ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΞΕ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ





Ἄνοιξε ἡ Περίοδος τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων



15η Νοεμβρίου – 24η Δεκεμβρίου 2023 



πως εἶναι γνωστό, τὰ ἡλιοτρόπια στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἀκολουθοῦν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας... Ὅταν ὁ ἥλιος κρύβεται ἀπὸ τὰ σύννεφα, τότε γυρίζει τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ μοιρασθοῦν τὴν ἐνέργειά τους... Ἂς γίνουμε γιὰ τοὺς Ἀδελφούς μας, ἰδιαιτέρως τώρα, στὴν διάρκεια τῆς Ἁγίας Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, τὰ Ἡλιοτρόπια τοῦ Χριστοῦ μας... Ἀλληλο-υποστηριζόμενοι, ἐστραμμένοι συνεχῶς πρὸς τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ἐλπίζουμε στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησί μας... «...Καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα... Καὶ συγχωρήσωμεν πάντα», ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς πορείας μας πρὸς τὴν Βηθλεέμ...




15η Νοεμβρίου 2023 ἐκ. ἡμ.,

† Ἁγίων Μαρτύρων Γουρία, Σαμωνᾶ καὶ Ἀβίβου

Ἐλάχιστος Διάκονος τῶν τοῦ Χριστοῦ Προβάτων, Λεντίῳ Ζωννύμενος

† ὁ Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανὸς




Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: ΛΟΓΟΣ 38ος ΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Α' ΜΕΡΟΣ)




Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του θεολόγου - Φιλολόγου Αθανασίου Α. Φραγκοπούλου
«Πατερικές Ομιλίες Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού»,
έκδοση δεύτερη, Βιβλιοπωλείο ο «Σωτήρ», Αθήνα 2013, σελ. 17-24.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»


Οι εορτές της Εκκλησίας μας, και μάλιστα οι Δεσποτικές - αυτές δηλαδή που αναφέρονται στα γεγονότα της επί γης ζωής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού - περιέχουν έναν πλούτο χάριτος και αληθείας τον οποίο μπορούν να ανακαλύψουν και να χαρούν αληθινά οι καθαρές από την αμαρτία ψυχές, οι άγιοί μας.
Αυτοί αγάπησαν τον Κύριο με όλη την καρδιά τους, έθεσαν το θέλημά Του αυστηρά ρυθμιστικό κανόνα της ζωής τους, πάλαιψαν σκληρά με τα πάθη τους και τα νίκησαν, και έτσι χώρεσαν τον Θεό στην καρδιά τους, έγιναν κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί είναι τα πιο κατάλληλα πρόσωπα να μας μιλήσουν για τον Θεό και την αγάπη Του, διότι Τον έζησαν, διότι όντως ανταποκρίθηκαν σ' αυτήν. Ο λόγος τους είναι βιωματικός, εμπνευσμένος, φωτισμένος, ζωντανός.
Γι' αυτόν τον λόγο, εν όψει της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων, κρίναμε ότι θα ήταν ωφέλιμο να εκδώσουμε χριστουγεννιάτικες ομιλίες αγίων Πατέρων συγκεντρωμένες σε ένα βιβλίο και με απόδοση στην κοινή Νεοελληνική, ώστε να είναι προσιτές στον μέσο αναγνώστη. Είναι εντυπωσιακό ότι και οι έξι ομιλίες που εκδίδονται παρουσιάζουν κοινό χαρακτηριστικό: συνδυάζουν την θεολογική εμβάθυνση στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού με πρακτικές συμβουλές για τον αγώνα του πιστού, συνταιριάζουν αρμονικά το δόγμα με το ήθος' και αυθόρμητα κινούν τον ευλαβή αναγνώστη αφενός μεν σε θαυμασμό για το βάθος του μυστηρίου και σε βαθιά ευγνωμοσύνη για τον πλούτο των υψηλών ευεργεσιών που κομίζει στην ανθρωπότητα η επίσκεψη του Θεού -ο Θεός έγινε άνθρωπος! μυστήριο θείας συγκαταβάσεως, θείας δυνάμεως, θείας αγάπης!
Αφετέρου δε του γεννούν την αίσθηση ότι η πρωτοβουλία του Θεού δημιούργησε μια εκκρεμότητα: τη δική μας απάντηση στην αγάπη Του, τη δική μας κένωση, τη ζωή της μετανοίας και του αγιασμού. Σ' αυτό ευχόμαστε να συντελέσει με τη χάρη του Θεού το απλό αυτό βιβλίο, διά πρεσβειών των αγίων Πατέρων στους οποίους ανήκουν οι ομιλίες, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αμφιλοχίου Ικονίου και Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως. (Εκ του προλόγου).


Α.Α.Φ.




 ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ



ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ



ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
ΛΟΓΟΣ 38ος, ΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ
ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ




Το κοσμοχαρμόσυνο γεγονός
της ενανθρωπήσεως του Θεού


1. Ο Χριστός γεννιέται· δοξολογήστε Τον! Ο Χριστός ήλθε απ’ τους ουρανούς· υποδεχθείτε Τον! Ο Χριστός στη γη· υψωθείτε! Ας ψάλετε ύμνους στον Κύριο όλη η γη· και για να περιλάβω και τα δύο με μια φράση: «Άσατε τω Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ», «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοὶ, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γη» για τον επουράνιο, που έγινε τώρα επίγειος. [313Α] Ο Χριστός έγινε άνθρωπος· σκιρτάτε από τρόμο και χαρά· τρόμο για την αμαρτία, χαρά για την ελπίδα. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο· γυναίκες, να ζείτε ζωή παρθενίας, για να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποιος δεν προσκυνεί Αυτόν που είναι από την αρχή της δημιουργίας; Ποιος δεν δοξάζει τον τελευταίο;
2. Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι δημιουργείται το φως· πάλι η Αίγυπτος τιμωρείται με σκοτισμό, πάλι ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με στύλο πυρός. Ο λαός που καθόταν στο σκοτάδι της αγνοίας, ας δει το μεγάλο φως της εμπειρικής γνώσεως του Θεού. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά».
Το γράμμα της Παλαιάς Διαθήκης υποχωρεί, το πνεύμα της Καινής Διαθήκης κυριαρχεί, φεύγουν οι σκιές, έρχεται η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Αυτός που δεν είχε μητέρα (ως Θεός), τώρα δεν έχει πατέρα (ως άνθρωπος). Ήταν χωρίς μητέρα πριν, τώρα είναι χωρίς πατέρα. [313Β] Οι νόμοι της φύσεως καταλύονται. Πρέπει να συμπληρωθεί ο ουράνιος κόσμος. Ο Χριστός το προστάζει· ας μην αντιστεκόμαστε.
«Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας», «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ» – διότι μαζί με το σταυρό την αναλαμβάνει· «καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βολής», της βουλής του Πατρός, «Ἄγγελος». Ας φωνάζει ο Ιωάννης: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Κι εγώ θα διαλαλήσω το μυστήριο της ημέρας: Ο άσαρκος σαρκώνεται, ο Λόγος λαμβάνει σώμα υλικό, ο αόρατος γίνεται ορατός.
Αυτός που δεν μπορούσε κανείς να Τον αγγίζει, μπορεί να ψηλαφηθεί. Αυτός που είναι έξω από τον χρόνο, αποκτά χρονική αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, «Ἰησοῦς Χριστὸς, χθὲς καὶ σήμερον, ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». Ας σκανδαλίζονται οι Ιουδαίοι, ας χλευάζουν οι ειδωλολάτρες, [313C] ας φλυαρούν τις βλασφημίες τους οι αιρετικοί. Τότε θα πιστέψουν, όταν Τον δουν ν’ ανεβαίνει στον ουρανό· κι αν όχι τότε, πάντως όταν Τον δουν να έρχεται από τους ουρανούς και να κάθεται ως Κριτής.



Τα δύο ονόματα της γιορτής: Θεοφάνια και Γέννηση



3. Αυτά όμως θα γίνουν αργότερα. Σήμερα η γιορτή είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννηση -διότι λέγονται και τα δύο, καθώς υπάρχουν δύο ονομασίες για το ίδιο πράγμα. Φανερώθηκε δηλαδή ο Θεός στους ανθρώπους με τη Γέννησή Του.
Αφενός μεν ως Θεός υπήρχε, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από Αυτόν που υπήρχε πάντοτε (τον Πατέρα), πάνω από κάθε αιτία και λογική (διότι δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από τον Λόγο)'
αφετέρου δε έγινε κατόπιν άνθρωπος για χάρη μας, ώστε Αυτός που μας χάρισε το είναι, να μας χαρίσει και το ευ είναι, την ευτυχία' ή καλύτερα, εφόσον εξαιτίας της κακίας μας είχαμε χάσει την ευτυχία, να μας επαναφέρει σ' αυτήν με τη σάρκωσή Του. Έτσι η εορτή ονομάζεται Θεοφάνια, επειδή φανερώθηκε ο Θεός, και Γενέθλια, επειδή γεννιέται (ως άνθρωπος.



Μας επισκέφθηκε για να επιστρέψουμε κοντά Του



[316Α] 4. Αυτό είναι για μας η εορτή, αυτό εορτάζουμε σήμερα: την επίσκεψη του Θεού στους ανθρώπους, για να πλησιάσουμε τον Θεό, ή να επιστρέψουμε κοντά Του – διότι αυτό είναι πιο σωστό να πούμε – ώστε να αποθέσουμε τον παλαιό άνθρωπο και να ενδυθούμε τον νέο. Και όπως βρεθήκαμε υπό την εξουσία του θανάτου ως απόγονοι του Αδάμ, έτσι ας γευθούμε την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό. Κι αυτό θα γίνει με το να γεννηθούμε μαζί με τον Χριστό, με το να συσταυρωθούμε, συνταφούμε και συναναστηθούμε μαζί Του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία που οδηγεί στο καλό· και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Οὗ γὰρ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρ». Και αν η γεύση επέφερε την καταδίκη, πόσο περισσότερο μας χάρισε τη δικαίωση το Πάθος του Χριστού;




Να γιορτάζουμε πνευματικά και όχι κοσμικά



Λοιπόν ας εορτάζουμε, όχι με ξεφαντώματα αλλά θεϊκά· όχι κοσμικά αλλά υπερκόσμια· όχι [316Β] τα δικά μας, αλλά τα του δικού μας, ή μάλλον τα του Κυρίου· όχι τα της ασθενείας, αλλά τα της θεραπείας· όχι τα της δημιουργίας αλλά τα της αναδημιουργίας.
5. Κι αυτό πώς θα γίνει; Να μη στεφανώσουμε τις εξώθυρες, να μη στήσουμε χορούς, να μη στολίσουμε τους δρόμους, να μη θρέψουμε το μάτι με κοσμικά θεάματα, να μην τέρψουμε την ακοή, να μην εκθηλύνουμε την όσφρηση, να μη διαφθείρουμε τη γεύση, να μη χαριστούμε στην αφή – σ’ αυτούς τους δρόμους που εύκολα μας οδηγούν στην κακία και από τους οποίους εύκολα εισέρχεται μέσα μας η αμαρτία- να μην αποχαυνωθούμε με ένδυμα απαλό και πλούσιο (για το οποίο το καλύτερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι είναι άχρηστο) ούτε με λαμπερούς πολύτιμους λίθους, ούτε με αστραφτερά χρυσαφικά, ούτε με περίτεχνα βαψίματα που ψευτίζουν το φυσικό κάλλος, εφευρήματα που βλάπτουν την εικόνα· όχι με γλέντια και μεθύσια, που ξέρω ότι συνοδεύονται από αισχρότητες [316C] και ασέλγειες -επειδή των κακών δασκάλων είναι κακά τα μαθήματα, ή καλύτερα από κακό σπόρο κακή σοδειά.

Ας μη στήσουμε ψηλά ντιβάνια, στήνοντας τον εξοπλισμό για την ηδονή της κοιλιάς. Ας μην τιμήσουμε τα εκλεκτά κρασιά που μοσχοβολούν από τα αρώματα των λουλουδιών, τα περίτεχνα εδέσματα των μαγείρων, τα εξεζητημένα μυρωδικά.
Ας μη μας χαρίσουν η γη και η θάλασσα τον κόπρο που εμείς τιμούμε – διότι έτσι συνηθίζω να τιμώ την τρυφή. Ας μην προσπαθούμε να ξεπεράσουμε ο ένας τον άλλον στην ακρασία. Ακρασία για μένα είναι κάθε περιττό και πέρα από το αναγκαίο· κι αυτή τη στιγμή που άλλοι πεινούν και στερούνται, κι έχουν την ίδια φύση μ’ εμάς.
[316D] 6. Αλλ’ αυτά ας τ’ αφήσουμε στους ειδωλολάτρες και στις ειδωλολατρικές φαντασμαγορίες και γιορτές. Αυτοί θέλουν τους θεούς τους να χαίρονται με τις τσίκνες από τις θυσίες που τους προσφέρουν, με αποτέλεσμα να λατρεύουν το θείο με τις απολαύσεις της κοιλιάς, καθώς είναι πονηρών δαιμόνων πονηροί και δημιουργοί και ιερείς και λάτρεις. Εμείς αντίθετα, που προσκυνούμε τον Λόγο, κι αν είναι ανάγκη να έχουμε κάποια τρυφή, ας εντρυφήσουμε σε πνευματικούς λόγους, στο θείο νόμο και σε διηγήσεις, και στις άλλες αλλά και σ’ αυτές από τις οποίες προήλθε η σημερινή εορτή· ώστε η απόλαυση να αρμόζει σ’ Εκείνον που μας συγκέντρωσε σ’ αυτή τη σύναξη, και να μην είναι τελείως ξένη προς Αυτόν.
Ή μήπως θέλετε – γιατί εγώ σήμερα σας κάνω το τραπέζι – να μιλήσω γι’ αυτά σε σας τους καλούς συνδαιτυμόνες όσο πιο πλούσια και γενναιόδωρα, για να μάθετε πως μπορεί να θρέψει ο ξένος τους ντόπιους, και τους πρωτευουσιάνους ο χωριάτης, κι αυτούς που ζουν μέσα στις απολαύσεις αυτός που απέχει από αυτές, και όσους διακρίνονται για την περιουσία τους ο φτωχός και άστεγος;
Θ’ αρχίσω απ’ το εξής... αλλά κάντε μου τη χάρη και καθαρίστε και τον νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι θέλετε να δοκιμάσετε τέτοιες απολαύσεις· γιατί για τον Θεό θα μιλήσουμε, και είναι ο λόγος θεϊκός. Έτσι, θα φύγετε από εδώ έχοντας εντρυφήσει σ’ αυτά που δεν εξαντλούνται. Θα ‘ναι ο λόγος πληρέστατος και συγχρόνως συντομότατος, ώστε ούτε λόγω ελλείψεων να σας λυπήσει, ούτε να σας κουράσει με την πληθωρικότητα και την έκτασή του.



Ο άπειρος Θεός και καταληπτός και ακατάληπτος



7. Ο Θεός υπήρχε πάντοτε και υπάρχει και θα υπάρχει' 'η μάλλον υπάρχει αιωνίως -διότι το «υπήρχε» και «θα υπάρχει» είναι διαιρέσεις του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Εκείνος όμως υπάρχει αιωνίως, κι έτσι ονομάζει ο Ίδιος τον Εαυτό Του, όταν εμφανίζεται στον Μωυσή στο όρος. Διότι το είναι, η ιδιότητα της υπάρξεως, ανήκει αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου στον Θεό, η ύπαρξη χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, σαν ένα πέλαγος ουσίας άπειρο και απεριόριστο, που ξεπερνά κάθε έννοια και χρόνου και φύσεως.
Μόνο με τον νου μπορεί να σκιαγραφηθεί, κι αυτό πολύ αμυδρά και μέτρια, όχι από την ουσία Του, αλλ' από τα δημιουργήματά Του, ώστε [317C] από τη συγκέντρωση ποικίλων και διαφόρων παραστάσεων να σχηματισθεί μια κάποια εικόνα της αλήθειας, που όμως πριν την κρατήσουμε μας φεύγει, και πριν την συλλάβουμε στο νου, δραπετεύει.
Τόσο φωτίζει με το πλούσιο φως Του το ηγεμονικό μας, τον νου μας -εφόσον έχει καθαρθεί από τα πάθη- όσο η στιγμιαία εμφάνιση της αστραπής. Κι αυτό συμβαίνει κατά τη γνώμη μου, ώστε στο μέτρο που μπορούμε να καταλάβουμε τον Θεό να μας ελκύει προς τον εαυτό Του (διότι το τελείως ακατάληπτο δεν ελπίζουμε να το καταλάβουμε, και γι' αυτό δεν προσπαθούμε κιόλας), ενώ στο μέτρο που δεν Τον καταλαβαίνουμε προκαλεί τον θαυμασμό μας'
ο θαυμασμός αυξάνει τον πόθο' εφόσον Τον ποθούμε, μας καθαρίζει' καθαρίζοντάς μας μας απεργάζεται θεόμορφους' κι όταν γίνουμε τέτοιοι, επικοινωνεί πλέον μαζί μας με τέτοια οικειότητα όπως κάποιος με τα πολύ δικά του πρόσωπα -θα πω κάτι πολύ τολμηρό- ο Θεός ενώνεται με θεούς, οι οποίοι συνεχώς Τον γνωρίζουν, και τόσο ίσως όσο ήδη γνωρίζει αυτούς που γνωρίζει. Άπειρο λοιπόν το θείο και δύσκολο να το εννοήσει κανείς' και το μόνο που μπορεί να καταλάβει κανείς τελείως για τον Θεό [317D] είναι το εξής: το ότι είναι άπειρος.
Βέβαια είναι ενδεχόμενο κάποιος να θεωρεί ότι εφόσον ο Θεός έχει απλή φύση, θα είναι ή όλος ακατάληπτος ή τελείως καταληπτός. Για να δώσουμε απάντηση ας εξετάσουμε τί σημαίνει ότι κάποιος έχει απλή φύση. Η απλότητα δεν είναι η φύση του, [320A] όπως ούτε στα σύνθετα όντα είναι φύση μόνο το ότι είναι σύνθετα.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του θεολόγου - Φιλολόγου Αθανασίου Α. Φραγκοπούλου
«Πατερικές Ομιλίες Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού»,
έκδοση δεύτερη, Βιβλιοπωλείο ο «Σωτήρ», Αθήνα 2013, σελ. 17-24.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ: «ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ» ΜΑΪΟΣ 1891 (ΜΕΡΟΝ ΠΡΩΤΟΝ)






Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη. Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 7-12.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗ



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:



«ΤΑ ΒΑΚΟΥΦΙΚΑ»



(1921)



Η θειά-Ζωίτσα ήτο γραία πλέον, έως εξήκοντα ετών. Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.
- Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν. Ιδίως άλλαι τινές «χονδροκοπής» γυναίκες, αι οποίαι μετ' αγωνίας και μόχθου, πνευστιώσαι, βήμα προς βήμα ανήρχοντο τους πρόποδας του ανωφερούς βουνού, εν ώ η ευσταλής γραία ήτο πλέον εις την κορυφήν με τους γυμνούς ποδίσκους της, φέρουσα εμπεπηγμένας εις την ζώνην της τας δύο εφθαρμένας εμβάδας -τα κατσάρια της- και κρατούσα βαρύ κοφίνιον με δύο μεγάλας προσφοράς διά τον άγιον, μίαν ιδικήν της και άλλην της γειτονίσσης της, Κρατερίτσας της πιασμένης.
Ότε δε αι άλλαι εκείναι χονδροκαμωμέναι, πλέουσαι μέσα εις τον ιδρώτα και κοντανασαίνουσαι, έστρεφαν προς τ' άνω την κεφαλήν, και δεν έβλεπαν πλέον την θεια-Ζωίτσα, εισελθούσαν ήδη εις το πυκνόν δάσος του οροπεδίου, εν ώ η Εκκλησία του αγίου, δεν ηδύναντο να κρύψωσι τον φθόνον των κ' έλεγαν περιφρονητικώς: -Αμ' η κακομοίρα η γρήτσα! δεν εχ' κρηάς! Ούλου κοκκαλάκια είνε!
Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής. Και τούτο εκίνει τον φθόνον των άλλων γραιών, αίτινες εις την γωνίαν της εκκλησίας κρίνουσαι περί πάντων ορατών και αοράτων, γνωστών και αγνώστων, δεν άφιναν και τούτο απαρατήρητον κ' έλεγαν προστατευτικώς τάχα: -Δεν κυττάζ' τες θυγατέρες της που είναι για παντρειά, μόνον μ' θέλει καινούργια μανδήλα!
Και δεν ήτο καινουργής της πτωχής! Αλλ' ακούραστος και τετραπέρατος γραία, συχνά την έβαφε μόνη της και ανεξόδως, κατασκευάζουσα το χρώμα από της γης τας βοτάνας, ων εγνώριζεν ως έμπειρος ιατρός την ιδιότητα και φύσιν. Αλλ' ούτω συμβαίνει εις αυτόν τον παληόκοσμον. Ο ράθυμος φθονεί πάντοτε τον φιλόπονον, κ' ευρίσκει πάντοτε τρόπον να εμπαίξη και υποβιβάση η οκνηρία τα έργα της φιλοπονίας. Διά την θεια-Ζωίτσα όμως ο φθόνος είχε τούτο το ίδιον, ότι εξεφράζετο επιμονώτερον και αποτομώτερον, και δι' αυτά τα ανάξια λόγου αντικείμενα.
Διά τούτο πολλάκις έλεγεν η κακομοίρα με βαθύ παράπονον. -Το αίμα μας τώχει! Τώρα τον Μάϊον, την έβλεπον να κουβαλή εις την πτωχικήν της οικίαν τα ωραία εκείνα λευκά και μεγάλα σκόροδα, εις μακρούς ορμαθούς, τα οποία μόνη της εκαλλιέργει, την εζήλευον. Την έβλεπον να φέρη με τα κοφίνια εκείνα τα σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερά και μεγάλα, ευωδιάζοντα άνοιξιν, και τες εύμορφες στρογγυλές και βυσσινοβαμμένες αγγινάρες, την εζήλευον. Την έβλεπον να φορτώνεται αβασταγιές το πρωί με την δρόσον τα τρυφερά μάραθα και τα δροσόπλαστα κρεμμυδάκια και το ευώδες ηδύοσμον, που ευωδίαζεν ο δρόμος όταν περνούσε με το πεταχτόν εκείνο βάδισμά της, την εζήλευον. Και άφινον οπίσω της ένα πάντοτε εμπαιγμόν:
-Τώρα και αυτή η περιβολάρισσα! Όμως εκείναι αι κακολογούσαι έτρωγον την μεσημβρίαν ξηρό ψωμί, η δε περιβολάρισσα θειά-Ζωίτσα είχε μαγείρευμα ευώδες να φάγη αυτή μετά των δύο θυγατέρων της και να μοιράση εις τους συγγενείς και γνωρίμους της. Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: -Τωχ' το αίμα μας πλειο!
Είχεν η θεια-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά. Πώς να τας αποκαταστήση γυνή αυτή και χήρα; Διά τούτο πολλάκις όταν εσκάλιζε τα κουκκιά υπό τον καυστικόν του μαρτίου ήλιον -τας θυγατέρας της δεν τας άφινε να εξέλθουν τον μάρτιον, μη τας μαυρίση ο ήλιος- κάτι εψιθύριζε μέσα εις τα δόντια της, κάτι έλεγεν, αλλά ποίος να το ακούση; Παράπονον ήτο; συγγνώμη ήτο; Ίσως συγγνώμη. Διότι ήτο ευλαβής γυνή. Θυγάτηρ ιερέως η γραία, ανατραφείσα δι' ιερών προσφορών και κολλύβων, εντός πλούτου ευχών και θυμιαμάτων, και είχεν ευγενή και συγχωρούσαν καρδίαν.

Πολλάκις έχουν και αυτά την επιρροήν των. Και πόσον εκακοπάθησεν έως ου τας αναθρέψη! Τα παρέλαβεν ως χήρα νήπια σχεδόν, την μίαν οκταετή παιδίσκην και την άλλην πενταετή. Και ήδη η μεν ήγε το εικοστόν όγδοον της ηλικίας της η δε το εικοστόν πέμπτον. Αλλ' έως ου δυνηθώσι και αυταί να εργάζονται, ειργάζετο μόνη η γραία. Ήτο τεσσαράκοντα ετών τότε. Εξενοδούλευε και εξενόπλυνε και εξενόφαινεν η πτωχή. Αλλ' ήτο ευχαριστημένη, διότι οι κόποι της δεν εγίνοντο ματαίως. Και αι δύο ως προς μεν την γνώμην ήσαν όμοιαι προς αυτήν, αγαθαί, φιλεργοί και φιλόπονοι.
-Πώς υποφέρουν μερικές με σταυρωμένα τα χέρια; έλεγαν πολλάκις ενώ ειργάζοντο. Διότι και αυταί εξενόπλεκον, εξενόρραπτον, εξενόφαινον, εξενοδούλευον. Τα καλτσάκια εκείνα τα κομψά, τα οποία εφόρουν τα εύμορφα παιδάκια της ωραίας καπετάνισσας, και τα κομψά φορεματάκια, ήσαν έργα της πρώτης, της Δεσποινιώς· τα ωραία πάλιν χρυσά κεντήματα τα νυμφικά, άτινα εθαυμάσθησαν κατά τους τελευταίους γάμους, αι χειρίδες με τα ανθοφόρα κλαδία, αι λεπτόταται χρυσαί στίξεις του ποδογύρου και η πολύτιμος σκούφια με την μεγάλην ανθοφόρον γλάστραν εν τη κορυφή ήσαν όλα κομψοτεχνήματα της Σοφούλας, της μικροτέρας.
Και αι δύο ήταν επιτήδειαι και ευφυείς. Πλην η μεν επετύγχανε περισσότερον εις τα εκ βάμβακος πλεκτά, η δε εις τα εκ χρυσού. Αλλά ποία πενθερά δεν εθαύμασε τα υφαντά της Δεσποινιώς; Τα βαρέα κυλίμια με τα χρωματιστά τετραγωνίδια και τους ρόμβους και τας ζώνας ποικίλων εν αρμονία χρωμάτων; τα τραπεζομάνδηλα τα μεταξωτά, θαύμα της υφαντικής υπερφυέστατον και τας μεγάλας εκείνας προσκεφαλάδας με τας ερυθράς και λευκάς ζώνας;
Αλλά και τούτο εκίνει τον φθόνον. -Έχει βιβλία! έλεγον περιφρονητικώς. Τωόντι η θεια-Ζωίτσα, η προοδευτική και πολιτισμένη Παπαδοπούλα, εφρόντισε να εισαγάγη τας θυγατέρας της, πρώτας-πρώτας, κατά την σύστασιν του σχολείου των θηλέων εν τη νήσω, προκαλέσασα την περιφρόνησιν πολλών, διότι εθεωρήθη ως νεωτερισμός επικίνδυνος τάχα.
Αλλά ιδού τώρα πόσον ωφέλιμος επεφάνη ο νεωτερισμός εκείνος. Διότι εν τω σχολείω ωξύνθη ο νους των κορασίδων, ανεπτύχθη το ενυπάρχον εν τη απαλή καρδία τάλαντον και έλαβον τα πρώτα τεχνικά μαθήματα επί των διαφόρων κεντημάτων και πλεκτών χειροτεχνημάτων.
Και ετέθησαν λοιπόν και τότε αι κακαί γλώσσαι εις κίνησιν, όταν έβλεπον τας δύο ορφανάς παιδίσκας να διέρχωνται την αγοράν και κρατούμεναι εκ της χειρός να μεταβαίνωσιν εις το σχολείον με τας μαύρας μανδήλας των και τα μαύρα φουστανάκια των, με πρόσωπα κατακίτρινα εκ του πένθους της ορφανίας. Και έλεγον: -Τώρα και η θεια-Ζωίτσα, η ψωροπερίφανη! Γράμματα μ' θέλει!
Ως προς την εξωτερικήν όμως μορφήν δεν ωμοίαζον διόλου προς την μητέρα. Ήσαν ωραίαι και περικαλλείς αμφότεραι εν σώματι αναλόγω μ' εύπλαστα κ' εύγραμμα τα μέλη, με μαύρους περιπαθείς οφθαλμούς και μαύρην κόμην γυαλιστερήν ως κόρακος πτερά, καταπίπτουσαν επί των νώτων υπό την μαβιάν μανδήλαν εις δύο παχείς οφιοειδώς πεπλεγμένους πλοκάμους.
Διά της πολυτίμου και περιζήτητου εργασίας των δύο αδελφών επορίζετο η γραία από ετών ήδη τα του οίκου χρειώδη, επερίσσευον δε και ποσά τινα ευτελή, δι' ων αι δύο κόραι εφιλοτέχνουν την προίκα των, τα ασπρόρρουχα και τα επιστρώματα και τα λοιπά πολυτελή στολίδια, κεντώσαι ταύτα μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Πλην φευ! Όλα αυτά τα χρυσά και σπάνια προτερήματα ήσαν άγνωστα εις τους γαμβρούς του χωρίου, οίτινες έν μόνον εγνώριζον ότι η θεια Ζωίτσα δεν έχει «μέτρημα!»
Ο σημερινός υλιστικός βίος επέδρασε πανταχού, εισπνεύσας και εις αυτήν την διαυγεστέραν ατμοσφαίραν του χωρίου κ' εξηχρείωσε και εξηυτέλισε τα πάντα. Κάλλος, ευφυία, φιλοπονία, καλοκαγαθία, όλα εξαφανίζονται ενώπιον του αχρείου μετρήματος. -Να είχα το ελάχιστον δέκα ρίζες εληές! έλεγε πολλάκις η γραία. Ο μακαρίτης ο άνδρας της, ο Μπάρμπα Δήμας, κτηματίας φιλόπονος, απέθανε κατάχρεως, πνιγμένος έως εις τον λαιμόν μέσα εις τα χρέη. Περιφρονήσας τας αγίας συμβουλάς του αγαθού πνευματικού του, και τας προτροπάς της συζύγου του ηγόρασε μοναστηριακά ότε επωλούντο κατά τμήματα, διαλυθέντων των μοναστηρίων, και δεν είδε προκοπήν έκτοτε· τουλάχιστον η θεια Ζωίτσα εις τούτο το συμβεβηκός απέδιδε την κατά πόδας καταδιώκουσαν αυτούς έκτοτε σκληράν ειμαρμένην.
-Δεν του τώλεγα! Δεν του τώλεγα! επανελάμβανε πολλάκις η αγαθή γραία ενώπιον του πνευματικού, όταν επήγαινε να εξομολογηθή εις τον «Παπά- Ερημίτη», ούτως αποκαλούσα κατά παραφθοράν εύκολον τον ενάρετον πνευματικόν της νήσου Παπά-Ιερεμίαν, ασκητεύοντα εις την δροσερωτέραν της νήσου εξοχήν.


(Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι)



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Συνεχόμενες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη:
Μετά Προλόγου Β. Γαβριηλίδου
«Διηγήματα: Τα βακούφικα, Με τα πανιά, Νεράϊδες, Ορφανούλα, Ο πτωχός και η μοίρα του»
εκδόσεις «Ιωάννη Ν. Σιδέρη», Αθήνα 1921, σελ. 7-12.


Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ - Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ, ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ 1714 - 1779 (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)




Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του ιερομονάχου Κωνσταντίνου Β. Τριανταφύλλου:
«Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός - Η Βακτηρία των Σκλάβων, το Καύχημα των Αιτωλών»
εκδόσεις  «Μικρά Ζύμη», Ιούνιος 2003, σελ. 13-25.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»



«Ωδαίς ευφημήσωμεν…» δηλαδή, άσματα και ύμνους εγκωμιαστικούς θα μεταχειριστούμε για τον ένδοξο μεταξύ των χορών των Μαρτύρων· διότι έτσι αρμόζει στους θυσιάζοντας την ζωή τους για τον Χριστό, αλλά και στους ασκητάς, όπως είναι ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ο αείμνηστος, ο άξιος να εξυμνήται.
Σήμερα συγκεντρωθήκαμε στην αξιοσέβαστη μνήμη του, διότι μοιράζει θεραπείες σ' αυτούς που πλησιάζουν με πίστι (και ευλάβεια), επειδή έχει θάρρος προς τον Χριστό, αφού είναι Ισαπόστολος. Μ' αυτά τα εγκωμιαστικά λόγια εξυμνεί ο υμνογράφος Σάπφειρος Χριστοδουλίδης τον διδάσκαλό του, τον εν Αγίοις ιερομάρτυρα και ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό, του οποίου ο βίος και η πολιτεία του συνεπαίρει κάθε ορθόδοξο χριστιανό.
Ο βίος και η πολιτεία του αφ' ενός, αλλά και αφ' ετέρου, επειδή είμαι ένας ελάχιστος και ταπεινός συντοπίτης του, με ώθησαν να ασχοληθώ μ' Αυτόν τον μέγα εθναπόστολο του Ελληνορθοδόξου έθνους μας. Τον μικρόν στο ανάστημα, αλλά μεγάλο στο πνευματικό παράστημα, τον γέροντα στην ηλικία, αλλά γερό στύλο της Ορθοδοξίας, τον εκ μικρού χωρίου καταγόμενον, αλλά νυν εις μεγάλον τόπον, δηλαδή, εν Παραδείσω ευρισκόμενον, «τον μέγα εν ταίς πράξεσι και πολύς εν», τον εξ Αιτωλίας ωρμόμενον, εν Αγίω Όρει εγκαταβιώσαντα, την σκλαβωμένη Ρωμιοσύνη περιοδεύσαντα, τον Χριστόν κηρύξαντα, τον «το ποθούμενον» προφητεύσαντα, τον ιερούς Ναούς και σχολεία ανοικοδομήσαντα, τον επιστολάς αποστείλαντα, τον αμαρτωλούς συγχωρήσαντα, τον θαύματα ποιήσαντα, τον πάντας διδάξαντα, τον πεπλανημένους και αλλαξοπιστήσαντας επισυνάξαντα.
Τον εν Βορείω Ηπείρω μαρτυρήσαντα και επωνομασθέντα υπό της ορθοδόξου Εκκλησίας μας Ιερομάρτυρα, Ισαπόστολο και Εθναπόστολο. Στο ανά χείρας βιβλίο είναι καταγεγραμμένες οι τρεις περιοδείες του, οι οχτώ διδαχές του, οι δώδεκα επιστολές του και διακόσιες εξήκοντα πέντε (συν δώδεκα, όρα σελίς 266) προφητείες του. Ακόμη δε, μνημονεύουμε το Μαρτυρολόγιό του, την υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου πράξι περί της εις Άγιον ανακήρυξί του και τα περί της ευρέσεως των ιερών Λειψάνων του, έτι δε την ασματική Ακολουθία του εσπερινού και όρθρου, τον παρακλητικό κανόνα, τους χαιρετισμούς και τροπάρια επί τη μετακομιδή εξ Αλβανίας εις Θέρμον τμήματος τιμίου λειψάνουτου Αγίου.
Επί πλέον, αφ' ενός δημοσιεύουμε για πρώτη φορά την ιστορία της ιεράς Μονής του αγίου Κοσμά τόσον στον τόπον του Μαρτυρίου του όσον και στον τόπον καταγωγής του, και αφ' ετέρου παραθέτουμε τους πόνους του Αγίου μας, διότι δυστυχώς από τις πράξεις μας ο πατροΚοσμάς πονά και έχει παράπονα. (Απόσπασμα εκ του προλόγου του βιβλίου).



Ι.Κ.Τ.





O AΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ



Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ



ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ





«Αιτωλίας τον γόνον και Ελλάδος το καύχημα» ψάλλει η Εκκλησία μας, εξυμνώντας μέσω αυτού του τροπαρίου τον εν αγίοις Πατέρα ημών τον ιερομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλόν, τον επωνομαζόμενον Ισαπόστολο. Όχι μόνον Ισαπόστολος επωνομάζεται ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αλλά είναι ένας εκ των ολίγων Αγίων που η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία μας αφ’ ενός μεν τον εξύμνησε με αρκετά απολυτίκια (όρα σελ. 357-361), αφ’ ετέρου δε του έδωσε πολλούς τίτλους και επωνυμίες όπως: Νεομάρτυς, ιερομάρτυς, οσιο-ιερομάρτυς, εθνο-ιερομάρτυς, ιεραπόστολος, εθναπόστολος, διδαχαπόστολος χρισταπόστολος, προφηταπόστολος και εθνομάρτυς.
Ακόμη δε, μεγάλες προσωπικότητες της συγχρόνου Εκκλησίας μας τον ονομάζουν άλλοι μέγα διδάχο, άλλοι αγιορείτη και φιλοθεϊτη, άλλοι ασκητή και φωτιστή του γένους μας, άλλοι Άγιο των σκλάβων, άλλοι πολιούχο των βαλκανίων και άλλοι – η μάλλον όλοι – πατρο-Κοσμά. Ως πατρο-Κοσμάς είναι γνωστός στον απλοικό άνθρωπο, στον απλοικό πιστό, στον ταπεινό χριστιανό· ως πατρο-Κοσμάς είναι γνωστός όχι μόνο στην Αιτωλία και σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και έξω από τα σύνορα της πατρίδος μας.
Έχουμε την γνώμη ότι ο άγιος Κοσμάς είναι πολιούχος όλης της Ορθοδοξίας, είναι για όλους τους Ορθοδόξους ο δικός μας Άγιος. Η μόνη διαφορά της σχέσεως του Αγίου με τους κατά τόπους πιστούς είναι ότι για όλους είναι ο δικός μας Άγιος, ο βοηθός, ο καθοδηγητής, ενώ ειδικά για μας τους Αιτωλούς είναι ο συντοπίτης Άγιός μας.
Ο ιερομάρτυς Κοσμάς, γεννήθηκε το 1714 στο χωριό Μέγα Δένδρον της Αιτωλίας, εξ ου και επωνομάσθη - επωνομάζεται Αιτωλός. Το Μέγα Δένδρον και συγκεκριμένα το σπίτι, όπου εγεννήθη και μεγάλωσε ο πατρο-Κοσμάς, του οποίου υπάρχουν μέχρι σήμερα τα χαλάσματα διαστάσεων 5x6 μέτρων και ύψους 0,50 έως 0,70 εκατοστών του μέτρου και ο περιβάλλων χώρος, απέχει από την πλατεία της κωμοπόλεως του Θέρμου Τριχωνίας Αιτωλοακαρνανίας 3 χιλιόμετρα.
Η γραφική κωμόπολις του Θέρμου, μαζί με τα τρία παραδοσιακά και γραφικά χωριά, Μέγα Δένδρον, Μάνδρα και Ταξιάρχης, συναποτελούσαν μέχρι το 1986 την ιστορική κοινότητα, τον μετέπειτα εύμορφον Δήμο Θέρμου. Το 1998 ο Δήμος Θέρμου διηυρύνθη· συμπεριέλαβε σχεδόν όλα τα χωριά της ορεινής Τριχωνίδος – της αρχιερατικής περιφερείας Παμφίας.
Γεννήθηκε λοιπόν, ο Άγιός μας, στο Μέγα Δένδρο της επαρχίας Αποκούρου. «Η πατρίδα μου, έλεγε ο ίδιος, η ψεύτικη, η γήινη και ματαία, είναι από του αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρο» (όρα Διδαχή Α΄ σελίς 81). (Τότε η ορεινή - ανατολική περιοχή της επαρχίας Τριχωνίδος ελέγετο Απόκουρο και υπαγόταν διοικητικώς μεν, στην Ναύπακτο, εκκλησιαστικώς δε, στην ενιαία Μητρόπολι Ναυπάκτου και Άρτης). Tο κοσμικό του όνομα ήτο Κώνστας, δηλαδή, Κωνσταντίνος. Είχε ακόμη ένα μεγαλύτερο αδελφό, τον ιερομόναχο Χρύσανθο που διετέλεσε Σχολάρχης στην Νάξο.
Ο μεν πατέρας του ελέγετο Δημήτριος και εξασκούσε το επάγγελμα του ανυφαντή, ο δε πατέρας της μητέρας του, καταγόταν από την Σκόδρα της Αλβανίας και ήτο μυλωνάς. Από το όνομα και το επάγγελμα του πατρός συνήθιζαν τότε να ονομάζεται όλη η οικογένεια. Τοιουτοτρόπως ο πατρο-Κοσμάς ήτο ο Κώνστας Δημητρίου η Ανυφαντής. Η οικογένεια Δημητρίου, δηλαδή, οι γονείς του –ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί – καταγόταν από τα Γραμμενοχώρια της Ηπείρου. Λόγω των τουρκικών πιέσεων οι γονείς του αυτοεξορίσθησαν κατ' αρχάς στην Σκουληκαριάν της Άρτης και το 1700 μετώκησαν στο Απόκουρο. Στο Μέγα Δένδρο τότε, είχαν την έδρα τους οι τουρκικές τοπικές αρχές και για τον «φόβον των ιουδαίων» εγκατεστάθησαν στο γειτονικό χωριό Ταξιάρχης, όπου εγεννήθη ο Χρύσανθος. Λίγο αργότερα, όταν έγιναν γνωστοί από την υφαντική τους τέχνη, μετεκόμισαν στο Μέγα Δένδρο, το οποίο είχε τότε περί τις τετρακόσιες οικογένειες.
Εδώ, δηλαδή, στο Μέγα Δένδρον, εγεννήθη και ηνδρώθη ο δεύτερος υιός της οικογενείας, ο μετέπειτα ελευθερωτής των σκλάβων. Αυτό είναι γνωστό «τοις πάσι» και είναι αποδεκτό απ’ όλους τους κατοίκους της Αιτωλίας. Όμως, επειδή κατά καιρούς λέγονται και γράφονται διάφορα ανήκουστα και ανιστόρητα γεγονότα, ότι ο πατρο-Κοσμάς δεν εγεννήθη στο Μέγα Δένδρο αλλά στο διπλανό χωριό Ταξιάρχη, θα καταθέσωμεν σ’ αυτό το σημείο δύο μαρτυρίες γνωστών ατόμων εν ζωή της περιοχής Θέρμου Αιτωλίας.
Η πρώτη μαρτυρία του αξιοτίμου Βασιλείου Μπέσσα, πολιτικού μηχανικού, κατοίκου Αγίας Σοφίας Θέρμου έχει ως εξής: Η οικογένειά μου – μας εξομολογήθηκε ταπεινά ο κ. Βασίλειος Μπέσσας– είναι μία από τις πιο παλαιές οικογένειες της περιοχής μας, και καταγόμαστε από τα Ιωάννινα... Μετά την αποτυχημένη επανάστασι του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου φιλοσόφου (11-9-1612) του επωνομαζομένου «Σκυλοσόφου» τρία αδέλφια (πρόγονοί μου) έφυγαν από τα Ιωάννινα και ήλθαν στην δυτική Ρούμελη, δηλαδή, στα μέρη μας. Ο ένας αδελφός εγκαταστάθη στο Βραχώρι (Αγρίνιο), ο έτερος στις Φυτείες Ξηρομέρου, και ο τρίτος στην Μόκιστα (Αγία Σοφία) Αιτωλίας. Ο εν τη Αγία Σοφία εγκατασταθείς Μπέσσας και οι απόγονοί του ησχολήθησαν με την κτηνοτροφία και είχαν χειμερινά καταλύματα στην θέσι Καλτίμια – στο σημείο που έχει σήμερα μανδρί ο Χρήστος Ντελόπουλος.

Κατά παράδοσι της οικογενείας μου, τον πατρο-Κοσμά, οι πρόγονοί μου, τον αποκαλούσαν ΜεγαλοΔενδρίτη, διότι τον γνώριζαν, αφού εκεί στα Καλτίμια, τα οποία απέχουν από το Μέγα Δένδρον 3-4 χιλιόμετρα, αρκετές φορές τους επισκέφθηκε, για να προμηθευθή γάλα, όταν ήτο μικρός, και για να τους πη «λόγον αγαθόν» όταν αργότερα ως ιερομόναχος περιόδευε την Αιτωλία.
Η δευτέρα μαρτυρία των μακαριστών πια αδελφών Σπυριδούλας και Θεοδώρας Παπαβασιλείου (ανεπαύθησαν το 2010 και 2011 αντίστοιχα), κατοίκων Θέρμου Αιτωλίας είναι η εξής: Εμείς – με πολύ αγάπη μας κατέθεσαν– καταγόμαστε από τον Ταξιάρχην. Ο παππούς μας μετά την αποτίναξι του τουρκικού ζυγού, μετοίκησε από τον Ταξιάρχη στο Θέρμο, όπου έκτισε κοντά στην πηγή (όπως όλοι γνωρίζουμε) το καφενείο που είχε ο αδελφός μας ο Αθανάσιος. Απ’ αυτό το καφενείο έχουμε την κτητορική επιγραφή με ημερομηνία 1842. Ο πέμπτος πρόγονός μας κατ’ ευθείαν γραμμή εξ αίματος, ο πατήρ Βασίλειος Παπαβασιλείου ήταν εφημέριος στον Ταξιάρχη.
Ο αείμνηστος παπα-Βασίλης και η μακαρίτισσα πρεσβυτέρα του Βαρβάρα, κατά τους υπολογισμούς μας έζησαν τον 18ον αιώνα· ίσως γεννήθηκαν στο μέσον του 18ου αιώνος, δηλαδή, το 1750 περίπου. Άρα γνώριζαν τον πατρο-Κοσμά, τους γονείς του και τον αδελφό του Χρύσανθο. Ποτέ λοιπόν, δεν ηκούσαμε τόσον από τους γονείς μας, όσον και από τους παππούδες και γιαγιάδες μας να μνημονεύουν τούτο, δηλαδή, ότι ο πατρο-Κοσμάς εγεννήθη στον Ταξιάρχην· τουναντίον αποδεχόταν το Μέγα Δένδρον ως τόπο γεννήσεως του Αγίου μας.
Ακόμη, την ίδια άποψι έχουν και όλα τα κοντινά και μακρυνά εξαδέλφια μας της οικογενείας Παπαδογιάννη. Μόνο ένας συγγενής μας –εξάδελφός μας 6ου βαθμού εξ αίματος εκ πλαγίου– διέδιδε και ισχυριζόταν ότι ο πατρο-Κοσμάς εγεννήθη στον Ταξιάρχη. Τούτο όμως έπραττε για να διαφημίζη το χωριό μας τον Ταξιάρχη, διότι ήθελε να καυχιέται για την καταγωγή του… Ο Θεός να τον αναπαύη! Επομένως η άποψις ότι τον πατρο-Κοσμά τον διεκδικούν δύο χωριά, δηλαδή, το Μέγα Δένδρο και ο Ταξιάρχης δεν ευσταθεί. Είναι λοιπόν αποδεκτό απ’ όλους τους Αιτωλούς και φυσικά απ’ όλους τους Ταξιαρχιώτες ότι ο πατρο-Κοσμάς εγεννήθη και ηνδρώθη στο Μέγα Δένδρο.
Τούτο μας το μαρτυρούν και το επιβεβαιώνουν τα ερείπια της πατρικής του οικίας, τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα στο Μέγα Δένδρο, άτινα είναι προσκυνηματικός τόπος για όλο το ευσεβές πλήρωμα της ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ακόμη η άποψις ότι η οικογένεια του πατρο-Κοσμά έχει σχέσι με το χωριό Εσωχώριο Ευρυτανίας, από την λέξι «Εσωχωρίτης» που γράφει ο αδελφός του Αγίου, ο Χρύσανθος, δεν βρίσκει υποστηρικτές. (Γράφει ο Χρύσανθος στην διαθήκη του: Ο εν Ιερομονάχοις ελάχιστος διδάσκαλος Ναξίας Χρύσανθος, Εσωχωρίτης εκ της επαρχίας Ναυπάκτου και Άρτης του καλουμένου Απόκουρο εκ χωρίου Ταξιάρχης). Αν δεχθούμε ότι το «Εσωχωρίτης» σημαίνει-υποδηλώνει εκείνον που κατάγεται από το χωριό Εσωχώριο Ευρυτανίας, τότε γιατί στην ίδια πρότασι της διαθήκης του ο Χρύσανθος μνημονεύει το χωριό Ταξιάρχης;
Επομένως εδώ το «Εσωχωρίτης» σημαίνει τον καταγόμενον από μία περιοχή, εν προκειμένω το Απόκουρο, που βρίσκεται στην εσωχώρα - ενδοχώρα. Επί πλέον το «Εσωχωρίτης» δεν έχει σχέσι με την πλατεία του Μεγάλου Δένδρου, η οποία μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος ελέγετο «Μεσοχώρι», αφού ο Χρύσανθος ως άνθρωπος μορφωμένος –ήτο διδάσκαλος– δεν θα έκαμνε αυτό το σφάλμα, δηλαδή, μέσα σε μία πρότασι να δήλωνε ότι κατάγεται εκ δύο χωριών, το Μέγα Δένδρο και τον Ταξιάρχη. Και αν καταγόταν από το Μέγα Δένδρο, δεν θα δήλωνε ως τόπο καταγωγής του ένα σημείο, μία γειτονιά και εν προκειμένω την πλατεία του χωριού.
Επομένως ο μεν Χρύσανθος εγεννήθη στον Ταξιάρχη ο δε πατροΚοσμάς ως νεώτερος αδελφός στο Μέγα Δένδρο, διότι όπως προαναφέραμε, η οικογένειά τους, όταν ήλθε στο Απόκουρο εγκαταστάθη στον Ταξιάρχην και κατόπιν μετώκησε στο Μέγα Δένδρο. Από εδώ λοιπόν, δηλαδή, από το Μέγα Δένδρον όπου ζούσε και μεγάλωνε, με την άδεια των γονέων του επισκεπτόταν στα εφηβικά του χρόνια τα μοναστήρια της περιοχής, απ' όπου αντλούσε δύναμι για το μεγάλο δρόμο της ζωής του, που σχεδίαζε να ξεκινήση. Και φυσικά δεν άργησε. Όταν έγινε 20 ετών περίπου εγκατέλειψε τον αργαλειό και την υφαντική τέχνη και πήγε στην Σιγδίτσα της Παρνασσίδος, όπου υπήρχε σχολείον και κατόπιν στην Σχολήν της ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής της Γούβας στα Βραγγιανά των Αγράφων, η οποία ήτο έργο και κόποι του συμπατριώτη του αγίου Ευγενίου (Γιαννούλη) του προ καιρού αποθανόντος, όπου εμαθήτευσε στα εκεί υπάρχοντα σχολεία, (για οκτώ χρόνια, κατά τον νυν εφημέριο των Βραγγιανών πατέρα Παναγιώτη Τσιώλη) κοντά στους διδασκάλους ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λίτσικα και ιεροδιάκονο Ανανία, τον καλούμενον Δερβισιάνο αντίστοιχα.
Αφού έμαθε γραφή και ανάγνωσι, έγινε στην συνέχεια δάσκαλος στο σχολείο της Λομποτινάς Κραββάρων (σημερινή Ανω Χώρα) της Ναυπακτίας, κατόπιν στον Ταξιάρχην και μετά στο Μέγα Δένδρο. Όταν έγινε 29 ετών, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετέβη στο Άγιον Όρος. Μετέβη να συνεχίση τις σπουδές του, μαζί με αρκετούς συμπατριώτες του στο μεγάλην φήμην έχον Σχολείον της ιεράς Μονής Βατοπαιδίου της γνωστής Αθωνιάδος, η οποία ιδρύθη τον Δεκέμβριο του 1749 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε΄, ως «Βατοπεδινή Σχολή» και μετωνομάσθη το 1753 «Αθωνιάς Ακαδημία».
Εκεί εξωπλίσθη άριστα, θεολογικώς, φιλοσοφικώς, και φιλολογικώς από τους μεγάλους διδασκάλους του Γένους. Από τον Παναγιώτη Παλαμά εδιδάχθη την Φιλολογίαν, από τον εκ Ζακύνθου πολυμαθή σχολάρχην Ευγένιον Βούλγαριν, όστις είχε σπουδάσει στην Ιταλίαν την Φυσικήν και Φιλοσοφίαν, τις Φυσικές Επιστήμες, και από τον εκ Μετσόβου Νικόλαον Τζαρτζούλιον, όστις εσχολάρχησε εκεί μετά τον Βούλγαριν, την Φιλοσοφίαν - Λογικήν. Ακόμη δάσκαλός του υπήρξε και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του ιερομονάχου Κωνσταντίνου Β. Τριανταφύλλου:
«Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός - Η Βακτηρία των Σκλάβων, το Καύχημα των Αιτωλών»
εκδόσεις «Μικρά Ζύμη», Ιούνιος 2003, σελ. 13-25.


ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΜΕΡΟΣ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:



«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 134-138.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Ο Ερυθρός ποταμός είχε παγώσει. Κάθε πρωί τον περνούσαμε, πηγαίναμε στην αντικρυνή όχθη, κόβαμε ξύλα και ζαλωνόμαστε σα μουλάρια. Τούτη την εποχή πάθαμε άλλη συφορά∙ πέφτανε τα δόντια μας όπως τα φύλλα το φθινόπωρο. Καλά που βρέθηκε κάποιος γιατρός κ' έδωκε διαταγή να ξεκουραστούμε και να μας αφήσουνε να μαζεύουμε και να τρώμε χόρτα, έστω και δίχως λάδι.
Κάναμε και κάτι πλύσες με ξύδι και το κακό σταμάτησε. Όλοι μας είχαμε καταντήσει αερικά∙ μόνο τα κόκκαλα ξεχωρίζανε μέσα απ' το πετσί μας. Όποιος μας αντίκρυζε καθώς δουλεύαμε, διπλωμένοι στα δυο, τρόμαζε∙ δε θυμίζαμε άνθρωπο. Ο στρατός είχε μεγάλη ανάγκη από καλάθια, γιατί με τον πόλεμο, τα τσουβάλια είχανε κανταντήσει δυσεύρετα και δεν είχανε με τι να κουβαλούνε τα τρόφιμα.
Ήρθε λοιπόν ένας γιούζμπασης, μια μέρα και ρώτησε ποιος από μας ξέρει να πλέκει καλάθια. Βγήκανε καμιά δεκαριά και γω από κοντά. Μας δώσανε να φτιάξουμε απόνα δείγμα ο καθένας για να βεβαιωθούνε πως δε λέγαμε ψέματα. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πόσα μπορεί να καταφέρει ο άνθρωπος άμα αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή. Ο κυρ Λευτέρης ήταν ο μόνος ανάμεσα στους δέκα που ήταν καλαθάς. Κάθησε λοιπόν και μας έδειξε το κολάι. Ο πόθος μας για λίγη λευτεριά ήτανε τόσος, που αρπούσαμε μέσα σε ώρες ό,τι θα χρειαζόμαστε μήνες και χρόνια για να το μάθουμε.
Ο αξιωματικός έδωσε διαταγή να ψάξουμε τις όχθες του Ερυθρού ποταμού, σε μιαν ακτίνα ίσαμε πέντε χιλιόμετρα και όπου βρούμε καλαμιές και βούρλα, να στήσουμε το τσαντήρι μας. Πετύχαμε ένα τέτοιο μέρος, μιαν ώρα μακριά απ' το τάγμα και ριχτήκαμε στη δουλειά. Κοντά στη θέση αυτήνα βρισκόταν ένα χωριό Ταχτατζήδων. Είπα να πάω, ν' ανταλλάξω καλάθια με τρόφιμα.
-Φοβούμαι, μου πε ο μάστρο Λευτέρης, μήπως σου πάρουνε τα καλάθια κι αντίς για τρόφιμα σου φυτέψουνε καμιά σφαίρα. -Μη φοβάσαι, του αποκρίθηκα. Τους ξέρω τους Ταχτατζήδες, είναι Γιουρούκοι ξυλοκόποι, συμπαθούνε τους χριστιανούς όπως οι Κούρδοι. Άμα πήγα στο χωριό κατάλαβα πως δεν είχα πέσει όξω. Τα καλάθια μου γίνηκαν ανάρπαστα. Ένας γέρος, μάλιστα, που άκουσε πως είμαι Ρωμιός με πήρε σπίτι του να κολατσίσω. Ήρθε κι ο γιος του στο τραπέζι, και το πιο περίεργο, ήρθανε κ' οι γυναίκες, δίχως φερετζέ και σερβίρανε κρασί αντίς για ρακί. Τέτοιες συνήθειες δεν τις έχουνε οι μουσουλμάνοι κι άρχισα να υποψιάζουμαι μήπως μ' έριξε η τύχη σε σπίτι κρυφοχριστιανών. Στο τάγμα μας είχαμε ένα χωρικό απ' το Κεστίν Μαντέν που τον λέγανε Χασάν Ογλού Γρηγόριο.
Αυτός μας μιλούσε συχνά για κρυφοχριστιανούς. Στα μέρη τους, έλεγε, πολλά χωριά είχαν εξισλαμιστεί με τη βία απ' τα παλιά τα χρόνια. Μέχρι και γλώσσες κόβανε για να πάψουνε οι Ρωμιοί να μιλούνε τα ελληνικά. Οι άνθρωποι πήραν όλοι τούρκικα ονόματα, όμως η καρδιά τους δεν άλλαξε. Διατηρούσανε κρυφά εκκλησιές και σχολειά. Σαν έγινε το Σύνταγμα, στα 1909, πιστέψανε στα όσα υπόσχονταν οι Νεότουρκοι για ελευτερίες και φανερωθήκανε.
Τις κουβέντες του Χασάν Ογλού Γρηγορίου, θυμόμουνα καθώς έβλεπα τη φαμελιά του γέρο Ταχτατζή με τις χριστιανικές συνήθειες. Ανοιξα με τρόπο κουβέντα. -Εμείς, μου πε ο αρχηγός της οικογένειας, είμαστε μουσουλμάνοι∙ μόνο που ανήκουμε στους Ταχτατζήδες. Δε σου κρύβω πως μισούμε τους Τούρκους. Μ' αν προτιμούμε τους χριστιανούς είναι γιατί κόβει το μυαλό τους κ' είναι δουλευτάδες. Δεν πολυπίστεψα την εξήγηση που μου δωκε, μα δεν επέμενα. Όταν σηκώθηκα να φύγω με φορτώσανε πεσκέσια. Τι παξιμάδια κριθαρένια, τι αυγά και τυριά! Μέχρι κ' ένα γαλόνι ρακί μου δώσανε.
-Να πιουν οι σύντροφοί σου, μου πανε, να ξεχάσουνε τα ντέρτια τους... Όταν γύρισα πίσω στο τσαντήρι ήμουνα μεθυσμένος, όχι τόσο απ' το κρασί των Ταχτατζήδων, όσο απ' τη χαρά που μου δωκε η καλοσύνη τους. Πολύ γρήγορα όμως πέσανε τα φτερά μου, γιατί βγήκε μπροστά μου ο Τούρκος λοχαγός που ήρθε για αιφνιδιασμό. Μόλις μ' αντίκρυσε φορτωμένο μ' όλα κείνα τα καλά έμεινε κατάπληχτος. Άρχισε την ανάκριση. Του είπα πολλές ψευτιές και μερικές αλήθειες.

Στο τέλος κατάλαβα πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήτανε το ρακί. Δίχως να χάσω λοιπόν καιρό του λέω: -Επιτρέψτε μου, λοχαγέ, να σας προσφέρω τούτο το ρακί μια κ' είναι σπιτικό. Στην αρχή έκανε τσαλίμια. Ύστερα μου πε: -Αφού επιμένεις, θα το πάρω, μα θα δεχτείς να στο πλερώσω. -Τι λόγος είν' τούτος! Να πάρω παράδες από σας; Ήξερα πόσο κολακεύονται οι Τούρκοι με τα πεσκέσια∙ ο δικός μας γιούζμπασης δεν μπορούσε ν' αποτελεί εξαίρεση. Πριν φύγει, μου πε: -Από δω κι ομπρός τα καλάθια να τα φέρνεις ελόγου σου στο τάγμα. Και ζήτηξέ με σαν ξαναρθείς, θέλω να κουβεντιάσω μαζί σου. Σε δυο μέρες πήγα στο τάγμα και συναντήθηκα με το λοχαγό.
-Θα σου πω κάτι, μα τα μάτια σου εκατό, φουκαρά μου, μη λάχει και σου ξεφύγει λόγος. -Τάφος θα σταθώ για το μυστικό σας, εφέντη μου. -Άκουσε, λοιπόν. Ο σιτιστής θα σου παραδώσει έναν τενεκέ λάδι. Θα τόνε πας στο χωριό που σου δώκανε τα πεσκέσια και θα τον ανταλλάξεις με ρακί. Θα μου κάνεις χαμπέρι και θα στείλω εγώ να τόνε πάρω. Κατάλαβες; -Όλα θα γίνουν όπως τα διατάξετε... Από κείνη τη μέρα άρχισα μεγάλα πάρε δώσε με το λοχαγό, το σιτιστή, το μηχανικό και το γιατρό.
Μα η αναπάντεχη αυτή τύχη δε βάστηξε πολύ. Μας σηκώσανε και μας στείλανε πίσω στην Άγκυρα. Το Ικιντζί Αμελέ Ταμπουρού έπρεπε να βοηθήσει τους Τούρκους χτηματίες να μαζέψουνε τον καρπό, που κινδύνευε να χαθεί γιατί λείπανε τα χέρια. Μας πήγανε στο ξακουστό για τα ιαματικά νερά του Χαμάμκιοϊ. Μας αφήσανε δυο μέρες να ξεκουραστούμε, να καθαριστούμε κ' ύστερα μας μοιράσανε στα χωριά. Εμένα με στείλανε μαζί μ' άλλους πενήντα στο Γκιούλ Ντερέ.
Μαζευτήκανε κάμποσοι Τούρκοι νοικοκυραίοι που τα παιδιά τους ήτανε στο στρατό και μας ζυγιάζανε με το μάτι ν' αντιληφτούνε την αντοχήμας. -Αχαμνοί, κάνανε, ξεπνεμένοι. Πώς θα πιάσουνε τσάπα κι αλέτρι!


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 134-138.


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΑΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

 



«ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ»



ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΓΑΛΑΝΟΥ (1868-1948)



Τί είναι οι βίοι των αγίων, ή καλύτερα, τί μας προσφέρουν; Κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς αποτελούν «το εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο», την ορθροπρακτική θεώρηση της αγάπης προς τον γλυκύτατον Ιησού μας, το βιωματικό απαύγασμα του Ορθόδοξου λόγου και της Χριστολογικής, βιωματικής πρακτικής. Στα χρόνια που διανύουμε, -για τους πολλούς- αποτελεί σημείο αναφοράς θρησκοληψίας, μεσαιωνισμού και γραφικότητας. Για τους ολίγους εμάς σηματοδοτούν αληθινά μαρτυρολόγια επίγειων αγγέλων, βιογραφήματα χριστιανικής ζωής ανυπόκριτης και πνεύματος ομολογίας και μαρτυρίας του πανσέπτου Ευαγγελίου του Τριαδικού Θεού μας! Δεν αποτελούν ευφάνταστες, παραμυθικές ιστορίες ή βερμπαλιστικά αναγνώσματα για αγράμματους, προβληματικούς ή λαϊκούς ανοήτους, όπως μας προσάπτουν. Το κυρίαρχο κοσμικό πνεύμα του εγωκεντρισμού, του αυτοπροσδιορισμού και της εκφυλιστικής εγωπάθειας που λειτουργούν, ως τοξικές εξαρτήσεις και διαχρονική αναπαραγωγή των ειδεχθών ιδιοτήτων του έκπτωτου ανθρώπου αδυνατούν, να συλλάβουν την ευαγγελική ζωή, την οδό του επίγειου, εκούσιου μαρτυρίου και της βιοτικής μετάθεσης προς την αληθινή ζωή, την μετακοσμική και μεταγήϊνη ζωή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Αντιθέτως, είναι οι ίδιοι έκπτωτοι άνθρωποι όμως, που πιστεύουν στη μεταφυσική, την ουφολογία, τις μαντικές δαιμονοληψίες, την αστρολογία, τη γιόγκα και άλλες όντως μικρόψυχες, αρχαίες δοξασίες και πρακτικές. Τα συναξάρια έρχονται για να λειτουργήσουν πραγματικά ως σωτηριολογικά επιθέματα, ως έξαψη και σεισμός της συνείδησης, ως το Φως, που χρόνια αγωνιζόμασταν να βρούμε μέσα στο Σκοτάδι! Κάθε συναξάρι μάρτυρος έχει να προσδώσει στον καλοπροαίρετο αναγνώστη, τον έχοντα ''γην αγαθήν'', το κάτοπτρο του αναγεννημένου ανθρώπου, την εικόνα του ολοκληρωμένου -πνευματικά και ψυχικά- αγωνιστή, την προσδοκία, την ελπίδα και το όνειρο του κουρασμένου -από την κολασμένη κοσμικοποίηση- ασώτου. Με την μερική ηλεκτρονική μεταφορά των βίων των αγίων προσδοκούμε κι εμείς, ως άλλοτε έτεροι, πεπλανημένοι άσωτοι να συμπράξουμε μαζί με τους αναγνώστες μας στην ψηλάφιση, την επιδαψίλευση και την πνευματική τέρψη, που προσφέρουν τα μαρτυρολόγια των αληθινών αγωνιστών της Ζωής και του Φωτός. Η καθαρεύουσα δε που χρησιμοποιείται, βοηθά έτι περισσότερο στην ευχάριστη ανάγνωση και στη διαμόρφωση ενός κατανυκτικού, όσο και ανατρεπτικού κλίματος ευφροσύνης και ψυχικής ανάτασης! «Οι Βίοι των Αγίων» του Μιχαήλ Γαλανού (1868-1948) εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1906 στην προπολεμική Αθήνα και εμείς μεταφέρουμε αυτούσια τα κείμενα (ορθογραφικά και συντακτικά) από την γ' έκδοση του 1988. Ευχόμαστε στο αναγνωστικό μας κοινό, στους ορθοδόξους πατέρες και μητέρες, στους αδελφούς και τις αδελφές την «Καλή Ανάγνωση» του μαρτυρολόγιου και της ομολογίας, από πνευματικούς αθλητές που θεώρησαν τη ζωή αυτή ως μια πνευματική παλαίστρα έναντι του αντιδίκου, προκειμένου να νικήσει και να θριαμβεύσει το Καλό, στο πρόσωπο του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εύχεσθε!




Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος






ΑΡΧΗ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



(15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)



ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ

ΓΟΡΙΑ, ΣΑΜΩΝΑ ΚΑΙ ΑΒΙΒΟΥ


Οι δύο πρώτοι, ζώντες μετά πάσης ευσεβείας εις Έδεσαν, συνελήφθησαν κατά τον επί του Διοκλητιανού διωγμόν υπό του εκεί ηγεμόνος Αντωνίου, απεκεφαλίσθησαν δε μετά βασάνους πολλούς, τας οποίας υπέστησαν με καρτερίαν θαυμαστήν.
Ο δε Άβιβος ζήσας εις μεταγενεστέρους χρόνους, κατήγετο από χωρίον της Εδέσης, ονομαζόμενον Αποθελσαία, και έζησε τον τέταρτον μετά Χριστόν αιώνα επί του βασιλέως Λικινίου, του γνωστού αντιπάλου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Προχειρισθής εις ιεροδιάκονον, διεκρίνετο διά την ευσέβειαν, τον ζήλον, την χρηστότητα και την ένθερμον αγάπην του προς το ιερόν κήρυγμα.
Ο ηγεμών Λυσανίας τον συνέλαβε και προσπάθησε να τον αποσπάση από την χριστιανικήν πίστιν. Ο Άβιβος είχε και μητέρα, την οποίαν ηγάπα με την τρυφερωτέραν υικήν στοργήν, υπάρχων ούτω η χαρά και το καύχημά της. Αλλά το προς τον Χριστόν καθήκον προείχεν εις την συνείδησίν του και από την ζωήν και από όλα τα λοιπά.
Εβάδισε λοιπόν προθύμως προς τας βασάνους. Κρεμασθείς εις στύλον, δισχίσθη με σιδηρούς όνυχας, έπειτα δε, οδηγηθείς έξω της πόλεως, παρέδωκε το πνεύμα του ριφθείς εντός πυράς.


ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ

ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΥΦΗΜΙΑΣ


Ιουστίνος ο Α', κατήγετο από τας πέριξ της εκ Δαρδανία πόλεως των Σκούπων, της παρά τον Αξιόν ποταμόν. Η οικογένειά του λίαν άσημος ήτο ποιμενική' αλλ' ο Ιουστίνος μετονομασθείς διά του λατινικού τούτου ονόματος, ότε εισήλθεν ως στρατιώτης εις την βασιλικήν υπηρεσίαν, ήτο ανδρείος και ανήκεν εις τας φύσεις εκείνας, αι οποίαι γνωρίζουν ν' ανεβαίνουν.
Κατακτήσας την ιεραρχικήν σειράν των αξιωμάτων, αναδειχθής συγκλητικός και αρχηγός των βασιλικών σωματοφυλάκων, διεδέχθη εις τον θρόνον του Βυζαντίου τον Αναστάσιον, όστις είχεν αποθάνει άτεκνος. Ήτο δε τότε ετών 68.
Ιουστίνος ο Ά λέγεται ότι ήτο εντελώς απαίδευτος' υπέδειξεν όμως, ότι, άν ναυαγούν πολλοί παρ' όλην την παιδείαν των διά φαυλότητα χαρακτήρος ή διοικητικήν ανικανότητα, ή απαιδευσία δύναται να αναπηρωθή διά της ευφυίας και της καλής προαιρέσεως' ο βασιλεύς ούτος εξησφάλισεν εν πρώτοις το Κράτος από τας επιδρομάς των προς βορράν βαρβάρων' έχων δε την αρετήν της ταπεινοφροσύνης και της συναισθήσεως των ιδίων ελλείψεων, κατείχεν άμα το δώρον του να διακρίνη τους προικισμένους με ό,τι αυτός εστερείτο και να χρησιμοποιή ειλικρινώς και ανεπιφθόνως.
Ούτως εις αυτόν πρωτίστως οφείλεται η ανάδειξις του ανεψιού και διαδόχου του, του περιφήμου εν τη Βυζαντινή και τη καθόλου ιστορία, Ιουστινιανού του Α΄. Εκπαιδεύσας αυτόν, τον έλαβε πολύτιμον σύμβουλον και συνεργόν εις τας υποθέσεις του Κράτους, ολίγον δε προ του θανάτου του τον ανηγόρευσε και επισήμως συνάρχοντα.
Προ του Ιουστίνου είχεν επέλθει διάστασις μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Αρχίσασα επί του βασιλέως Ζήνωνος, του εκδόσαντος το περίφημον Ενωτικόν τω 482, έσχε την συνέχειάν της επί του αυτοκράτορος Αναστασίου, του προκατόχου Ιουστίνου του Α'.

Ο Ιουστίνος, θέλων να τεθή τέρμα εις την διάστασιν ταύτην, την επιζημίαν και υπό θρησκευτικήν και υπό πολιτικήν άποψιν, ανήγγειλε την εις τον θρόνον ανάβασίν του προς τον τότε Πάπαν Ιωάννην τον Α΄, του οποίου υπεδέχθησαν πανηγυρικώς εξελθόντες εις προυπάντησίν του λαός, κλήρος, η σύγκλητος και ο βασιλεύς αυτός.

Ο Ιουστίνος ο Α' ζηλωτής της Ορθοδοξίας, έλαβε μέτρα κατά της εξαπλώσεως της αιρέσεως των Μονοφυσιτών εν Συρία, μεταξύ δε των εξωτερικών επιχειρήσεών του υπήρξεν η της προσαρτήσεως των Λαζών και των Ιβήρων. Αλλ' οι Πέρσαι αντεπεξήλθαν' το 527 απέθνησκεν ο Ιουστίνος αφήνων την αυτοκρατορίαν εις τον ανεψιόν και συνάρχοντά του, τον μέγαν Ιουστινιανόν.
Ο Ιουστίνος εκ πρώτου γάμου είχε σύζυγον ονομαζομένην Λουπικίαν, και την οποίαν, ότε εστέφετο Αυγούστα, ο δήμος της πρωτευούσης μετωνόμασεν Ελληνιστί Ευφημίαν. Η Ορθόδοξος Εκκλησία διά την ευσέβειαν και την προς την Ορθοδοξίαν υποστήριξίν των τους έταξεν εν τη χορεία των αγίων.


ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
ΕΛΠΙΔΙΟΥ, ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΣΤΟΧΙΟΥ


Ο
Ελπίδιος, μέλος της Συγκλήτου, έζησεν επί του αυτοκράτορος Ιουλιανού του παραβάτου. Πιεσθείς υπό τούτου, διά να αρνηθή τον Χριστόν, επροτίμησε τας βασάνους και τον θάνατον.
Μετ' αυτού συνεβάδισαν προς το μαρτύριον και δύο ισάδελφοι φίλοι του, ο Μάρκελλος και ο Ευστόχιος. Αφού εις τας σάρκας των κατεχύθη ζέον ύδωρ, κατέθραυσαν τα μέλη των με ράβδους βαρείας. Και η μανία δεν εστάθη έως εδώ' αλλά καις τοιαύτην κατάστασίν των τους έρριψαν εις το πυρ ένθα και παρέδοσαν το πνεύμα αρτυρικά ολοκαυτώματα υπέρ της αγίας πίστεως.



ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΞΙΦΕΙ ΤΕΛΕΙΟΥΤΑΙ


Ο μαρτυρικός στέφανος κατεκόσμησε την αποκοπείσαν κεφαλήν του επί του αυτοκράτορος Μαξιμινιανού, του διώκτου της πίστεως.



Εκ του Τετρατόμου του νομικού, πολιτικού και ιεροκήρυκα
Μιχαήλ. Ι. Γαλανού (1868-1948)
«Οι Βίοι των Αγίων»,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας», έκδοση γ' 1988, τόμος 4ος, σελ. 104-106.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».


ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕΘΩΝΗΣ κ. ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η' ΛΟΥΚΑ 2023




Η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ (2023)




γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,


Κάποιοι προβάλλουν τὸν Θεὸ σὰν τιμωρό. Ἄλλοι σὰν ἐντελῶς ἀδιάφορο καὶ ἀπόντα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, βαδίζοντας τὴν μεσαία καὶ βασιλικὴ ὁδό, κηρύττει μεγαλοφώνως ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».


Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὅπου ὁ Χριστός, ἀνοίγοντας τὸ πάνσοφό Του στόμα, ἐκφώνησε τὴν πολὺ γνωστὴ καὶ ἰδιαιτέρως ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη.


Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ Ἱερουσαλὴμ στὴν χαμηλὴ Ἱεριχώ, δέχθηκε ἄγρια ἐπίθεση ἀπὸ ληστές, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν τραυμάτισαν σοβαρά, τὸν καταλήστεψαν, ἀφήνοντάς τον κυριολεκτικὰ μισοπεθαμένο. Κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, κάποιος Ἱερέας πέρασε ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτό, ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδε, ἀμέσως ἔστριψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριά του. Ὕστερα, πέρασε ἕνας Λευίτης. Οἱ Λευίτες ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως, θὰ περιμέναμε ὅτι σὰν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θὰ βοηθοῦσε τὸν τραυματία.Ἔφυγε, ὅμως, κὶ αὐτὸς δίχως νὰ δώσει σημασία.


Τελικά, λίγο ἀργότερα περνάει ἀπὸ τὴν ὁδὸ ἕνας Σαμαρείτης. Οἱ Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Ἰσραηλίτες ἔτρεφαν μεταξύ τους μεγάλη ἀντιπάθεια. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Σαμαρείτης, βλέποντας τὸν ἐτοιμοθάνατο ἄνθρωπο, τὸν λυπήθηκε. Ἔτρεξε κοντά του, τοῦ καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ λάδι καὶ κρασί, τὶς ἔδεσε γιὰ νὰ παύσει ἡ αἱμορραγία καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ γαϊδουράκι του, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο. Ἐκεὶ τὸν περιποιήθηκε ἰδιαιτέρως. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, φεύγοντας, ἔδωσε στὸν ξενοδόχο δύο νομίσματα καὶ τοῦ εἶπε: «φρόντισε τὸν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καὶ ἂν τυχὸν ξοδέψεις περισσότερα, ὅταν ξανὰ ἔρθω θὰ στὰ ξεπληρώσω.


κούγοντας μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ αὐτή, κάνουμε εὔκολα μία συσχέτιση. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ Γλυκύτατος Νυμφίος Χριστός, «ὁ εὐδοκήσας οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ΄ ἐκ Μαρίας σαρκωθῆναι», ὅπως ἀναφέρεται στὴν ὑμνολογία. Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος, τὸ θύμα τῶν ληστῶν, ὁ ἐτοιμοθάνατος τραυματίας, εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ψηλότερο σημεῖο, τὴν πνευματικὴ ζωή, πορευόμαστε πρὸς τὸ χαμηλότερο σημεῖο, τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, πέφτουμε θύματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα μᾶς κατατραυματίζουν τὴν ψυχή –πολλὲς φορὲς καὶ τὸ σῶμα- καὶ ληστεύουν ὅ,τι καλὸ εἴχαμε ἀποκτήσει.


Τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ ἄτιμοι αὐτοὶ ληστές, μᾶς ἀφήνουν μισοπεθαμένους, πονεμένους, ἔρημους νὰ περιμένουμε μία χείρα βοηθείας. Ἔρχονται κάποια στιγμὴ δύο ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους κάποτε εἴχαμε ἀκουμπήσει τὶς ἐλπίδες μας, ἀλλὰ τώρα οὔτε ποὺ μᾶς δίνουν σημασία. Βλέπουν, μὰ ἀποστρέφονται τὴν ταλαιπωρημένη ὕπαρξή μας. Ἔρχεται τότε ἕνας Ξένος, ἕνας Ἄγνωστος σὲ ἐμᾶς, τὸν Ὁποῖο ἐνῶ νομίζαμε ὅτι ξέρουμε, στὴν πραγματικότητα δὲν εἴχαμε δώσει στὸν ἑαυτό μας τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσει οὐσιαστικά. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ ἔτσι ταλαιπωρημένους ὅπως μᾶς βλέπει, μᾶς σπλαχνίζεται καὶ μᾶς προσφέρει ἁπλόχερα πολύτιμη φροντίδα.


Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέχεται τοὺς πάντες, μᾶς περιποιεῖται καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ἀναθέτει στὸν Λειτουργό, τὸν Ἀρχιερέα ἢ τὸν Ἱερέα. Τοῦ δίνει ἀφενὸς τὸν Λόγο Του, τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφετέρου τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Μὲ αὐτά, τοῦ παραγγέλει νὰ μᾶς φροντίσει καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ὑγεία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματός μας σὲ κάποιες περιπτώσεις. Καὶ τὸν βεβαιώνει: «Λειτουργέ, ἂν κάποτε γιὰ νὰ βοηθήσεις αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ξοδέψεις καὶ θυσιάσεις πράγματα ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἂν θυσιάσεις τὸν ἐλεύθερο χρόνο σου, τὸν χρόνο μὲ τὴν οἰκογένειά σου, τὴν ξεκούρασή σου ἢ ἀκόμη καὶ χρήματα, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία θὰ στὰ ἀποδώσω ὅλα».


Βλέπουμε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά, ἀλλὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη. Ἐφαρμόζει τὴν ἀγάπη μὲ τὴν θυσία Του. Ἀγάπη δίχως θυσία δὲν νοεῖται. Ὁ Καλὸς Σαμαρείτης θυσιάζει τὸ πρόγραμμά του, θυσιάζει τὴν σωματική του δύναμη, θυσιάζει τὰ χρήματά του, θυσιάζει τὶς προκαταλήψεις Ἰουδαίων – Σαμαρειτῶν καὶ προσφέρεται ὅλος στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου δίχως νὰ περιμένει ἀντάλλαγμα.


Τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη μποροῦμε νὰ τὴν δοῦμε ἀπὸ δύο ὄψεις· ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ τραυματία, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη τῆς βοήθειας κάποιου πνευματικὰ ἀνωτέρου του καὶ ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ καθῆκον μας νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιαζόμαστε μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας.


Εἶπα μόλις τώρα μία λέξη κλειδί: «νὰ μιμηθοῦμε». Ὁ Χριστὸς μᾶς τονίζει: «ἂν θέλετε νὰ εἶστε φίλοι μου, Ἐμένα νὰ μιμεῖσθε». «Ὅπως ἐγὼ ἔγινα πλησίον σας καὶ θυσιάσθηκα γιὰ ἐσᾶς, ἔτσι καὶ ἐσεῖς νὰ γίνετε οἱ πλησίον τῶν συνανθρώπων σας, δηλαδὴ νὰ τοὺς πλησιάσετε, καὶ νὰ θυσιάζεσθε γιὰ αὐτούς». Στὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, μὲ κάθε σπιθαμὴ τῆς ὕπαρξής του, ὁ σήμερα τιμώμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.


Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σημαντικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ γονεῖς του, Σεκοῦνδος καὶ Ἀνθοῦσα ἦταν ἐπιφανῆ πρόσωπα τῆς κοινωνίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ Ἁγία μητέρα του, ἀφιέρωσε ὅλο τὸ εἶναι της στὴν χριστιανικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἰωάννη, καὶ μάλιστα μόνη της, δίχως νὰ παντρευτεῖ ἄλλον σύζυγο, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της.


δη ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ἀξιοσημείωτη ἔφεση στὴν μάθηση καὶ ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε νὰ σπουδάσει στὸν ξακουστὸ διδάσκαλο Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἦταν εἰδωλολάτρης. Τόσο σπουδαῖος ἦταν ὁ Ἰωάννης στὰ μαθήματα, ὥστε ὁ Λιβάνιος νὰ πεῖ «Τὸν Ἰωάννη θὰ ἄφηνα διάδοχό μου, ἀλλὰ μοῦ τὸν κέρδισαν οἱ Χριστιανοί».


Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ Ἰωάννης μπῆκε στὸ Μοναστήρι, χειροτονήθηκε Διάκονος καί, ἀργότερα, Πρεσβύτερος. Καὶ ἐδὼ ξεκινᾶ ἐπίσημα ἡ δράση του ὡς «Καλοῦ Σαμαρείτου». Ποιός πτωχὸς δὲν ἔφαγε ἀπὸ τὰ χέρια του; Ποιά χήρα δὲν βρῆκε στήριξη; Ποιό ὀρφανὸ δὲν χάρηκε τὴν προστασία του; Ποιός δίκαιος δὲν ἀναπαύθηκε μὲ τὴν πορεία του; Ποιός ἁμαρτωλὸς δὲν βίωσε τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ νουθεσία του; Τόσο ξακουστὸ ὑπῆρξε τὸ ἔργο του καὶ τὰ γεμάτα ζῆλο θεῖα κηρύγματά του, ὥστε δίχως νὰ τὸ ἐπιδιώξει, βρέθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀνέλαβε τὰ ἠνία τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.


λύχνος τοποθετήθηκε, τότε, πάνω στὴν λυχνία καὶ τὸ ἔργο τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» πολλαπλασιάσθηκε. Θυσίασε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων. Ποτὲ κανέναν δὲν περιφρόνησε, ποτὲ κανέναν δὲν ἀπαξίωσε ὅπως ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Λευίτης τῆς παραβολῆς. Πάντοτε συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου. Τοὺς μὲν πτωχοὺς καὶ ἀδυνάμους τοὺς στήριζε καὶ ὑπερασπιζόταν δίχως φόβο καὶ πάθος τὰ δίκαια τοῦ λαοῦ, τοὺς δὲ ὑποκριτὲς καὶ ἀδίκους, ἐκείνους οἱ ὁποῖοι καπηλεύονταν τὴν κοσμικὴ ἢ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τους εἰς βάρος τῶν ἀδυνάτων, τοὺς ἔλεγχε μὲ ἀπαράμιλλη παρρησία μήπως καὶ συνέλθουν καὶ σώσουν τὶς ψυχές τους.


πῆρξε ἄνθρωπος καὶ Ποιμενάρχης δίκαιος, μὲ ὄραμα τὴν χρηστὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἤθελε ὅλοι οἱ Ἱερεῖς, οἱ Διάκονοι καὶ οἱ Ἐπίσκοποι νὰ εἶναι φῶς γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν συμβιβάστηκε μὲ ὅποια τυχὸν παρανομία τους.


ἔλεγχος του καὶ ἡ εὐθύτητά του εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ μισηθεῖ θανάσιμα. Τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν μίσησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἦταν ἡ Αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποία τὸν ἐξόρισε πρώτα στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ μέρος ἐκεῖνο ἔγινε πόλος ἕλξης γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἔσπευδαν νὰ συμπαρασταθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τοῦ Ἱεροῦ Πατρός, ὁ Ἅγιος ἐξορίσθηκε σὲ τόπο ἀκόμη μακρύτερο καὶ ἔρημο. Στὸν τόπο αὐτὸ δὲν πρόλαβε νὰ φτάσει διότι τὸν πρόλαβε ὁ θάνατος.


Συκοφαντήθηκε, διώχθηκε, χτυπήθηκε, ἐμπαίχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς (κοστίζει, βλέπετε, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς δίκαιος καὶ εὐθύς). Παρὰ ταῦτα, τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ πάγχρυσο στόμα του ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»!


πανέρχομαι στὴν μίμηση. Ὅ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς δίδαξε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ τιμήσουμε τὴν ἑορτὴ ἑνὸς Ἁγίου, πρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.


Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Πατρὸς Ἰωάννου, νὰ σᾶς δίνει ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία, φώτιση καὶ κάθε εὐλογία στὴ ζωὴ καὶ τὶς οἰκογένειές σας. Στὸν δὲ Ἐπίσκοπό σας, εἴθε νὰ δίνει τὴν δύναμη νὰ μιμεῖται στὸ ἐλάχιστο τὸν Καλὸ Σαμαρείτη πρὸς ὄφελος τοῦ ποιμνίου. Στὴν δὲ Ἐκκλησία νὰ στείλει ἀνθρώπους Ἁγίους, ὅπως τοὺς ἤθελε ὁ Μέγας Χρυσόστομος. Ἀμήν!



ὁ Ἐπίσκοπός σας,



† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος


Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Print Friendly and PDF