης, της παράνοιάς μας και κάθε αρρώστιας και ασθένειας.


Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Ζώντος Θεού, ελέησέ μας! Βοήθησέ μας να μάθουμε να δοξολογούμε το όνομά Σου με το σώμα μας, με το λαό μας κι όλους τους ανθρώπους, ζωντανούς και νεκρούς. Να υμνούμε το όνομά Σου, μαζί με τ' όνομα του πανένδοξου και άναρχου Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Σου Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Εκ του ιστολογίου <<Κηρύγματα>>.



Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,

Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο,

Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF