«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Τρίτη 15 Ιουλίου 2025
ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Ο ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
Κάποιος καλὸς φίλος μου μοῦ χάρισε ἕνα μικρὸ εἰκονισματάκι σὲ σμάλτο ρούσικο, ἕνα ἐγκόλπιο, ποὺ παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀπὸ τὸ πίσω μέρος εἶναι καπλαντισμένο μὲ βελοῦδο, καὶ φαίνεται πὼς τὸ φοροῦσε κατάσαρκα στὸ λαιμό του κανένας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς τσαρικῆς Ρωσίας.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε. Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ρασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή. Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.
Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνη ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε. Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνη ἕνας μεγάλος ἅγιος.
Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.
Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί». Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι. Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὑπῆρχε μεγάλη εὐλάβεια στὴ Ρωσία. Ἕνα πλῆθος ἄνθρωποι εἴχανε τὴν ψυχὴ καὶ τὴ διάνοιά τους γυρισμένη στὸν οὐρανό. Διαβάζανε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ εἴχανε μεταφρασθῆ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καθὼς καὶ τὰ μαρτύριά τους, προπάντων τῶν νεομαρτύρων μας ποὺ σφαζόντανε ἢ κρεμιόντανε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἰδιαίτερη ἀγάπη νοιώθανε γιὰ τοὺς ἀσκητάδες ποὺ εἴχανε ζήσει στὴν ἔρημο, προπάντων στὴν Αἴγυπτο, στὴ Συρία καὶ στὴν Παλαιστίνη, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ σκισμάδες τῶν βουνῶν, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸν ἀτελείωτον ἄμμο. Στὴ χώρα τοὺς ὅμως δὲν ὑπήρχανε τέτοια πράγματα, παρὰ μοναχὰ ἀπέραντα μέρη δασωμένα, ἔρημα καὶ κεῖνα, μὰ ἀντὶ λιοντάρια καὶ κροκοδείλους εἴχανε ἄλλα ἀγρίμια, λύκους, ἀρκοῦδες, τσακάλια κ.ἄ. Ἐκεῖ, μέσα στὰ πυκνὰ δέντρα, κάνανε τὴν καλύβα τους ἀπὸ ξύλα κάποιοι ἀσκητάδες, καὶ μὲ τὸν καιρὸ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη χτιζόντανε μοναστήρια.
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίου του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Μέσα από το παράθυρο της φυλακής», εκδόσεις «Ορθόδοξη Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 21-24.
Αυτό το βιβλίο γράφηκε από τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, Επίσκοπο Αχρίδας, κατά την διάρκεια της φυλάκισής του, σε ένα από τα πιο φρικτά στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, στο Νταχάου, κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, στη Γερμανία (15 - 9 - 1944 έως 8 - 5 - 1945).
Ο Άγιος Νικόλαος γενννήθηκε στις 23.12.1881 στο μικρό ορεινό χωριό Λέλιτς κοντά στο Βάλιεβο της Σερβίας. Οι γονείς του, Ντράγκομιρ και Κατερίνα, απλοί χωρικοί είχαν εννέα παιδιά από τα οποία το πρώτο ήταν ο Νικόλαος. Βαπτίσθηκε στο μοναστήρι του Τσέλιε που τότε αποτελούσε τον ενοριακό ναό του χωριού. Η ξακουστή οικογένεια των Βελμίροβιτς κατάγεται από τη Σρεμπρένιτσα της Βοσνίας. Ο πατέρας του είχε σπάνια μόρφωση για χωρικό της εποχής του και ήταν ο γραμματικός της περιφερείας. Το Δημοτικό τελείωσε στο Σχολείο της μονής Τσέλιε και το Γυμνάσιο στο Βάλιεβο. Μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του Βελιγκραδίου, έλαβε υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Βέρνης στην Ελβετία.
Το διδακτορικό του θέμα ήταν: <<Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού ως θεμελιώδες δόγμα της Αποστολικής Εκκλησίας>>. Στην συνέχεια με νέα υποτροφία σπούδασε φιλοσοφία στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Μετά από την σωτηρία του από σοβαρή ασθένεια έταξε να ενδυθή το μοναχικό σχήμα και να θέση τον εαυτό του στην διακονία της Εκκλησίας και του λαού.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1909 έγινε μοναχός με το όνομα Νικόλαος. Κατόπιν επήγε για σπουδές στην φημισμένη Ακαδημία της Πετρούπολης στην Ρωσία... Στις 25 Μαρτίου του 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης, κατόπιν μετατίθεται στην επισκοπή Αχρίδος και το 1934 επέστρεψε και πάλι στην επισκοπή Ζίτσης. Το 1941 συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου στη Γερμανία, από όπου απελευθερώθηκε στις 8 Μαϊου του 1945 από τον αμερικανικό στρατό... Εκοιμήθη ειρηνικά στις 18 Μαρτίου του 1956 ενώ προσευχόταν στην ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α.
Στις 12 Μαΐου του 1991 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σερβία, στο μοναστήρι Λέλιτς. Στις 24 Μαΐου 2003 η Σύνοδος των Αρχιερέων της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθώντας τη συνείδηση του πληρώματός της, προέβη στην επίσημη ανακήρυξη της αγιότητος του επισκόπου Νικολάο και την αναγραφή του στο σερβικό αγιολόγιο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαΐου.
Ευχόμαστε την «Καλή Ανάγνωση» και «πνευματική εντρύφηση» σε έναν σύγχρονο άγιο της εποχής μας, που τα κείμενά του παραστατικά, αισθαντικά και προπαντός δημιουργικά μας εισαγάγουν στον άρρητο, θαυμαστό και εύοσμο κόσμο της Θεολογίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένων
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: «ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ» ΜΕΡΟΣ 1ον
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ
Μη παροργίζουμε την φιλανθρωπία του Θεού
Αδελφοί μου, αμαρτήσαμε και στη συνέχεια εξαγνιστήκαμε. Προσβάλαμε τον Παντοδύναμο Θεό μας, και γι' αυτό τιμωρηθήκαμε. Σπιλώσαμε τις ψυχές μας και ξεπλύναμε την κάθε αμαρτία μας, με το αίμα και τα δάκρυά μας. Ποδοπατήσαμε κάθε τι, που ήταν ιερό για τους πατέρες μας, και γι' αυτό στη συνέχεια ποδοπατηθήκαμε εμείς οι ίδιοι.
Ποδοπατήσαμε κάθε τι, που ήταν ιερὸ για τους πατέρες μας, και γι' αυτό στη συνέχεια ποδοπατηθήκαμε εμείς οι ίδιοι. Η καταστροφὴ μας ήταν αναμενόμενη αφού τα σχολεία μας ήταν χωρὶς πίστη στο Θεό, οι πολιτικοί μας δεν ήταν έντιμοι, ο στρατός μας δεν είχε πατριωτισμὸ και οι κυβερνήτες μας δεν είχαν την ευλογία του Θεού.
Έτσι καταστράφηκαν τα σχολεία, ο στρατὸς και όλο το κράτος μας. Είκοσι χρόνια δεν σεβόμασταν τις παραδόσεις μας, και τώρα οι αλλοεθνείς μας στέρησαν το φως με το σκοτάδι τους. Είκοσι χρόνια χλευάζαμε τους προγόνους μας, που με την ευσέβειά τους κατέκτησαν τη βασιλεία των Ουρανών.
Με το μέτρο όμως που κρίναμε το Θεό και τους προγόνους μας, με το ίδιο μέτρο και εμείς κριθήκαμε. Παρ' όλα αυτά, ο Θεός μας συγχώρεσε. Οι υβριστικὲς σκέψεις μας, τα υβριστικὰ λόγια και οι πράξεις μας, οι ατελείωτες προσβολὲς στον Μεγαλοδύναμο Θεό, κατὰ την περίοδο των δύο παγκοσμίων πολέμων, καταδίκασαν το λαό μας αρχικὰ σε θάνατο.
Η ποινὴ επιβλήθηκε και ένας στους οκτὼ Σέρβους εκτελούνταν στα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής της χώρας μας απὸ τους Γερμανούς. Στη συνέχεια οι εκτελέσεις σταμάτησαν και η ποινὴ μειώθηκε, σε ισόβια σκλαβιά. Καταδικαστήκαμε να είμαστε αιώνια υπόδουλοι των Γερμανών. Μόνον όταν ο φτωχὸς λαός μας, με τα εξασθενημένα χέρια του, άρχισε να ανάβει κεριά, να προσεύχεται, τότε οι προσευχές του συγκίνησαν τους αγγέλους και τους αγίους ώστε να μεσιτεύσουν για το έλεος του Θεού.
Τότε ὁ Παντελεήμων Θεὸς πάλι μείωσε την ποινὴ της ισόβιας σκλαβιάς σε δύο χρόνια. Ο σέρβικος λαὸς καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης ενώ είκοσι χρόνια ζούσε αμαρτωλὴ ζωή. Δεν είναι άραγε αυτὸ ελεημοσύνη; Υπάρχει άραγε κανεὶς επίγειος βασιλιὰς ο οποίος θα ανεχόταν είκοσι χρόνια να το βρίζουν, να τον χλευάζουν και να συγχωρεί το λαό του; Ποτὲ και πουθενά.
Τέτοια ελεημοσύνη έχει μόνο ο Θεός μας. Αδελφοί μου, τι λοιπὸν να πράξουμε τώρα; Ας πράξουμε οτιδήποτε άλλο, εκτὸς απὸ αυτὸ που πράτταμε στη διάρκεια αυτών των είκοσι χρόνων. Ας μην αμαρτάνουμε, για να μην υποφέρουμε πάλι. Ας μην προσβάλουμε πάλι τον Παντοκράτορα Θεό, και υποστούμε μεγαλύτερη τιμωρία. Ας μη σπιλώνουμε τις ψυχές μας με αμαρτίες, για να μη χρειασθεί πάλι να τις εξαγνίζουμε με το αίμα και τα δάκρυά μας.
Ας μην ποδοπατάμε τα όσια των προγόνων μας, για να μην ποδοπατηθούμε οι ίδιοι. Ας χτίσουμε σχολεία με πίστη, ας αποκτήσουμε κυβερνήτες τίμιους, ας αποκτήσουμε στρατὸ με πατριωτισμό, και κράτος που να έχει την ευλογία του Θεού. Ας επιστρέψουμε ο καθένας μας στο Θεὸ και στον εαυτό του.
Ας μη μείνει κανένας μακριὰ απὸ το Θεό, για να μη χάσει το φως του απὸ την επέλαση του τρομακτικού σκοταδιού των αλλοεθνών με τα «ωραία» ονόματα και τα «φανταχτερὰ» ρούχα. Ας προσπαθήσει ο καθένας μας να κατακτήσει τη βασιλεία των Ουρανών. Έτσι μόνο θα επιβιώσει το κράτος μας πάνω στη γη για μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα. Αν είμαστε δίκαιοι ο ουρανὸς θα προσέχει το κράτος μας.
Στην ουράνια Βασιλεία βασιλεύουν η δικαιοσύνη, η πίστη, η αγάπη, η αλήθεια, η ελεημοσύνη, η σοφία, η καθαρότητα... Ας σκεφτείτε αν έχετε αυτὲς τις αρετές, και αν όχι καλύτερα να αγωνιστείτε να τις αποκτήσετε όλες. Έτσι θα γίνετε τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ὁ μεγάλος Πατέρας σας, ο ουράνιος.
Σάββατο 12 Ιουλίου 2025
ΤΩ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ Λ', Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
O μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Aγία Tριάς είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Tω λόγω Kυρίου οι Oυρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ΄, 6). Aύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. H οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Mαμβρή, από τον προπάτορα Aβραάμ, χωρίς να αφήση τα Oυράνια. Eπρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την διά σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Aγίους Aποστόλους. Eπειδή και είπεν εις τον Aβραάμ· «Kαι ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γέν. κβ΄, 18) και πάλιν· «Kαι βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γέν. ιζ΄, 6). O γαρ Aβραάμ εγέννησε τον Iσαάκ, ο δε Iσαάκ εγέννησε τον Iακώβ, ο δε Iακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Kαι βλέπε ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Nέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Oι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Aποστόλους. Aλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Aρχιερεύς Aαρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Aποστόλους εδήλουν. Aυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Xριστού την επιδημίαν και το Eυαγγέλιον. Διά τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν1, το οποίον έγινε και εμπράκτως. Kαι πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Aποστόλους2. Eπειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Yιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, διά τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Aποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Kαι αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον διά να θεολογούν το της Tριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και διά να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Aγίας Tριάδος. Όθεν διά μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Oρθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Aγίαν Tριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Aγίας Tριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Tούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Aποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Xριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης. Xρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πώς ο κάθε Aπόστολος εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη. Διότι, αγκαλά και όλοι ομού οι Aπόστολοι δεν ετελειώθησαν εις ένα καιρόν, ούτε εις ένα τόπον, αλλά κάθε ένας ετελειώθη εις διάφορον καιρόν και τόπον, επειδή όμως σήμερον η Eκκλησία του Θεού, εορτάζει την μνήμην όλων ομού των Aποστόλων, διά τούτο χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
<<Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού>>
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΒ' ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΙΒ' ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΕΙΑΣ ΤΩΝ ΙΒ' ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ: ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ - ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΑΚΟΙΜΗΤΑ ΚΑΝΔΥΛΙΑ...!
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΝ ΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΥΓΙΕΙΝΗ
30 ΙΟΥΝΙΟΥ - Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΕ ΟΤΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ;
ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ, ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΤΩΝ ΙΒ'
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Α. Α. ΓΚΛΑΒΙΝΑ: ''ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ'', ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΣ
Α. Α. ΓΚΛΑΒΙΝΑ: ''ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ'', ΑΠΟΣΤ. ΠΕΤΡΟΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΙΒ' ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΑΚΟΙΜΗΤΑ ΚΑΝΔΥΛΙΑ!...
Θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς χορείας τῶν ΙΒ΄ Ἀποστόλων: Θεραπεία τοῦ Διακόνου Ἱερεμία ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους
Προσοχὴ στὰ ἀκοίμητα κανδήλια!...
Ο πατὴρ Ἱερεμίας, αὐτὸς ποὺ μετέπειτα ἔγινε Ἀρχιερεὺς Βερατίου τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὅταν ἦταν Διονυσιάτης Ἱεροδιάκονος, περίπου τὸ ἔτος 1740, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν λοιμώδη νόσο πανώλη καί, γιὰ τὸ εὐμετάδοτο τῆς ἀσθένειας, κρίθηκε εὔλογο νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Διονυσίου.
Ἔτσι, λοιπόν, στάλθηκε νὰ μένει σὲ ἕνα Κάθισμα, δηλαδὴ σὲ μιὰ μοναχικὴ Καλύβη, ἡ ὁποία, φαίνεται ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Μονή, ἀπέχοντας ἀπὸ αὐτὴν περίπου ἕνα τέταρτο δρόμο μὲ τὰ πόδια. Αὐτὸ τὸ μοναχικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ Κάθισμα, εἶναι τὸ Κάθισμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἔμενε αὐτὸς ὁ Διακο-Ἱερεμίας μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλον εὐλαβῆ Γέροντα Μοναχό, ποὺ τὸν εἶχε γιὰ βοηθὸ στὴν δεινὴ ἀρρώστιά του.
Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, τόσο ἡ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς, τοῦ Διακο-Ἱερεμία, χειροτέρευε. Ὁ γερο-βοηθὸς Μοναχός, πάλι, καταστεναχωριόταν πολὺ γιατὶ ἔβλεπε μέρα μὲ τὴν μέρα ὁ θάνατος νὰ πλησιάζει ὁλοένα τὸν ἀσθενῆ του. Κάποια μέρα, ἔτσι ὅπως αὐτὸς ἦταν βαριὰ περίλυπος, βλέπει νὰ κατεβαίνουν μέσα ἀπὸ τὸ βουνὸ Δώδεκα Ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πρῶτα τὸν χαιρέτισαν μὲ εὐμένεια, βλέποντας τὸν νὰ εἶναι ἔτσι, σὲ αὐτὴ τὴν ὁλοφάνερη κατήφεια καὶ θλίψη, τὸν ρώτησαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία.
Ὁ Γέροντας Μοναχὸς καὶ βοηθὸς τοῦ κατάκοιτου ΔιακοἹερεμία, τοὺς ἔδειξε βαρύθυμα μὲ τὸ χέρι του πρὸς τὸν κλινήρη καὶ ἀνήμπορο Διάκο καὶ τοὺς εἶπε ὅτι, κατὰ πάσα πιθανότητα, μέσα σὲ λίγες μέρες, φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή. Οἱ Δώδεκα Ἐπισκέπτες, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησαν, τοῦ εἶπαν: -Δὲν πεθαίνει ὁ Διάκονος! Ἔχε θάρρος, Γέροντα! Καὶ πήγαινε καὶ ἀνάγγειλε αὐτὸ ποὺ ἄκουσες ἀπὸ μᾶς τώρα καὶ στοὺς ὑπόλοιπους Ἀδελφοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ τὸ ξέρουν. Γιά ᾿πες μᾶς μόνο τὸ ἑξῆς:
Γιατί δὲν ἀνάβεις τὰ καντήλια τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν πρέπουσα συνήθεια, καὶ τἄ ᾿χεις ὅλο σβηστά;... Ὁ Γέροντας Μοναχὸς δικαιολογήθηκε καὶ ἔριξε τὴν εὐθύνη στὸν «Δοχειάρη» (Ἀποθηκάριο), ποὺ δὲν τοῦ δίνει λάδι. Τότε τοῦ εἶπαν καὶ αὐτοί: -Πὲς τὸν Δοχειάρη, νὰ μὴ σοῦ στερεῖ τὸ λάδι γιὰ τὰ καντήλια τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ μὴ τὸν βρεῖ καὶ αὐτὸν ξαφνικὰ κανένα κακὸ καὶ λυπᾶται μετὰ χωρὶς κανένα ὄφελος!...
Ὁ Γέροντας, ἀκούγοντας τέτοια λόγια ἀπὸ ξένους – ὅπως νόμιζε – ἀνθρώπους, ἔμεινε ἔκθαμβος. Τοῦ ἦρθε μέσα τοῦ ἡ σκέψη νὰ τοὺς ρωτήσει: - Ποιοί εἶστε;… Ἀπὸ ποῦ κατάγεστε;… Ποῦ μένετε;… Αὐτοί, ὅμως, πρόλαβαν τὴν σκέψη του καὶ τοῦ εἶπαν: - Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ Κύριοι αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Καθίσματος!... Καὶ ἀφοῦ εἶπαν αὐτὸν τὸν λόγο, προχώρησαν μέσα στὸν χῶρο τοῦ ἱεροῦ Καθίσματος καὶ μπῆκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ γερο-Μοναχός, εὑρισκόμενος σὲ μεγάλη ἔκπληξη γιὰ τὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε, πάει στὸν ἄρρωστο Διάκονο νὰ δεῖ τὶ κάνει, ἀλλὰ καὶ συνάμα γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσε. Καί, ὦ, τοῦ θαύματος! Αὐτὸν πού, πρὶν ἀπὸ λίγο τὸν εἶχε ἀφήσει μισοπεθαμένο, τώρα τὸν βρῆκε νὰ κάθεται χαρούμενο πάνω στὸ κρεβάτι του!
Ὁ Διάκος ἄρχισε νὰ εἶναι πολὺ καλύτερα στὴν ὑγεία του ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπροσδόκητη ἐπίσκεψη αὐτῶν τῶν παράδοξων καὶ ἄγνωστων Δώδεκα Ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησαν καὶ τὸν εὐλόγησαν, κατευθύνθηκαν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Καθίσματος καὶ μέσα ἀπὸ ἐκεῖ, μετά, ἔγιναν ὅλοι τοὺς ἄφαντοι!...
Τότε, λοιπόν, ὁ γέρων Μοναχός, ὁ βοηθὸς τοῦ πρὶν ἀσθενοῦς Διακόνου, ἐννόησε καὶ κατάλαβε, ὅτι οἱ ἐπισκέπτες ποὺ συνομίλησαν μαζί του, ἦταν οἱ Δώδεκα τοῦ Κυρίου Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Καταχαρούμενος, ἔτρεξε καὶ ἀνήγγειλε αὐτὸ τὸ θαυματούργημα σὲ ὅλους τοὺς Ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς Διονυσίου. Ἰδιαίτερα μάλιστα, στὸν τσιγγούνη καὶ φειδωλὸ Δοχειάρη, γιὰ νὰ τοῦ παρέχει ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς λάδι γιὰ νὰ ἀνάβει τὶς καντῆλες.
Ταυτόχρονα, δὲν παρέλειψε νὰ τοῦ ἀναφέρει καὶ τὴν ἀποστολικὴ προειδοποίηση, γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ αὐτὸς ἀρνηθεῖ ἀκόμη καὶ τώρα νὰ τοῦ δώσει λάδι. Ὅλοι μαζὶ οἱ Πατέρες ἐδόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ ἔδειξε πρὸς τὸν δοῦλό Του, μέσῳ τῶν ἁγίων, ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Δώδεκα Ἀποστόλων Του.
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025
ΤΩ ΑΥΤΩ ΜΗΝΙ ΚΘ', ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Eις τούτους τους Kορυφαίους Aποστόλους, ποίαν υπόθεσιν εγκωμίων ημπορή τινας να επινοήση μεγαλιτέραν, από την μαρτυρίαν και ανακήρυξιν, οπού ο Kύριος εις αυτούς εποίησε; Tον μεν γαρ Kορυφαίον Πέτρον εμακάρισε, και πέτραν αυτόν ωνόμασεν, επάνω εις την οποίαν απεφάσισεν, ότι θέλει οικοδομήσει την Eκκλησίαν του (Mατθ. ιϛ΄, 18). Tον δε Παύλον ο αυτός προείπεν, ότι θέλει γένη σκεύος εκλογής, διά να βαστάση το όνομά του έμπροσθεν εις βασιλείς και τυράννους (Πράξ. θ΄, 15). Ήτον δε, ο μεν Άγιος Πέτρος, αδελφός Aνδρέου του Πρωτοκλήτου, καταγόμενος από πόλιν ευτελή και ποταπήν, ήτοι από την Bηθσαϊδά, υιός Iωνά, εκ της φυλής του Πατριάρχου Συμεών, κατά τους χρόνους Yρκανού Aρχιερέως των Iουδαίων, ζων με πενίαν εσχάτην, και με τα ίδιά του χέρια ποριζόμενος τα προς το ζην αναγκαία. Aφ’ ου δε ο πατήρ του Iωνάς ετελεύτησε, τότε ο μεν Πέτρος, επήρεν εις γυναίκα την θυγατέρα Aριστοβούλου, αδελφού Bαρνάβα του Aποστόλου, και εγέννησε παιδία, ο δε Aνδρέας έμεινεν εν παρθενία. Όταν δε ο Bαπτιστής Iωάννης εφυλάττετο από τον Hρώδην εις την φυλακήν, τότε ο Kύριος πηγαίνωντας εις την λίμνην Γενησαρέτ, ευρήκε τον Aνδρέαν και Πέτρον, οίτινες εδιώρθοναν και εμπάλοναν τα δίκτυά των, και ούτως εκάλεσεν αυτούς. Όθεν ευθύς τον ηκολούθησαν. Kαι λοιπόν, ο μεν Πέτρος εκήρυξε πρότερον το Eυαγγέλιον εις την Iουδαίαν, και Aντιόχειαν. Έπειτα εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Kαππαδοκίαν, Aσίαν, και Bιθυνίαν, εκατέβη δε έως και εις αυτήν την Pώμην. Kαι επειδή ενίκησεν εκεί με τα θαύματα τον Σίμωνα μάγον, διά τούτο εσταυρώθη κατακέφαλα από τον Nέρωνα, καθώς αυτός ο ίδιος Πέτρος εζήτησε, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. Ήτον δε ο θεσπέσιος Πέτρος κατά τον χαρακτήρα του σώματος άσπρος εις το χρώμα, ολίγον κίτρινος, φαλακρός εις την κεφαλήν, σγουρά έχων τα επίλοιπα μαλλία. Eίχε τους οφθαλμούς φαινομένους αιματώδεις, και ομοίους με το χρώμα του κρασίου. Ήτον άσπρος εις τα μαλλία της κεφαλής, είχε το μεν γένειον άσπρον και δασύ, την δε μύτην μακράν, είχε σηκωμένα επάνω τα οφρύδια, ήτον μέτριος κατά το μέγεθος, είχε το σχήμα του σώματος όρθιον, ήτον συνετός και φρόνιμος, εκινείτο οξέως από θεϊκόν ζήλον εναντίον της αδικίας. Ήτον συγχωρητικός εις τους μετανοούντας, εμεταβάλλετο ευκόλως, και ογλίγωρα εμετακίνει χωρίς φόβον τας προτέρας του αποφάσεις1. O δε Άγιος Παύλος, Eβραίος μεν ήτον και αυτός κατά το γένος, καταγόμενος από την φυλήν του Bενιαμίν. Φαρισαίος δε κατά την αίρεσιν, μαθητής γενόμενος του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, εις το άκρον γεγυμνασμένος τον του Mωσέως νόμον. Eκατοίκει δε εις αυτό το ομμάτι της Kιλικίας, ήτοι εις την Tαρσόν (εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Γίσχαλα). Oύτος λοιπόν επειδή και ήτον εραστής διάπυρος του παλαιού νόμου, διά τούτο επολέμει την Eκκλησίαν του Xριστού. Όθεν και με την εδικήν του γνώμην εφονεύθη ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Όταν δε επεγνώσθη παρά του Θεού, τότε ετυφλώθη κατά τους οφθαλμούς εις το μέσον της ημέρας, και φωνήν ήκουσεν άνωθεν θεϊκήν, η οποία τον έπεμπεν εις τον Aνανίαν τον αρχαίον μαθητήν του Kυρίου, ο οποίος εκατοίκει εις την Δαμασκόν, ήτοι το νυν τουρκιστί λεγόμενον Σαμ. Oύτος γαρ κατηχήσας και διδάξας τον Παύλον, εβάπτισεν αυτόν2. Eπειδή λοιπόν ο θεσπέσιος Παύλος έγινε σκεύος εκλογής, διά τούτο διεπέρασεν όλην την οικουμένην, ωσάν να είχε πτερά. Eις την Pώμην καταντήσας εδίδαξε πολλούς Έλληνας, και εκεί εις όλον το ύστερον ετελείωσε και την ζωήν του, αποκεφαλισθείς υπό του βασιλέως Nέρωνος διά την ομολογίαν του Xριστού. Λέγουσι δε ότι από το κόψιμον του λαιμού του, έτρεξεν αίμα ομού με γάλα. Aγκαλά δε και κατά τους χρόνους εμαρτύρησεν ο Παύλος ύστερα από τον Πέτρον, όμως τα άγια αυτών λείψανα, εβάλθησαν ομού εις ένα τόπον. Ήτον δε ο μακάριος Παύλος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, φαλακρός εις την κεφαλήν, ήτοι χωρίς μαλλία. Eίχε τα ομμάτια χαροποιά, και τα οφρύδια κάτω νεύοντα. Eίχε το γένειον πολλά εύμορφα κατεβασμένον, είχε την μύτην κυρτήν, και πρέπουσαν εις όλον το πρόσωπόν του, ήτον στολισμένος με μαύρας ομού και άσπρας τρίχας. Ήτον κυρτός εις το σώμα, και εύρωστος και μικρόσωμος. Ήτον συνεσταλμένος κατά τα ήθη και φρόνιμος, και γεμάτος από θεία χαρίσματα. Eίχε σεμνά κινήματα, και λόγους γλυκείς. Eτράβιζεν εις την αγάπην του όλους εκείνους, οπού επρόστρεχον εις αυτόν, με την δύναμιν των θαυμάτων. Kαι οι δύω δε ούτοι Kορυφαίοι Aπόστολοι, ήτον γεμάτοι από την θείαν χάριν του Aγίου Πνεύματος. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω σεπτώ Nαώ των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων, και εις το Oρφανοτροφείον, και εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου και πανευφήμου Aποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι κοντά με την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν, και εις όλας τας κατά τόπον αγίας του Xριστού Eκκλησίας. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Θησαυρόν3.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΠΕΤΡΟ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟ
«ΜΙΜΗΤΑΙ ΜΟΥ ΓΙΝΕΣΘΕ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΓΩ ΧΡΙΣΤΟΥ»
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΕΧΟΥΜΕ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ;
Ο ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
«ΠΑΥΛΟΣ, Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ»
ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ (Α)
ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ (Β)
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Η «ΟΔΥΣΣΕΙΑ» ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ;
ΕΟΡΤΗ ΠΕΤΡΟΥ & ΠΑΥΛΟΥ: «ΠΑΝΤΟΤΕ ΧΑΙΡΕΤΕ, ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ, ΕΝ ΠΑΝΤΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙΤΕ...» (2022)
ΠΑΥΛΟΣ: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΤΕ» (2008)
Α. Α. ΓΚΛΑΒΙΝΑ: ''ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ'', ΑΠΟΣΤ. ΠΑΥΛΟΣ
Α. Α. ΓΚΛΑΒΙΝΑ: ''ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ'', ΑΠΟΣΤ. ΠΕΤΡΟΣ
ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΥΨΕΛΗΣ (2024)
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΠΕΤΡΟ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟ
Οὐρανoῦ καὶ γῆς ἅμιλλαν ὁρῶ διὰ τὴν παροῦσαν πανήγυριν τῆς μνήμης τῶν ἀπoστόλων, τῶν μὲν ἐπουρανίων δυνάμεων εὐφημουσῶν ἐντίμοις φωναῖς τοῦ πόνου αὐτῶν τὸ διδασκάλιον, ὡς δι’ αὐτῶν γνωρισθὲν αὐτοῖς τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον, καθὼς ὁ Παῦλος βοᾷ, Ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ· τῶν δὲ ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων ἐκβιαζομένων ἀξίαν εὐφημίαν διὰ τῆς τιμῆς πρὸς τοὺς κορυφαίους δεῖξαι, ὡς δι’ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν ἐπανελθόντων.
Τί γὰρ Πέτρου μεῖζον; τί δὲ Παύλου ἴσον; οἵτινες τῷ ἔργῳ καὶ τῷ λόγῳ πᾶσαν τὴν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς κτίσιν ἐνίκησαν· οἱ τῷ πηλῷ τοῦ σώματος συμπεπλεγμένοι, καὶ ἀμείνους ἀγγέλων εὑρεθέντες. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς τοὺς διδασκάλους τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω κτίσεως; Οὐχ εὑρίσκω γὰρ λόγον ἐπάξιον ἐγκωμιάσαι τοὺς ἐγκωμιάσαντας τὸ γένος ἡμῶν, τοὺς τὴν ἅπασαν γῆν καὶ θάλασσαν περιελθόντας, καὶ τὰς ῥίζας τῶν ἁμαρτημάτων ἀνασπάσαντας, καὶ τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας καταβαλόντας ἐν ταῖς καρδίαις τῶν ἀπειθούντων ἀνθρώπων.
Πέτρος ὁ καθηγητὴς τῶν ἀποστόλων, Παῦλος ὁ γνωριστὴς τῆς οἰκουμένης, καὶ τῶν ἄνω δυνάμεων συμμέτοχος· Πέτρος τῶν ἀγνωμόνων Ἰουδαίων ὁ χαλινὸς, Παῦλος τῶν ἐθνῶν ἡ παράκλησις. Καὶ βλέπε μοι τοῦ Δεσπότου τὴν ὑπερέχουσαν σοφίαν. Τὸν γὰρ Πέτρον ἀπὸ ἁλιέων ἐξελέξατο, τὸν δὲ Παῦλον ἀπὸ σκηνοῤῥάφων· καὶ τοῦτο δὲ πρὸς ὠφέλειαν πεποίηκεν· ἐβυθίζετο γὰρ ἡ δόξα τῶν Ἰουδαίων. Διὰ τοῦτο τούτῳ τῷ ἁλιεῖ ἐνεπίστευσεν ὁ Κύριος, φήσας πρὸς αὐτόν· Ἄπελθε εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ βάλε ἄγκιστρον· καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἄρας, ἄνοιξον τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ εὑρήσεις στατῆρα Θάλασσαν λέγων, τὴν ἄστατον τῶν ἀνόμων Ἰουδαίων γνώμην· ἄγκιστρον, τὸν ἔντεχνον λόγον τῆς διδασκαλίας· ἰχθὺς, τὸν νόμον σημαίνει.
Τὸ δὲ ἀνοῖξαι τὸ στόμα αὐτοῦ, τὸ ἑρμηνεύειν αὐτὸν λέγει· τὸ δὲ εὑρεῖν ἐν αὐτῷ στατῆρα, τὸ πνευματικῶς αὐτὸν ἀνακρίνειν σημαίνει. Τῷ δὲ Παύλῳ ὡς σκηνοῤῥάφῳ τὰ ἔθνη ἐνεχείρισεν, ἵνα ἐνδύσῃ διὰ νόμου καὶ τῆς χάριτος γυμνοὺς, τὸ κόκκινον ἔνδυμα, τὸ ἐξ ὕδατος καὶ αἵματος Δεσποτικοῦ βαφέν. Οὕτως αὐτῷ ὁ Δεσπότης βοῶν, Ἄπελθε, φησὶν, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἀποστελῶ σε.
Ὢ μακαρία δυὰς ἡ πιστευθεῖσα ὅλου τοῦ κόσμου τὰς ψυχάς! Πέτρος ἡ ἀρχὴ τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας ἱεροφάντης, ὁ ἀναγκαῖος σύμβουλος τῶν Χριστιανῶν, τὸ κειμήλιον τῶν ἄνω δυνάμεων, ὁ τετιμημένος ὑπὸ τοῦ Δεσπότου ἀπόστολος. Παῦλος ὁ μέγας τῆς ἀληθείας κήρυξ, τὸ καύχημα τῆς οἰκουμένης, ὁ ἐν οὐρανοῖς ἄνθρωπος, καὶ ἐπὶ γῆς ἄγγελος, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐν ὑψηλοῖς πετόμενος ἀετὸς, ἡ λύρα τοῦ Πνεύματος, ἡ χελιδὼν καὶ τέττιξ, τὸ ὄργανον τὸ Δεσποτικὸν, ὁ γρήγορος τοῦ Χριστοῦ ὑπηρέτης.
Παῦλος καὶ Πέτρος, οἱ ζευκτοὶ βόες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ καλὴν πραγματείαν τῇ οἰκουμένῃ ἐμπορευσάμενοι, οἱ τὸν σταυρὸν ἀντὶ ζυγοῦ ἄραντες, ἀντὶ δὲ ἐπιβάτου τὸν Σωτῆρα, ἀντὶ δὲ ζευγλῶν τὰς Γραφῶν διαθήκας, ἀντὶ δὲ κέντρου τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Παῦλος καὶ Πέτρος, οἱ τὴν Ἐκκλησίαν καθ’ ἡμέραν φαιδρύνοντες, τὰ ταμιεῖα τὰ Δεσποτικὰ, τὰ πανδοχεῖα τῆς οἰκουμένης, τὰ δοχεῖα τοῦ Πνεύματος, τῆς ἁγίας Τριάδος τὰ ἑρμηνευτήρια, τῆς οἰκονομίας τοῦ θείου λόγου οἱ ὑφηγηταί. Πέτρος, ὁ ἐμὸς πνευματικὸς ἔρως·
Παῦλος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ἡ ἐμὴ βακτηρία. Πέτρος, ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ· Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ τρίπηχυς ἄνθρωπος, καὶ τῶν οὐρανῶν ἁπτόμενος· ὁ ἐν τόπῳ περιγραφόμενος, καὶ τὸν κόσμον ἅπαντα τῷ Δεσπότῃ περιγράφων· ὁ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκὼς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· ὁ ὀξύδρομος δρομεὺς, ὁ εἰς οὐρανὸν ἀνιπτάμενος ἀετὸς, ὁ θείας χάριτος πεπληρωμένος, ὁ μαρτυρούμενος ὑπὸ τοῦ Κυρίου βαστάζειν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον πάσης τῆς οἰκουμένης, ὁ τριώροφον οὐρανὸν διελθὼν, καὶ εἰς παράδεισον εἰσελθὼν, καὶ μέχρι τῆς Δεσποτικῆς καὶ ἀπερινοήτου καθέδρας ἀναβὰς, καὶ ἀκούσας τῶν ἀποῤῥήτων μυστηρίων, ὧν οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.
Τί δὲ καὶ πρὸς Πέτρον ἐροῦμεν; τὸ γλυκὺ τῆς Ἐκκλησίας θέαμα, ἡ λαμπηδὼν τῆς οἰκουμένης, ἡ πρόαγνος περιστερὰ, ὁ καθηγητὴς τῶν ἀποστόλων, ὁ θερμὸς ἀπόστολος; ὁ ζέων τῷ Πνεύματι, ὁ ἄγγελος καὶ ἄνθρωπος, ὁ χάριτος μεμεστωμένος, ἡ στερεὰ τῆς πίστεως πέτρα, τὸ γηραλέον τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, ὁ μακάριος καὶ υἱὸς περιστερᾶς ἀκούσας διὰ τὴν ἁγνείαν ἐκ τοῦ Δεσποτικοῦ στόματος, ὁ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐξ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰληφώς. Τῶν ἀγγέλων τὰ τάγματα ὑμεῖς ἐσυλήσατε. Καὶ τί πολλὰ λέγω;
Αὐτὸς ὁ Κύριος ἐγκωμιάζει ὑμᾶς, λέγων· Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· οἱ βασιλέων εὐπορώτεροι, οἱ πλουσίων δυνατώτεροι, οἱ στρατιωτῶν ἰσχυρότεροι, οἱ σοφῶν καὶ φιλοσόφων σοφώτεροι, οἱ ῥητόρων εὐγλωττότεροι, Οἱ μηδὲν ἔχοντες, καὶ πάντα κατέχοντες. Ὑμεῖς ἐστε τῶν μαρτύρων ὑπομονὴ, τῶν πατριαρχῶν τὸ ὀρθόδοξον, τῶν μοναζόντων ἡ ἄσκησις, τῶν παρθένων οἱ στεφανῖται, τῶν ἐν ὁμοζυγίαις οἱ εἰρηνοποιοὶ, τῶν ἁρπακτῶν πλουσίων οἱ χαλινοὶ, τῶν ἀκολάστων οἱ σωφρονισταὶ, ἡ σκέπη τῶν βασιλέων, τὰ τείχη τῶν Χριστιανῶν, τῶν βαρβάρων οἱ ἀντίπαλοι, οἱ φιμὸν τοῖς αἱρετικοῖς ἐπιθέντες, οἱ νεκροῦντες τὰ ἄλογα πάθη τῶν σωμάτων, οἱ τοὺς λεγεῶνας τῶν δαιμόνων ἀπελάσαντες, οἱ τοὺς βωμοὺς τῶν Ἑλλήνων καθελόντες, οἱ τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω κληρονομήσαντες· τῶν μὲν ἄνω τὰς κλεῖς εἰληφότες, τῶν δὲ κάτω λύειν καὶ δεσμοῦν τὰς ἁμαρτίας ἐξουσίαν ἔχοντες.
Ο ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Ὁ μήνας ᾽Ιούνιος καταυγάζεται ἀπό τή μεγάλη ἑορτή τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (29 ᾽Ιουνίου). Δέν πρόκειται περί μίας ἁπλῆς ἑορτῆς, ὅπως συνήθως ἑορτάζουμε τίς ὑπόλοιπες ἑορτές τῶν ἁγίων μας: νά θυμηθοῦμε τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους καί στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας νά τούς μιμηθοῦμε. Στόν ἐναγκαλισμό τῶν δύο ἀποστόλων, ὅπως τόν βλέπουμε στή γνωστή εἰκόνα τους, ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλε τή σύζευξη τῆς πίστεως καί τῶν ἔργων, μέ ἄλλα λόγια εἶδε τούς ἀποστόλους αὐτούς ὡς σύμβολο καί τύπο τῆς παραδόσεώς της.
Ὑπῆρξε, καί ὑπάρχει ἀκόμη σέ ὁρισμένους αἱρετικούς, ἡ ἄποψη ὅτι οἱ πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν διαφορετικές παραδόσεις καί ἐκφράζουν διαφορετικές θεολογίες: ὁ ἀπόστολος Πέτρος – λένε – τονίζει τά ἔργα ὡς δρόμο σωτηρίας, γεγονός πού τόν σχετίζει περισσότερο μέ τήν ᾽Ιουδαϊκή παράδοση, καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει κυρίως τήν πίστη, ἄρα εἶναι ὁ ρηξικέλευθος καί ὁ ἀληθινός χριστιανός.
Τόν Πέτρο εἶδαν πολλοί ὡς πρότυπο τῆς θεολογίας τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία πράγματι ὑπερτονίζει τά καλά ἔργα εἰς βάρος συχνά τῆς πίστεως, καί τόν Παῦλο ἀπό τήν ἄλλη σχέτισαν μέ τόν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὑποβαθμίζει τά ἔργα ὑπέρ τῆς πίστεως.
Γιά ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὅμως μία τέτοια διασπασμένη κατανόηση τῆς θεολογίας τῶν ἀποστόλων αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλη πλάνη. Καί τοῦτο γιατί καί οἱ δύο ἀπόστολοι ἐκφράζουν τήν ἴδια τελικῶς θεώρηση τῆς πίστεως. Δέν προβάλλει ἄλλον Χριστό ὁ Πέτρος καί ἄλλον ὁ Παῦλος. Καί οἱ δύο καταθέτουν τήν ἴδια ἐμπειρία, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, γιά τήν ὁποία καί οἱ δύο ἔδωσαν μέ μαρτυρικό τρόπο τή ζωή τους. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἄλλωστε πού τούς φώτιζε, ἦταν καί εἶναι πάντοτε τό ἴδιο.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά παράδειγμα, τονίζει τήν πίστη ὡς προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, ἐξαγγέλλει τήν κοινή μαρτυρία καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ποεξάρχοντος τοῦ Πέτρου (Βλ. π.χ. Α´Πέτρ. 1, 5-9. 21κ.ἀ.), κατά τήν ὁποία, ναί μέν ῾ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται᾽ (Ρωμ. 1,17), ἀλλά ἡ πίστη αὐτή ἐκφράζεται μέ τά ἔργα τῆς πίστεως, μέ τή μετάνοια δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τόν καρπό τῆς πίστεως, τήν ἀγάπη.
Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6) κατά τή συνοπτική διατύπωσή του, πού σημαίνει ὅτι τότε ἡ χριστιανική πίστη ζωντανεύει καί ἐνεργοποιεῖται, ὅταν ἀκολουθεῖ τόν δρόμο τῆς ἀγάπης. Πρόκειται γιά διαφορετική διατύπωση τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἀποστόλου ᾽Ιακώβου, κατά τήν ὁποία ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽ (2, 18).
Διαφορετικά, ἡ πίστη μόνη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ καί ὡς δαιμονική, ἀφοῦ ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσι᾽( ᾽Ιακ. 2,19). ῎Ετσι πίστη καί ἔργα (πίστεως) συμπορεύονται στή χριστιανική παράδοση, ἐνῶ ὁποιαδήποτε διάσπαση τῆς πίστεως ἀπό τά ἔργα ἑρμηνεύεται ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς συγχύσεως τῆς ψυχῆς καί τοῦ διασπασμένου νοῦ τῶν αἱρετικῶν.
Ἡ ἐσωτερική δηλαδή διάσπαση, τήν ὁποία ζοῦν οἱ αἱρετικοί, λόγω τῆς ἐνεργούσας μέσα τους ἁμαρτίας, τούς ὁδηγεῖ καί στό νά βλέπουν διασπασμένη τή θεολογία τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Μέ ἄλλα λόγια καί στό σημεῖο αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἡ ψυχολογική ἀρχή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία
ὁ κάθε ἄνθρωπος γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου προβάλλει στήν πραγματικότητα τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό: αὐτό πού ζεῖ, τό προεκτείνει καί πρός τά ἔξω. Στήν πιθανή ἔνσταση ὅτι ἱστορικά ὑπῆρξε κάποια σύγκρουση τῶν πρωτοκορυφαίων – ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος τότε πού ῾ἦρθε ὁ Πέτρος στήν ᾽Αντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησε κατά πρόσωπο, γιατί ἦταν ἀξιοκατάκριτος. Γιατί πρίν ἔρθουν μερικοί ἄνθρωποι τοῦ ᾽Ιακώβου, ἔτρωγε στά κοινά δεῖπνα μαζί μέ τούς ἐθνικούς.
Σάν ἦρθαν ὅμως, ὑποχωροῦσε καί διαχώριζε τή θέση του, ἐπειδή φοβόταν τούς ᾽Ιουδαίους᾽ (Πρβλ. Γαλ. 2,11 ἑξ.) – ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι διαφορετική: ἡ διαφωνία ἦταν γιά τήν τακτική τοῦ Πέτρου ἀπέναντι στούς ἐθνικούς καί ὄχι γιά τήν πίστη καί τήν ἀλήθεια πού ζοῦσε. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, εἴπαμε, πρόβαλε καί προβάλλει συνεχῶς τήν ἑ ν ό τ η τ ά τους μέσα καί ἀπό τήν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τους, ὅπου τούς τοποθετεῖ σέ ἐναγκαλισμό.
«ΜΙΜΗΤΑΙ ΜΟΥ ΓΙΝΕΣΘΕ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΓΩ ΧΡΙΣΤΟΥ»
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Σεπτὴ Διακονία,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐπειδή, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σὲ κάθε μας νέο ἔργο εἶναι πρέπον τὸ «ἀπὸ Θεοῦ ἄρχεσθαι», θὰ ἤθελα στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσης ὁμιλίας νὰ ἐκφράσω ἐκ μέσης καρδίας τὶς εὐχαριστίες μου πρωτίστως πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Δωρεοδότη Θεό, ζητῶντας νὰ κινήσει τὴν γλώσσα μου πρὸς λόγια οὐσίας καὶ ὄχι δυσάρεστους ἤχους ἑνὸς «κυμβάλου ποὺ ἀλαλάζει». Ἔπειτα, ἀπευθύνω καρδιακὲς εὐχαριστίες πρὸς τὰ σεβάσμια Μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου, γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἐπεφύλαξαν νὰ ἐκφωνήσω λόγο γιὰ τὸν γεννήτορά μας ἐν Χριστῷ καὶ ἱδρυτὴ τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, κορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο.
Εἶναι δὲ ἡ ἀνάθεση τῆς ὁμιλίας πρὸς ἐμένα τιμή, ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλον λόγο, παρὰ διότι ἀποτελεῖ εὐκαιρία νὰ διακονήσω τὴν Ἐκκλησία. Ὁποιοδήποτε κάλεσμα γιὰ διακονία στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Χριστιανὸ τιμή, διότι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενο στοὺς αἰῶνες», καί, ἑπομένως, ὅταν ὁ Χριστιανὸς κηρύττει, ἱερουργεῖ, ψάλλει, καθαρίζει τὸν Ναό, ἤ, ἐν ὀλίγοις, προσφέρει τὴν ὅποια ὑπηρεσία του στὴν Ἐκκλησία, δὲν ὑπηρετεῖ ἕναν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Ὑπηρετεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας. Χάριν αὐτῆς τῆς ὑπηρεσίας, ἀρχίζω τὸ ἐγχείρημά μου, πιστεύοντας ὅτι ἡ χάρη τῆς ὑπακοῆς θὰ ἀποδώσει τὴν ἐπιθυμητὴ ὠφέλεια, παρὰ τὴν ἀδυναμία μου.
Ἀπὸ τὴν χθεσινὴ ἑσπέρα, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει ἐνώπιόν μας δύο ἄνθη διαλεχτὰ ἀπὸ τὸν πάντερπνο λειμώνα της· τοὺς Ἁγίους Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς τιμήσουμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε ἀπὸ τὴν μεθυστικὴ εὐωδία τῶν ἀρετῶν τους, ἡ ὁποία μᾶς ταξιδεύει νοητὰ στὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας, στοὺς Θεοβαδίστους Τόπους. Ἐκεῖ, οἱ θειότατοι Ἀπόστολοι, μὲ ἀφορμὴ τὴν μνήμη τους, μᾶς δίνουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούσουμε ξανὰ καὶ πάλι τὰ κηρύγματα ποὺ συνόδευσαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Θεανθρώπου.
Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη καὶ κατατρόπωσε τὸν πειρασμὸ στὴν ἔρημο, εὐθὺς ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἑξῆς σύντομο καὶ περιεκτικὸ κήρυγμα: «μετανοεῖτε· ἔχει φθάσει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ φράση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τοῦ κηρύγματος. Λόγος ποὺ ἐκφωνεῖται ἀπὸ Κληρικὸ καὶ δὲν εἶναι διαποτισμένος μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, δηλαδὴ δὲν ὠθεῖ στὴν κατὰ Θεὸν μεταμόρφωση, μοιάζει μὲ πρόχειρο οἰκοδόμημα ποὺ μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ προσφέρει λίγη τέρψη στὴν θέα, ἀλλὰ μὲ τὸ πρῶτο ἀεράκι γκρεμοτσακίζεται καὶ πληγώνει ψυχές. Μετάνοια, λοιπόν, σημαίνει: ἀλλάζω τρόπο σκέψης.
Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ κάνω μία φορὰ καὶ μετὰ μπορῶ νὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: «Ὡραῖα, καὶ τώρα ἀφοῦ μετάνιωσες ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀγώνας νὰ κόψω τὸ ἀτομικό μου θέλημα, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ λειτουργεῖ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, καὶ νὰ ταυτίσω τὸ θέλημά μου μὲ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Μὲ πιὸ ἁπλὰ λόγια, νὰ θέλω ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς νὰ θέλει ὅ,τι θέλω κὶ ἐγώ. Ἂν δὲ ἡ κατάστασή μου εἶναι πολὺ σοβαρή, μετάνοια θὰ πεῖ: ἀφήνομαι στὸν Χριστὸ νὰ μὲ συντρίψει ὡς σκεῦος κεραμέως, ὥστε κατόπιν νὰ μὲ ἀναπλάσει ὅμορφο καὶ χρήσιμο. Αὐτὴ ἡ μετάνοια ἦταν καὶ εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ νὰ κατακτήσει κάποιος τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ ὅταν ὁ Λυτρωτής, ὡς ἀμνὸς ἄφωνος κατὰ τὴν σφαγή, παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του πάνω στὸν Σταυρό, τὸ πρῶτο κήρυγμα ποὺ ἄκουσαν οἱ θαρραλέες καὶ πιστὲς Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ ἀποτελέσει τὸ ἐπίκεντρο τῆς πίστης μας· «τί ἀναζητᾶτε τὸν Ζωντανὸ ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς; Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδώ»! «Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, μάταιη θὰ ἦταν ἡ πίστη μας», διδάσκει ὁ τιμώμενος Παῦλος. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως». Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ δύο κηρύγματα, τὴν μετάνοια καὶ τὴν Ἀνάσταση, μᾶς τὰ θυμίζουν καὶ οἱ δύο Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ὡστόσο, ἡ περίσταση, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὸν ἱδρυτὴ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ ἐκτενέστερη ἀναφορὰ στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε βίωσε τὰ δύο αὐτὰ κηρύγματα στὸν μέγιστο βαθμό.
Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε μὲν τὸν Διδάσκαλο μετὰ τὴν σύλληψή Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πολέμησε ποτέ. Ἀμέσως κατάλαβε τὸ λάθος του, ἔκλαψε πικρὰ καὶ παρέμεινε μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Παῦλος, ὅμως, καταδίωξε σκληρὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν φανατικὸς Φαρισαῖος. Τὸ κήρυγμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τὸ ὁποῖο μὲ τόση ἀφοσίωση ὑπηρέτησαν οἱ Ἀπόστολοι, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἔδαφος ποὺ κέρδιζε ἡ νέα πίστη εἰς βάρος τῆς παλαιᾶς θρησκείας, ἐξόργιζαν τοὺς Ἰουδαίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Παῦλος. Τοὺς ἐξόργιζαν, ἀλλὰ τοὺς προκαλοῦσαν καὶ φόβο. Ἀπὸ τὸν φόβο τους ὅτι ἡ παλαιὰ θρησκεία θὰ χανόταν μὲ τὴν ραγδαία διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι ἐπιδόθηκαν σὲ διωγμοὺς καὶ φόνους. Βλέπουμε πὼς ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατανοοῦμε ὅτι, ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας ὅπλο εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη, ἐμπνέει φόβο στοὺς ἐχθρούς της, μὴ τυχὸν καὶ ἀπωλέσουν τὰ συμφέροντά τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)