ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΙΓ' ΛΟΥΚΑ: «ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ, ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ»;




Το Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν (ιη΄ 18-27)

Τῷ καιρῷ εκείνω, ἄρχων τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιη' 18-27)


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ (2023)


ΑΓΙΟΥ ΙΩΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ 


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ» (2022)


ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ (2021)




''ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ ΑΓΑΘΕ, ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ'';


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ



Κυριακή ΙΓ' Λουκά 2023


Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ, ΦΥΛΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ (2021)



 


Το Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν (ιη΄ 18-27)


Τῷ καιρῷ εκείνω, ἄρχων τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.


Κήρυγμα


Ο άρχοντας που πλησίασε τον Χριστό, στο σημερινό ευαγγέλιο, δεν ήταν άνθρωπος κακών διαθέσεων. Δεν πήγε «πειράζων», όπως εκείνος ο νομικός και κάποιοι Φαρισαίοι. Αντίθετα ήταν καλοπροαίρετος, αυστηρός τηρητής των εντολών του Νόμου και μάλιστα είχε πνευματικές ανησυχίες για τη σωτηρία του. Είχε τηρήσει τις εντολές του Θεού από μικρός. Δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε κλέψει κ.λπ. Αν και νεαρός στην ηλικία είχε δαμάσει τα σαρκικά πάθη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είχε φόβο Θεού. Δεν ήταν αναίσθητος πνευματικά.


Ακόμα και η ερώτηση που έκανε στον Χριστό: «Τί ἔτι ὑστερῶ;», όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος περιγράφοντας το ίδιο περιστατικό, δείχνει την αγωνία και τη μεγάλη του επιθυμία για να σωθεί. Μάλιστα αυτή η συναίσθησή του ότι πιθανώς κάπου να υστερεί και η επιθυμία του να γίνει καλύτερος, τον κάνουν να είναι συμπαθής. Γι’ αυτό και ο Κύριος «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» συμπληρώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος. Ο Κύριος τον συμπάθησε, επειδή είδε πως όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε δεν ήταν ψεύτικα αλλά αληθινά. Ο λόγος του Χριστού είναι ανατρεπτικός γι’ αυτό και ακούεται ιδιαίτερα σκληρός, καθώς ζητά την υπέρβαση μιας ισχυρής επίγειας εξάρτησης: «πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς... καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». 


Ο Θεός ζητά από μας την τέλεια αποδέσμευση από τα πράγματα που μας κρατούν δέσμιους εντός του κόσμου. Η προσκόλληση στον υλικό πλούτο μπορεί να αποβεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού. Απέναντι στον Θεό δεν υπάρχει διάκριση φτωχού και πλούσιου. Πλούτος και φτώχεια είναι καταστάσεις που δεν δημιούργησε ο Θεός αλλά συνέπειες της πτώσης και απομάκρυνσης του ανθρώπου από Αυτόν. Ο Θεός «εποίησεν εξ ενός αίματος παν γένος επί της γης». Δημιούργησε όλο το ανθρώπινο γένος από ένα ζεύγος ανθρώπων, όλους ίσους μεταξύ τους. Χωρίς καμιά διάκριση φυλής, φύλου ή περιουσίας. Υπάρχουν κακοί πλούσιοι και καλοί φτωχοί, όπως και το αντίθετο. Ο Χριστιανισμός διδάσκει την ίση κατανομή του πλούτου, ώστε οι άνθρωποι να έχουν ίδιες δυνατότητες ανάπτυξης του «είναι» τους. Ο Απ. Παύλος απευθυνόμενος στους πλούσιους λέγει: «Το υμών περίσσευμα εις το εκείνων υστέρημα, ίνα γένηται ισότης».


4. Η αγάπη μάς ανοίγει προς τους άλλους. Μας οδηγεί στην προσφορά. Νικά την ιδιοτέλεια και το συμφέρον. Όταν υπάρχει η αγάπη δεν διερωτάται ο άνθρωπος: «Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;».  Γνωρίζει ότι η αγάπη είναι ο δρόμος προς τον ουρανό. Ακούει τον Αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό να του λέει: «σύγκλεισον ελεημοσύνην εν τοις ταμείοις σου». Τράπεζές του είναι τα σπίτια των φτωχών και αδυνάτων, για να θεραπευθεί η ανέχεια, η αμάθεια, η πείνα, η δυστυχία. Με αυτές τις τέσσερις λέξεις εξαγιάζονται τα υλικά αγαθά και μας εξασφαλίζουν και την ευτυχία στη γη αλλά κυρίως “θησαυρόν εν ουρανώ”.





Ι. Μ. Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ (ΙΓ' ΛΟΥΚΑ)




«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε· διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;) Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό και ο οποίος πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα να μην πω ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον ήλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για το ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία·


καθ΄όσον λέγει ότι «έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον παρακαλούσε» και ότι «ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε» (Μαρκ. 10, 21). Αλλ΄ όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα. Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας «κανείς δεν είναι αγαθός»;


Επειδή Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθ΄ όσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει· «ίσως μου πείτε: εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία» και «εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη» (Ιω. 5, 31).


Όταν λοιπόν λέγει, «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό του από το να είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλ΄ ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «παρά μόνο ένας, ο Θεός». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό του εις τον νεανίσκο. Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους πονηρούς, λέγοντας·


«Εάν όμως εσείς, ενώ είστε πονηροί, γνωρίζετε να δίδετε καλά πράγματα στα τέκνα σας». Καθόσον και εις την περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρά (διότι το «σεις» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι), αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· διά τούτο και πρόσθεσε· «πόσο μάλλον ο Πατήρ σας θα δώσει αγαθά σ΄ αυτούς που Του ζητούν;»


Αλλά θα πει κάποιος· ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση; Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ ολίγον και τον διδάσκει ν΄ απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεόν, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει αυτόν που πράγματι είναι αγαθόν και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και εις αυτόν ν΄ αποδίδει τις τιμές.


Διότι και όταν λέγει «μην αποκαλέσετε κανένα ως “διδάσκαλο” επάνω στη γη», το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποία είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοιον έρωτα για τα πνευματικά αγαθά, την στιγμήν που άλλοι μεν επείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον επλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον επλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνιο ζωή. Διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλουσία, αλλ΄ όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο. Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων.


Διότι λέγει· «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» .Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον επλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και εις τις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή εις την περίπτωση του νομικού. Εάν όμως και αυτός το αποσιώπησε, ο Χριστός δε θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι επλανήθη και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε. Διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλ΄ εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα.


Όμως δε συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικράν απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρά διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνιον ζωήν, αλλ΄όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβετότατο πάθος.

Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ''ΚΑΙ ΟΝΤΑΣ ΗΜΑΣ ΣΥΝΕΖΩΟΠΟΙΗΣΕ ΤΩ ΧΡΙΣΤΩ' ΧΑΡΙΤΙ ΕΣΤΕ ΣΕΣΩΣΜΕΝΟΙ''





Στην ψηλάφηση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας περιστρέφεται το περιεχόμενο του σημερινού αποστολικού αναγνώσματος. Αποτελεί μια σύντομη ανακεφαλαίωσή του. Στη βάση της αιώνιας ζωής του Τριαδικού Θεού, πραγματώνεται η αυθεντική κοινωνία αγάπης και ελευθερίας, στην οποία καλείται να μετέχει ο άνθρωπος. Άλλωστε, στο κίνητρο της αγάπης και της ελευθερίας του Θεού εδράζεται το όλο μυστήριο της δημιουργίας του ανθρώπου.


Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει σχετικά: «Επεί δε ουκ ήρκει τη αγαθότητι τούτο, της εαυτής μόνον κινείσθαι θεωρία (δηλαδή η αγάπη του Θεού δεν ικανοποιείται θεωρώντας μόνο τον εαυτό της), αλλ’ έδει χεθήναι το αγαθόν και οδεύσαι (δηλαδή έπρεπε να χυθεί το αγαθόν και να εξαπλωθεί) ως πλείονα είναι τα ευεργετούμενα» (δηλαδή να είναι πολύ περισσότερα αυτά που θα ευεργετούνται, να γίνονται μέτοχοι της θείας μακαριότητας).


Η αξιοποίηση και η ανάπτυξη των θείων χαρισμάτων του ανθρώπου στην κοινωνία αγάπης με τον Θεό, θα οδηγούσε στην πραγμάτωση του έσχατου και ύψιστου προορισμού του. Ωστόσο, η αμαρτία οδήγησε τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έκπτωση στην πορεία της ύπαρξής του. Ορθά επισημαίνει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ότι «η αποτυχία και αδυναμία το κακόν εισάγει τη στερήσει του κατά φύσιν το παρά φύσιν ποιούσα». Ακριβώς, το «παρά φύσιν» της αμαρτίας εδράζεται στην ψευδαίσθηση του ανθρώπου ότι η ύπαρξή του είναι αυτοφυής, αυτόνομη και αυτοδύναμη. Βλέπουμε εδώ να εκτρέπεται η αναφορά του κτιστού στο άκτιστο, του ανθρώπου στον Θεό.


Το ανθρώπινο πρόσωπο εκπίπτει από την αρχοντιά που το διέκρινε η κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία του σε μια απλή βιολογική μονάδα, που την κυκλώνει η φθορά και ο θάνατος. ‘Όταν απουσιάζει η σχέση, η μετοχή και η κοινωνία, το πρόσωπο αλλοτριώνεται και υποβιβάζεται σε άτομο. Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει τη νεκρότητα των παραπτωμάτων. Δεν αναφέρεται σίγουρα σε οποιεσδήποτε νομικές συνέπειες από την παράβαση της εντολής του Θεού από τους πρωτοπλάστους, αλλά στην έκπτωση της ύπαρξης από το πεδίο της ζωής στο σκότος του θανάτου. Συνέπεια αυτής της υπαρξιακής αλλοίωσης, είναι η παράδοση του ανθρώπου στους νόμους της φθοράς της κτιστής φύσης του.


Η εν Χριστώ ζωοποίηση


Ο απόστολος Παύλος δεν μένει στην κατάσταση της πτώσης και δεν περιορίζεται στο να κάνει κάποιες θλιβερές διαπιστώσεις. Στη συνέχεια του αναγνώσματος που ακούσαμε σήμερα, γίνεται αναφορά στην υπέρβαση της νέκρωσης του ανθρώπου και στην εν Χριστώ ζωοποίησή του. Ο Κύριος διά της σταυρικής του θυσίας, με την πλησμονή της αγάπης του, προσφέρει τον εαυτό του για να ζωοποιήσει τον άνθρωπο.


Η εμπειρική αυτή πραγματικότητα αποκαλύπτεται ως τρόπος ζωής στο λειτουργικό χώρο της Εκκλησίας. Η προσωπική κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό, όπως αυτή εδραιώνεται μέσα από τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αναδύει μέσα του τη συγγενική οικειότητα της εικόνας του Θεού, που στη συνέχεια τη βλέπει και την αναγνωρίζει στο πρόσωπο των συνανθρώπων του. «Θεός ουδείς πώποτε τεθέαται∙ εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εν ημίν εστιν» (Α΄ Ιω. δ΄ 12).


Η αγαπητική αυτή σχέση και κοινωνία, που ξεπερνά τα οποιαδήποτε σχήματα του κόσμου τούτου, εξασφαλίζει το «περισσόν της ζωής» του Κυρίου. Η ολοκληρωτική προσφορά αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, όχι μόνο δεν σημαίνει μείωση ή απώλεια, αλλά ως υπαρξιακή εν Χριστώ ιερουργία, συνεπάγεται αύξηση, πλήρωμα, περίσσευμα. Σε μια τέτοια καθολική προσφορά της αγάπης ζωοποιείται η ύπαρξη και καταξιώνεται ως εικόνα του Θεού.


Η δωρεά της σωτηρίας


Η αγάπη του Θεού μάς προσφέρει την χάρη της σωτηρίας μέσα από το πέλαγος της αγάπης του. Δεν επαρκούν όμως οι δυνατότητες του ανθρώπου για να χωρέσουν την «αχώρητη» αγάπη του Θεού. Μάλιστα, οι μεγάλες ευεργεσίες του Θεού παραμένουν πολλές φορές άγνωστες και απρόσιτες στον άνθρωπο. Η προσφορά τους όμως γίνεται βίωμα και εμπειρία, όταν ο άνθρωπος ευχαριστεί τον Θεό για όσα του προσφέρει, επειδή ακριβώς, όπως ακούμε και στην Θεία Λειτουργία, ως «απερινόητος, αόρατος και ακατάληπτος» είναι «ο πάντοτε ων και ωσαύτως ων».


Η χάρη του Θεού επενεργεί από τη στιγμή που ο ίδιος ο άνθρωπος ανοίγει την καρδιά του και τον δέχεται στην ψυχή του. Η χάρη του Θεού και η πίστη του ανθρώπου συνιστούν δύο όψεις της ίδιας αλήθειας. Απαιτούνται και τα δύο για να υπάρξει σωτηρία. Όπως ακριβώς είναι αδύνατο να υπάρξει φως αν δεν υπάρχει ο ήλιος και αν δεν ανοίξουμε ταυτόχρονα και τα δικά μας μάτια.


Η πίστη είναι τελικά δώρο του Θεού και όχι κατόρθωμα του ανθρώπου. Η αγαθή προαίρεση του ανθρώπου είναι απαραίτητο στοιχείο για τη σωστική απάντησή του στην εμπιστοσύνη και την αγάπη του Χριστού.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 


«Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας


(:Αλλά κι εσείς που ήσασταν κάποτε ειδωλολάτρες, με την ένωση και κοινωνία σας με τον Χριστό, αφού ακούσατε τον λόγο του κηρύγματος που είναι η ίδια η αλήθεια, δηλαδή το χαρμόσυνο κήρυγμα της σωτηρίας σας, κι αφού πιστέψατε σε αυτό, σφραγισθήκατε με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Θεού.


Πλησιάσατε και τον Θεό και τις διαθήκες Του με το αίμα του Χριστού, διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε. Κατέλυσε δηλαδή την έχθρα των δύο λαών, αφού κατάργησε με το αίμα Του τον νόμο των εντολών, ο οποίος, ενώ περιείχε επιβλητικές προσταγές, δεν έδινε όμως και τη χάρη για την εφαρμογή και την τήρηση των προσταγμάτων αυτών)» [Εφ.2,13-15].


«Αυτό είναι λοιπόν το μεγάλο», λέγει, «το ότι ήλθαμε δηλαδή στην πολιτεία των Εβραίων;». Τι λες; Ανακεφαλαίωσε τα πάντα, όσα είναι στον ουρανό και στη γη, και μιλάς για τους Ισραηλίτες τώρα; «Ναι», λέγει· «διότι εκείνα μεν πρέπει να παραλαμβάνουμε με την πίστη, ενώ αυτά και με τα ίδια μας τα έργα». «Νυνὶ δὲ (:Τώρα όμως)», λέγει, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ(: δια του Ιησού Χριστού εσείς που κάποτε ήσασταν μακριά, ήλθατε πλησίον)», προς την πολιτεία· διότι το μακριά και το πλησίον εξαρτάται μόνο από την προαίρεση.


«Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν(:διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα)». Τι σημαίνει «συνένωσε τα δύο μέρη»; Δεν λέει αυτό, ότι μας οδήγησε σε εκείνη την ευγένεια, αλλά ότι και εμάς και εκείνους μας οδήγησε σε μεγαλύτερη ευγένεια· αλλά η ευεργεσία σε εμάς είναι μεγαλύτερη· διότι στους μεν Ιουδαίους και υποσχέθηκε και πλησιέστερα ήσαν· ενώ σε εμάς ούτε υποσχέθηκε, ούτε ήμασταν πλησίον, αλλά μακρύτερα. 


Για τον λόγο αυτόν λέγει: «Τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν(:Και οι συγχρόνως και οι εθνικοί, που συμμετέχουν στη σωτηρία αυτή, να δοξάσουν τον Θεό για το έλεος που έδειξε σε αυτούς)»[Ρωμ.15,9]. Υποσχέθηκε μεν στους Ισραηλίτες, αλλά ήσαν ανάξιοι· ενώ σε εμάς ούτε υποσχέθηκε, αλλά ήμασταν ξένοι, τίποτε κοινό δεν είχαμε προς αυτούς· και μας έκανε ένα, όχι με το να συνάψει εμάς με εκείνους, αλλά αφού συνένωσε και εκείνους και εμάς σε ένα.


Θα αναφέρω λοιπόν ένα παράδειγμα· ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο αγάλματα, το ένα από άργυρο, ενώ το άλλο από μόλυβδο, ύστερα αφού αναλύθηκαν τελείως και τα δυο στο χωνευτήριο, βγαίνουν από εκεί χρυσά και τα δύο. Ιδού, έκανε τα δύο ένα. Ή και αλλιώς· ας υποθέσουμε ότι ο μεν είναι δούλος, ο δε υιοθετημένος·


αφού συγκρούστηκαν δε και οι δύο με τον πατέρα, ο μεν, ενώ ήταν παιδί του, αποκηρύσσεται, ενώ ο άλλος δραπέτευσε και ούτε γνώρισε τον πατέρα· ύστερα γίνονται και οι δύο κληρονόμοι και γνήσια τέκνα. Ιδού, οδηγήθηκαν στην ίδια τιμή· οι δύο έγιναν ένα, ο μεν αφού ήλθε από μακριά, ο δε από πλησίον, και περισσότερο γνήσιος από ό,τι ήταν πριν έλθει σε σύγκρουση.


«Καὶ λύσας (:και κατέρριψε)», λέγει, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (:το μεσότοιχο του φραγμού)»[Εφ.2,14]. Ποιο είναι το μεσότοιχο; «Δηλαδή την έχθρα, αφού κατάργησε δια της σαρκός Του τον νόμο των εντολών που συνίστατο σε διαταγές». Ορισμένοι ισχυρίζονται, ότι εννοεί το μεσότοιχο μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων, ότι δεν επιτρέπει σε αυτούς να αναμιχθούν. Εγώ όμως δεν νομίζω αυτό· αυτό το μεσότοιχο ήταν εκείνο το οποίο χώριζε δια φραγμού, όπως λέγει ο προφήτης:


«λλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν τοῦ μὴ ἐλεῆσαι(:Αλλά τα αμαρτήματά σας δημιουργούν χωρισμό και διάσταση μεταξύ εσάς και του Θεού και για τις αμαρτίες σας ο Θεός απέστρεψε το πρόσωπό Του από σας, για να μη σας ελεήσει)»[Ησ. 59,2]. Μεσότοιχο ήταν η έχθρα, την οποία είχε και προς τους Ιουδαίους και προς τους εθνικούς· εφόσον δεν υπήρχε ο νόμος, όχι μόνο δεν καταργούνταν, αλλά και αύξανε.


« γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται(:διότι ο νόμος, επειδή οι άνθρωποι τον παραβαίνουν, φέρνει ως αποτέλεσμα οργή, και συνεπώς, τους αποξενώνει από τα αγαθά της επαγγελίας)», λέγει[Ρωμ.4,15]. Όπως ακριβώς λοιπόν όταν εκεί λέγει: «Ο νόμος δημιουργεί οργή», δεν αποδίδει το παν σε αυτόν, αλλά επειδή τον παραβήκαμε, πείθεται σε αυτόν· έτσι και εδώ ονομάζει αυτόν «μεσότοιχο», επειδή όταν τον παρήκουαν, δημιουργούσε έχθρα.


Φραγμός ήταν ο μωσαϊκός νόμος, αλλά αυτός μεν έγινε για ασφάλεια, για τούτο και είχε ονομαστεί φραγμός, για να περιφράσσει· άκου δηλαδή πάλι τον προφήτη ο οποίος λέγει: «Καὶ φραγμὸν περιέθηκα(:Και έθεσα φράκτη γύρω από αυτόν)» [Ησ.5,2]· και πάλι «Ἱνατί καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς καὶ τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν ὁδόν; 

ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ: (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ' ΛΟΥΚΑ) ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΠΕΡΩΤΗΣΑΝΤΟΣ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ




(Λουκ. ιη, 18 – 27)


Κεφάλαιον ΙΗ'


«Τὸν ρώτησε κάποιος ἀπὸ τοῦς ἄρχοντες· Δάσκαλε ἀγαθέ, μὲ τί πράξεις θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Δὲν εἶναι κανένας ἀγαθὸς παρὰ μόνο ὁ Θεός. Τίς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴ μοιχέψης, μή φονεύσης, μήν κλέψης, μήν ψευδομαρτυρήσης. Νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα καὶ τή μητέρα σου. Κι ἐκείνος εἶπε· αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου.


ταν τ’ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε· Ἕνα σοῦ ἀπομένει μονάχα· πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς· ἔτσι θ’ ἀποχτήσης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Κί ἔλα, ἀκολούθησέ με. Ἐκεῖνος ὕστερ’ ἀπ’αὐτὸ ἔπεσε σὲ λύπη, γιατὶ ἦταν πολύ πλούσιος». Μερικοὶ ἔχουν τή γνώμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν πανοῦργος καὶ τάχα ζητοῦσε νὰ παγιδέψη μὲ τοὺς λόγους του τὸν Ἰησοῦ. Δὲ φαίνεται νὰ εἶναι αὐτό· μᾶλλον ἦταν φιλάργυρος. Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς μ’ αὐτὸ τὸ νόημα τὸν κατηγόρησε.


Γιατὶ ὁ Μᾶρκος λέει, ὅτι ἔτρεξε καὶ γονατιστὸς παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ κι ὅ,τι ὁ Ἰησοῦς βλέποντάς τον ἔνιωσε συμπάθεια γι’ αὐτόν. Ἀγαποῦσε ὅμως τὰ χρήματα. Πλησιάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ ἐπιθυμῶντας νὰ μάθη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τοῦτο σὰν φιλοχρήματος· καμμιὰ ψυχὴ δὲν ἀγαπᾶ τὴ ζωὴ τόσο, ὅσο ὁ φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ τοῦ ἔδειχνε ἕνα τρόπο, νὰ ζῆ στὸν αἰῶνα καὶ νὰ χαίρεται τὴν κατοχὴ τῶν χρημάτων του. Κι ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι τὸ χάσιμό τους ἴσα ἴσα προξενεῖ τὴν αἰώνια ζωή, φεύγει σὰν νὰ ἤθελε νὰ κατηγορήση τὸν ἑαυτὸ του γιὰ τὴν ἐρώτηση καὶ τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἀπάντηση.


Αὐτὸς γιὰ νὰ ἔχη πολὺν καιρὸ τὰ χρήματα, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. Ἄν ἦταν νὰ ἔχανε τὰ χρήματα, τί τοῦ χρειαζόταν ἡ αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὅπως ἐνόμιζε ἔμελλε νὰ ζῆ φτωχός; Πλησιάζει λοιπὸν τὸ Χριστὸ σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο, καὶ δάσκαλο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, δείχνοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουν σὰν νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶπε· Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα. Ἀφοῦ μὲ εἶπες ἀγαθὸ τοῦ λέει, γιατὶ πρόσθεσες τὸ «δάσκαλε;» Φαίνεται ὅτι μὲ θεωρεῖς σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς. Ἄν εἶναι αὐτὸ, τότε δὲν εἶμαι ἀγαθὸς, γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀγαθὸς κατὰ ἐξουσία, παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα.


στε ἄν θέλης νὰ μὲ προσφωνῆς ἀγαθό, νὰ μὲ προσφωνῆς μὲ τὴν πίστη ὅτι εἶμαι Θεός καὶ μὴ μὲ πλησιάζεις σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ἄν θεωρῆς κοινό ἄνθρωπο νὰ μὴ μὲ καλῆς μήτε ἀγαθό. Γιατὶ πραγματικά ἀγαθὸς καὶ πηγὴ ἀγαθότητος, κι ἀρχὴ τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεὸς. Οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δὲν εἴμαστε κατὰ ἐξουσία ἀλλὰ κατὰ μετοχὴ κι ἔχομε ἀγαθότητα σύμμεικτη καὶ μεταβλητή. Γνωρίζεις τίς ἐντολές. Μὴ μοιχέψης, μὴ φονεύσης, μὴ ψευδομαρτυρήσης καί τά λοιπά. Ὁ νόμος διορθώνει πρῶτα αὐτά, στὰ ὁποῖα πιὸ εὔκολα γλιστροῦμε κι ἔπειτα ἐκεῖνα ὅπου δὲν πέφτουν πολλοὶ οὔτε πολλὲς φορὲς.


Στήν πρώτη περίπτωση εἶναι μοιχεία, ἐπειδή ἡ φωτιά εἶναι ζωική κι ἐσωτερική, κι ὁ φόνος, ἐπειδή ὁ θυμὸς εἷναι μεγάλο θηρίο. Ἡ κλοπή ὅμως εἶναι σφάλμα πιὸ ἐλαφρὸ καί σπάνια συμβαίνει νὰ πέφτωμε στὴν ψευδομαρτυρία. Γι’ αὐτό διορθώνει πρῶτα ἐκεῖνα, ἐπειδὴ εὔκολα γλιστροῦμε σ’ αὐτὰ κι εἶναι ἐξ ἄλλου πιό βαριὰ. Ἐνῶ τὰ δεύτερα τὴν κλοπή καὶ τὴν ψευδομαρτυρία, τὰ θέτει σὲ δεύτερη μοῖρα, ἐπειδὴ καὶ πιὸ σπάνια τὰ συναντοῦμε καὶ εἶναι πιὸ ἐλαφρὰ. Καὶ τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς, ἄν κι εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα, ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει ὅμως συχνὰ, γιατὶ δὲ δείχνουν συχνὰ οἱ πολλοὶ τέτοια ψυχὴ θηρίου, ὥστε νὰ παραφέρωνται πρὸς τοὺς γονεῖς ἀλλὰ πολὺ σπάνια καὶ σὲ μικρὸ βαθμὸ, τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς τὴ θέτει ὑστερ’ αὐτά.


Κι ὅταν ὁ νέος εἶπε ὅτι εἶχε φυλάξει τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν μικρός, τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἀκτημοσύνη, ποὺ εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων. Πρόσεξε νόμους ἀληθινὰ χριστιανικῆς πολιτείας. Ὅλα ὅσα ἔχεις, λέει, πούλησέ τα. Ἄν μείνη κάτι, γίνεσαι δοῦλος σ’ αὐτό. Καὶ μοίρασέ τα ὄχι σὲ πλούσιους συγγενεῖς ἀλλὰ στοὺς φτωχοὺς. Νομίζω κι ἡ λέξη «μοίρασε» δηλώνει μ’ ἔμφαση ὅτι τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων πρέπει νὰ γίνεται μὲ σύνεση κι ὄχι ὅπως τύχη. Κι ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη πρέπει νὰ συνδυάζεται στὸν ἄνθρωπο κι ὅλη ἡ ἄλλη ἀρετὴ, γι’ αὐτὸ εἶπε· Κι ἔλα, ἀκολούθησέ με. Δηλαδή· καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα γίνε μαθητής μου καὶ πάντα νὰ μ’ ἀκολουθῆς ὄχι μονάχα σήμερα κι αὔριο ὄχι. Καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε τὸ θησαυρὸ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδὴ ἦταν φιλοχρήματος· ἀλλὰ ὁ ἄρχοντας δὲν ἔδωσε προσοχή, ἐπειδὴ ἦταν δοῦλος τῶν χρημάτων.


Γι’ αὐτὸ λυπήθηκε, ὅταν ἄκουσε νὰ τὸν συμβουλεύη νὰ στερηθῆ τὰ χρήματά του, ὅταν ἐκεῖνος καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ γι’ αὐτὸ τὴν ἐπιθυμεῖ, γιὰ νὰ ζῆ ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο μέσα στὴν περιουσία του, παντοτ­ινά. Κι ἡ λύπη του, φανερώνει ἄνθρωπο μ’ εὐγνωμοσύνη κι ὄχι πανοῦργο. Κανένας ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν ἔνιωθε λύπη ποτέ, ἀντίθετα, ἐρεθίζονταν περισσότερο. Καὶ δὲν ἀγνοῶ ὅτι ὁ μεγάλος Φωστῆρας τῆς οἰκουμένης, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ χρυσῆ γλῶσσα, παραδέχτηκε ὅτι ὁ νέος τοῦτος ἐπιθυμοῦσε πραγματική, αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἀγαποῦσε βέβαια, κατεχόταν ὅμως ἀπὸ μεγαλύτερο πάθος, τὴ φιλαργυρία.Ἔχει ὅμως τὴ χάρη του κι αὐτὸ ποὺ τώρα πρόσθεσα, ὅτι σὰν φιλοχρήματος ἐπιθυμοῦσε τὴν αἰώνια ζωή.


«ταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἔγινε περίλυπος εἶπε· Πόσο δύσκολα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ περάσουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πιό δύσκολο νὰ περάση τὸ παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ βελονιοῦ παρά νὰ μπῆ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσοι ἄκουσαν ρώτησαν· Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Τὰ ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ στὸ Θεὸ. Κι ὁ Πέτρος πρόσθεσε· Νὰ ἐμεῖς, ποῦ τὰ ἀφήσαμε ὅλα. Κι ἐκεῖνος εἶπε· Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν εἶναι κανένας ποὺ ἄφησε γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σπίτι, ἤ γονεῖς, ἤ ἀδελφοὺς, ἤ γυναῖκα, ἤ παιδιὰ καὶ δὲ θ’ ἀπολαύση πολλαπλάσια καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν αἰωνιότητα».

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

ΤΩ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ ΚΑ' Η ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ






 Tω αυτώ μηνί KA΄, η εν τω Nαώ Eίσοδος της Yπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας.


H εις τον νομικόν Nαόν της κυρίας Θεοτόκου Eίσοδος, επροξένησεν εις τους Oρθοδόξους Xριστιανούς εορτήν θαυμαστήν και παγκόσμιον. Eπειδή και έγινεν αύτη με παράδοξον τρόπον, και είναι ένα προοίμιον του μεγίστου και φρικτού μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Tο οποίον διά μέσου της Θεοτόκου έμελλε να γένη εις τον κόσμον. Έλαβε δε την αφορμήν η εορτή των Eισοδίων διά την υπόθεσιν ταύτην. H παναοίδιμος Άννα, επειδή όλην σχεδόν την ζωήν της επέρασε στείρα χωρίς να γεννήση παιδίον, τούτου χάριν παρεκάλει τον Δεσπότην της φύσεως ομού με τον άνδρα της Iωακείμ, να χαρίση εις αυτούς τέκνον. Kαι αν επιτύχουν του ποθουμένου, ευθύς να αφιερώσουν εις τον Θεόν το γεννηθέν παιδίον. Kαι λοιπόν εγέννησε παραδόξως την πρόξενον γενομένην της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγήν και φιλίωσιν του Θεού μετά των ανθρώπων, την αιτίαν της αναπλάσεως του πεσόντος Aδάμ, και της τούτου εγέρσεως και θεώσεως. Aυτήν λέγω την Yπεραγίαν και Δέσποιναν Θεοτόκον Mαρίαν. Όθεν όταν αύτη έγινε τριών χρόνων, επήραν αυτήν οι γονείς της, και επρόσφεραν κατά την σημερινήν ημέραν εις τον Nαόν. Kαι πληρούντες τας υποσχέσεις οπού έκαμαν, αφιέρωσαν την θυγατέρα αυτών εις τον χαρισάμενον ταύτην Θεόν. Kαι παραδίδουσιν αυτήν εις τους ιερείς, και μάλιστα εις τον τότε Aρχιερέα Ζαχαρίαν. O οποίος ταύτην παραλαβών, έμβασε μέσα εις το ενδότατον του Nαού, όπου μόνος ο Aρχιερεύς μίαν φοράν τον χρόνον εισήρχετο. Kαι τούτο εποίησε κατά βούλησιν Θεού, όστις έμελλε μετά ολίγον να γεννηθή εξ αυτής, διά την διόρθωσιν και σωτηρίαν του κόσμου. Eκεί λοιπόν η Παρθένος διέμεινε χρόνους δώδεκα, τρεφομένη μεν ξενοπρεπώς από τον Aρχάγγελον Γαβριήλ με τροφήν ουράνιον. Aξιουμένη δε της του Θεού εμφανείας, έως ότου επλησίασεν ο καιρός του θείου Eυαγγελισμού, και των ουρανίων και υπερφυσικών εκείνων μηνυμάτων. Tα οποία εμήνυον, ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθή από αυτήν φιλανθρώπως, διά να αναπλάση τον φθαρέντα κόσμον υπό της αμαρτίας. Tότε γαρ η Θεοτόκος εξελθούσα από τα Άγια των Aγίων, παρεδόθη εις τον μνήστορα Iωσήφ1, ίνα εκείνος υπάρχη φύλαξ και μάρτυς της παρθενίας αυτής. Kαι ίνα υπηρετήση, τόσον εις τον άσπορον τόκον της, όσον και εις την φυγήν την εις Aίγυπτον, και εις την απ’ εκείνης επάνοδον εις γην Iσραήλ. (Όρα τον εις τα Eισόδια λόγον του Δαμασκηνού, ομοίως όρα και εις τον Mηνιάτην και εις την Σάλπιγγα2.)



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Σημείωσαι, ότι αφ’ ου εμνηστεύθη ο Iωσήφ την Παρθένον, επέρασαν τέσσαρες μήνες, και έπειτα ευηγγελίσθη η Θεοτόκος, καθώς λέγει Iππόλυτος ο Θηβαίος εν τω χρονικώ Συντάγματι. Oύτος δέ εστιν, ουχί ο παλαιός Iππόλυτος ο Πάπας Pώμης, καθώς σφαλερώς υπέλαβε Nικηφόρος ο Kάλλιστος, βιβλ. β΄, κεφαλ. γ΄, της Eκκλησιαστικής Iστορίας, και Mελέτιος ο Aθηνών εν τω α΄ τόμω της Eκκλ. Iστορίας. Δεν είναι λέγω, ούτος, ο παλαιός εκείνος Iππόλυτος. Aλλά ο νέος, όστις έζησε μετά τον παλαιόν, υπέρ τα επτακόσια έτη. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)


2. Σημείωσαι, ότι εις την εορτήν των Eισοδίων δύω εγκώμια έχει ο Nικομηδείας Γεώργιος, ο και την Aκολουθίαν αυτήν μελοποιήσας, ων του μεν πρώτου η αρχή εστι· «Kαλάς ημίν υποθέσεων αρχάς». Tου δε δευτέρου· «Αι των θείων πανηγύρεων ελλάμψεις». O Kωνσταντινουπόλεως Γερμανός έν, ου η αρχή· «Iδού πάλιν ετέρα πανήγυρις». O Kωνσταντινουπόλεως Tαράσιος έν, ου η αρχή· «Φαιδρά και παράδοξος η παρούσα πανήγυρις».


O Θεοφύλακτος Bουλγαρίας έν, ου η αρχή· «Kαι μνήμη μεν δικαίου». O Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς δύω, έν μεν, ου η αρχή· «Eπί των μειζόνων η κατά ανθρωπίνην δύναμιν». Έτερον δε, ου η αρχή· «Eι εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται». Tα οποία πάντα μετέφρασεν εις το απλούν η εμή αδυναμία, ήτις εφιλοπόνησε και εγκώμιον ίδιον εις την εορτήν ταύτην, και οκτωήχους Kανόνας συνέθετο. Άπερ πάντα ευρίσκονται εις την ιεράν και βασιλικήν Mονήν του Xιλανταρίου. Kαι ο βουλόμενος ζητησάτω ταύτα. Kαι τούτο δε σημειούμεν, ότι ουκ ορθώς γράφει Mελέτιος ο Aθηνών ότι ήτον τόπος χωρισμένος εις τον Nαόν, οπού μόναι αι παρθένοι έμενον και συν αυταίς έμενε και η Θεοτόκος.


Kαι αι μεν άλλαι παρθένοι εξήρχοντο μετά την απόλυσιν και επήγαινον εις τον οίκον αυτών. Mόνη δε η Θεοτόκος επροσκαρτέρει εις τον Nαόν. Oυ γαρ εις τον οίκον των παρθένων, αλλ’ εις αυτά τα Άγια των Aγίων εισήλθεν η Θεοτόκος κακεί έμενε τρεφομένη υπό Aγγέλου. Kαι αγκαλά τούτο εφαίνετο άτοπον να εισέλθη γυνή εις το ενδότατον του Nαού, το φαινόμενον όμως αυτό άτοπον εδιώρθωσεν ο Ζαχαρίας. Eίπε γαρ εις τον λαόν, ότι ο Θεός δείχνει εις το έμπροσθέν του κρεμάμενον λογείον, πως θέλει να έμβη η Παρθένος μέσα εις αυτά τα Άγια των Aγίων.


Kαι ούτως έπεισε τον λαόν, και έστερξαν να εμβάση την Παρθένον εκεί. Oύτως ο Θεοφύλακτος Bουλγαρίας γράφει εν τω εις τα Eισόδια λόγω του, λύων θαυμασίως το παρά τισι φαινόμενον άτοπον της εις τα Άγια εισόδου της Θεοτόκου. Aφ’ ου όμως η Kυρία Θεοτόκος εγέννησε τον Kύριον, εσυναρίθμησε ταύτην ο Ζαχαρίας ταις εν τω Nαώ προσκαρτερούσαις παρθένοις, ως Παρθένον ούσαν και μετά τόκον, διό και εφονεύθη. Ως λέγει ο Mέγας Bασίλειος εν τω εις την Xριστού γέννησιν λόγω.



(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)



 Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού





Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΠΥΛΗ»


ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ Α' ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ, ΟΤΑΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ ΤΗΝ ΑΦΙΕΡΩΣΑΝ ΣΤΟ ΝΑΟ, ΕΝΩ ΗΤΑΝ ΤΡΙΩΝ ΕΤΩΝ


ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ - Η ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ


ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΥΠΕΡΑΓΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


π. ΠΛΑΚΙΔΑ DESEILLE: ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ: ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ


ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ:  ΛΟΓΟΣ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ''Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ, ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ''


 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΕΝ ΝΑΩ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΡΑΝΩΣ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΕΙΚΝΥΤΑΙ


ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ: ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΟΤΑΝ ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΝΑΟ


 ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΑΡΔΑΚΑ: ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΚΑΙ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ» (2017)


ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ Ν. ΥΟΡΚΗΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (2022)


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΠΥΛΗ» (2024)


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΠΕΙΣΜΑ;


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΠΥΛΗ» (2024)




Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ: ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




«Εἶναι ἀδύνατον ἡ θεία χάρις νὰ προσεγγίσῃ τὸ ψευδές, τὸ πλαστὸν προσωπεῖον τοῦ συναισθηματικῶς πεφορτισμένου ἀνθρώπου».

Ἀπόσπασμα τοῦ Προλόγου


[…] Ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι «τὸ προοίμιον τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ», διὰ τοῦτο καὶ ἐνέπνευσε τοὺς ἱεροὺς ὑμνογράφους καὶ ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας νὰ συνθέσουν ὑπέροχα τροπάρια καὶ θεολογικὰ ἐγκώμια, ἐμπνευσμένα μεγαλυνάρια τῆς Παναγίας.


νας ἐξ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809). Σκοπὸς τοῦ Ἁγίου, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων, δὲν ἦσαν τὰ ἐγκώμια καθ’ ἑαυτά, ἀλλ’ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς καὶ καθαρᾶς προσευχῆς, ἐφ’ ὅσον μόνη αὐτὴ ἠμπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσῃ τὴν θείαν χάριν καὶ νὰ ἑνώσῃ τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν.


γνώριζεν ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ διασκορπισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, εἰς ὅσα τὸν περιβάλλουν, εἶναι παράγων ἀκυρωτικὸς τῆς προσευχῆς. Ὅμως, δὲν τοῦ διέφευγε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος δυσκόλως παραμένει «λογισμοῖς ἀνεπίβατος».


Κατὰ κανόνα, ὁ νοῦς μεταβαίνει ἀπὸ τοῦ ἑνὸς νοήματος εἰς τὸ ἄλλο καὶ ἔτσι σχηματίζει συλλογισμούς, τοὺς ὁποίους συγκρατεῖ εἰς τὴν μνήμην διὰ τῆς φαντασίας. Οἱ συλλογισμοὶ αὐτοὶ εἶναι εἴτε θεοφιλεῖς, εἴτε ἁμαρτωλοί, ὁποὺ θὰ πρέπῃ νὰ ἀποβληθοῦν.


ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς πονηρίας εἶναι εὔκολος καὶ ἀποτελεσματική, ἂν ὁ χριστιανὸς στρέψῃ τὸν νοῦν «εἰς ἑαυτόν», ὁπότε διὰ τῆς στροφῆς αὐτῆς ἐπιστρέφει εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀναπαύεται.


μως, ἡ στροφὴ αὐτὴ προϋποθέτει πνευματικὴν ὡριμότητα, τὴν ὁποίαν δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὰ πρώιμα στάδια τῆς πνευματικῆς του ἡλικίας. Τότε λοιπὸν πρέπει νὰ καταφύγῃ εἰς θεαρέστους λογισμούς, προκειμένου νὰ ἐξουδετερωθοῦν οἱ ἐφάμαρτοι λογισμοὶ διὰ τῆς λεγομένης «εὐπρεποῦς» φαντασίας.


Μία βασικὴ πηγὴ «εὐπρεποῦς» φαντασίας καὶ θεοφιλῶν συλλογισμῶν εἶναι ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, ἐφ’ ὅσον ἡ Παναγία, διὰ τῆς παραμονῆς της εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων, κατενόησε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ ὡς ἕνας ἀσώματος Ἄγγελος, καὶ ἔτσι ἐμεγάλυνε τὸν Θεόν, Τοῦ προσέφερε δηλαδὴ τὴν μεγαλυτέραν δόξαν, ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ Τοῦ προσφέρῃ ἄνθρωπος· καὶ ἀντιστοίχως ἐμεγάλυνε τὸν ἄνθρωπον, προσφέροντάς του τὴν ὑψηλοτέραν ἀποστολήν του.


μως, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε πόσον εὔκολος εἶναι ἡ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου εἰς συναισθηματισμοὺς καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μελέτην τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, ὁπότε ἀντὶ καλοῦ προκύπτει κακόν, ἀντὶ ἀναγωγῆς εἰς τὸν Θεὸν ἀπομάκρυνσις ἀπ’ Αὐτοῦ, καθόσον εἶναι ἀδύνατον ἡ θεία χάρις νὰ προσεγγίσῃ τὸ ψευδές, τὸ πλαστὸν προσωπεῖον τοῦ συναισθηματικῶς πεφορτισμένου ἀνθρώπου.


Διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ὁ Ἅγιος νὰ ἐξαγάγῃ ἐκ τοῦ θησαυροῦ τῆς ἡγιασμένης ψυχῆς του καὶ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν ἀπλανῆ «ὑποδείγματα» νοερᾶς ἀδολεσχίας εἰς τὰ ἱερὰ γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, μεταξὺ ἄλλων ὁποὺ συνέταξεν ἢ μετέφρασε, συνέγραψε καὶ τὸν παρόντα ἐγκωμιαστικὸν λόγον «εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου».


Λόγος αὐτός, «εἰσοδικὸς» τῆς νέας ἐκδοτικῆς σειρᾶς Κολλυβαδικὴ Γραμματεία, δυστυχῶς παρέμεινεν ἕως σήμερον ἄγνωστος ὡς λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια. Ἐν τούτοις εἶναι πρωτότυπος καὶ κατὰ συνέπειαν ἐνδιαφέρων, ὄχι μόνον διὰ τοὺς φιλολόγους, ἀλλὰ πρωτίστως δι’ ὅσους ἐπιμελοῦνται τῆς προσευχῆς.


Ἅγιος ἐκφράζεται μὲν μὲ ἄπειρον θαυμασμὸν διὰ τὴν Παναγίαν καὶ εἰς ἄλλα θεομητορικά του συγγράμματα, ὅμως ἡ ἔξαρσις τῶν αἰσθημάτων του δι’ Αὐτὴν εἰς τὸν παρόντα Λόγον ἐντυπωσιάζει ἰδιαιτέρως καὶ μεταδίδει εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐνθουσιασμὸν καὶ συγκίνησιν ὄχι τυχαίαν, καθὼς αἰσθάνεται τὸν ἱερὸν νοῦν τοῦ συγγραφέως ὄντως ἁρπαζόμενον «εἰς τὸν ἄπειρον ὠκεανὸν τῶν ἀπορρήτων Της θαυμασίων».


ἅγιος Νικόδημος, ὡς ὀρθόδοξος θεολόγος, γνωρίζει νὰ προσεγγίζῃ τοὺς Πατέρας ὄχι φιλοσοφικῶς ἢ ἠθικιστικῶς, ἀλλὰ ἀναγωγικῶς, πρὸς οἰκοδομὴν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ ἀγωνιζομένου εἰς τὴν προσευχήν. Μεταδίδει εἰς τὸν ἀκροατήν του τὴν συγκίνησίν του διὰ τὴν θέσιν τῆς Παναγίας εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, διὰ νὰ τοῦ ἐμπνεύσῃ τὴν ἔξαψιν τῆς «εὐπρεποῦς» φαντασίας.


Γνωρίζει πώς ὅταν ἡ δυσκίνητος εἰς τὸ ἀγαθὸν καρδία τοῦ ἀνθρώπου αἰσθανθῇ κάτι διὰ τὴν σημασίαν τῆς Παναγίας εἰς τὴν ζωήν του, τότε οἱ διασπαστικοὶ λογισμοὶ καὶ αἱ «ῥαθυμοτόκοι μέριμναι» ὑποχωροῦν· τότε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἀφ’ ἑαυτῆς εἰς προσευχήν· τότε ἀρχίζει νὰ λαμβάνῃ κάποιαν ἀληθῆ ἐμπειρίαν τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνίας καὶ τῆς καταστάσεως τῶν μακαρίων.

ΕΝ ΝΑΩ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΡΑΝΩΣ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΕΙΚΝΥΤΑΙ





Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «ΓΡΑΤΣΟΥΝΙΕΣ» «ΑΓΚΑΘΙΑ» «ΜΟΝΑΞΙΑ» «ΑΓΙΟΤΗΤΑ»



ξυπνη στάση ζωῆς ἂν μάθεις νὰ θυσιάζεις κάποια δευτερεύουσας σημασίας πράγματα, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖς πρωτίστως τὴν ζωή σου, τὴν ποιότητά της καὶ τὴν ἐπιτυχία σου. Οἱ γρατσουνιὲς ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τὰ ἀγκάθια τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἄλλου εἶναι λιγώτερο κακὸ ἀπὸ τὴν μοναξιά. Οἱ γρατσουνιές τους εἶναι λιγώτερες ἀπὸ τὴν ζεστασιά τους. Ἡ μοναξιὰ χωρὶς Θεὸ καὶ ἀνθρώπους εἶναι τραγωδία. Ἐξ ἄλλου οἱ γρατσουνιὲς ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μας εἶναι μαθήματα αἰωνίου ζωῆς. Εἶναι πολύτιμη εὐκαιρία νὰ καλλιεργήσουμε τὴν κατανόησή μας, ἀφοῦ καὶ ἐμεῖς γρατσουνᾶμε τοὺς ἄλλους, γεγονὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν αὐτογνωσία καὶ τὸ ταπεινὸ φρόνημα. Θωρακιζόμαστε μὲ τὴν ἀγάπη. Τροφοδοτοῦμε τὴν ἐπιείκειά μας. Αὐξάνουμε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν γλυκύτητα. Συνειδητοποιοῦμε, πὼς οἱ γρατσουνιὲς δὲν εἶναι σκοπὸς καταξιωμένης ζωῆς. Ἕνα σπουδαῖο μάθημα νὰ λιγοστεύουμε τὰ δικά μας ἀγκάθια. Καὶ ὕστερα, γιὰ μᾶς ὑπάρχει τρόπος θωράκισης. Ἡ ἔντονη μυστηριακὴ ζωὴ γίνεται ἀλεξίσφαιρο νὰ μὴν μπεῖ μέσα μας τὸ μικρόβιο τῆς κακίας, τῆς ἐκδικητικότητας. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀλλάζει τὶς ὁπτικές. Οἱ ἄλλοι ἔχουν τόσα ἀγκάθια, ὅσα μᾶς χρειάζονται γιὰ τὴν ἁγιότητά μας. Καί... μήπως νὰ θυμόμαστε, πὼς οἱ ἄλλοι εἶναι γιὰ μᾶς ἡ κόλαση, ὅταν δὲν εἴμαστε ἐμεῖς γ᾿ αὐτοὺς ὁ παράδεισος; Λοιπόν, τὰ θετικὰ ἀπὸ τὴν συνοδοιπορία εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὶς γρατσουνιές, γι' αὐτὸ ἂς εἴμαστε δοξολογικοὶ μὲ τοὺς συνοδοιπόρους, ποὺ ὁ Θεὸς ἔβαλε δίπλα στὸν καθένα μας. Ἡ ζωὴ εἶναι σχολεῖο μαθητείας γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὸν Οὐρανό. Συμμεριζόμαστε, μαθαίνουμε, σεβόμαστε, νοσηλεύουμε καὶ νοσηλευόμαστε, σκορποῦμε ζεστασιά, γλύκα καὶ καλωσύνη, συγχωροῦμε καὶ προχωροῦμε, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ τελευταίου μας χτύπου ποὺ θὰ εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ διπλανοῦ καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὴν θέα τοῦ Θεοῦ ἀξίζει νὰ ὑποστοῦμε καὶ κάποιες γρατσουνιές. Δὲν νομίζετε;



Ὁ Ἐρανιστὴς 


† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς 


16.11.2025 ἐκ. ἡμ., 


† Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου ἐκ τῶν ΙΒ΄



Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.