ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ (+1779)




Iσαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς. Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη. Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών. Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β' και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση. Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. «Όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, και άκουαν μετά κατανύξεως, και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις, και ωφέλεια ψυχική»". Η διδασκαλία του ήταν «απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, όπου εφαίνετο καθολικά, να ήναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ήσυχου Αγίου Πvεύματoς». Η επίδραση του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν' ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταιυρό κι ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος». Τά κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια. Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν' αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία. Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του. Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωση του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του. Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και το λείψανο του το έριξαν στα νερά του πόταμου Άψου. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό, το λείψανο επέπλεε. Βρέθηκε από τον ιερέα Μάρκο κι ενταφιάσθηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου, όπου και ανευρέθη. Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Ακολουθία και βίο του έγραψαν ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Σαπφείριος Χριστοδουλίδης, ο Θωμάς Πασχίδης και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον βίο και το έργο του μεγάλoυ αγίου. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου. (impantokratoros.gr).




ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ: Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ


ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΕΙΝΑΙ ΑΦΩΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΤΗΡΑΜΕΝΟ


ΕΓΩ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΗΤΕ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΜΗΤΕ ΣΠΙΤΙ, ΜΗΤΕ ΚΑΣΕΛΑ, ΜΗΤΕ ΑΛΛΟ ΡΑΣΟ ΝΑ ΦΟΡΕΣΩ


ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΝΑ ΕΥΛΟΓΟΥΜΕ, ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΝΑ ΑΝΟΙΓΩΜΕΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΝ


Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Η ΨΕΥΤΙΚΗ, Η ΓΗΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΤΑΙΑ


ΤΡΙΑΝΤΑ ΦΛΩΡΙΑ ΕΠΩΛΗΣΑΝ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΜΑΣ


ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ: ΜΑΡΤΥΡΙΟ, ΜΑΡΤΥΡΙΑ, ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΧΙΛΙΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ ΚΙ ΕΝΑΣ ΟΧΙ


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ: ΜΑΡΤΥΡΙΟ, ΜΑΡΤΥΡΙΑ, ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ» (2022)




Επί τη εορτή του Αγίου Ιερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779)


ΔΙΔΑΧΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ




Ο άγιος Kοσμάς υπήρξε ο κατ’ εξοχήν φωτιστής των σκλαβωμένων! O ίδιος, μήνες προ του μαρτυρικού του θανάτου, κάνει τον απολογισμό του εκπαιδευτικού του έργου σε επιστολή του προς τον αδελφό του Xρύσανθο, δάσκαλο. «Έως τριάντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά Γράμματα, του Kυρίου συνεργούντος και τον λόγον μου βεβαιούντος, διά τινών επακολουθησάντων σημείων, πλην δόξα τω λέγοντι, η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Tο έργο είναι θαυμαστό τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά και ασύγκριτο προς το αντίστοιχο του οποιουδήποτε άλλου διδασκάλου του Γένους. Οι οπαδοί του δυτικού «διαφωτισμού» στους ακαδημαϊκούς κύκλους, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, περιορίζονται σε σύντομη αναφορά στο πρόσωπο του αγίου, τον οποίο καλούν, «ίνα μη μιανθώσιν», πατρο-Kοσμά κατατάσσοντάς τον στη χωρεία των Eλλήνων διαφωτιστών (εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς εισαγωγικά). Βέβαια οι ακαδημαϊκοί χρησιμοποιούν τον όρο με περιεχόμενο σαφώς διακριτό απ’ εκείνο της Εκκλησίας, που συνήθως χρησιμοποιεί τον όρο φωτιστής. Βλέπουν το σχολείο ως γνωσιοκεντρικό, κατά τα πρότυπα της Eσπερίας, μηδέ των εκεί θεολογικών Σχολών εξαιρουμένων. Ο άγιος έβλεπε το σχολείο πολύ διαφορετικά απ’ ότι οι «διαφωτιστές». Εξηγούσε, στους απλούς ακροατές των κηρυγμάτων του, γιατί έπρεπε να ιδρύουν σχολεία με τα ακόλουθα, όπως σώζονται στις διδαχές του: «Tην αγάπην, επειδή δεν την ηξεύρετε, πρέπει παιδιά μου, να στερεώνετε σχολεία, διατί πάντα εις τα σχολεία γυμνάζονται οι άνθρωποι και ηξεύρουν και μανθάνουν το τι εστι Θεός, το τι είναι οι άγιοι Άγγελοι, τι είναι οι καταραμένοι δαίμονες και το τι είναι η αρετή των δικαίων. Το σχολείον φωτίζει τους ανθρώπους. Aνοίγουν τα ομμάτια των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών να μανθάνουν τα μυστήρια». Tονίζουμε τη θλιβερή διαπίστωση του αγίου ό,τι οι ακροατές του δεν ήξευραν την αγάπη. Τους παρακινούσε γι’ αυτό να ιδρύσουν σχολεία, ώστε σ’ αυτά να διδαχθούν για τον Θεό, ο οποίος είναι αγάπη (A΄ Iωάννου Δ΄ 16). Tι σχέση έχουν τα λόγια της διδαχής με το πρότυπο του σχολείου των «διαφωτιστών»; Aυτοί φαίνεται ότι προβάλλουν την αξία της γνώσης υπέρ την αγάπη. Παράλληλα ψεύδονται συκοφαντώντας την Εκκλησία ως εχθρό της φυσικής γνώσης, της μόνης για την οποία δήθεν ενδιαφέρονται, ενώ ασυστόλως προπαγανδίζουν διά του «διαφωτιστικού» σχολείου τον υλισμό (αθεΐα), την ιδεολογία τους δηλαδή. Το σχολείο της εποχής μας εξέπεσε στην έσχατη κατάντια, καθώς δεν διδάσκει την αρετή. Aπό γνωσιοκεντρικό κατολίσθησε σε άκρως χρησιμοθηρικό, στο οποίο οι μαθητές δεν αμιλλώνται κατά τα πρότυπα των προγόνων μας, αλλά γυμνάζονται, προκειμένου να εξοικειωθούν με την άκρως ανταγωνιστική και βάρβαρη κοινωνία, στην οποία κυριαρχούν τα ιδεολογήματα των αστών, πρώτων οπαδών του «διαφωτισμού», που επικουρούνται από αρκετούς μαρξιστές, υποτιθέμενους κοινωνικοπολιτικούς τους αντιπάλους, και ενδοτικούς θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι τηρούν επτασφράγιστες τις επικίνδυνες για το σύστημα διδαχές του Ευαγγελίου. (https://xristianiki.gr).



ΗΣΑΝ ΑΝΔΡΟΓΥΝΟΝ ΚΑΙ ΕΙΧΟΝ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΕΥΛΟΓΙΑ


ΦΟΒΕΡΟΝ ΤΟ ΕΜΠΕΣΕΙΝ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΘΕΟΥ ΖΩΝΤΟΣ


ΗΤΟ ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΔΕΛΦΟΙ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ


ΑΜΑ ΕΒΓΕΙ Η ΨΥΧΗ ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΚΟΥΛΙΚΙΑΖΕΙ


ΚΑΜΕΤΕ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΤΟ ΣΩΜΑ ΔΟΥΛΟΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ;


ΟΥΚ ΕΙΜΙ ΑΞΙΟΣ ΜΗΤΕ ΤΑ ΠΟΔΑΡΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΦΙΛΗΣΩ


ΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΜΙΑ ΦΥΛΑΚΗ





Θέλων ο Κύριος να δείξη το μέγα κακόν οπού απετόλμησαν να κάμουν τα τέκνα του διαβόλου, οι Εβραίοι, εσκότισε τον ήλιον από τας εξ ώρας έως τας εννέα εις όλον τον κόσμον, αι πέτραι εσχίζοντο, όλη η γη έτρεμεν.


Ετέθη ο Κύριος εις τον τάφον, και ευθύς ανεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, οπού ήσαν χιλιάδες χρόνους αποθαμένοι, και εκήρυξαν πως μόνον ο Χριστός είνε Υιός και λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των νεκρών. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί από σήμερον και ύστερα να μη κλαίωμεν τους αποθαμένους ωσάν τους ασεβείς και απίστους, οπού δεν ελπίζουν ανάστασιν.


Ούτος ο κόσμος, αδελφοί μου είνε ωσάν μια φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος; Όταν εμβαίνη εις την φυλακήν ή όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν; Ποιοι φαίνεται, όταν εμβαίνει εις την φυλακήν, τότε πρέπει να κλαίη και να λυπήται, και όταν εξέρχετια από την φυλακήν, τότε πρέπει να χαίρεται.


Έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπήσθε δια τους αποθαμένους, αλλά να αγαπάτε τους αποθαμένους, κάμνετε ότι ημπορείτε δια την ψυχήν των, συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστειας, προσευχάς, ελεημοσύνας. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα δια τους αποθαμένους σας, να τα βγάλετε διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και τους αποθαμένους. Φυσικόν είνε ο άνθρωπος να γεννηθή και να αποθάνη.


Όταν γεννώμεθα, τότε πρέπει να κλαίωμεν, και όταν αποθνήσκωμεν, να χαιρώμεθα και μάλιστα να μην κλαίεται δια τα μικρά παιδιά, οπού είνε ωσάν Άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαις είνε άπρεπον.


Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης πολύ μάλλον δεν πρέπει να χαίρεσαι οπού σε ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώσει εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λαμπη περισσότερον από τον ήλιον, δια να λάβης τον μισθόν σου να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του;


Είνε μερικοί οπού έχουν τον διάβολον εις την καρδίαν των και λέγουν πως δεν είνε ανάστασις και δεν είδατε καμμίαν φοράν αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι οπού είνε εδώ, πρωτού να γεννηθούν, δεν ήσαν αποθαμένοι;


Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της μητρός μας, έτσι δύναται να μας αναστήση και από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τι διαφέρει; Δεν βλέπωμεν φανερά την ανάστασιν;


Όταν κοιμώμεθα, δεν είμεθα ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τι είνε; Μικρός θάνατος, και ο θάνατος μεγάλος ύπνος. Και καθώς τι σιτάρι οπού πίπτει εις την γην, ανίσως και δεν βρέχη να σπηθή να γίνη ωσάν χυλός, δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην.

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ (+1779)





Ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779). Iσαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς.


Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη.


Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών.


Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος.


Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β' και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.


Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. «Όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, και άκουαν μετά κατανύξεως, και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις, και ωφέλεια ψυχική»".


Η διδασκαλία του ήταν «απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, όπου εφαίνετο καθολικά, να ήναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ήσυχου Αγίου Πvεύματoς».


Η επίδραση του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν' ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταιυρό κι ανεβαίνοντας σ' ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του.


Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».


Τα κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια. Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων.


Τους πλουσίους έβαζε ν' αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία. Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του.


Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωση του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ




Είναι η 23η Αυγούστου του 1779. Ο ταπεινός ρασοφόρος Πατροκοσμάς βρίσκεται στο Κολικόντασι του Μπερατιού. «Εδώ κηρύσσει το ύστατον τον λόγον του Θεού. Το κήρυγμά του τούτο αποτελεί το κύκνειόν του άσμα. Λαός πολύς, ως πάντοτε συγκεντρούται, δια να ακούση τον ιεροκήρυκα». Οι στρατιώτες του Κουρτ πασά τον συνέλαβαν, χωρίς να του ανακοινώσουν καμμιά κατηγορία.


«Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος, πως έχουν να τον θανατώσουν· όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με Μαρτύριον. Έπειτα στραφείς προς τους καλογήρους, οπού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνον το ψαλμικόν:


Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν”· και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης δια την στέρησιν της ζωής του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα».


Όταν ξημέρωσε οι επτά δήμιοι τον οδήγησαν στο ποτάμι, τον Άψο. «Τον κάθησαν κοντά εις ένα δένδρον και ηθέλησαν να του δέσουν τα χέρια, αλλ’ εκείνος δεν τους άφησε, λέγοντάς τους ότι δεν αντιστέκεται, αλλά κρατεί σταυρωμένα τα χέρια του ωσάν να του τα είχαν δέσει»…


«Καθώς προσευχόταν ευλόγησεν τον κόσμον σταυροειδώς και εκεί ήταν ένα δένδρον και εβγάνοντας το σχοινίον από το άλογον τον έδεσαν από τον λαιμόν και τον έπνιξαν, και έτσι παρέδωσεν την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ευθύς τον εγύμνωσαν από όλα τα φορέματα όπου είχεν, έξω από ένα παλαιοβράκι, όπου δεν το έβγαλαν και τον έρριψαν εις το ποτάμι», γράφει απλά και λιτά ο Ζηκο–Μπιστρέκης, ένας από τους μαθητές και ακολούθους του Πατροκοσμά, εκείνες τις δύσκολες ώρες.


Τον Ζηκο–Μπιστρέκη τον έπιασαν και τον φυλάκισαν μαζί με κάποιους άλλους στο μοναστήρι της Αρδενίτσας και τους φύλαγαν να μην έλθουν σε επαφή με τους κατοίκους και διαλαλήσουν τον απαγχονισμό του Αγίου.


Και συνεχίζει ο Ζηκο–Μπιστρέκης: «Ύστερα πήραν θέλημα οι χριστιανοί να τον εβγάλουν και εγύριζαν με καμάκια και με δίκτυα και δεν τον εύρισκαν. Ύστερα ένας παπάς, Μάρκος ονόματι, κάμνει τον σταυρόν και πηγαίνει με το μονόξυλον, και ω του θαύματος! Ευθέως εφάνη εις το νερόν ορθός, και τον επήρεν, και τον πηγαίνει εις την εκκλησίαν ευθύς εις Καλλικόντασι και ήταν κοντά βράδυ και τον έψαλαν και τον έθαψαν».


Οι Χριστιανοί τον ενταφίασαν στον νάρθηκα της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Κολικόντασι της Β. Ηπείρου, σε απόσταση 10′ από το ποτάμι, στις παρυφές του γειτονικού χωριού Μουγιαλή, «αρχιερατεύοντος εν Βελεγράδοις Ιωάσαφ, ος και αυτός ην παρών εις τον ενταφιασμόν του Αγίου».


Τον κρέμασαν στις 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο. Η αγία ψυχή του πήγε κοντά στον Πλάστη. Στη γη έμειναν οι γιγάντιοι σταυροί που έστηνε σε κάθε χωριό που επισκεπτόταν. Έμειναν οι ναοί, τα Σχολεία, η φλόγα που άναψε στις καρδιές. Αυτή η φλόγα λαμπάδιασε και άπλωσε το φως της ελευθερίας.


Στο μέρος όπου ο παπά-Μάρκος ανέσυρε από τον Άψο το ιερό λείψανο, «οι άνθρωποι του τόπου έχτισαν αμέσως ένα μικρό εκκλησάκι που ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πρώτη επώνυμη εκκλησία προς τιμή του Νεομάρτυρα. Αργότερα την είπαν Μικρό Άγιο Κοσμά».

ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ: Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ





Ἕνας πραγματευτής, ὀνομαζόμενος παραλογιστής (ὁ διά ψευδοῦς ὑπολογισμοῦ ἐξαπατῶν),

 ἐπραγματεύετο σαράντα ­ πενῆντα χρόνους. 

Ποτέ καμμίαν φοράν προκοπήν δέν ἔλαβεν. 

Ὕστερον εὑρίσκει εἰς τόν δρόμον ἕνα τορβᾶ (μικρός σάκκος). 

Τόν ἀνοίγει, εὑρίσκει μέσα φλωρία κάλπικα, μαργαριτάρια κάλπικα, ψεύτικα, 

καί μέσα εἰς τήν μέσην τοῦ τορβᾶ εὑρίσκει ἕνα διαμάντι. Παίρνει τόν τορβᾶ 

μέ τά ἄ σπρα καί πηγαίνει εἰς τόν σαράφην 

(ἀργυραμοιβός, δηλαδή, αὐτός πού ἐξαργυρώνει ξένα νομίσματα), 

νά ἰδῇ ἂν εἶναι καλά. 

Κοιτάζοντάς τα τοῦ εἶπεν ὅτι εἶναι κάλπικα καί μόνον τό διαμάντι εἶναι καλόν. 

Ὁ πραγματευτής δέν τό ἐπίστευσε, μόνον τά παίρνει καί φεύγει καί πηγαίνει 

εἰς ἄλλον σαράφην, καί τοῦ λέγει καί αὐτός πώς αὐτά τά ἄσπρα εἶναι ὅλα ψεύτικα καί κάλπικα, 

μόνον τό διαμάντι εἶναι πολύτιμον πρᾶγμα. Ἐλυπήθη ὁ πραγματευτής καί παίρνει τό διαμάντι 

εἰς τό χέρι του καί τόν τορβᾶ μέ τά ἄσπρα (χρήματα) καί πηγαίνει.




Εἰς τόν δρόμον ὁπού ἐπήγαινεν ἀπήντησε ἕνα τυφλόν καί λέγει: Θέλω τό διαμάντι νά ἰδῶ τί δύναμιν ἔχει. Καί ὢ τοῦ θαύματος ! Ἂμα τό ἔγγιξεν εἰς τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, παρευθύς ἤνοιξαν καί εἶδεν ὁ τυφλός. Τότε ἐχάρη ὁ πραγματευτής. Πηγαίνει παρέκει εἰς ἕνα τόπον καί ἀπήντησεν ἕνα βουβόν καί κωφόν, καί ἅμα τόν ἔγγιξε, εὐθύς ὡμίλησε καί ἤκουσεν. Ἀπήντησεν ἕνα κρατημένον (παράλυτον), καί ἅμα τόν ἔγγιξε, ἰατρεύθη. Τό ἐγγίζει εἰς ἕνα πτωχόν, καί γίνεται πλούσιος· τό ἐγγίζει εἰς ἕνα γέροντα, καί γίνεται νέος· τό ἔγγιξε εἰς ἕνα νεκρόν, εὐθύς ἀνεστήθη.


Βλέποντας ὁ πραγματευτής τοιαῦτα θαυμάσια, ἄναψεν ἡ καρδία του ἀπό τήν χαράν καί παίρνει τόν τορβᾶ μέ τά ἄσπρα καί πηγαίνει καί τά ῥίπτει μέσα εἰς τήν θάλασ σαν, καί ἐκράτησε μόνον τό διαμάντι, καί ἐπῆγεν εἰς τό σπίτι του. Ἦλθε καιρός νά ἀποθάνῃ ὁ πραγματευτής, καί κράζει ὅλους τούς δικούς του καί τούς λέγει: Παιδιά μου, ἔχω σαράντα ­ πενῆντα χρόνους ὁπού ἐμπορευόμουν εἰς τόν κόσμον· ποτέ καμμίαν προκοπήν δέν ἔκαμα.


στερα εὑρῆκα ἕνα τορβᾶ, ὁπού εἶχε μέσα φλωρία κάλπικα, γρόσια κάλπικα, μαργαριτάρια κάλπικα, καί μέσα εἰς τήν μέσην τοῦ τορβᾶ εὑρῆκα ἕνα διαμάντι, καί ἔχει τοιαύτην ἐνέργειαν, ὁπού καί νεκρούς ἀνασταίνει καί πτωχούς πλουτίζει, καί τυφλῶν τά ὄμματα ἀνοίγει καί κωφούς κάμνει καί ἀκούουν, καί κάθε ἀσθένειαν τήν ἰατρεύει. Ὅμως τώρα γρήγορα θά σᾶς ἀφήσω τήν ὑγίειαν καί μέλλω ν’ ἀποθάνω, καί δέν ἔχω νά σᾶς ἀφήσω ἄλλην κληρονομίαν παρά τοῦτο τό διαμάντι. 


Μά πρέπει καί ἡ εὐγενεία σας, νά εὕρετε τόπον νά τό ἀποθέσετε, νά εἶναι ἐπιτήδειος καθώς πρέπει, διότι δέν στέκει εἰς ὅ,τι τόπον καί ἂν τύχῃ. Ἦλθε καιρός καί ἀπέθανε ὁ πραγματευτής· ἀπέμεινε τό διαμάντι εἰς τούς δικούς του. Ἐκοίταξαν καί αὐτοί νά εὕρουν τόπον νά τό ἐναποθηκεύσωσι, καθώς τούς παρήγγειλε ὁ πραγματευτής. Εὑρίσκουν λοιπόν ἕνα μάρμαρον τρίγωνον, ἰσόπλευρον·


τό βάνουν ἐπάνω εἰς τό μάρμαρον τό διαμάντι, μά δέν ἐστάθη· ἐλυπήθησαν, πώς δέν εὗρον τόπον νά τό ἀπιθώσωσι (τοποθετήσουν). Πάλιν βάνουν ἕνα πανί ἄσπρο εἰς τό μάρμαρον διά μαλάκωμα, τό ἀπιθώνουν, δέν στέκει τό διαμάντι· πάλιν ἐλυπήθησαν. Ὕστερα ξαναστρώνουν ἕνα ἄλλο πανί ἐπάνω στό ἄλλο, ἀπιθώνουν τό διαμάντι, καί τότε εὐθύς ἐστάθη τό διαμάντι. Τότε ἐχάρησαν πολύ καί ἐδόξασαν τόν Θεόν. 


Τώρα πρέπει νά ἴδωμεν, πρῶτον, ποῖος εἶναι ὁ πραγματευτής· δεύτερον τί εἶναι ὁ τορβᾶς· τρίτον, τί εἶναι τά γρόσια· τέταρτον, τί εἶναι τά φλωρία· πέμπτον, τί εἶναι τά μαργαριτάρια, ἕκτον, τί εἶναι τό διαμάντι· ἕβδομον, ποῖοι εἶναι οἱ ἀργυραμοιβεῖς· ὄγδοον, ποῖοι εἶναι οἱ συγγενεῖς τοῦ πραγματευτοῦ· ἔνατον, τί εἶναι τό μάρμαρον· δέκατον, τί δηλοῖ τό ἕνα πανί· ἑνδέκατον, τί δηλοῖ τό δεύτερον πανί.


Αὐτά εἶναι τά ἕνδεκα ζητήματα, τά ὁποῖα θά ἐξηγήσωμεν. Πρῶτον πραγματευτής, παραλογιστής, μπεκρής, ἀκαμάτης, τεμπέλης εἶναι ἡ ἀφεντιά μου. Ἐπραγματευόμην σαράντα ­ πενῆντα χρόνους, εἰς τί ἐπραγματευόμουν; Ἔφθειρα τήν ζωήν μου εἰς τήν σπουδήν σαράντα ­ πενῆντα χρόνους. Μέ ἀξίωσεν ὁ Θεός καί εὑρῆκα ἕνα τορβᾶν. Τί εἶναι ὁ τορβᾶς; Εἶναι τό ἅγιον καί ἱερόν Εὐαγγέλιον. Τό ἀνοίγω καί βρίσκω μέσα φλωρία κάλπικα. Τί εἶναι τά φλωρία; Εἶναι οἱ ἑβραῖοι, ὁπού λέγουν πώς πιστεύουν, μά εἶναι κάλπικη ἡ πίστις των, τοῦ διαβόλου. 


Εὑρίσκω μέσα γρόσια κάλπικα. Τί δηλοῦν τά γρόσια; Εἶναι οἱ ἀσεβεῖς, ὁπού λέγουν πώς πιστεύουν, μά εἶναι κάλπικη ἡ πίστις των, τοῦ διαβόλου. Εὑρίσκω μέσα μαργαριτάρια ψεύτικα. Τί δηλοῦν τά μαργαριτάρια; Εἶναι οἱ αἱρετικοί, ὁπού λέγουν πώς πιστεύουν εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, μά εἶναι ψεύτικη, τοῦ διαβόλου καί αὐτῶν. Τί εἶναι τό διαμάντι; Εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί Θεός.

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.