ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ




ΤΗΝ δεκαετία του ’90, o Γέροντας Θεολόγος ερχόταν και εκκλησιαζόταν στον Ναό μας, του Ευαγγελισμού στον Κολωνό Αθηνών (Πατρών 12), ένα γεροντάκι ήταν, που είχε χάσει και το φως του.


Η Μοναχή Ξένη τον περιποιόταν και τον κρατούσε από το χέρι. Πρόκειται για τη μελλοντική Γερόντισσα Ξένη, η οποία σήμερα είναι Ηγουμένη στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στους Θρακομακεδόνες Αττικής, όπου βρίσκονται και τα ιερά λείψανα του Αγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου.


Αυτός λοιπόν, ο Γέροντας Θεολόγος έχει μια εκπληκτική ιστορία που είχε τυπωθεί σε πρόχειρο βιβλιαράκι (το 2009), τα αντίτυπα του οποίου όμως έχουν εξαντληθεί. Θα σας πω λοιπόν, δυο λόγια τώρα, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον Γέροντα Θεολόγο, τον κατά κόσμον Νικόλαο Χατζηγιαννάκη, ο οποίος εκοιμήθη εν Κυρίω το έτος 2005.


Ενώ ήταν Κρητικής καταγωγής, ο Γέροντας Θεολόγος ήταν γέννημα – θρέμμα της περιοχής του Κολωνού, στην Αθήνα. Γεννήθηκε γύρω στο 1913-14 από ευσεβείς γονείς. Η οικογένεια του ήταν υπερπολύτεκνη· οι γονείς του είχαν δεκαεπτά παιδιά, κι αυτός ήταν ο μικρότερος, ο δέκατος έβδομος.


Ο Νικόλαος ήταν πολύ φωτισμένο παιδί, είχε εκ Θεού φώτιση. Όταν έγινε η αλλαγή του ημερολογίου το 1924, ήταν ήδη δέκα ετών. Αυτός, οι γονείς και τα αδέρφια του, η οικογένεια ολόκληρη παρέμεινε στο Πάτριο εορτολόγιο, όπως άλλωστε και πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι που δεν ακολούθησαν τον νεοτερισμό.


Από ποια αιτία ορμώμενοι δεν ακολούθησαν; Από διαίσθηση Ορθόδοξη. Μήπως τους δίδαξε κανείς; Στα πρώτα χρόνια, αυτοί που κράτησαν το παλαιό δεν είχαν Ποιμένες. Δεν παρέμειναν από την αρχή -οργανωμένα- Αρχιερείς και Ιερείς στο Πάτριο. Μετά, σιγά-σιγά μερικοί προσχώρησαν. Ο κόσμος κράτησε μόνος του. Ποιος το δίδαξε αυτό στον κόσμο; Ο Θεός, που μίλησε στις ψυχές των ανθρώπων, σε αυτούς που ήταν καθαροί τῇ καρδίᾳ.


Ο Νικόλαος έμεινε από μικρό παιδί στο Πάτριο, τηρώντας επιμελώς όλα τα της Εκκλησίας, ακολουθίες, προσευχή, νηστείες. Δούλευε δε από μικρός. Τον έβαλαν σε ένα εργοστάσιο και εκεί, στη δουλειά, παρατηρούσαν οι μεγαλύτεροι πως ο Νικόλαος τηρούσε -έφηβος ακόμη- με ακρίβεια όλες τις νηστείες με το Πάτριο, και όχι με το νέο.


Μια μέρα λοιπόν, ήρθε ο αδερφός του Διευθυντού του εργοστασίου, που ήταν Καθηγητής θεολόγος στο επάγγελμα, σαν επισκέπτης στο εργοστάσιο, και ο Διευθυντής του είπε: «Έχουμε εδώ κι ένα παιδί που είναι με το παλιό, λέει… τι είναι αυτό, παλιό-καινούριο;». Ο αδερφός του ο Καθηγητής τού είπε τότε: «Ε, ας έρθει αυτός ο νεαρός εδώ, να τον διαφωτίσουμε λίγο τον καημένο, να μη μείνει καθυστερημένος…».


Τον ειδοποίησαν λοιπόν τον Νικόλαο, ότι τον ζητά ο Διευθυντής, διότι έχει έρθει ο αδερφός του, ο Καθηγητής της θεολογίας, και θα του κάνει «κατήχηση». Ο νεαρός Νικόλαος έκανε το Σταυρό του και χωρίς να ταραχθεί, παρουσιάστηκε στον Διευθυντή.


Τους χαιρέτησε, εφόσον ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, και εκεί που κάθισαν στο γραφείο του εργοστασίου, παρατήρησε ο Νικόλαος πως, ενώ ήταν ημέρα νηστείας, Τετάρτη ή Παρασκευή, μπροστά στον Καθηγητή υπήρχε ένα πιάτο με αρτύσιμα μεζεδάκια. «Συγνώμη, κ. Καθηγητά», του είπε ο Νικόλαος, «αν με φωνάξατε για να με διαφωτίσετε στα περί της Πίστεως, τη στιγμή που εσείς σήμερα, έχετε μπροστά σας φαγητό και τρώτε αρτύσιμα, δεν χρειάζεται να μου πείτε τίποτα, ευχαριστώ.


Την θεολογία σας κρατήστε την για το εαυτό σας. Δεν την έχω ανάγκη». Ο Καθηγητής πειράχτηκε, φυσικά, και άρχισε να ειρωνεύεται, ως συνήθως, λέγοντας του: «Εσείς δίνετε σημασία στον τύπο, εμείς πάμε στην ουσία!». Μα χωρίς να διανύσεις τα αρχικά βήματα, γίνεται να προχωρήσεις στα επόμενα; Χωρίς τον τύπο, μπορείς να φτάσεις στην ουσία;


Μα δεν μπορείς να προσεγγίσεις στην ουσία, αγνοώντας τον τύπο. Τέλος πάντων, ο Νικόλαος τον ντρόπιασε και αυτός έφυγε διότι απεδείχθη παραβάτης βασικών εντολών του Θεού. Ο Νικόλαος από την αρχή συμμετείχε και στον ομολογιακό αγώνα του Πατρίου, εναντίον του οποίου ο διωγμός ήταν ιδιαιτέρως σκληρός.


Δριμύ διωγμό υφίσταντο οι ομολογητές προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, καθώς και κατά τη δεκαετία του ’30. Ο Νικόλαος πρωτοστατούσε πάντοτε σε ό,τι γινόταν: συλλαλητήρια, εκδηλώσεις κ.α. Αυτό δε σημαίνει πως οι δικοί μας άνθρωποι δημιουργούσαν ταραχές∙ απλώς, όταν τα όργανα της Πολιτείας συλλαμβάνανε Ιερείς και τους αποσχημάτιζαν, ή όταν γινόντουσαν άδικα δικαστήρια εναντίον μας, τότε πήγαιναν για να διαμαρτυρηθούν.


Ήταν, λοιπόν ο Νικόλαος ένας από τους μπροστάρηδες ανθρώπους του αγώνα, και συχνά ξυλοκοπείτο από τα εν λόγω όργανα. Τότε φανταστείτε, προπολεμικά, η αστυνομία είχε μεγάλη εξουσία. Τα όργανα της Τάξεως κρατούσαν ρόπαλα (γκλομπς), και ξυλοκοπούσαν… 


Αυτούς τους διωγμούς πραγματικά τους βιώσαμε τότε. Ο Νικόλαος ξυλοκοπήθηκε τόσο πολύ από παιδί, κατά τους διωγμούς αυτούς, που κι ο ίδιος απορούσε πώς επέζησε, κι έλεγε: «Έπρεπε να φύγω ως μάρτυρας, αλλά φαίνεται ότι ο Θεός είχε κάποιο σχέδιο για μένα και με κράτησε…».


Μια φορά, λίγο πριν τα Εισόδια της Θεοτόκου με το παλαιό, το 1935, οι αστυφύλακες με τα ρόπαλα τους τον είχαν κάνει κατάμαυρο από το ξύλο. Δεν είχε μείνει πάνω του τίποτα που να μην ήταν μελανιασμένο. Είχε πρηστεί ολόκληρος και όταν επέστρεψε στο σπίτι του ήταν εντελώς μελανός.


Το ίδιο βράδυ, γινόταν Αγρυπνία στο Μοναστήρι της Παναγίας, και επέμενε να παραβρεθεί, ακόμη και τραυματισμένος, όπως ήταν. «Μα έτσι θα σε πάμε στην Αγρυπνία; Με το φορείο;», του έλεγαν οι δικοί του, αλλά επέμενε ο Νικόλαος. «Ναι, ακόμη, και με φορείο, στην Αγρυπνία θα πάω και θα παρακαλέσω την Παναγία, επειδή ξυλοκοπήθηκα για την Δόξα Του Υιού Της, να με κάνει καλά».


Παρ’ ότι η οικογένεια του ήταν πιστοί άνθρωποι, ούτε εκείνοι τον πίστεψαν, και τον κορόιδευαν. Κι όμως! Μέχρι το πρωί, η υγεία του είχε αποκατασταθεί πλήρως, είχε ξαναβρεί το χρώμα του! Οι μελανιές, τα οιδήματα, τα πάντα είχαν εξαφανιστεί! Επέστρεψε λοιπόν πίσω, καμαρωτός και ένδοξος, λέγοντας στα αδέρφια του: «Ακουμπήστε με, εξετάστε με!


Θυμάστε πώς ήμουν το βράδυ; Ε, δείτε λοιπόν πως είμαι τώρα!». Σε όποιον έχει, βλέπετε, ζήλο ισχυρό, πόσο μεγάλα θαύματα παρουσιάζει ο Θεός! Εμείς δεν έχουμε τόση πίστη, κι έτσι δεν βλέπουμε τέτοια θαύματα.


Αν και ο Νικόλαος ήταν φιλομόναχος, οι γονείς του -την εποχή εκείνη οι γονείς τα αποφάσιζαν αυτά- τού βρήκαν μια καλή κοπέλα από το Μενίδι (Αχαρναί Αττικής), το όνομα της οποίας ήταν Κωνσταντίνα. Αφού την γνώρισε ο Νικόλαος, της είπε: «Εγώ είχα άλλες βλέψεις, ήμουν δοσμένος στον Θεό και ήθελα να Του αφιερωθώ.


Θα προχωρήσουμε ωστόσο σε γάμο, εφόσον οι γονείς μου τα κανόνισαν έτσι, αλλά έχω τους όρους μου. Πρώτον και κύριον: Ακολουθούμε η οικογένεια μου κι εγώ, το λεγόμενο παλαιό ημερολόγιο. Και εσύ, αν θέλεις, είσαι με το παλαιό από σήμερα. Αν δεν θέλεις, να εξηγούμαστε εξ αρχής ώστε να μην ταλαιπωρούμαστε». Και συνέχισε ο Νικόλαος, περιγράφοντας της και τα ακόλουθα:


«Θα κάνουμε χριστιανική ζωή, πνευματική, θα εκκλησιαζόμαστε κάθε Κυριακή και γιορτή, θα τηρούμε τις νηστείες όλες απαρεγκλίτως, θα ζούμε γενικά σε μια σεμνοπρεπή κατάσταση, χριστιανική κι ωραία. Θέλεις;». Η κοπέλα κοντοστάθηκε με όλα αυτά.


Ο κόσμος τότε δεν είχε εκτροχιαστεί ακόμη στο βαθμό που συμβαίνει σήμερα – μιλάμε για το 1940. Εντούτοις, της κοπέλας της φάνηκαν λίγο δύσκολα όλα αυτά. «Παλαιό; Εκκλησιασμούς; Τι έχει σκοπό να με κάνει αυτός; Καλόγρια;», σκέφτηκε η Κωνσταντίνα. «Θα το σκεφτώ», του απάντησε. Επειδή όμως ήταν καλοπροαίρετη κι αυτή, ο Θεός της φανέρωσε σημείο. Τι σημείο; Να λοιπόν, τι της έδειξε ο Θεός για να την στερεώσει:


Στον ύπνο της εκείνη τη βραδιά, ενώ σκεφτόταν τι απάντηση θα έδινε, είδε ότι ήταν η οικογένεια της, οι ευρύτεροι συγγενείς της και αυτή, σε έναν χώρο σκοτεινό όπου αμυδρά έβλεπε ο ένας τον άλλον, θολά και μετά βίας. Λίγο πιο πάνω, όμως, σαν να μην είχε οροφή το σπίτι εκείνο, σε ένα υψηλότερο επίπεδο, είδε τον Νικόλαο με τη δική του οικογένεια κι άλλους γνωστούς, να είναι μέσα σε ένα άπλετο φως, να έχουν χαρά και ευλογία.


Τότε, άκουσε μια φωνή να της λέει: «Αν θέλεις να βρεθείς κι εσύ, εκεί όπου βρίσκεται ο Νικόλαος, να αποδεχθείς όλα όσα σου προτείνει. Αν τα αποδεχθείς, θα βρεθείς εκεί, μαζί του. Αλλιώς, θα μείνεις εδώ που είσαι. Διάλεξε». Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που η Κωνσταντίνα ξύπνησε, πετάχτηκε, έκανε αμέσως τον Σταυρό της και είπε αποφασισμένη: 


«Πάω να βρω τον Νικόλαο!». Τον συνάντησε λοιπόν και του είπε: «Δέχομαι, διότι θέλω να έρθω κι εγώ στο φως, κι όχι να παραμείνω με αυτούς μέσα στο σκοτάδι!». Δείτε τι θαύματα φανερώνει ο Κύριος! Τον καιρό εκείνο ο Θεός φανέρωνε πολλά θαυμαστά περιστατικά τα οποία γνωρίζουμε σήμερα από τους γέροντες.


Μας φανέρωσε ότι όσοι παρέμειναν στο Πάτριο ζούσαν μέσα στο φως του Θεού, ασχέτως με το αν είχαν κι αυτοί τα λάθη τους και τα πάθη τους. Κράτησαν ωστόσο, ομολογία. Οι άλλοι, δεν μπορούμε να πούμε πως πέρασαν στο ζοφερό σκότος της κολάσεως, ζούσαν όμως στα θαμπά, κι όλο και σκοτείνιαζε… Και φανταστείτε ότι αυτό συνέβαινε το 1940… Έκτοτε, ολοένα και σκοτεινιάζει περισσότερο ο ορίζοντας.


Όσο για την Κωνσταντίνα, έγινε τόσο ζηλώτρια, που όχι μόνον εφάρμοζε όσα της υποδείκνυε ο Νικόλαος, αλλά και περισσότερα. Αυτή πρώτη παρότρυνε τον Νικόλαο να κάνουν τα πνευματικά τους καθήκοντα, τις καθημερινές τους προσευχές και μετάνοιες. Και πραγματικά, ζούσαν μια έγγαμη ζωή, σεμνοπρεπή και χριστιανική.


Ο Νικόλαος και η Κωνσταντίνα ήθελαν να αποκτήσουν και ένα παιδί, αλλά -δοκιμασία Θεού- πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια γάμου, και δεν τα κατάφερναν. Αυτός ήταν ο καημός της Κωνσταντίνας, γεγονός για το οποίο ακατάπαυστα προσευχόταν. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Να απευθυνόταν στους γιατρούς για εξωσωματική γονιμοποίηση;!


Μα δεν είναι ευλογημένα αυτά τα πράγματα. Βιάζεις τη φύση. Αν θέλει ο Θεός, δίνει∙ αν δεν θέλει -για τους λόγους που Εκείνος γνωρίζει- δεν δίνει. Δεν θα υπερβούμε εμείς τους νόμους της φύσεως και τον Θεό.


Λοιπόν, μια φορά που έκανε θερμή προσευχή στην Αγία Άννα, την μητέρα της Παναγίας, που είναι προστάτις των ατέκνων, την πήρε ο ύπνος και της φάνηκε πως βρισκόταν στο παρεκκλήσι του Αγίου Μηνά που είναι έξω από την Μονή της Παναγίας στους Θρακομακεδόνες. Της εμφανίστηκε τότε μία Μοναχή με το όνομα Άννα η οποία της είπε: 


«Κωνσταντίνα, εισακούστηκε η προσευχή σου. Θα κάνεις ένα παιδί, που θα είναι κοριτσάκι. Θα το ονομάσεις Ευαγγελία». Χάρηκε η Κωνσταντίνα, μα έφερε αντίρρηση στο θέμα του ονόματος. «Το παιδάκι το περιμένω και ευχαριστώ, αλλά εγώ δεν θέλω να το βγάλω Ευαγγελία, δεν μου αρέσει αυτό το όνομα. Θέλω να το ονομάσω Αικατερίνη, το όνομα της πεθεράς μου».


Η Αγία Άννα όμως της απάντησε: «Είπαμε, θα κάνεις κοριτσάκι και θα πάρει το όνομα Ευαγγελία, γιατί πρέπει να πάρει το όνομα της Κόρης μου!… εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην!…». Κατόπιν όμως, της είπε και κάτι παράξενο: «…Δεν θα το χαρείς για πολύ!», κι έγινε άφαντη. Ξύπνησε η Κωνσταντίνα αισθανόμενη μεγάλη αγαλλίαση από την μία, γιατί εισακούστηκε η προσευχή της, αλλά και λύπη από την άλλη που «δεν θα το χαρεί για πολύ».


Πράγματι, μετά από λίγο καιρό, το έτος 1951, η Κωνσταντίνα κατάλαβε πως ήταν έγκυος. Δυστυχώς, η χρονιά αυτή ήταν που βιώσαμε τον μεγάλο διωγμό του Πατρίου. Από το χειμώνα ήδη, τον Ιανουάριο που οι δικοί μας άνθρωποι γιόρταζαν τα Θεοφάνια, αμέσως μετά άρχισε ένας σφοδρός διωγμός, απίστευτος!


Κλείνανε τις εκκλησίες, κλείδωναν τα πάντα, συλλαμβάνανε τους Ιερείς, τους ξύριζαν, τους χτυπούσαν, τι συνέβη… δεν λέγεται! Όμως, έτσι έπρεπε να γίνει, να περάσουμε δια πυρός και σιδήρου.


Στην εποχή του διωγμού, πραγματοποιούνταν συλλαλητήρια στην πλατεία Μητροπόλεως, στην Αρχιεπισκοπή από τους δικούς μας ανθρώπους, τους λαϊκούς, οι οποίοι τα οργάνωναν προκειμένου να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά, για να σταματήσει ο φρικτός διωγμός και να επιτραπεί ελευθερία πνευματική.


Όλοι οι αιρετικοί έχουν ελευθερία, μόνο εμείς να μην έχουμε;! Το ξυλοκόπημα που υπέστησαν όσοι διαμαρτύρονταν τότε εκεί, δεν περιγράφεται. Το τραγικότερο δε όλων, ήταν ότι δεν σεβόντουσαν τίποτα… ούτε τον Νικόλαο με την έγκυο γυναίκα του. Ακόμη και κατά την εγκυμοσύνη, η Κωνσταντίνα ήταν τόσο θερμή, που δεν το έβαζε κάτω. Ήταν στην πρώτη γραμμή του συλλαλητηρίου!…


Τους επιτέθηκε ένας αστυνομικός με ρόπαλο και χτύπησε τον Νικόλαο που σωριάστηκε αιμόφυρτος. Επιτέθηκε τότε και στην έγκυο Κωνσταντίνα, χωρίς να σεβαστεί την κατάσταση της, και την κλώτσησε τόσο δυνατά που την άφησε στον τόπο. Όλοι πίστεψαν ότι πάει, το διέλυσε το βρέφος.


Το χτύπημα επιτάχυνε την γέννηση του παιδιού, και ώσπου να μεταφέρουν την τραυματισμένη Κωνσταντίνα στο νοσοκομείο, το βρέφος είχε ήδη γεννηθεί. Ήθελε ο Θεός και έζησε το κοριτσάκι. Μα η κλωτσιά που είχε δεχτεί η έγκυος γυναίκα από τη βάρβαρη επίθεση ήταν τόσο δυνατή, που το βρέφος γεννήθηκε με κακώσεις στο κεφάλι!


Οι γονείς της ωστόσο, δεν θρηνούσαν γι’ αυτό, απεναντίας καυχιόντουσαν που το παιδί τους, η μικρή Ευαγγελία, έφερε «στίγματα ομολογίας» από βρέφος! Μάλιστα, ο π. Παρθένιος [μετέπειτα Επίσκοπος Κυκλάδων +1962], ο τότε Γέροντας της προαναφερθείσας Ιεράς Μονής της Παναγίας των Θρακομακεδόνων, όταν την έβλεπε, μικρό παιδάκι, της έλεγε: «Καλώς την ομολογήτρια!».


Όταν μεγάλωσε η μικρή Ευαγγελία έγινε Μοναχή παίρνοντας κατά την κουρά το όνομα «Ξένη». Πρόκειται για τη σημερινή Γερόντισσα Ξένη, την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής της Παναγίας των Θρακομακεδόνων, όπου είναι και τα λείψανα του Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητού, όπως αναφέραμε παραπάνω. Πριν γίνει Ηγουμένη, η Μητέρα Ξένη φρόντιζε τον τυφλό πλέον γέροντα, τον π. Θεολόγο, ο οποίος ήταν ο κατά σάρκα πατέρας της, ο κατά κόσμον Νικόλαος.


Το πώς μεγάλωσε η Ευαγγελία μέσα στους διωγμούς, και το τι πέρασε η οικογένεια της είναι μια ολόκληρη ιστορία. Πώς έγινε η βάπτιση της Ευαγγελίτσας; Αφού δεν είχαμε Ναούς, τους είχαν σφραγίσει. Πού γινόντουσαν τότε οι βαπτίσεις; Μετά τα μεσάνυχτα, στα σκοτεινά, σε υπόγεια σπιτιών!


Πήγαιναν οι Ιερείς εκεί μεταμφιεσμένοι -διότι δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τότε με ράσα- και έτσι γίνονταν οι βαπτίσεις, με το φόβο μην κλάψουν τα παιδιά και μας αντιληφθούν οι αρχές. Το πώς βαπτίστηκε η Ευαγγελία το 1952, σε ένα υπόγειο στον Πειραιά, είναι επίσης μια ολόκληρη ιστορία…


Ας προχωρήσουμε όμως, για να μην καθυστερούμε -αν και αυτά είναι πράγματα φοβερά, τα οποία οφείλουμε να τα γνωρίζουμε, και να τα εκτιμήσουμε όπως πρέπει. Δεν τα εξιστορώ για κανέναν άλλον λόγο, παρά για να εκτιμήσουμε αυτό που κουβαλούμε! Ποιοι πέρασαν και τι πέρασαν! Εμείς, τα βρήκαμε όλα έτοιμα, και λέμε σήμερα:


«Ωραία, μια χαρά δεν είμαστε;». Όντως. Για να είσαι εσύ όμως εδώ σήμερα, και για να είμαι κι εγώ, κάποιοι μαρτύρησαν. Κανείς δεν θα ήταν σήμερα εδώ, αν δεν είχαν προηγηθεί οι θυσίες κάποιων. Κάποιοι μαρτύρησαν κι αυτό πρέπει να το σεβαστούμε, και να αγωνιστούμε κι εμείς, ώστε να αναδειχθούμε άξιοι του θησαυρού της Αληθείας που αυτοί μας κληροδότησαν με το αίμα τους.


Σε ένα άλλο περιστατικό, στον διωγμό του 1953, τους επιτέθηκε η αστυνομία όταν έβγαλαν προς περιφοράν έναν Επιτάφιο στον Πειραιά. Απαγορευόταν να περιφέρουμε εμείς Επιτάφιο, εμείς δεν έπρεπε να υπάρχουμε… Ο Νικόλαος, θαρραλέος και τολμηρότερος καθώς ήταν, πιάστηκε με τους αστυνομικούς στα χέρια, προασπιζόμενος το Σώμα Του Χριστού.


Οι αστυνομικοί ήθελαν να αρπάξουν το Σώμα από τον Επιτάφιο, αλλά παράλληλα όρμησε και ο Νικόλαος να το πάρει. Αφού μάδησε ο Επιτάφιος από την αναστάτωση, τράβηξε ο Νικόλαος το Σώμα του Κυρίου από τους αστυνομικούς. Ήρθε τότε, και ένας άλλος πιστός νεαρός να τον ενισχύσει, και κατάφεραν τελικά, να πάρουν το Σώμα από τα χέρια των αστυνομικών!


Έτρεχαν τα δύο παλληκάρια για να το γλυτώσουν, όμως τούς κυνήγησαν δύο αστυνομικοί μανιασμένοι. Ενώ έτρεχαν για αρκετή ώρα, έπεσε ο ένας αστυνομικός χάμω στις λάσπες, κι έτσι του ξέφυγαν. Πιο κάτω, οι δυο νέοι έστριψαν αιφνιδιαστικά σε κάποιο σκοτεινό στενό, μπερδεύτηκε και ο δεύτερος αστυνομικός σε ένα αδιέξοδο, κι έτσι τον έχασαν κι αυτόν.


Μόλις αντιλήφθηκαν οι δυό τους πως είχαν ξεφύγει από τους αστυνομικούς, ήταν τόσος μεγάλος ο ενθουσιασμός τους, που σταματώντας τελικά σε κάποια οικοδομή, απίθωσαν το Σώμα του Κυρίου σε ένα καθαρό σημείο και άρχισαν να χοροπηδούν από την χαρά τους, που γλύτωσαν τον Χριστό από τους αστυνομικούς.


Ξαφνικά όμως, εκεί που πανηγύριζαν, συνειδητοποίησε ο Νικόλαος πως ο άλλος νέος άρχισε να αλλάζει μορφή, να γίνεται πύρινος, αστραφτερός, και σιγά-σιγά να ανεβαίνει προς τον ουρανό! Ο Νικόλαος τον κοίταζε σαστισμένος, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Ήταν Άγγελος Κυρίου, ο οποίος καθώς ανέβαινε, τον κοιτούσε χαμογελαστός. Τόσο φοβερά σημεία φανέρωνε ο Χριστός! Φανταστείτε, τι ευλογία!


Τα έζησαν οι παλιοί αυτά. Δεν πρόκειται για παραμύθια. Ο Νικόλαος ήταν άνθρωπος σοβαρός και αξιοπρεπής, δεν έλεγε ψέματα, ούτε ήταν ονειροπαρμένος. Ήταν πνευματικός άνθρωπος από παιδί, άφοβος, θαρραλέος, με ζήλο. Γι’ αυτό ο Θεός παρουσίαζε σε αυτούς τους ανθρώπους τέτοια θαύματα, για να τους στερεώσει σε χρόνια φρικτού διωγμού. Θέλει ο Θεός ζήλο, όχι φανατισμό -να ξεφωνίζουμε και να κάνουμε έκτροπα, αλλά ζήλο ψυχής, θέρμη, και σταθερότητα.


Όταν λοιπόν το κοριτσάκι, η Ευαγγελία έγινε δύο περίπου ετών, η μητέρα της, η Κωνσταντίνα, αρρώστησε βαριά, οδεύοντας προς τον θάνατο. Παρακάλεσε τότε θερμά η Κωνσταντίνα, την Αγία Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου, μια άλλη εξαιρετικά θαυματουργή Αγία, η οποία, αφού της εμφανίστηκε της έδωσε μια μικρή παράταση χρόνου διότι το παιδί ήταν ακόμη πολύ μικρό.


Είπε η Αγία στην Κωνσταντίνα, πως αφού μεγαλώσει λίγο το παιδί, τότε ο Θεός θα την πάρει κοντά Του. Η Αγία Ειρήνη δεν διευκρίνισε πόσα χρόνια θα της έδινε ο Θεός, αλλά τελικά έζησε άλλα έξι περίπου ακόμη χρόνια από τότε που αρρώστησε. Όταν η Ευαγγελία έγινε περίπου εφτά-οχτώ ετών, κατά το 1960, η Κωνσταντίνα κοιμήθηκε. Το δε τέλος της, ήταν τόσο οσιακό και ειρηνικό!


Ακόμα κι Αγγέλους της επέτρεψε ο Θεός να δει πριν κοιμηθεί, που είχαν έρθει να την πάρουν. «Γέμισε ο τόπος παλληκάρια, λευκοντυμένους νεαρούς! Κεράστε τους!», έλεγε η ασθενούσα στους γύρω της, οι οποίοι φυσικά δεν τους έβλεπαν…


Μετά από περίπου μια δεκαετία από την κοίμηση της γυναίκας του, ο Νικόλαος, κι αφού μεγάλωσε την Ευαγγελία, πλησίαζε ο καιρός κατά τον οποίο θα γινόταν Μοναχός, εκπληρώνοντας έτσι το τάμα του, αλλά και την επιθυμία που έτρεφε από παιδί.


Πριν την Μοναχική κουρά του, όμως, ο Νικόλαος πήγε προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Και τι σημεία του φανέρωσε ο Θεός εκεί! Μπήκε στον Πανάγιο Τάφο να προσκυνήσει, και εκεί του φάνηκε ότι δεν υπήρχε στέγη, και ξαφνικά λούστηκε στο άγιο Φως του Θεού! Δεν ήξερε πού βρισκόταν επί πολύ ώρα!


Και όταν αποτράβηξε ο Θεός το Φως, τότε είδε πάλι την στέγη του Παναγίου Τάφου και όλα τα πράγματα όπως όντως ήταν. Ρώτησε τότε ο Νικόλαος τους γύρω του, στον Πανάγιο Τάφο, αν είχαν δει ή αντιληφθεί κάτι, αλλά κανείς δεν είχε δει, ούτε καταλάβει τίποτε. Το θαύμα ήταν προφανώς μόνο γι’ αυτόν.


Την επόμενη χρονιά, το 1970, σε ταξίδι πηγαίνοντας στο προσκύνημα της Πάτμου, ο Νικόλαος υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου. Παρακάλεσε τότε, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, που είναι προστάτης των καρδιακών, διότι ο Απόστολος Ιωάννης έπεσε στο στήθος του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, να τον αξιώσει να καταφέρει να προσκυνήσει και κατόπιν, να γίνει Μοναχός.


Πράγματι, του εμφανίστηκε ο άγιος Ευαγγελιστής, και του είπε να πάει να προσκυνήσει χωρίς φόβο. «Και τι όνομα θα πάρω στην κουρά, Άγιε μου;», ρώτησε ο Νικόλαος τον Άγιο Ιωάννη. «Θα σε βγάλω» του είπε ο Ευαγγελιστής, «Θεολόγο». Χάρηκε ο Νικόλαος και σαν μικρό παιδάκι άρχισε να φωνάζει: «Σ’ ευχαριστώ, Άγιε μου, να μου ζήσεις! Είσαι η χαρά μου!».


Το 1973 έγινε τελικά η κουρά του Μοναχού πλέον, πατρός Θεολόγου. Τη βραδιά κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η κουρά, εμφανίστηκε από τον ουρανό η γυναίκα του, η Κωνσταντίνα, σε μια γνωστή τους Μοναχή, σ ’ένα μονύδριο στην Ηλιούπολη. Ήταν πολύ χαρούμενη, και έφερε στην κεφαλή στεφάνι δόξης.


Έλεγε δε: «Αυτό που κάνει σήμερα ο Νικόλαος στη γη, μου δίνει απέραντη χαρά και ευτυχία!». Η Μοναχή, στην οποίαν εμφανίστηκε η Κωνσταντίνα, δεν γνώριζε πως κάπου αλλού εκείνο το βράδυ, γινόταν η Μοναχική κουρά του π. Θεολόγου, κι αναρωτήθηκε, τι άραγε να έκανε ο Νικόλαος και εμφανίστηκε η Κωνσταντίνα σε τόση τιμή και δόξα… και σημείωσε την ημερομηνία.


Μετά από ένα χρονικό διάστημα, όταν συναντήθηκαν οι δυο Μοναχοί, το αίνιγμα λύθηκε, και κατάλαβαν ποιο ήταν το γεγονός που είχε δώσει τόση χαρά στην Κωνσταντίνα. Βλέπετε πώς τιμάει ο Θεός αυτούς που τον τιμούν;


Με την πάροδο του χρόνου, ο γέρων Θεολόγος έχασε και το φως του. Ωστόσο, παρέμεινε ακέραιος, απαρέγκλιτος στην προσευχή του, στη νηστεία του, και στην πνευματική του ζωή, πάντοτε ήρεμος και πράος.


Σας διηγήθηκα λοιπόν μόλις, περιληπτικά, την ιστορία του π. Θεολόγου και της οικογενείας του, ανθρώπων συγχρόνων με εμάς, που τους προλάβαμε και που τους γνωρίσαμε καλά. Τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν ανάμεσα μας, και αναφερόμαστε σε αυτούς, αν μη τι άλλο, για να ενδυναμωθούμε, να παραδειγματιστούμε, και να προσπαθήσουμε λίγο περισσότερο να φανούμε αντάξιοι των κόπων και των μαρτυρίων τους. Είναι Οδός ένδοξη αυτή, Οδός καθαρά, Οδός αγία, Οδός υψηλή!


Εύχομαι ο Θεός να μας αξιώσει έως τέλους να παραμείνουμε σ’ αυτήν την Οδό. Κι αν δεν έχουμε να παρουσιάσουμε πολλά στον Θεό από πλευράς έργων, ας κρατήσουμε έστω την Πίστη, και να μπορούμε να πούμε στον Θεό: «Δεν έχω τίποτα να Σου δείξω, Θεέ μου, αλλά, μέσα σ’ έναν κόσμο με τόση σύγχυση, τόσο μπέρδεμα, τόσες κατηγορίες, τόσες συκοφαντίες και τόσο κακό, κράτησα την Πίστη την αγία…». Θα είναι μέγα αυτό! Και ο Θεός θα ελεήσει και θα παραβλέψει τυχόν λάθη και αδυναμίες μας.


Οι ημέρες που έρχονται θα είναι πιθανόν πιο δύσκολες, και γι’ αυτό πρέπει να γίνει έκδηλη η δύναμη μας. Γι’ αυτό τα λέμε αυτά, για να προετοιμαζόμαστε. Ο στρατιώτης ο καλός πού φαίνεται; Στην μάχη. Αν τον καιρό της ειρήνης, πριν την μάχη, δεν έχει ασκηθεί, πώς μπορεί να αποδώσει στην μάχη;


Αν είσαι νωθρός, δεν θα έχεις ευλογία και δεν θα έχεις δύναμη ομολογίας από τον Θεό. Διότι η ομολογία συνιστά χάρισμα για όσους προετοιμάζονται. Αν πάλι δεν είναι κάποιοι δεινοί και ικανοί ομολογητές, ο Θεός θα τους φυλάξει, αρκεί να έχουν καλή πρόθεση, να μην προδώσουν την Πίστη, να μην υποχωρήσουν, να μην υποκύψουν, και να μην καταισχυνθούν. Αμήν!



*Από διήγηση του Σεβ/του Μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμώνος κ. Κλήμεντος σε σύναξη με πιστούς στην Ελευσίνα Αττικής (Ιερός Ναός Αγίων Αναργύρων) το έτος 2018. Εκ του ιστοτόπου της Ιεράς Μητρόπολης Λαρίσης και Πλαταμώνος. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF