«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΡΘΡΟΥ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε' ΛΟΥΚΑ 2025
Ιερά Μονή Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
Φυλή Αττικής
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ: «Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ»
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Ε' Λουκά
«Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπος δὲ τὶς ἢν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δὲ τὶς ἢν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἠλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθηναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραὰμ- ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ἄδη ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ 'Ἀβραάμ, ἐλέησον μὲ καὶ πέμψον Λάζαρον, ἵνα βάψη τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξη τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνώμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ 'Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθὰ σοῦ ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σῦ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμὰς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· Ἐρωτῶ οὖν σέ, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφοὺς- ὅπως διαμαρτυρῆται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας - ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐὰν τὶς ἀπὸ νεκρὼν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ - εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐὰν τὶς ἐκ νεκρὼν ἀναστῇ πεισθήσονται».
ΠΤΩΧΟΣ ΔΕ ΤΙΣ ΗΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΛΑΖΑΡΟΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΡΘΡΟΥ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε' ΛΟΥΚΑ 2025
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (2023)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε' ΛΟΥΚΑ (2022)
ΟΡΘΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε' ΛΟΥΚΑ (ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ) 2023
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - ΟΜΙΛΙΑ 48η: «ΣΤΗΝ Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΥΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
ΟΣΙΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΛΑΖΑΡΟΝ
π. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΒΟΗΘΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ (2024)
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ - Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ (ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ), ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΧΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ)
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΜΑΡΤΙΑ»
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΤΩΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (2006)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ» (2022)
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΤΙ ΜΟΡΦΗ ΔΙΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ (2023)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, καθώς, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ἀξίωσε καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ πολλοὶ προφῆτες, βασιλιάδες καὶ δίκαιοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ἀλλὰ δὲν ἄκουσαν. Καὶ τί ἀκοῦμε; Ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς σοφίας νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν ἐξουσία τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος διαθέτει, τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα», ἢ τὶς ἀπορίες μας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὁ Κύριός μας σὲ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ θάνατον ζωὴ ἐλάχιστες φορές. Στὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει πώς πρέπει νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε.
Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν μέλλουσα ζωὴ γίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται παραβολή, καθὼς μοιάζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς παραβολές, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, διότι σὲ ὅλες τὶς ἄλλες παραβολὲς προηγεῖται τὸ «εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην», ἐνῶ ἐδὼ ἀπουσιάζει ἡ φράση αὐτή. Ἐπίσης, ἡ σημερινὴ διήγηση ἀναφέρεται σὲ κάποιο πρόσωπο μὲ τὸ ὄνομα «Λάζαρος» καὶ εἶναι σὰν μία προοικονομία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Δικαίου Λαζάρου ποὺ συνέβη λίγο καιρὸ ἀργότερα.
Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος φοροῦσε πολύτιμα ἐνδύματα καὶ κάθε μέρα «εὐφραινόταν λαμπρῶς».Ἦταν κοντὰ στὸν πλούσιο καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα «Λάζαρος», ὁ ὁποῖος θρεφόταν μὲ τὰ ἀποφάγια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου καὶ τὰ σκυλιὰ ἔγλιφαν τὶς πληγές του. Πέθαναν κάποτε οἱ δύο ἄνθρωποι καὶ ὁ μὲν Λάζαρος πῆγε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ δὲ πλούσιος στὸν Ἅδη.
Καθὼς βασανιζόταν στὸν Ἅδη, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη καὶ εἶπε: «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ βρέξει τὰ χείλη μου, γιατὶ αἰσθάνομαι ὀδύνη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φλόγα».
Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε «θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ ὅσο ζοῦσες καὶ ὁ Λάζαρος, ὁμοίως, τὰ κακά. Τώρα, λοιπόν, ἐκεῖνος παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἄλλωστε, ὑπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἀπὸ ἐδὼ νὰ πάνε ἐκεῖ, οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἔρθουν ἐδώ». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος «σὲ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς· νὰ τοὺς μαρτυρήσει τὴν μεταθανάτια κατάσταση γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο τῆς βασάνου».
Ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἂς ἀκούσουν αὐτούς». «Ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν». Εἶπε, κλείνοντας ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν».
Ἔχοντας ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ τὰ παραπάνω, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω μία ἀπορία: «Ποιά ἁμαρτία, τελικά, ἔκανε ὁ πλούσιος γιὰ νὰ κολαστεῖ στὸν τόπο τῆς βασάνου;». Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὅτι ἀπέκτησε παράνομα τὴν περιουσία του. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι εὐφραινόταν κάθε μέρα λαμπρῶς. Μήπως καταδικάσθηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις ποὺ ἀναλογοῦσαν στὴν οἰκονομική του κατάσταση; Μὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιωτέρους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὡστόσο ἡ ἀγκαλιά του ἔγινε ὁ τόπος ἀνάπαυσης τῶν Δικαίων, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Ἑπομένως, ἡ Κόλαση ἢ ὁ παράδεισος δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ πλούτη.
Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς κολάσθηκε διότι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔστεκε πεσμένος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ χόρταινε ἀπὸ τὰ ἀποφάγια του, τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ταλαιπωρημένο Λάζαρο, ποτὲ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία, ποτὲ δὲν γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἂν ὄχι νὰ τὸν ταΐσει, τουλάχιστον νὰ τοῦ πεῖ ἕναν συμπονετικὸ λόγο. Μάλλον σὲ αὐτὴ τὴν σκληροκαρδία ὀφείλονται οἱ ὑπέρμετρες ἐπίγειες ἠδονὲς τὶς ὁποῖες ἀπολάμβανε. Ἡ πρόσκαιρη ἠδονὴ ἔφερε τὴν σκληροκαρδία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν αἰώνια ὀδύνη.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Λάζαρο, αὐτὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ ἦταν φτωχὸς καὶ ἐπειδὴ ταλαιπωρήθηκε. Ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων δὲν συνεπάγεται τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τὸν Λάζαρο στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν ἡ ἀγόγγυση ὑπομονή του. Ποτέ του δὲν κίνησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, οὔτε σκέφθηκε νὰ διαπράξει κάποια παρανομία, οὔτε ἀκόμη κακολόγησε ποτὲ τὸν πλούσιο ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν εὐκατάστατος ἐνῶ ὁ ἴδιος ὄχι. Ἀντιθέτως, δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ παρέμενε πράος καὶ ἀνεξίκακος. Κατ’ ἀντιστοιχία μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιμετώπιση τῆς πρόσκαιρης ὀδύνης ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ἠδονή.
Σημαντικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραὰμ στὸ μεγάλο χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν Κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι Κόλαση καὶ Παράδεισος εἶναι, ἀντιστοίχως, κατάσταση σκότους καὶ κατάσταση φωτός, κατάσταση λύπης καὶ κατάσταση χαρᾶς. Καὶ οἱ καταστάσεις αὐτὲς εἶναι αἰώνιες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν τέλος.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ νὰ φαντασθοῦμε ἕνα μικρὸ πουλάκι νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του μία φορὰ στὰ δέκα χιλιάδες χρόνια τὸ ὄρος Ἔβερεστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ κάποια στιγμὴ θὰ γίνει θρίψαλα. Ὁ Παράδεισος, ὅμως, καὶ ἡ Κόλαση δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μεταβεῖ οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη. Τὰ γήινα χρόνια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸν Παράδεισο ἢ τὸν Ἅδη.
Ετικέτες:
Ε' ΛΟΥΚΑ,
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ,
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[…] «Ήταν κάποτε», λέγει ο Κύριος, «κάποιος άνθρωπος πλούσιος, που ενώ ζούσε μέσα σε πολλή κακία και αμαρτία, δεν είχε λάβει πείρα καμιάς συμφοράς, αλλά τα πάντα έρρεαν ομαλά και άφθονα γι΄ αυτόν όπως το νερό στις πηγές».
Το ότι πράγματι καμία συμφορά δεν του συνέβαινε, ούτε αφορμή για στενοχώρια, ούτε καμία ανωμαλία βιοτική, αυτό ακριβώς ο Κύριος το υπαινίχτηκε με αυτό που είπε ότι «ἦν εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς (:διασκέδαζε και ευφραινόταν σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια)»[Λουκ.16,19].
Και ότι ζούσε με κακία, γίνεται φανερό και από το τέλος που είχε, αλλά και πριν από το τέλος του από την περιφρόνηση που έδειξε στον φτωχό. Και το ότι δεν ελεούσε όχι μόνο εκείνον που στεκόταν στην πόρτα του, αλλά ούτε και κανένα άλλον, εκείνος ο ίδιος το έδειξε·
διότι εάν αυτόν που ήταν διαρκώς ριγμένος μπροστά στην πόρτα του και βρισκόταν μπροστά στα μάτια του κάθε ημέρα, και αναγκαζόταν μια και δύο και πολλές φορές να τον βλέπει εισερχόμενος και εξερχόμενος (καθόσον δεν τον συναντούσε σε καμιά συνοικία, ούτε βρισκόταν σε κρυφό και απόμερο τόπο,
αλλά εκεί από όπου συνεχώς έμπαινε και έβγαινε ο πλούσιος και αναγκαζόταν έτσι και χωρίς να το θέλει να τον βλέπει), εάν λοιπόν αυτόν δεν ελέησε, που βρισκόταν κατάκοιτος σε τόσο φοβερό κατάντημα και ζούσε μέσα σε τόσο μεγάλη δυστυχία, ή καλύτερα που ταλαιπωριόταν σε όλη του τη ζωή από αρρώστια, και μάλιστα από πολύ φοβερή αρρώστια, για ποιον που θα τύχαινε να συναντήσει θα συγκινούνταν ποτέ;
Διότι κι αν την προηγούμενη ημέρα τον προσπέρασε, την επόμενη φυσικό ήταν κάποια συγκίνηση να αισθανόταν· αλλά εάν και κατ΄ αυτήν αδιαφόρησε, έπρεπε την τρίτη ή την τέταρτη ή την επόμενη οπωσδήποτε να λύγιζε συγκινούμενος , ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία.
Όμως δεν αισθάνθηκε τίποτα παρόμοιο· […] πολλές φορές την ημέρα ο πλούσιος τον έβλεπε να είναι εκεί κατάκοιτος και σιωπηλός, και αυτό ήταν αρκετό να μαλακώσει ακόμη και κάποιον με πέτρινη καρδιά·
διότι πολλές φορές, όταν μας ενοχλούν θυμώνουμε, όταν όμως δούμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας να στέκονται σιωπηλοί και να μη λένε τίποτα, αλλά παρά το ότι πάντοτε δεν πετυχαίνουν, όμως δεν παραπονούνται, επειδή όμως δεν μας δυσαρεστούν, αλλά στέκονται μόνο σιωπηλοί μπροστά μας, κι αν ακόμα είμαστε πιο αναίσθητοι κι από τις πέτρες, κατασυγκινούμαστε, αισθανόμενοι ντροπή για τη μεγάλη τους επιείκεια και πραότητα.
Αλλά και κάτι άλλο όχι μικρότερο από αυτά ήταν, το ότι και η εμφάνιση του φτωχού Λαζάρου ήταν ελεεινή, εξαιτίας της πείνας και της μακροχρόνιας αρρώστιας. Και όμως τίποτε από αυτά δεν ημέρωσε και δε μαλάκωσε εκείνον τον ανήμερο.
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή, η σκληρότητα και απανθρωπιά που δεν υπάρχει μεγαλύτερη· διότι δεν είναι το ίδιο, το να μη βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη επειδή είσαι φτωχός, και το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν εξαιτίας της πείνας, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση πολυτέλεια.
Και δεν είναι το ίδιο το να προσπεράσεις τον φτωχό που τον είδες μια ή δυο φορές, με το να τον βλέπεις κάθε ημέρα και να μην σε διεγείρει σε συμπάθεια και φιλανθρωπία το αδιάκοπο αυτό θέαμα.
Επίσης, δεν είναι το ίδιο το να μη βοηθάς τους πλησίον, όταν εσύ βρίσκεσαι μέσα στις συμφορές και στις θλίψεις και σε κακή ψυχική διάθεση, με το να προσπερνάς τους άλλους που λιώνουν από την πείνα, τη στιγμή που απολαμβάνεις τόση ευφροσύνη και αδιάκοπη καλοπέραση, και να κλείνεις τα σπλάχνα σου.
και να μη γίνεσαι περισσότερο φιλάνθρωπος ούτε εξαιτίας αυτής της χαράς από την καλοπέραση· διότι ασφαλώς το γνωρίζετε αυτό, ότι κι αν ακόμη είμαστε αγριότεροι από όλους, έχουμε πλασθεί από τη φύση μας να γινόμαστε ημερότεροι και αγαθότεροι όταν ζούμε μέσα σε καλοπέραση.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ΛΟΥΚΑ
Β΄προς Κορινθίους, κεφάλαιο ΙΑ΄, εδάφια 31-33 και κεφάλαιο ΙΒ΄, εδάφια 1-9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄ 31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ 1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ (: Θα σας πω πράγματα που ίσως σας φανούν απίστευτα.
Αλλά ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Oποίος είναι ευλογημένος στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν λέω ψέματα. Στην Δαμασκό ο διοικητής που είχε διοριστεί από τον βασιλιά Αρέτα, φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλάβει. Κι από κάποιο παράθυρο με κατέβασαν κάτω μέσα σε δικτυωτό καλάθι, μέσα από κάποιο άνοιγμα του τείχους της πόλεως, και ξέφυγα από τα χέρια του)»[Β΄Κορ. 11,31-33].
Γιατί άραγε εδώ δίνει διαβεβαίωση και πιστοποιεί ενώ σε κανένα από τα προηγούμενα δεν το έκανε αυτό; Διότι ίσως αυτό ήταν παλαιότερο και περισσότερο άγνωστο· ενώ εκείνα ήταν γνωστά και σε αυτούς, δηλαδή η μέριμνα των εκκλησιών και όλα τα άλλα. Κοίταξε λοιπόν πόσο μεγάλος ήταν ο πόλεμος, αφού γι΄αυτόν και μόνο φρουρούσε την πόλη.
Και όταν λέω πόλεμο, εννοώ τον ζήλο του Παύλου· διότι εάν δεν κινείτο ισχυρός ο πόλεμος εναντίον του, δεν θα προκαλούσε τόση μανία στον εθνάρχη. Αυτά είναι γνωρίσματα ψυχής αποστολικής, το να πάσχει τόσα και να μην κλονίζεται καθόλου, αλλά να υπομένει με γενναιότητα τα όσα πέφτουν επάνω του, και να μην υποχωρεί στους κινδύνους, ούτε να λιποτακτεί.
Πρόσεξε λοιπόν εδώ πώς ανέχτηκε να διαφύγει τον κλοιό, αφού τον κατέβασαν από παράθυρο μέσα σε δίχτυ· διότι αν και επιθυμούσε να αποδημήσει από αυτή τη ζωή, αγαπούσε όμως και τη σωτηρία των ανθρώπων.
Για τον λόγο αυτόν πολλές φορές και τέτοια σοφιζόταν, συντηρώντας τον εαυτό του για το κήρυγμα· και δεν απόφευγε να χρησιμοποιήσει ούτε κοινά ανθρώπινα τεχνάσματα, όταν το απαιτούσε η περίσταση· τόσο προσεκτικός και άγρυπνος ήταν· διότι όπου μεν ήταν αδύνατο να διαφύγει τα κακά, χρειαζόταν μόνο η επέμβαση της θείας χάριτος· όπου όμως ο πειρασμός ήταν ανάλογος των δυνάμεών του, επινοεί πολλά και ο ίδιος, αλλά αποδίδοντας και εδώ το παν στον Θεό.
Και όπως ακριβώς εάν κάποιος σπινθήρας από πυρ το οποίο δεν σβήνει, αφού πέσει στο πέλαγος και αφού επέλθουν σε αυτό πολλά κύματα θα βυθιζόταν και πάλι θα ανερχόταν λαμπερός, έτσι λοιπόν και ο μακάριος Παύλος, άλλοτε μεν θαπτόταν καθώς κινδύνευε, άλλο δε διαφεύγοντάς του, λαμπρότερος ανερχόταν, νικώντας την κακοπάθεια.
Αυτή λοιπόν είναι η λαμπρή νίκη, αυτό είναι το τρόπαιο της Εκκλησίας, έτσι κτυπάται ο διάβολος, όταν εμείς πάσχουμε στις δοκιμασίες· διότι όταν εμείς πάσχουμε, κυριεύεται, και πάσχει κακώς όταν θέλει να μας κάνει κακό. Αυτό συνέβαινε και στον Παύλο· και όσο περισσότερο ο διάβολος κατέφερε εναντίον του Παύλου κινδύνους, τόσο περισσότερο ηττάτο· διότι δεν κατασκεύαζε μόνο ένα είδος πειρασμών, αλλά ποικίλους και διαφόρους.
Δηλαδή άλλοι περιείχαν κόπο, άλλοι στενοχώρια, άλλοι φόβο, άλλοι οδύνη, άλλοι φροντίδα, άλλοι εντροπή, άλλοι πάλι όλα μαζί· αλλά ο Παύλος νικούσε σε όλους. Και όπως ένας στρατιώτης έχει ολόκληρη την οικουμένη αντίπαλο σε πόλεμο, και ενώ περιστρέφεται μέσα στα τάγματα των εχθρών δεν παθαίνει τίποτε κακό, έτσι και ο Παύλος μόνος μέσα στους βαρβάρους, στους ειδωλολάτρες, ενώ εμφανιζόταν σε όλη τη γη και σε όλη τη θάλασσα, έμενε αδάμαστος.
Και όπως ο σπινθήρας όταν πέφτει επάνω σε καλάμι και χόρτο ξηρό μεταθέτει στη δική του φύση τα καιόμενα, έτσι και αυτός επερχόμενος σε όλα, τα πάντα μετέθετε στην αλήθεια, επερχόμενος ως χείμαρρος σε όλα και ανατρέποντας τα εμπόδια.
Και σαν αθλητής αυτός, ο οποίος παλεύει, τρέχει, πυγμαχεί ή στρατιώτης μαχόμενος στο τείχος ή πεζός ή στη θάλασσα, έτσι μεταχειριζόταν κάθε είδος μάχης, και άναβε πυρ, και σε όλους απρόσιτος ήταν, με ένα σώμα καταλαμβάνοντας την οικουμένη, με μία γλώσσα μετατρέποντας τους πάντες.
Ούτε οι πολλές σάλπιγγες οι οποίες έπεφταν με ορμή επάνω στα τείχη της Ιεριχούς και κατακρήμνιζαν αυτά είχαν τόση δύναμη, όσο η φωνή του Παύλου όταν ηχούσε και κατέρριπτε τα διαβολικά οχυρώματα και μετέθετε τους εχθρούς της πίστεως προς αυτόν. Και όταν συγκέντρωσε πλήθος αιχμαλώτων, αφού όπλισε αυτούς τους ίδιους τους έκανε δικό του στρατό πάλι, και μέσω αυτών νικούσε.
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - ΟΜΙΛΙΑ 48η: «ΣΤΗΝ Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΥΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
Ο ανώνυμος πλούσιος της παραβολής τού ευαγγελίου -και κάθε πλούσιος- απέτυχε της σωτηρίας
όχι εξαιτίας τού πλούτου του, αλλ’ εξαιτίας τής φιληδονίας, της ασπλαχνίας και της μισοξενίας.
Υπάρχει όμως και ο σωζόμενος πλούσιος, τον οποίο ο Κύριος παρουσίασε στην ίδια αυτή παραβολή·
είναι ο Αβραάμ, ο οποίος σώθηκε, και μάλιστα δέχεται στους κόλπους του αυτούς που σώζονται,
λόγω της φιλοθεΐας, της ευσπλαχνίας και της φιλοξενίας, δηλαδή λόγω της αρετής του.
ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΙ
«ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΟΡΦΥΡΑ»
Όπου γίνεται λόγος για πλούσιους και φτωχούς, και ποιός είναι ο σωζόμενος πλούσιος
Τα εφόδια για τις ανάγκες του σώματος άλλα βέβαια τα έχομε ο καθένας από τα επαγγέλματά μας, και άλλα τα παίρνομε ο ένας από τον άλλο, προσφέροντας ο ένας στον άλλο τα δικά του. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα ο γραμματικός και ο γεωργός, ο ράπτης και ο υφαντής, ο οικοδόμος και ο υποδηματοποιός, ο ιατρός και καθένας από τους άλλους επαγγελματίες.
Επειδή λοιπόν ο καθένας δεν έχει όλα όσα του χρειάζονται, οπωσδήποτε όμως τα έχει ανάγκη όλα αυτά ο καθένας, βρέθηκε ως μέσο το νόμισμα, μέσω του οποίου με τρόπο κοινωφελή και τα αγαθά που περισσεύουν προσφέρονται σε άλλους, και αποκτώνται αυτά που λείπουν.
Πράγματι ο γεωργός δίνει τα περισσεύματά του στους μη γεωργούς, και αφού λάβει το αντίτιμο γι’ αυτά, αγοράζει το σπίτι τυχόν ή το ύφασμα· και ο υποδηματοποιός, αφού πωλήσει τα υποδήματα και λάβει ικανοποιητικά χρήματα, ικανοποιεί την ανάγκη των ελλείψεων, και έτσι με την μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτείται ο βίος όλων μας, και γι’ αυτό υπάρχουν οικισμοί και πόλεις, και γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο.
Στις πνευματικές ασχολίες όμως και στα σχετικά με την αρετή δεν συμβαίνει το ίδιο· γιατί εκείνος που είναι σώφρων, αλλ’ όχι δίκαιος, δεν μπορεί να δώσει κάτι από τη σωφροσύνη του στον δίκαιο και να πάρει από εκείνον δικαιοσύνη ούτε αυτός που είναι αληθής στους λόγους, αλλά δεν είναι ανεξίκακος, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει κάτι από άλλον με ανταλλαγή ή να μεταδώσει από την αλήθεια σε όποιον δεν έχει, εννοώ από την αλήθεια που αυτός είπε· ούτε υπάρχει σ’ αυτά μέσο, σαν κάποιο νόμισμα, που να ρυθμίζει τις μεταξύ τους ανταλλαγές και να τις καθιστά ισότιμες.
Γι’ αυτό πρέπει και είναι αναγκαίο, αδελφοί, ο καθένας μας να ασκεί κάθε αρετή. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που δεν κατόρθωσε κάποιαν από αυτές να την πάρει από άλλον, ούτε να διαφύγει την καταδίκη και τιμωρία για τη στέρηση αυτής. Γι’ αυτό λέγει ο Δαβίδ, «αδελφός δεν τον σώζει, θα τον σώσει ξένος άνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.
Αλλά, πόση, αλήθεια, είναι η αφάνταστη φιλανθρωπία τού Δεσπότη Χριστού! Γιατί αυτό που δεν είναι δυνατό να λάβει κανείς ούτε από τις ισότιμες και αληθινά πολύτιμες αρετές της ψυχής με ανταλλαγή, το κατέστησε με άλλον τρόπο πάμφθηνο.
Γιατί μπορεί κανείς με αυτές τις γήινες και χαμηλές ανάγκες τού σώματος, εννοώ με τα φαγητά και τα ποτά, με τα ενδύματα, με το χρυσάφι και το ασήμι που καθένας έχει (γιατί όλα αυτά είναι γη και χώμα και τίποτε δεν υπάρχει ατιμότερο από αυτά), μπορεί λοιπόν κανείς σύμφωνα με τη δεσποτική υπόσχεση και παραίνεση με αυτά τα ασήμαντα, αν προσφέρει τα περισσεύματα σ’ αυτούς που έχουν τις αρετές (γιατί αυτοί είναι τελείως φτωχοί ως προς τα αναγκαία για το σώμα), με αυτή τη μετάδοση ν’ αναπληρώσει την έλλειψη των αρετών και να διαφύγει την ευθύνη για την στέρησή τους.
Και αυτό δηλώνοντας ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Κορινθίους, ονομάζει αυτή τη μετάδοση κοινωνία προς τους αγίους, και προχωρώντας προσθέτει, «το περίσσευμά σας πρέπει να αναπληρώνει το υστέρημα εκείνων, ώστε και το περίσσευμα εκείνων να αναπληρώσει το δικό σας υστέρημα». Ο Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, ώστε, όταν αποδημήσετε, να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές», μαμωνά αδικίας ονομάζοντας το περίσσευμα των αναγκαίων, που δεν δίνεται σε εκείνους που έχουν ανάγκη.
Πρέπει λοιπόν, όπως είπα, ο καθένας σας, αδελφοί, να ασκεί ορθά κάθε αρετή, και αν μας λείπει κάποια από αυτές, ν’ αναπληρώνομε την έλλειψη με τη μετάδοση από αυτά που έχομε. Αυτός είναι ο δεύτερος πλους τού λόγου, και μάλιστα προς εσάς που ζείτε μέσα στον κόσμο, με τον οποίο θα εξασφαλίσομε τη σωτηρία των ψυχών σας.
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «ΑΣΠΛΑΧΝΙΑ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΜΑΡΤΙΑ»
«Μνήσθητι, ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι…» (Λουκ. 16,25)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἴτε πλούσιος εἴτε φτωχός, εἶνε ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κολυμπάει στὴν ἁμαρτία· ἁμαρτάνει ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ὅποιος πῇ, Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτία, εἶνε ψεύτης· δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του (βλ. ῾Ρωμ. 3,4=Ψαλμ. 115,2· πρβλ. Α΄ Ἰω. 1,8,10). Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτίες του!
Τὴ Μεγάλη Τρίτη στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἀκοῦμε· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»· ποιός θὰ μπορέσῃ, λέει, νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτίες μου;
Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν κηδεία μας θὰ ποῦν ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ δυστυχῶς δὲν τὰ προσέχουμε, ὅτι «…οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει», δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲν θ᾽ ἁμαρτήσῃ (Εὐχολόγιον, Γ΄ Ἐξοδιαστικόν, ἔκδ. ἱ. μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρος 2002, σ. 4).
Διαπράττει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πλῆθος ἁμαρτίες, μικρὲς καὶ μεγάλες. Ἐὰν τώρα ῥωτήσετε, ποιά ἁμαρτία εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη; θὰ σᾶς πῶ· Καὶ ἡ κλοπή, καὶ ὁ φόνος, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ πορνεία, καὶ τὸ διαζύγιο, καὶ ἡ ψευδορκία, καὶ ἡ βλασφημία, ὅλα εἶνε μεγάλα ἁμαρτήματα, καὶ ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον τὰ διαπράττει καὶ δὲν μετανοεῖ. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἁμαρτία ποὺ συχνὰ μᾶς διαφεύγει· καὶ γι᾽ αὐτὴν μᾶς μιλάει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 16,19-31).
Τί λέει; Μᾶς παρουσιάζει δύο ἀνθρώπους, ἕνα φτωχό, τὸ Λάζαρο, καὶ ἕνα πλούσιο, ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται· μᾶς λέει πῶς ἔζησαν καὶ πῶς τελείωσαν τὴ ζωή τους. Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν οἱ ἄγγελοι, τὸν πῆραν στὰ φτερά τους, τὸν ἀνέβασαν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸν παράδεισο. –Μὰ τί ἀξιόλογο ἔκανε αὐτὸς ὁ φτωχός; βγαίνει μήπως ἀπ᾽ ἐδῶ συμπέρασμα, ὅτι κάθε φτωχὸς πηγαίνει στὸν παράδεισο;…
Ὄχι, λάθος κάνετε· γιατὶ ὑπάρχουν καὶ φτωχοὶ κακεντρεχεῖς, δόλιοι, ψεῦτες, ἀπατεῶνες, πλαστογράφοι, γογγυσταί, βλάστημοι. Αὐτοὶ δὲν θὰ πᾶνε στὸν παράδεισο, κι ἂς εἶνε φτωχοί. Ὁ φτωχὸς τῆς σημερινῆς παραβολῆς ἦταν ἅγιος. Γιατί;
Διότι ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς ἦταν καὶ ἄρρωστος, ἀνίκανος νὰ δουλέψῃ. Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι φτωχός, ἀλλὰ ἔχεις τὴν ὑγειά σου· κι ὅταν ἔχῃς ὑγεία, εἶσαι πλούσιος. Ἕνας ἑκατομμυριοῦχος στὸ Σικάγο ἀρρώστησε (εἶχε καρκίνο στὸ λάρυγγα), καὶ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε εἶπε· Γιατρέ, κάνε με καλὰ καὶ σοῦ δίνω ὅλη τὴν περιουσία μου!… Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτὰ ὅταν εἶσαι ἄρρωστος μὲ πάθησι ἀνίατη;
Ὁ Λάζαρος ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς καὶ ἄρρωστος, ἦταν καὶ ὁλομόναχος, ἔρημος κ᾽ ἐγκαταλελειμμένος. Κανείς δὲν τὸν κοίταζε. Μόνο κάτι σκυλιὰ εἶχε συντροφιά· πήγαιναν κοντά του κ᾽ ἔγλειφαν τὶς πληγές του· αὐτὰ ἦταν οἱ νοσοκόμοι του.
Σὲ ὅλα αὐτὰ προσθέστε καὶ τοῦτο· ζοῦσε ὄχι σὲ ἐρημιά, μακριὰ ἀπὸ κόσμο, ἀλλὰ μέσα στὴν κοινωνία, σὲ πόλι ποὺ μποροῦσε νὰ θρέψῃ ὄχι ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς φτωχούς· κι αὐτὸ τοῦ κόστιζε. Τὸ νά ᾽σαι στὴν ἐρημιὰ καὶ νὰ πεθάνῃς ἀπὸ δίψα τὸ καταλαβαίνω, νὰ εἶσαι ὅμως κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ καὶ νὰ μὴ σ᾽ ἀφήνουν νὰ πιῇς ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε ἀνυπόφορο.
Φτώχεια, ἀρρώστια, ἐρημιά, στέρησι, ὑπομονή· νά ὁ βαρὺς σταυρός του. Ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Καὶ ὅμως, ἐπὶ χρόνια, δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ πῇ λόγο κακό, νὰ καταραστῇ τὴ μέρα ποὺ ἦρθε στὴ ζωὴ ἢ τὴ μάνα ποὺ τὸν γέννησε, νὰ γογγύσῃ στὸ Θεὸ ἢ νὰ βλαστημήσῃ. Τίποτα ἀπ᾽ αὐτά· στὸ στόμα εἶχε πάντα τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Νά γιατί πῆγε στὸν παράδεισο.
–Μᾶς λές, λοιπὸν μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἔτσι, βασανισμένοι στὸν κόσμο αὐτόν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι θὰ τρῶνε, θὰ πίνουν, θὰ γλεντᾶνε; δὲν εἶνε αὐτὸ ἄδικο, παράλογο, ἄσκοπο;… Πῆγε, εἴπαμε, στὸν παράδεισο. Μὰ αὐτὸ δὲν εἶνε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας; Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη! ἀπορεῖς, διότι δὲν πιστεύεις. Πόσο ἄλλαξαν οἱ ἄνθρωποι! Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «Καλὸν παράδεισο!».
Τ᾽ ἀκοῦτε αὐτὸ τώρα; Ὄχι. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχεται ἡ καταστροφή. Δὲν πιστεύεις σὲ κόλασι; θὰ γίνῃ λοιπὸν ἐδῶ ἡ ζωή μας κόλασι, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος. –Καὶ ποιός εἶδε τὸν παράδεισο;… Δὲν ντρέπεσαι νὰ ῥωτᾷς; Τὸν εἶδε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ ἄγγελοι· τὸν εἶδε ὁ λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ.
–«Μνήσθητί μου, Κύριε», εἶπε, «ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήντησε· –«Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 42-43). Ὁ πρῶτος ποὺ πῆγε στὸν παράδεισο εἶνε ὁ λῃστής. Λέγεσαι Χριστιανός, καὶ ἀμφιβάλλεις; Δὲν πιστεύεις στὸν ἄλλο κόσμο, καὶ γελᾷς· θὰ κλάψῃς ὅμως, θὰ κλάψῃς πολύ, μὰ θά ᾽νε ἀργά.
Πῆγε λοιπὸν ὁ Λάζαρος στὸν παράδεισο. Ἀπὸ ᾽κεῖ βλέπει μακριὰ τὸν πλούσιο στὴν κόλασι. –Τί κακὸ ἔκανε ὁ πλούσιος καὶ πῆγε ἐκεῖ; ἔκλεψε; σκότωσε; μαχαίρωσε; ἐγκλημάτησε;…Ἔκανε τὴν πιὸ μεγάλη ἁμαρτία· γλεντοῦσε. –Καὶ εἶνε κακὸ νὰ γλεντάῃ κανείς;…
Ὅταν ἔρχεται ἑορτή, θὰ χαρῇς σεμνά, θὰ πιῇς ἕνα ποτήρι κρασί, θὰ φᾷς ἕνα καλὸ φαγητὸ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, θὰ τραγουδήσῃς καὶ θὰ χορέψῃς μὲ μέτρο. Μὰ ἐκεῖνος εἶχε κάθε μέρα γλέντι, μὲ ὄργανα, γυναῖκες, μέθη· ξώδευε γιὰ φαῒ καὶ πιοτό, ντυνόταν στὸ μετάξι, μὲ κάθε πολυτέλεια.
Καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ μέγαρό του καθόταν πεινασμένο τὸ φτωχαδάκι ὁ Λάζαρος. Ποτέ ὁ ἄσπλαχνος δὲν τοῦ ᾽δωσε ἕνα πιάτο φαΐ. Μόνο ὅταν οἱ ὑπηρέτες τίναζαν τὰ τραπεζομάντηλα, περίμενε νὰ πέσουν ψίχουλα καὶ μ᾽ αὐτὰ νὰ χορτάσῃ!
Αὐτὸ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο, τὸ εἶδα ἀδέρφια μὲ τὰ μάτια μου τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς στὴν Κοζάνη. Μικρὰ παιδάκια, πρωὶ – πρωὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑστία συσσιτίου, σάλιωναν τὸ δάχτυλο καὶ σκύβοντας μάζευαν ἀπὸ κάτω ψίχουλα. Τὰ κοίταζα ἐπὶ ὥρα· ποὺ νά ᾽χα μιὰ μηχανὴ νὰ τὰ φωτογραφίσω!
Ἦταν σὰν τὰ σπουργιτάκια ποὺ ἔρχονται ἔξω ἀπ᾽ τὸ τζάμι καὶ τσιμπᾶνε. Ἀκοῦτε, παιδιά, ποὺ πετᾶτε ψωμιά; Θὰ πεινάσετε, γιατὶ τρῶτε τ᾽ ἀγαθὰ καὶ σταυρὸ δὲν κάνετε, «Δόξα σοι, ὁ Θεός» δὲν λέτε. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ πῆτε τὸ ψωμὶ – ψωμάκι.
Ὁ πλούσιος ἦταν ἄσπλαχνος· ἀντὶ καρδιὰ εἶχε μέσα του μιὰ πέτρα. Καὶ πῆγε στὴν κόλασι. –Στὴν κόλασι; Μὰ ὑπάρχει κόλασι; καὶ τί εἶνε ἡ κόλασι; φίδια, φωτιές, τηγάνια;… Ἀσφαλῶς ὑπάρχει, καὶ μακάρι νὰ ἦταν τέτοια πράγματα· μὰ εἶνε κάτι χειρότερο. Φωτιὰ εἶνε, μὰ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει!
Δίκαζαν στὴν Ἀθήνα ἕναν ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα του, τὴν ἔκανε κιμᾶ. Ἡ συνείδησι τοῦ φώναζε «Φονιᾶ, κακοῦργε!». Ἀπολογούμενος στὸν εἰσαγγελέα εἶπε· Τί τιμωρία νὰ μοῦ βάλετε τώρα ἐμένα; ἐγὼ μόνος μου καίγομαι! φωτιὰ ἔχω μέσα μου…
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025
ΤΟ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ: ΒΕΖΥΡΗΔΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΠΑΙΞΙΑΣ
Για τον κ. Βασίλειο Βεζυραία, τον αυτοανακηρυχθέντα και ως ''αρχιεπίσκοπο'' μιας μασκαράτας σέχτας ανθρώπων, που σφετερίζονταν ανίερα τα ιερά και τα όσια της ορθοδόξου πίστεως, θα σημειώσουμε και τούτο:το ''ιερόν κελλίον'', όπως ονόμασαν μια παλιά αποθήκη του ΟΣΕ επί της οδου Λιοσίων 301, μόνο ''κελλίον'' δεν θύμιζε. Σε μια επίσκεψή μας πριν λίγα χρόνια, χωρίς να γνωρίζουμε που ανήκει το εν λόγω κτίριο, βρεθήκαμε μπροστά στο πρώην μοντέλο, που κατά καιρούς πέταγε τα ράσα για εκκοσμικευθεί, ως λαϊκός, και ξανά πάλι να τα ενδυθεί, σαν να επρόκειτο για πουκάμισα πάγκου της λαϊκής! Μία αίθουσα εν είδη ναού δεν είχε ποτέ τέμπλο, που να καλύπτει την μυσταγωγική τέλεση των μυστηρίων, έτσι το κοινό μπορούσε να παρακολουθεί, όπως στους παπικούς ναούς, τα δρώμενα. Νέοι ''ιερείς'' από τους οποίους τίποτε το πνευματικό δεν μπορούσε κανείς ν' ακούσει, παρά αργολογίες και κουβεντολόϊ για επίκαιρα θέματα, γέλωτες κι αστεϊσμούς.Το ''ιερόν κελλίον'' διέθετε μια μικρή παιδική χαρά, σπιτάκι για τον σκύλο και φυσικά την κουζίνα μαγειρικής, από την οποία ο ''γέροντας'' εμπλούτιζε τα βίντεό του στο YouTube με παραδοσιακά και γκουρμέ φαγητά.Και όμως: άνθρωποι καθ' όλα ανυποψίαστοι, εύπιστοι και ουσιαστικά αποστασιοποιημένοι από την ορθόδοξη διδασκαλία περιεφέροντο του ναού, όπως και καλλιτέχνες, παλιοί γνώριμοι φίλοι του ''πατρός''. Το φλέγον ζήτημα όμως δεν είναι ο Βεζυρέας, του οποίου το ποιόν το γνωρίζουμε, ως δημοσιογράφοι, από την δεκαετία του '90 ακόμα, και που θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά. Θα ήταν όμως κουτσομπολιά, κακόβουλες κι αχρείαστες επισημάνσεις και κατακρίσεις.Δεν είναι μόνο ο Βεζυρέας, αλλά και πολλοί άλλοι γύρω από την ψευδοσύνοδο της οποίας ηγείτο, όπως και ψευδοιερείς από άλλες, προηγούμενες ψευδοσυνόδους από τις οποίες πέρασε... Από αυτούς βρίθει το f.b. από λογαριασμούς αυτών των ανθρώπων, που έχουν ανοίξει και είναι γνωστοί από άλλα... εμφατικά παρατράγουδα. Να ονοματίζεται μια ομήγυρις ανθρώπων ως ''σύνοδος'' με έναν ψευδοαρχιεπίσκοπο, πέντε - έξι ''μητροπολίτες'', επτά - οκτώ ''ιερείς''' και το ''ποίμνιο'' να μην υπερβαίνει τους... τριάντα με σαράντα ανθρώπους!...Δεν είναι απλώς ένας γελοίος και ανίερος εμπαιγμός, αλλά δείχνει ακριβώς την δαιμονική θρασύτητα κι την εωσφορική αναίδεια (χωρίς αιδώ) των πρωταγωνιστών του. Αυτών που κατασκευάζουν εξωεκκλησιαστικές παράγκες με περιτύλιγμα ιεροφάνειας προς άγρα νέων ανύποπτων χρηματοδοτών.Όσο για την ιστορική Εκκλησία του Πατρίου Ημερολογίου, αυτήν, όχι μόνο δεν την αγγίζουν όλες αυτές οι άθλιες κι επίβουλες διαβολές αποκριάτικων ''ρασοφόρων'', αντιθέτως την ενισχύουν και καταδεικνύουν την διαφορά ανάμεσα στο γνήσιο και το κίβδηλο, στο αληθινό και το κάλπικο. Εύχεσθε!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΔΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΣΑΥΡΟ
Ἡ μαρτυρία τῆς ἀειμνήστου δούλης τοῦ Θεοῦ Μαριάνθης Γραμμένου
† Μνήμη: 17η Ἰουνίου
Tὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων Πάντων, 16η Ἰουνίου 2025 ἐκ. ἡμ., ἑώρτασε ἐκ μεταθέσεως ὁ ῾Ιερὸς Ναὸς τοῦ Ἁγίου ᾿Ισαύρου στὴν Γαρίτσα Κερκύρας, Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, Φυλὴ Ἀττικῆς. Τῶν Ἀναστασίμων καὶ Πανηγυρικῶν Ἑσπερινοῦ, Ὄρθρου καὶ Ἀρχιερατικῆς Θείας Λειτουργίας προΐστατο ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης μας Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, συμπαραστατούμενος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀθανασίου, Ἁγιοκυπριανίτου, Ὑπευθύνου τοῦ ἱεροῦ Μετοχίου, καὶ τοῦ εὐλαβεστάτου Ὑποδιακόνου Χρυσοβαλάντου Μαρίνη. Στοὺς Ἐνορίτας τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ προσετέθη μεγάλο πλῆθος Προσκυνητῶν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος. Στὸ Ἀναλόγιο, ὁ Μουσικολογιώτατος Ἀδελφός μας Νικόλαος Πολύχρος, μὲ τοὺς βοηθούς του, ἀπέδωσε κατανυκτικὰ ἅμα καὶ ἑόρτια τοὺς ὕμνους, συμβάλων τὰ μέγιστα στὴν προσευχητικὴ χάρι τῶν Ἀκολουθιῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἴσαυρος ἐπεδαψίλευσε πλουσίως Χάρι, κατάνυξι καὶ ἐν Χριστῷ χαρὰ στὴν συναθροισμένη μεγάλη πνευματικὴ οἰκογένεια.
«Ὁ ἅγιος οὗτος ῎Ισαυρος, ὁ τῶν μυστηρίων διάκονος, καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, Βασίλειος καὶ ᾿Ιννοκέντιος, κατήγοντο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, ἐν ἔτει σπδ´ (284), ἀναχωρήσαντες δὲ ἀπὸ τὴν πατρίδα των, ὑπῆγον εἰς τὴν ᾿Απολλωνίαν, (ἴσως τὴν ἐν τῇ Ἀλβανίᾳ περιεχομένην, ἥτις κοινῶς Πόλλινα ὀνομάζεται) καὶ ἐκεῖ, δι᾿ ἀποκαλύψεως θείου ἀγγέλου ἐμβάντες εἰς ἓν σπήλαιον, εὗρον τὸν Φήλικα καὶ Περεγρῖνον καὶ ῾Ερμείαν, τοὺς ὄντας Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους ἐδίδαξεν ὁ Ἅγιος ῎Ισαυρος νὰ μὴ ἀγαπῶσι τὰ παρόντα πρόσκαιρα πράγματα. Ὅθεν τρεφόμενοι παρὰ τοῦ Ἁγίου πνευματικῶς, ἔτρεφον καὶ αὐτοὶ τοῦτον σωματικῶς, φέροντες αὐτῷ τὰ πρὸς ζωάρκειαν· ἐβεβαίωσαν δὲ μὲ τὰ ἔργα τοὺς λόγους του, ἀποστραφέντες τὴν συνομιλίαν καὶ συναναστροφὴν τῶν συγγενῶν των, διότι ἦσαν ῞Ελληνες.
Τούτου χάριν διεβλήθησαν παρ᾿ ἐκείνων εἰς τὸν ἔπαρχον τῆς Ἀπολλωνίας, Τριπόντιον ὀνόματι, ὅστις πιάσας αὐτοὺς καὶ μὴ δυνηθεὶς νὰ τοὺς χωρίσῃ ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἐπρόσταξε καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν, καὶ οὕτως ἔλαβον οἱ ἀοίδιμοι τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Ὁ δὲ Ἅγιος ῎Ισαυρος ὁμοῦ μὲ τὸν ᾿Ιννοκέντιον παρεδόθησαν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ υἱοῦ τοῦ ἐπάρχου, ὀνόματι Ἀπολλωνίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐτιμωρήθησαν μὲ φωτίαν καὶ νερόν, καὶ ἐπειδὴ παραδόξως δὲν ἐβλάβησαν ἀπὸ αὐτά, εἵλκυσαν πολλοὺς ῞Ελληνας εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτοι ἦσαν ὁ ῾Ροῦφος καὶ ὁ ῾Ρουφινιανὸς οἱ αὐτάδελφοι, οἵτινες ἦσαν καὶ Συγκλητικοὶ τῆς πόλεως Ἀπολλωνίας. Τελευταῖον δὲ ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ ἀπῆλθον νικηφόροι εἰς τὰ οὐράνια». (Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής..., τ. Β´, σελ. 209α, ἔκδοσις Κ.Χ. Σπάνου, ἄν.χ.).
Τὴν 26.9.1988 ἀπεφασίσθη ἀπὸ τὸ ῾Υπουργεῖο Πολιτισμοῦ ὁ «χαρακτηρισμὸς (τοῦ) ῾Ι. Ναοῦ Ἁγίου ᾿Ισαύρου στὴ Γαρίτσα Κερκύρας ὡς ἱστορικοῦ διατηρητέου μνημείου». ῾Η ἀπόφασις διελάμβανε τὰ ἑξῆς: «Χαρακτηρίζουμε τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου ᾿Ισαύρου, ποὺ βρίσκεται στὴ Γαρίτσα Κερκύρας, ὡς ἱστορικὸ διατηρητέο μνημεῖο. Πρόκειται γιὰ μονόχωρο ὀρθογώνιο κτίσμα σὲ συμφυὲς καμπαναριὸ στὴν ἀν. πλευρά, τυπικὸ δεῖγμα ἑπτανησιακῶν ναῶν, ποὺ χρονολογεῖται στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα καὶ ἀναφέρεται στὸν κατάλογο τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ συνέταξε τὸ 1693 ὁ μεγάλος πρωτοπαπᾶς Αὐλωνίτης».
Τὴν Κυριακή, 7.9.92 ἡ Κα Μαριάνθη Γραμμένου μᾶς ἔδωσε τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὸν ῾Ιερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου ᾿Ισαύρου. α) Κατοικοῦσα δίπλα στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου ᾿Ισαύρου σ᾿ ἕνα ἡμιϋπόγειο σπίτι. Ἐκεῖ ζοῦσα καὶ στενοχωριόμουν, διότι ἤμουν πολὺ πτωχή. Ἀρκετὲς φορὲς ἔβλεπα τὸν Ἅγιο Ἴσαυρο στὸν ὕπνο μου, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζω, καὶ μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, μὴν στενοχωριέσαι, ἐγὼ θὰ σὲ προστατεύσω», καὶ μοῦ ἔδινε ἕνα κομμάτι ψωμί.
Τὴν ἄλλη μέρα ποὺ πήγαινα νὰ πάρω τὰ ροῦχα ἀπὸ κάποια κυρία γιὰ νὰ τὰ πλύνω, αὐτὴ μοῦ ἔβαζε μέσα σὲ μία τσάντα φρυγανιὲς καὶ ἕνα κιλὸ ψωμί. Ἐπίσης ἔβλεπα τὸν Ἅγιο νὰ μοῦ δίνη τρόφιμα καὶ τὴν ἑπομένη ἡ κυρία, στὴν ὁποία ἔπλενα, μοῦ ἔβαλε μέσα στὴν τσάντα τρόφιμα. Πολλὲς φορὲς τὸ σπίτι αὐτὸ πλημμύριζε, ὅταν ἦταν κακοκαιρία. ᾿Εκεῖ ὅπου ὑπῆρχαν εἰκόνες καὶ στὸ κρεββάτι μου τὸ νερὸ δὲν ἔφτανε. ῾Η προστασία τοῦ Ἁγίου ἦταν φανερή. β) Ἄλλο βράδυ πάλι ἄκουγα Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α... Ἄνοιγα τὴν πόρτα τῆς αὐλῆς, ἐρωτοῦσα τὶς γειτόνισσες: «Ἀκοῦτε Λειτουργία στὸ ραδιόφωνο;»·
«ὄχι», μοῦ ἔλεγαν. Μετὰ πλησίαζα τὴν πόρτα τοῦ ἐργοστασίου τοῦ Δ ε σ ύ λ λ α (ἀπέναντι ἦταν τὸ παραθυράκι τοῦ ῾Ιεροῦ)· ἔβλεπα ὅλη τὴν ἐκκλησία φωτισμένη καὶ ἀπὸ ἀγγελικὲς φωνὲς ἀκουγόταν ἡ Λειτουργία ἐπὶ μιάμιση ὥρα... Αὐτὸ συνέβαινε κάθε δεκαπέντε ἡμέρες, ἐπὶ τρισήμιση χρόνια περίπου... γ) Ἕνα βράδυ εἶδα τὸν Ἅγιο στὸ διάδρομο καὶ ἔκαιγε χαρτιὰ καὶ μοῦ ἔλεγε: «Σήκω νὰ ζεσταθῆς»... Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Ἐσεῖς καῖτε χαρτιά, δὲν καῖτε ξύλα γιὰ νὰ ζεσταθῶ»... Κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντᾶ: «Καίω τὴν μαρτυρία μου»... Τότε κατάλαβα, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος ἦταν Μάρτυρας, διότι μέχρι τότε δὲν τὸ γνώριζα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)




.jpg)


.jpg)
.jpg)
