ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ, ΤΟΥ ΕΝ ΤΩ ΓΑΛΛΗΣΙΩ ΟΡΕΙ ΑΣΚΗΣΑΝΤΟΣ (7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)





«ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»



ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΓΑΛΑΝΟΥ (1868-1948)



Τί είναι οι βίοι των αγίων, ή καλύτερα, τί μας προσφέρουν; Κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς αποτελούν «το εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο», την ορθροπρακτική θεώρηση της αγάπης προς τον γλυκύτατον Ιησού μας, το βιωματικό απαύγασμα του Ορθόδοξου λόγου και της Χριστολογικής, βιωματικής πρακτικής. Στα χρόνια που διανύουμε, -για τους πολλούς- αποτελεί σημείο αναφοράς θρησκοληψίας, μεσαιωνισμού και γραφικότητας. Για τους ολίγους εμάς σηματοδοτούν αληθινά μαρτυρολόγια επίγειων αγγέλων, βιογραφήματα χριστιανικής ζωής ανυπόκριτης και πνεύματος ομολογίας και μαρτυρίας του πανσέπτου Ευαγγελίου του Τριαδικού Θεού μας! Δεν αποτελούν ευφάνταστες, παραμυθικές ιστορίες ή βερμπαλιστικά αναγνώσματα για αγράμματους, προβληματικούς ή λαϊκούς ανοήτους, όπως μας προσάπτουν. Το κυρίαρχο κοσμικό πνεύμα του εγωκεντρισμού, του αυτοπροσδιορισμού και της εκφυλιστικής εγωπάθειας που λειτουργούν, ως τοξικές εξαρτήσεις και διαχρονική αναπαραγωγή των ειδεχθών ιδιοτήτων του έκπτωτου ανθρώπου αδυνατούν, να συλλάβουν την ευαγγελική ζωή, την οδό του επίγειου, εκούσιου μαρτυρίου και της βιοτικής μετάθεσης προς την αληθινή ζωή, την μετακοσμική και μεταγήϊνη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Αντιθέτως, είναι οι ίδιοι έκπτωτοι άνθρωποι όμως, που πιστεύουν στη μεταφυσική, την ουφολογία, τις μαντικές δαιμονοληψίες, την αστρολογία, τη γιόγκα και άλλες όντως μικρόψυχες, αρχαίες δοξασίες και πρακτικές. Τα συναξάρια έρχονται για να λειτουργήσουν πραγματικά ως σωτηριολογικά επιθέματα, ως έξαψη και σεισμός της συνείδησης, ως το Φως, που χρόνια αγωνιζόμασταν να βρούμε μέσα στο Σκοτάδι! Κάθε συναξάρι μάρτυρος έχει να προσδώσει στον καλοπροαίρετο αναγνώστη, τον έχοντα ''γην αγαθήν'', το κάτοπτρο του αναγεννημένου ανθρώπου, την εικόνα του ολοκληρωμένου -πνευματικά και ψυχικά- αγωνιστή, την προσδοκία, την ελπίδα και το όνειρο του κουρασμένου -από την κολασμένη κοσμικοποίηση- ασώτου. Με την μερική ηλεκτρονική μεταφορά των βίων των αγίων προσδοκούμε κι εμείς, ως άλλοτε έτεροι, πεπλανημένοι άσωτοι να συμπράξουμε μαζί με τους αναγνώστες μας στην ψηλάφιση, την επιδαψίλευση και την πνευματική τέρψη, που προσφέρουν τα μαρτυρολόγια των αληθινών αγωνιστών της Ζωής και του Φωτός. Η καθαρεύουσα δε που χρησιμοποιείται, βοηθά έτι περισσότερο στην ευχάριστη ανάγνωση και στη διαμόρφωση ενός κατανυκτικού, όσο και ανατρεπτικού κλίματος ευφροσύνης και ψυχικής ανάτασης! «Οι Βίοι των Αγίων» του Μιχαήλ Γαλανού (1868-1948) εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1906 στην προπολεμική Αθήνα και εμείς μεταφέρουμε αυτούσια τα κείμενα (ορθογραφικά και συντακτικά) από την γ' έκδοση του 1988. Ευχόμαστε στο αναγνωστικό μας κοινό, στους ορθοδόξους πατέρες και μητέρες, στους αδελφούς και τις αδελφές την «Καλή Ανάγνωση» του μαρτυρολόγιου και της ομολογίας, από πνευματικούς αθλητές που θεώρησαν τη ζωή αυτή ως μια πνευματική παλαίστρα έναντι του αντιδίκου, προκειμένου να νικήσει και να θριαμβεύσει το Καλό, στο πρόσωπο του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εύχεσθε!




Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος





Τη αυτή ημέρα μνήμη του οσίου πατρός ημών και θαυματουργού Λαζάρου,

του εν τω Γαλλησίω όρει ασκήσαντος.



(7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)


Κατήγετο από τα πέριξ της εν Ασία Μαγνησίας και ήκμασε τον ενδέκατον αιώνα μετά Χριστόν. Οι γονείς του, Νικήτας και Ειρήνη τον ανέθρεψαν μετά πάσης ευσεβείας, εφρόντισαν δε και δι' αξιόλογον εκπαίδευσίν του.


Εκ της νεανικής αυτού ηλικίας ο Λάζαρος ειργάζετο προς ενίσχυσιν της πίστεως. Βοηθός του τέως διδασκάλου του, μετά την αποπεράτωσιν των ιδικών του σπουδών, εδίδασκε αυτός το θρησκευτικόν μάθημα με εξαιρετικήν ζέσιν και καρποφορίαν. Αλλά και κατά τας συναναστροφάς με τους συνηλικιώτας του, εφρόντιζε πάντοτε να διεγείρη τον φόβον του Θεού ισχυρότερον εις τας ψυχάς των και να συντελή προς ηθικήν βελτίωσίν των. Η αγαθοεργία προσέτι υπήρξεν εν από τα κυριώτερα μελήματά του.


Και από τα υπάρχοντα των γονέων του και εκ των καρπών των προσωπικών του κόπων, ανακούφιζε τους κατατρυχομένους υπό των βιοτικών αναγκών, βοηθών κατά προτίμησιν πτωχά ορφανά και τους αθενούντας απόρους οικογενειάρχας. Επετέλει δε τας ευεργεσίας ταύτας μετά μεγάλης ταπεινοφροσύνης, λανθάνων και εκείνος προς τους οποίους έδιδεν, όταν ηδύνατο να το κατορθώνη.


Πλησιάζων εις την ανδρικήν ηλικίαν, επόθησε να προσκυνήση τους αγίους Τόπους. Οι γονείς του, γνωρίζοντες την διαφλέγουσαν την ψυχήν αυτού ευσέβειαν, εφοβήθησαν μήπως, υπό την επιρροήν των εκεί ιερών θελγήτρων,, απεφάσιζε να κατασκηνώση διά παντός εις τι περί τα Ιεροσόλυμα ησυχαστήριον. Τον παρεκάλεσαν λοιπόν να μείνη εις μίαν των πλησίων μονών, διά να δύναται να τον βλέπουν από καιρού εις καιρόν. Ο Λάζαρος έστερξε, και μετά τινα χρόνον προεχειρίζετο μοναχός.


Εν τω νέω τούτω βίω του διεκρίθη ωσαύτως. Φίλος της ασκητικής εγκρατείας και σκληραγωγίας, δεν εσκλήρυνεν όμως την ψυχήν του, ουδέ την περιώρισεν εις αποκλειστικήν προσήλωσιν προς τους τύπους ή την κατά νόνας μελέτην και την εσωτερικήν θεωρίαν. Εννοών τον χριστιανισμόν ως αγάπην προς τον Θεόν, αλλά και προς τον πλησίον, εξηκολούθει να ενδιαφέρηται υπέρ του φωτσμού και της σωτηρίας όσο το δυνατόν περισσοτέρων.


Τοιουτοτρόπως το μοναστήριον ήτο η κατοικία του άμα και το ορμητήριόν του. Καθ' εκάστην εβδομάδα διέθετε δύο και τρεις ημέρας εις επίσκεψιν πόλεων και χωρίων, όπου εκήρυττε το θείον λόγον δις και τρις την ημέρας. Ενίοτε, επιστρέφων, είχε την φωνήν βραχνήν' αλλ' εκείνος έλεγεν ότι δι' αυτόν τότε ήτο εκτάκτως αρμονική, ως φέρουσα και ενδεικνύουσα τον υπέρ Χριστού και των αδελφών του κόπον. Αλλά κατά την εν τη Μονή διαμονήν, ιδία δε κατά την εβδομάδα των Παθών, ενόμιζεν ότι φωνή τις εκάλει αυτόν εξ Ιεροσολύμων. Ο παλαιός πόθος εξηκολούθει να διατηρή την φλόγα της νεότητός του.


Και ήλθεν ημέρα, κατά την οποίαν, αποχαιρετίσας τους αδελφούς, ανεχώρησεν δι' εκεί. Φθάσας, ενόμισεν ότι μετεφέρετο εις τον καιρόν της ζωής του Κυρίου. Εφαίνετο εις αυτόν ότι, αναβαίνων εις το όρος των ελαιών, ηδύνατο να συναντήση αυτόθι τον Ιησούν με τους μαθητάς. Αλλ' αν δεν ήτο πλέον επί της γης εκείνης ο Ιησούς, τα πάντα όμως τον υπενθύμιζαν και τον επέβαλλαν.


Εις τους ναούς, εις τα προσκυνήματα, εις τα μοναστήρια και εις τας ερημικάς θέσεις εκυριάρχει ο Ιησούς. Η λατρεία του εδέσποζε και το παν αντήχει εκ των αίνων Αυτού και των ύμνων.


Ο Λάζαρος, εν μέσω του περιβάλλοντος εκείνου, συνησθάνθη ίτι εξυψούτο περισσότερον η ψυχή του και ότι πνοή τις έτι μάλλον ουρανία, διεισέδυεν εις όλον του τον οργανισμόν. Ουδέποτε προσηυχήθη κατανυκτικότερον και η βασιλεία του Θεού ποτέ δεν τον έψευσε μετά τόσης ισχύος.


Αφού οι εντυπώσεις εμονιμοποιήθησαν εις το πνεύμα του, έκρινε καλόν ότι ώφειλε να επωφεληθή όσον ηδύνατο εκ της σοφίας, της πείρας και της αρετής των μοναχών της Παλαιστίνης. Προετίμησε δε την Λαύραν του αγίου Σάββα, η οποία εξηκολούθει να είνε εκ των καλυτέρων κέντρων της μοναστικής ζωής.


Αυτόθι διέμεινεν οκταετίαν, ησκήθη δε και εις τον κατά μόνας βίον, ακολουθήσας την συνήθειαν, κατά την οποίαν πολλοί εκ των μοναχών απήρχοντο εις την έρημον την πρώτην εβδομάδα της Τεσαρρακοστής, διά να επιστρέψουν εις την Μονήν την Κυριακήν των Βαϊων. Χτησιμοποιών εκάστην ημέραν και ώραν ο Λάζαρος, πλουτίζων πάντοτε το πνεύμα του, και ταπεινώνων ήτοι ανυψώνων περισσότερον την καρδίαν του ηδυνήθη να πραγματοποιήση ανωτέρας προόδους εις την προς το θείον προσέγγιιν και εις την αληθινήν λατρείαν.


Η αδελφότης των ηγάπα και τον εσέβετο διά την ανυπόκριτον ευσέβειαν και τη άδολον αυτού αγάπην' οσάκις δε μετέβαινεν εις το πατριαρχείον, εύρισκε την μάλλον εγκάρδιον και φιλόστοργον υποδοχήν. Και παρά την αρχικήν του πρόθεσιν να μείνη μέχρι τέλους της ζωής απλούς μόνον μοναχός, κατά θέλησιν του τότε Πατριάρχου Ιεροσολύμων υπέκειψε και εχειροτονήθη ιερεύς. Έπειτα, επληροφορήθη ότι ο πατήρ του απέθανε, και ότι η μητέρα του, γραία ήδη, διεφλέγετο από τον πόθον να τον επανίδη και εδέετο προς τούτο ημέρας και νυκτός. Και τότε η υϊκή στοργή κατέκλυσεν την ψυχήν του, το δε κύμα της τον απέσπασεν από τα Ιεροσόλυμα.


Φθάσας εις Ιόππιν, επεβιβάσθη εις πλοίον, το οποίον, εύρεν έτοιμον προς αναχώρησιν' μετά ταξείδιον δε, κατά το οποίον εδοκίμασε τας τέρψεις και τας αγριότητας της θαλάσσης, εχαιρέτιζε τας ακτάς της Ιωνίας. Και ησπάσθη λοιπόν πλήρης ευλαβείας και συγκινήσεως την δεξιάν της γηραιάς μητρός του και δακρύουσα εκείνη και χαίρουσα κατεφίλησε τον ηγαπημένον υιόν της, ασπασθείσα άμα την ιερατικήν του χείρα. Αλλ' εάν εις άξιος μοναχός δύναται να χρησιμεύη και διά τας πόλεις, δεν είναι όμως αύται η κατοικία του. Και ο Λάζαρος δεν εγνώριζε μόνον την αλήθειαν ταύτην, αλλά και την εσέβετο.


Κατέφυγε λοιπόν κατ' αρχάς αντίκρυ εις το Γαλλήσιον όρος. Υπήρχεν αυτόθι ναός της αγίας Μαρίνης, όπου εφησύχαζαν δύο μοναχοί αδελφοί. Εις τούτους προσετέθη και εκείνος' ο δε Μητροπολίτης Εφέσου, τιμών την παιδείαν και την αρετήν του, τον εκάλει συχνά και του ανέθετε καθήκοντα περιοδεύοντος κήρυκος και πνευματικού. Εντεύθεν εκύκλωσε τον Λάζαρον η πλέον ευλαβής και ενθουσιώδης δημοτικότης. Τα πλήθη τον εχαιρέτιζαν ως πατέρα και τον προσέβλεπον ως άγιον' ότε δε εβράδυναν οπωσδήποτε να τον ίδουν, ανέτρεχαν αθρόα εις το ησυχαστήριόν του. Ο ακατάπαυστος εκείνος κατακλυσμός έφερεν εις αυτόν και ενόχλησιν.


Και διά να εξασφαλίση ησυχίαν τινά, ανέβη εις την κορυφήν του Γαλλησίου όρους. Αλλ' αι δραστήριαι και ενεργητικαί ψυχαί δεν δύνανται καθ' οιονδήποτε τρόπον να μη φανερώνουν τον πλούτον της ζωής του. Ο Λάζαρος και εις την άκραν του κόσμου θα κατεζητείτο. Μετά τινας λοιπόν εβδομάδας, ήλθαν προς αυτόν εξ μοναχοί. Και εις το πρώτον ρεύμα επηκολούθησε και δεύτερον άλλων εξ. Ο Λάζαρος τότε ηθέλησε να αναγείρη ναόν επ' ονόματι της Θεοτόκου και τα έξοδα ευρέθησαν, δοθέντα υπό ευσεβούς κυρίας της Εφέσου.


Καιρός πολύς δεν παρήλθε, και η εκκλησία υψούτο περικαλλής, και κελλία δε εκτίσθησαν, εις απόστασιν το εν από του άλλου, διά να είνε, ομού με την κοινότητα της ζωής, πλήρης, και η ησυχαστική ανεξαρτησία εκάστου. Τοιουτοτρόπως επί της κορυφής εκείνης εδημιουργήθη μοναστηριακόν κέντρον, η δε φήμη του δεν ήργησε να ασκήση την επιβολήν της και εις αυτά τα εν Κωνσταντινουπόλει ανάκτορα. Τότε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο προσονομαζόμενος Μονομάχος, παρέσχε την δαπάνης προς ανέγερσιν νέου ναού μεγαλοπρεπεστάτου επ' ονόματι της Αναστάσεως και ευρυχωροτάτου μοναστηρίου.


Μόλις δε τούτο απεπερατώθη, εις επτακοσίους ανήλθαν οι εις αυτό συρρεύσαντες αδελφοί, και ένθα προ τινων ετών μία υπήρχε σπηλαία κρύπτη, χρησιμεύσασα εις πρώτην κατοικίαν του Λαζάρου, ήδη επεδεικνύοντο περιφανή οικοδομήματα και ολόκληρος απηρτίσθη συνοικισμός υπηρετών εις τον Θεόν άμα και εις την κοινωνίαν. Υπό την φιλόστοργον και αποστολικήν επιτήρησιν του μεγαλουργού ηγουμένου, η αδελφότης εκείνη διεκρίθη όλη εις τα έργα της πνευματικής ζωής.


Συνδεδεμένη διά της εν πίστει και αγάπη ενότητος, επραγματοποίει βίον αγγελικόν, πεντήκοντα δε εκ των μελών αυτής υπηρέτουν εις την διδασκαλίαν του θείου λόγου ανά τας πόλεις, κατά μεν τας Τεσσαρακοστάς πάντες, κατά δε τον άλλον καιρόν ανά δέκα εκ περιτροπής. Πλήρης ημερών περέδωκε το πνεύμα του προς τον Κύριον ο Λάζαρος ο Γαλλησιώτης, μυριάδες δε εθρήνησαν διά την δυσαναπλήρωτον στέρησίν του.



Εκ του Τετρατόμου του νομικού, πολιτικού και ιεροκήρυκα
Μιχαήλ. Ι. Γαλανού (1868-1948)
«Οι Βίοι των Αγίων»,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας», έκδοση γ' 1988, τόμος 4ος, σελ. 25-28.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF