Υπήρχαν κάτι αερικές μεγαλοσύνες στην βουκολική διάσταση του χωριού,
τον καιρό που η Μεγάλη κυρά Σαρακοστή θώπευε την Άνοιξη
με το χαρμόλυπο βλέμμα της στην αναστάσιμη ρωγμή του χρόνου,
που η ομοταξία των ανθών και των χρωμάτων
έβρισκε την ακριβή εφαρμογή της στην όψη μιας πασχαλιάς
που βολόδερνε αμέριμνη στον εγερμένο άνεμο.
Το χωριό τότε ''μεθούσε'' νυχθημερόν
από τα αναγεννημένα δέντρα της εγκυμονούσας Οίτης,
που κυοφορούσε πάντα με εκπληκτικά χρονική ακρίβεια
τα ροζόλευκα λουλούδια της -εκρηκτικά- ''επαναστατημένης'' γης.
Ακόμα κρατώ στην επτασφράγιστη υπεριμνησία μου
τους ακατάληκτους ήχους ζώων και ανθρώπων,
που συνοικούσαν με θρησκευτική ευλάβεια
κάτω από την ελάτινη στέγη των ρουμπάλων.
Η Σαρακοστή του Πάσχα στο χωριό μου ήταν τότε ένα ρουμελιώτικο, ευταξιακά εκφρασμένο πανηγύρι βιοπορισμού και πίστης, που τέλειωνε με την ανάλαφρη προσγείωση της μισοκαμμένης καντηλύθρας στο πάτο της άδειας, κρεμαστής κανδύλας. Όλοι κινούνταν εν γρηγόρσει, θορυβοδώς και επιμελώς στην αναμονή του Πάσχα, που έμοιαζε στα μάτια τους κάτι σαν αγώνας δρόμου να νικήσουνε τον θάνατο!
Γιατι το διαχεόμενο πένθος της επίτοκης Σαρρακοστής ακροβατούσε ανάμεσα στις αυτοσυγκράτητες ορμές τους και τον ανείπωτο αχό της φύσης. Προσευχές δεν ήξεραν να πουν, μόνο που ζωγράφιζαν με την αυτοσχέδια, χειραγωγημένη γη και τον δρομολογημένο περίπατο των ζώων, βουκολικές ταπεινοφρονούσες παρουσίες, που συχνά - πυκνά αντανακλούσαν βυζαντινές τοιχογραφίες της υπαίθρου!
Οι Παμμέγιστοι Ταξιάρχες, η απαστράπτουσα και λαμποκοπούσα εκκλησία του χωριού μου εν τω μέσω τριών κατοικημένων μαχαλάδων έβλεπε πάντα την ''επική'' θωριά της ''Γουλινάς'' ν' απλώνει τις χαραγμένες ράχες της στα διασταυρωμένα παραπόταμα του Ίναχου, που χυνόταν βουλιμικά στην αφρισμένη κοίτη του παραδομένου Σπερχειού. Κρατώ ακόμη στην απόκοσμη θύμησή μου τις μυρωδιές της Μεγάλης Εβδομάδας στα ορεινά της Οίτης, που ήταν ένα μεγαλόπρεπο μπουκέτο λευκών και μωβ αγριολούλουδων, ροζοκόκκινων ανθών από λυγερόκορμες, φορτωμένες κουτσουπιές, άγριους, ''υπερήφανους'' ζοχούς και στρογγυλεμένα αγριοράδικα της ''ιδρωμένης'' γης.
Τα μυρωμένα άνθη του Επιταφίου ήταν πολυσυλλεκτικές χεριές ροζιασμένων και σκληροτράχηλων χεριών, ''ευαγγελικά'' κρίνα λουσμένα στην λευκότητα, αποπνικτικά διαχέουσες ''μεθυσμένες'' πασχαλιές και κάτι μικρά λευκά και κόκκινα γαρύφαλλα, που περίμεναν το Πάσχα για ν' ανοίξουν. Και τι προσεγμένη, αρχοντική ευταξία ήταν εκείνη! Οι άνθρωποι κατέβαζαν από τις ξύλινες, γαλανές και αυτοσχέδιες κρεμάστρες τα καλά τους ρούχα, που ήταν προστατευμένα από ολόλευκα σεντόνια και τα άπλωναν στις πέτρινες αυλές, για ν' αποβάλλουν την έντονη μυρωδιά της ναφθαλίνης.
Ακόμα και τα κουτσουλιερά κοτέτσια, οι ασυμμάζευτοι και λασπωμένοι στάβλοι κι οι ερμητικά αμπαρωμένοι αχυρώνες καθαρίζονταν με υποδειγματική τάξη και εμπνευσμένη ευφροσύνη. Κι όταν κατέβαινε ο Επιτάφιος γλιστρώντας στο μονοπάτι που έκανε το γύρο του ''εορταστικού'' νεκροταφείου, πρόσωπα φωταγωγημένα από τα ευθυτενή μελισσοκέρια σιωπούσαν μυστηριακά μπροστά στο χρονικό ενός εκούσιου, προαναγγελθέντος και αιματηρού θανάτου. Πρόσωπα ''μυθικά'' και ''απομυθοποιημένα,'' άλλα που ''απέπλευσαν'' πρόωρα για πάντα και άλλα που μετατράπηκαν σε κιτρινισμένες, παλιές φωτογραφίες να αιωρούν τον νόστο των θυμήσεων, σαν τις τρίχινες, εκείνες, αυτοσχεδιασμένες κούνιες που υποβαστάζονταν πάνω από τα ξύλινα μπαλκόνια.
Η Άντα, η Βούλα, ο Γιάννης, ο Στέλιος, η Σταυρούλα, ο Σπύρος, η Στέλλα, η Γωγούλα και η Άννα... Τί κόσμος ήταν εκείνος! Το συναπάντημα των απανταχού Μαρμαριωτών μπροστά στον βωμό της εκούσιας θυσίας... Μια ομοταξιακή, ομογενοποιημένη και ομόροπη ομήγυρις που εκχεόταν διαθλαστικά στους ομόκεντρους κύκλους του καπνού, που κάπνιζε από το ασημένιο θυμιατήρι.
Έρχονταν στον νου, τα λυπόψυχα εκείνα λόγια που ηχούσαν σαν εκκωφαντικά μπουμπουνητά όψιμης βαρυχειμωνιάς, που τραγουδούσαν τα παιδιά, πρωί Μεγάλης Παρασκευής, βαστώντας ένα ψάθινο καλάθι. ''Σήμερα μαύρος ουρανός/σήμερα μαύρη μέρα/σήμερα όλοι θλίβονται/και τα βουνά λυπούνται...'' Το καλάθι, το κρατούσαν σαν ένα μικρό κουμπαρά αποταμίευσης και το γέμιζαν με φρέσκα αυγά και διχαλωτά κουλούρια!
Όταν τελείωναν κι από το τελευταίο σπίτι του Κάτω Μαχαλά ανέβαιναν στα μαγαζιά για να εξαργυρώσουν τα αρωματικά καλούδια με δραχμές, πενηνταράκια και δεκάρες... Με αυτά τα χρήματα θα πήγαιναν εκδρομή στο τέλος της σχολικής χρονιάς, στο χωριό του αγαπημένου τους δασκάλου!
Έφτανε το Πάσχα,
που από μια απτή οικογενειακή και συγγενική εορτή
μετασχηματιζόταν στα όρια του κοινοτικού συνεορτασμού
και της ποιμνιακής συνάθροισης.
Αλλά, όπως λέει και ο ποιητής:
''Δεν είναι μόνο ο προορισμός του ''ταξιδιού,''
αλλά αυτό, το ίδιο το ''ταξίδι''!
Και σ' αυτή την προσευχητικά παρήγορη
συμπορευόμενη ''συσταύρωση'' και ''συνανάσταση''
όλων των κτισμάτων,
η Μεγάλη κυρά Σαρακοστή
στάθηκε μια εκπαιδευτικά ικανή και συναποτελεσματική δασκάλα,
που μας έμαθε εντέλει:
''Οι Ιθάκες τι σημαίνουν!''
Ίθε όλη η ζωή μας εφεξής να μεταβληθεί
σε μια Αγία και Μεγάλη βιωματική Σαρακοστή,
σαν την μακαρία ζωή αυτής της εικονιζόμενης μορφής,
που όλη σχεδόν η ζωή της από τα 16 της και εντεύθεν
διαδραματίστηκε τραγωδιακά
μεταξύ του Γολγοθά, του Σταυρού και της Ανάστασης!
Υ. Γ. Εις αιωνία μνήμη της πολυαγαπημένης θείας μου Σοφίας Τσιντζηλώνη, που θέριεψε ανείπωτα τον πόνο μέσα από την ακατάληπτα, βασανιστική ζωή της.
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος