Η εγκύκλιος ὑπ᾿ αὔξ. ἀριθ. 150/πρωτ. 420/26.5.1995 τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,ἀναφερομένη «εἰς τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦὑφ᾿ ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ ῾Αγίου Πάσχα»,ἔθεσε ἐπὶ τάπητος μίαν σειρὰ προβλημάτων ἱστορικοῦ, κανονικοῦ καὶ δογματικοῦ χαρακτῆρος.᾿Επίσης, ἡ ἀνακίνησις τοῦ ὅλου ζητήματος ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ κατανοηθῆ πλήρως,ὅτι ὁ ἀπὸ κοινοῦ παγχριστιανικὸς ἑορτασμὸς τοῦ ῾Αγίου Πάσχα δὲν ἀπετέλεσε ποτὲ ἐσωτερικὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα τῆς ῾Αγιωτάτης ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ προέκυψε σαφῶς ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι ἐντεῦθεν τοῦ 1920·αὐτὴ βλέπει, ὅτι - μέσῳ σταθερῶν πρακτικῶν βημάτων - ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐξωτερικὴ (ὁμοσπονδιακὴ) ἑνότης τῶν διϊσταμένων Χριστιανῶν καὶ τοιουτοτρόπως προκαλεῖται στὸν κόσμο ἡ ψευδαίσθησιςμιᾶς κοινῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας, παρὰ τὶς ὑφιστάμενες ἀκόμη ἀγεφύρωτες δογματικὲς διαφορές.
Δύο ἔτη μετὰ τὴν ἀνωτέρω ᾿Εγκύκλιο, ἕνα Δελτίο Τύπου τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») (24.3.1997), μὲ τίτλο «῾Η ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα: ἡ ἐπιστήμη προσφέρει λύσι σὲ ἕνα ἀρχαῖο θρησκευτικὸ πρόβλημα», ὑπογραμμίζει τὴν ἡγετικὴ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ αὐτοῦ ᾿Οργανισμοῦ τῆς Γενεύης, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα τῶν Οἰκουμενιστικῶν ᾿Οργανισμῶν, στὴν προώθησι τοῦ ζητήματος.῾Η ὀργάνωσι μιᾶς παγχριστιανικῆς συσκέψεως, ὅπως ἀναφέρει τὸ Δελτίο Τύπου, στὸ Χαλέπιο τῆς Συρίας (5-10.3.1997) ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.» καὶ τὸ «Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν Μέσης ᾿Ανατολῆς» («Σ.Ε.Μ.Α.») μὲ ἀντικείμενο τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἀπὸ τοῦ 2001 καὶ ἑξῆς, μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία νὰ προβοῦμε σὲ μίαν σύντομο ἱστορικὴ ἀναφορὰ σὲ μερικὲς πρόσφατες πτυχὲς τοῦ ζητήματος.1.
Εἶναι γνωστό, ὅτι μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο τρόπο τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ἐτέθη μὲ πρωτοβουλία τοῦ «Π.Σ.Ε.» καὶ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς ῾Ενότητος τῶν Χριστιανῶν τοῦ Βατικανοῦ, κατὰ τὸ ἔτος 1975 στὴν Ε´ Γενικὴ Συνέλευσι τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὴν Ναϊρόμπι τῆς Κένυας (23.11- 10.12.1975).(βλ. Βασιλείου Θ. Σταυρίδου, ῾Ιστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἔκδοσις β´, σελ. 213-14, 223-24, 365-66, Θεσσαλονίκη 1984).
Τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1994, ἐκπρόσωποι τῆς «Συνελεύσεως Εὐρωπαϊκῶν ᾿Εκκλη- σιῶν» («Σ.Ε.Ε.»/«Κ.Ε.Κ.») (συμμετέχουν ὀρθόδοξοι καὶ προτεστάνται τῆς Εὐρώπης) καὶ τοῦ «Συμβουλίου Καθολικῶν ᾿Επισκοπικῶν Συνόδων Εὐρώπης» («Σ.Κ.Ε.Σ.Ε.»/ «C.C.E.E.») συνῆλθαν στὸ Λεανυφάλου τῆς Οὑγγαρίας, γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ ὀργά- νωσι τῆς «Β´ Οἰκουμενικῆς Συναντήσεως ᾿Εκκλησιῶν Εὐρώπης» στὸ Γκρὰτς τῆς Αὐστρίας τὸν ᾿Ιούνιο τοῦ 1997. Η προπαρασκευαστικὴ Μικτὴ ᾿Επιτροπὴ ἀσχολήθηκε ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετὰ τὸ ἔτος 2001 καὶ ἔθεσε τοῦτο ὡς θέμα συζητήσεως στὴν «Οἰκουμενικὴ Συνάντησι» τοῦ Γκράτς.(βλ. ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθ. 2744/21.6.1994, σελ. 1).3.
Μετὰ ἀπὸ πέντε μῆνες (1-4.9.1994), πραγματοποιήθηκε στὸ Φανάρι ἡ «Β´Σύναξις τῆς ἐν ἐνεργείᾳ ῾Ιεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου». Ο ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανὸς κατέκλεισε τὴν Εἰσήγησί του «Λειτουργικὰ προβλήματα ἐν τῇ Διασπορᾷ», μὲ τὴν ἑξῆς χαρακτηριστικὴ ἀποστροφή: «Κατακλείοντες, θὰ ἔπρεπεν ἴσως ἐκ τοῦ ὅλου κύκλου τῶν ἐν τῇ Διασπορᾷ λειτουργικῶν προβλημάτων, νὰ ὑπενθυμίσωμεν ἐνταῦθα ἰδιαιτέρως τὸ συνεχῶς μετὰ ηὐξημένου ἐνδιαφέροντος ἐπανατιθέμενον αἴτημα τῶν ἀποδήμων διὰ κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, ὅπερ διὰ τοῦτο καὶ ἀποβαίνει ἰδιαιτέρας ποιμαντικῆς ἀνάγκης ζήτημα.
Τὸ κατ᾿ ἀρχὴν δικαιώτατον καὶ ἱερὸν τοῦτο αἴτημα, ἀπασχολεῖ ζωηρῶς τὸ πλῆθος καὶ τῶν ᾿Ορθοδόξων ἐν τῇ Διασπορᾷ πιστῶν, ὡς ἐκ τοῦ λόγου ὅτι, ζῶντες οὗτοι ὡς μειονότης ἐν μέσῳ πολυανθρώπων καὶ συμπαγῶν κοινωνιῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν, ἀπὸ κοινοῦ ἑορταζόντων τὸ Πάσχα, ὄχι μόνον αἰσθάνονται περιθωριοποιούμενοι ἤ καὶ πλήρως ἀποκεκομμένοι, ἀλλὰ καὶ ὑφίστανται ὀδυνηρὰς πολλάκις πρακτικὰς συνεπείας εἰς τὰς ἐπαγγελματικάς, κοινωνικὰς καὶ ἄλλας σχέσεις των ἐν γένει. Καὶ πρέπει νὰ λεχθῇ ἐνταῦθα ἀπεριφράστως ὅτι εἶναι αὐτόχρημα τραγελαφικὸν τὸ γεγονὸς ὅτι, τὴν μὲν Κυριακὴν ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος - ἥτις εἶναι τὸ ἐπαναλαμβανόμενον ἀντίγραφον τῆς μοναδικῆς ἡμέρας τῆς ᾿Αναστάσεως - δεχόμεθα νὰ ἑορτάζωμεν ἀπὸ κοινοῦ μετὰ πάντων τῶν ἑτεροδόξων, τῶν ἀλλοθρήσκων, ἀκόμη δὲ καὶ τῶν ἀθέων, αὐτὴν δὲ ταύτην τὴν ἡμέραν τῆς ᾿Αναστάσεως, ἥτις ἀποτελεῖ καὶ τὸ “πρωτότυπον”, οὕτως εἰπεῖν, νὰ ἀρνούμεθα νὰ ἑορτάσωμεν ἀπὸ κοινοῦ».(περιοδ. «᾿Εκκλησία», ἀριθ. 2/1.2.1995, σελ. 76· βλ. καὶ περιοδ. «᾿Επίσκεψις», ἀριθ. 509/30.9.1994, σελ. 3-12).4.
Τὸν ἴδιο μῆνα (14-19.9.1994), συνῆλθε στὸ Βουκουρέστι τῆς Ρουμανίας ἡ ᾿Εκτελεστικὴ ᾿Επιτροπὴ τοῦ «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ἀπεφάσισε, μεταξὺ ἄλλων, ὅπως τὸ Τμῆμα «Πίστις καὶ Τάξις» καὶ ἡ Γραμματεία ἐπὶ τῆς Λατρείας καὶ τῆς Πνευματικότητος «μελετήσουν ἐκ νέου τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα», μάλιστα δὲ ὁ Γενικὸς Γραμματεὺς τοῦ «Π.Σ.Ε.» Δρ Κ. Ρέϊζερ πρότεινε, ὅτι πρέπει νὰ σχεδιασθῆ μία σειρὰ «εὐκαιριῶν γιὰ κοινὴ μαρτυρία καὶ ἑορτασμό, ἐκκινώντας ἀπὸ τὴν ῾Εβδομάδα Προσευχῆς τὸν ᾿Ιανουάριο τοῦ 2000 καὶ διὰ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῶν Χριστουγέννων νὰ φθάσωμε στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα τὸ ἔτος 2001».(περιοδ. «᾿Ενημέρωσις», Ι-1994/9, σελ. 6 καὶ περιοδ. «MECC News - Report», Νο 11-12/November-December 1994, p. 4).5.
Μετὰ ἀπὸ δύο μῆνες (15-20.11.1994) συνῆλθε στὴν Λεμεσὸ τῆς Κύπρου ἡ ΣΤ´ Γενικὴ Συνέλευσις τοῦ «Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν Μέσης ᾿Ανατολῆς» («Σ.Ε.Μ.Α.») καὶ στὰ πλαίσια τῶν δραστηριοτήτων τοῦ Τμήματος «Πίστις καὶ ῾Ενότης» συζητήθηκε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τελικῶς δὲ ἐγκρίθηκε σχετικὸ μήνυμα τοῦ Πάπα ᾿Ιωάννου Παύλου Β´.Εκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ, ὁ Καρδινάλιος ᾿Εδουάρδος Κάσσιντυ, Πρόεδρος τοῦ Ποντιφικίου Συμβουλίου γιὰ τὴν προώθησι τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, «πρότεινε συνάντηση τῶν Προκαθημένων τῶν ᾿Εκκλησιῶν κατὰ τὸ ἔτος 2000 μὲ σκοπὸ τὴ λήψη ἀποφάσεως γιὰ κοινὴ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ γιὰ ἐργασία γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἑνότητα».
᾿Επίσης ὁ Γενικὸς Γραμματεὺς τοῦ «Π.Σ.Ε.» Δρ Κ. Ρέϊζερ ὡμίλησε σχετικῶς καὶ «ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ τὸ ἔτος 2001» «νὰ γίνει αἰτία ἐξευρέσεως κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου».(βλ. περιοδ. «᾿Απόστολος Βαρνάβας» Κύπρου, Μάρτιος 1995, σσ. 120-130· περιοδ. «᾿Ενημέρωσις», Ι-1994/11-12, σσ. 3-4· ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθ. 2765/17.1.1995, σελ. 1· περιοδ. «Πάνταινος» ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1994, σελ. 29· περιοδ. «MECC News - Report»,Νο 11-12/November-December 1994, p. 9· περιοδ. «Ecumenical News International»-Bulletin,Νο 6/21.11.1994, p. 15-17).6.
Εἶναι προφανές, ὅτι ἡ σχετικὴ ᾿Εγκύκλιος τῶν Οἰκουμενιστῶν τοῦ Φαναρίου (150/420/26.5.1995) μετὰ παρέλευσι ἕξι μηνῶν ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω διεργασίες δὲν ἔπεσε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, οὔτε ἔφερε στὸ φῶς ἕνα ἐνδοορθόδοξο ζήτημα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ «ὁδηγία» τῶν διπλωματῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς Γενεύης, τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Φαναρίου, οἱ ὁποῖοι σύρουν τὴν ᾿Ορθοδοξία σὲ νέα σχίσματα καὶ τραγωδίες.Επομένως, καὶ ἐν κατακλεῖδι, προκαλεῖ τοὐλάχιστον ἔκπληξι, ἡ ἑξῆς δήλωσις μαχητικοῦ ἀρθρογράφου, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, τοὺς σπεύδοντας στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κοινοῦ Πάσχα:
«῾Ωστόσο καὶ συγκρατούμεθα νὰ χρησιμοποιήσουμε, τό γε νῦν ἔχον, τοὺς ἁρμόζοντας ἁγιογραφικούς, ἱεροκανονικοὺς καὶ ἁγιοπατερικοὺς χαρακτηρισμοὺς περὶ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν “κοινωνούντων ἐκείνοις” Οἰκουμενιστῶν...῞Οταν χρειασθῆ, θὰ τὸ κάνουμε καὶ αὐτό,πιστεύοντας ὅτι θὰ βοηθήσουμε καὶ προλάβουμε κάποιους ἀνυπόπτους ᾿Ορθοδόξους νὰ εὑρεθοῦν ἀπαγόμενοι ἀπὸ τοὺς θεωρουμένους ποιμένες τους στὴν ἑτεροδοξία καὶ αἵρεση... ἀνίδεοι».(῾Αγιορείτου Μοναχοῦ Νικοδήμου [Μπιλάλη],«Καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου;»,ἐφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1163/1.3.1996, σελ. 4).Αρά γε ἔχει ἐπίγνωσι ὁ συμπαθὴς ἀρθρογράφος τοῦ τί λέγει;Πότε «θὰ χρειασθῆ» τελικῶς ἡ βοήθειά του, γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τῆς ἀπαγωγῆς τῶν «ἀνίδεων» «στὴν ἑτεροδοξία καὶ αἵρεση»,ὅταν ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψιν - καὶ τὸ γνωρίζει λίαν καλῶς - ὅτι οἱ «θεωρούμενοι ποιμένες» τῶν «ἀνυπόπτων ᾿Ορθοδόξων» ἔχουν πρὸ πολλοῦ παύσει νὰ εἶναι ᾿Ορθόδοξοι μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους των καὶ τὴν συνεχῆ διακήρυξι πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν,ἔναντι τῶν ὁποίων τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ Πάσχα κυριολεκτικῶς ὠχριᾶ;
Περιοδικό «᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις»
ἀριθ. 23, Ιανουάριος-Μάρτιος 1997, σελ. 83-84
Έκδοση Ι. Μ. Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
Φυλής Αττικής