ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Η ΘΗΒΑΪΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ (1ο ΜΕΡΟΣ)

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>> σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 56-63, Αθήνα 1988.
<<Ο μοναχισμός στη Ρωσία ξεκίνησε με τους οσίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου. Εκείνοι έθεσαν τα θεμέλια της άσκησης και ήταν οι πρώτοι που έφεραν στην απέραντη αυτή χώρα το μήνυμα της ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό και του αγώνα για εσωτερική τελείωση. Εκείνος όμως που δημιούργησε μια μεγάλη άνθιση, που εξελίχτηκε σ' ένα τεράστιο ξέσπασμα του μοναχισμού και αγκάλιασε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ρωσία, που δίκαια αποκλήθηκε "Θηβαΐδα του Βορρά",
ήταν ο μεγάλος άγιος Σέργιος του Ραντονέζ.
Ο άγιος Σέργιος ήταν μια γιγαντιαία μορφή που δημιούργησε τη "χρυσή εποχή" για το μοναχισμό της Ρωσίας, εποχή που κράτησε τρεις αιώνες περίπου και χάρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία χιλιάδες αγίους. Ο ίδιος έφτιαξε πενήντα μοναστήρια και από εκείνα δημιουργήθηκαν άλλα σαράντα. Δίκαια του απονεμήθηκε ο τίτλος του "μεγάλου γέροντα της ρωσικής γης" και του "αββά της Θηβαΐδας του Βορρά". Ο συναρπαστικός βίος του, όπως και οι βίοι άλλων χαρακτηριστικών μορφών της Θηβαΐδας του Βορρά, σκιαγραφούνται στο βιβλίο αυτό που εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ελληνική.
Οι βίοι των αγίων αυτών συγκεντρώθηκαν από διάφορες πηγές στη Ρωσική και εκδόθηκαν για πρώτη φορά συλλογικά στην Αγγλική από το μοναστήρι του αγίου Γερμανού της Αλάσκας, που είναι στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. και που είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού στην Ελληνική. Στην εισαγωγή του καθηγητή Κόντζεβιτς (...) υπάρχει μια ιστορική αναδρομή στη Θηβαΐδα αυτή του Βορρά και στα διάφορα ρεύματα που συνετέλεσαν τόσο στην απαρχή της, κατά το 14ο αιώνα, όσο και στην αρχή της παρακμής της, κατά το 17ο αιώνα.
Στον επίλογο επίσης, που γράφτηκε από τους εκδότες της αγγλικής έκδοσης, αναφέρονται οι δεσμοί και η επίδραση της Θηβαΐδας του Βορρά στη μεγάλη μοναχική κίνηση του 18ου αιώνα, που εκφράστηκε από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και έδωσε στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία τους μεγάλους στάρετς που τη δόξασαν και την δοξάζουν μέχρι σήμερα με την άφθαστη πνευματικότητά τους>>.
Πέτρος Αθ. Μπότσης
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.





Μια μέρα ο όσιος Σέργιος προσευχόταν, κατά τη συνήθειά του, μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκε θερμά και έψαλε, τον Ακάθιστο Ύμνο, κάθησε για λίγο ν' αναπαυτεί, οπότε λέει ξαφνικά στο μαθητή του Μιχαία: -Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος, γιατι πρόκειται να δεχτούμε μια θαυμάσια και φοβερή επίσκεψη. Κι ενώ ακόμη μιλούσε, ακούστηκε μια φωνή:


-Η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται! Μόλις το άκουσε αυτό ο Όσιος, έσπευσε προς την είσοδο του κελλιού του και ξαφνικά τον κάλυψε μια εκτυφλωτική ακτινοβολία, λαμπρότερη κι απ' τον ήλιο και είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με δύο αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, να ακτινοβολούν μ' ένα ανέκφραστο φως. Μη μπορώντας να αντέξει σ' ένα τόσο καταπληκτικό όραμα, ο Όσιος έπεσε στο έδαφος.


Η Υπεραγία Θεοτόκος τότε τον έπιασε απ' το χέρι και είπε: -Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήρθα να σε επισκεφτώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητές και το μοναστήρι σου εισακούστηκαν. Μη στενοχωρείσαι, από τώρα και εμπρός θα ανθίσει! Και όχι μόνο όσο καιρό ζεις εσύ, αλλά και μετά την εκδημία σου στον Κύριο, εγώ θα είμαι κοντά στο μοναστήρι σου, θα καλύπτω πλούσια τις ανάγκες του, θα παρέχω τα απαραίτητα και θα το προστατεύω. Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντη.


Εκστατικός ο Όσιος απ' το φοβερό όραμα, παρέμεινε για λίγο έμφοβος και έτρεμε. Αφού συνήλθε, σήκωσε τον τρομοκρατημένο μαθητή του, αυτός όμως έπεσε συγκλονισμένος στα πόδια του Οσίου λέγοντας: -Για χάρη του Θεού, πατέρα μου, πες μου, τι θαυμάσιο όραμα ήταν αυτό; Ο Όσιος, που ήταν τόσο πλημμυρισμένος από χαρά ώστε το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο, δεν μπορούσε να πει περισσότερα απ' αυτά τα λόγια:


-Περίμενε λίγο παιδί μου' και η δική μου ψυχή δονείται απ' το θαυμάσιο αυτό όραμα. Στάθηκε για λίγο συνεπαρμένος ακόμη απ' το όραμα και τελικά είπε: -Παιδί μου, φώναξέ μου τον Ισαάκιο και τον Σίμωνα. Κι όταν ο Ισαάκιος και ο Σίμων ήρθαν, τους διηγήθηκε καταλεπτώς όλα όσα συνέβησαν, πως είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με τους αποστόλους και τις θαυμάσιες υποσχέσεις που του έδωσε.


Εκείνοι μόλις άκουσαν όλα αυτά πλημμύρισαν από απερίγραπτη χαρά και όλοι μαζί έψαλαν μια Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και δόξασαν τον Θεό. Ο Όσιος παράμεινε όλη νύχτα άγρυπνος, αναπολώντας το εξαίσιο όραμα. (Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1388, τέσσερα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου). Μετά από λίγο καιρό ήρθε στη Μόσχα κάποιος επίσκοπος απ' την Κωνσταντινούπολη.


Είχε ακούσει πολλά για τον Όσιο, του οποίου η φήμη τώρα είχε διαδοθεί πάρα πολύ και είχε φτάσει μέχρι τη Βασιλίδα των πόλεων. Ο επίσκοπος αυτός όμως δυσπιστούσε για τη φήμη αυτή του Οσίου και έλεγε: -Είναι δυνατό να υπάρχει ένας τέτοιος φωστήρας σ' αυτή εδώ τη γη και μάλιστα στους έσχατους αυτούς καιρούς; Αποφάσισε για να πάει να δει ο ίδιος τον Όσιο. Όταν πλησίασε στο μοναστήρι τον κατέλαβε τρόμος και προτού τον δει καλά - καλά τυφλώθηκε.


Ο Όσιος τότε τον πήρε απ' το χέρι και τον οδήγησε στο κελλί του, όπου ο επίσκοπος του εξομολογήθηκε την απιστία του και του ζήτησε με δάκρυα να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος άγγιξε τα μάτια του, τον θεράπευσε και του υπέδειξε να μην ξανάρθει για να μη σκανδαλισθούν οι μοναχοί. Φωτισμένος, ο επίσκοπος τώρα, διαλάλησε παντού ότι αξιώθηκε να δει έναν άνθρωπο του Θεού, έναν ουράνιο άνθρωπο και επίγειο άγγελο. 


Μια μέρα που λειτουργούσε ο Όσιος, ένας απ' τους μαθητές του, ο Σίμων, που συλλειτουργούσε μαζί του, είδε ένα θαυμάσιο όραμα, που το διηγήθηκε ως εξής: -Ενώ ο Όσιος λειτουργούσε, είδα μια φλόγα ν' απλώνεται πάνω από την Αγία Τράπεζα, να την περιβάλλει ολόκληρη και να την φωτίζει. Κι όταν ήταν έτοιμος να κοινωνήσει, η θεία αυτή φλόγα μαζεύτηκε, έγινε σαν σάβανο, μπήκε μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο και μετά κοινώνησε ο Όσιος. Όταν είδε αυτά ο Σίμων, άρχισε να τρέμει.


Και ο Όσιος αντιλήφθηκε ότι ο Σίμων αξιώθηκε να δει το θαυμάσιο αυτό όραμα και του απαγόρευσε να μιλήσει σε οποιονδήποτε σχετικά μ' αυτό. -Μην πεις σε κανέναν τίποτ' γι' αυτό, ως ότου ο Κύριος με καλέσει απ' αυτή τη ζωή, του είπε. Και δοξολόγησαν κι οι δυο τους το Θεό. Συνεχίζοντας ο Όσιος να δαμάζει το σώμα του με νηστεία και ακατάπαυστη εργασία και εκτελώντας αναρίθμητα θαύματα, έφτασε σε προχωρημένη ηλικία χωρίς να σταματήσει να ιερουργεί ή να κάνει τον κανόνα της προσευχής του.


Όσο γερνούσε το σώμα του, τόσος δυνατότερος γινόταν ο ζήλος του και δεν έλεγε να μειωθεί με κανένα τρόπο απ' το γήρας του. Έξι μήνες πριν η ψυχή του αναχωρήσει για τον Κύριο το προείδε και, συναθροίζοντας την αδελφότητα, όρισε τον αγαπημένο του μαθητή Νίκωνα να τον διαδεχτεί στη θέση του και μετά άρχισε να ζει με ησυχία. Τριάντα χρόνια μετά τη κοίμηση του οσίου Σεργίου, ο Θεός ευδόκησε να δοξάσει τον Όσιό Του ακόμη περισσότερο.


Κοντά στο Μοναστήρι αυτή την εποχή ζούσε κάποιος ευσεβής χριστιανός, ο οποίος είχε μεγάλη πίστη στον Όσιο και ερχόταν συχνά στον τάφο του και προσευχόταν θερμά. Μια νύχτα, μετά από θερμή προσευχή, καταλήφθηκε από έναν ελαφρύ ύπνο και είδε και είδε ξαφνικά τον Όσιο να εμφανίζεται μπροστά του και να του λέει: -Πες στον ηγούμενο του μοναστηριού: Γιατί με αφήνουν τόσο καιρό μέσα στη γη, στον τάφο μου, όπου το σώμα μου περιβάλλεται από νερά;


Όταν ξύπνησε ο άνθρωπος αυτός φοβήθηκε πολύ αλλά ταυτόχρονα αισθάνθηκε στην καρδιά του μια εξαιρετικά ασυνήθιστη χαρά και διηγήθηκε αμέσως το όραμα στο Νίκωνα, το μαθητή του οσίου Στεργίου, που ήταν τότε ηγούμενος. Ο Νίκων στη συνέχεια ενημέρωσε τους αδελφούς που χάρηκαν πάρα πολύ. Οι φήμες για την επικείμενη εκταφή του Οσίου διαδόθηκαν παντού και πολλοί άνθρωποι έσπευσαν στο μοναστήρι.


Δεν είχαν προφτάσει καλά - καλά ν' ανοίξουν τον τάφο του Οσίου και αμέσως αναδύθηκε μια μεγάλη ευωδία και όλοι τους είδαν ένα αξιοσημείωτο θαύμα. Δεν είχε διαφυλαχτεί μόνο το σώμα του Οσίου ολόκληρο και αδιάφθορο, αλλά και αυτά τα ρούχα του ακόμη είχαν μείνει ανέπαφα απ' τη φθορά. Κι ενώ το νερό είχε κατακλύσει απ' όλες τις πλευρές τον τάφο, δεν είχε αγγίξει ούτε το σκήνωμα του Οσίου, ούτε τα ρούχα του.


Όταν το είδαν αυτό δοξολόγησαν όλοι το Θεό που δόξασε τον Όσιό Του και με μεγάλη αγαλλίαση τοποθέτησαν το σκήνωμά του σε μια νέα λειψανοθήκη. Η εκταφή του Οσίου έγινε στις 5 Ιουλίου 1422 και σε μνήμη του γεγονότος αυτού καθιερώθηκε μια γιορτή. Αμέτρητα είναι τα θαύματα του μεγάλου οσίου Σεργίου, που έλαβαν χώρα στο διάβα των αιώνων.


Πάρα πολλούς θεράπευσε, φώτισε και έσωσε απ' τον κίνδυνο και το θάνατο. Τα θαύματά του αφθονούσαν ιδιαίτερα την <<περίοδο ταραχών>>, κατά το 1608 - 10, όταν οι Πολωνοί περικύκλωσαν και πολιόρκησαν το μοναστήρι του επί δεκαέξι μήνες. 


Πολλές φορές εμφανίστηκε τότε, άλλοτε για να ενθαρρύνει και να ενδυναμώσει τους πολιορκημένους και άλλοτε για ν' απειλήσει τους εχθρούς, πότε μόνος του και πότε με το μαθητή του Νίκωνα και άλλους μαθητές του, μέχρις ότου ο εχθρός εγκατέλειψε την πολιορκία και σύντομα μετά απ' αυτό αναχώρησε απ' τη ρωσική γη.


Μετά τη ρωσική επανάσταση, το μοναστήρι του οσίου Σεργίου κλείστηκε και τα άγια λείψανά του τοποθετήθηκαν σ' ένα αντιθρησκευτικό μουσείο, για τη διακωμώδηση. Ωστόσο, όταν η θρησκεία έγινε πάλι <<χρήσιμη>> στη Σοβιετική Ένωση και μεγάλα πλήθη ορθοδόξων πιστών έρχονται για να τιμήσουν τα λείψανα του Οσίου.


Ακόμη και στα σημερινά δύσκολα χρόνια, η επαγγελία της Υπεραγίας Θεοτόκου, ότι θα προστατεύει πάντα το μοναστήρι του Οσίου, τα τελευταία από τ' αμέτρητα <<πουλιά>> που είδε στο όραμά του όταν ζούσε.


Ο όσιος Σέργιος, ο <<πατέρας των πολλών μοναστηριών>> και <<αββάς της Θηβαϊδας του Βορρά>>, συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο να είναι <<εκείνος που φροντίζει και λυπάται για τη ρωσική γη>>, αναπέμποντας αδιάλειπτα την προσευχή του στο θρόνο του Θεού για το σκλαβωμένο ορθόδοξο λαό, που ελπίζει ακόμη για απελευθέρωση απ' τον αθεϊστικό ζυγό και για μια τελευταία άνθιση του πραγματικού ορθόδοξου μοναχισμού, στο πνεύμα του μεγάλου Οσίου του Ραντονέζ. 




Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>>
σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 56-63, Αθήνα 1988.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF