Ὤ Φῶς ἱλαρόν,
ὤ χαιρέτισμα ἀρχαγγελικό,
ἄραγε ὁ Θεός σέ στέλνει
μονάχα σέ μᾶς
γιά νά μᾶς φέρεις τήν ἐλπίδα του
καί τόν χαιρετισμό
τῆς ἀγάπης του..;
Ἔχουμε στό σπίτι μας ἕνα μικρό δωμάτιο μ’ ἕνα εἰκονοστάσι, πού βρίσκεται πρός τή μιά γωνιά του. Ἀπάνω στό εἰκονοστάσι εἶναι βαλμένο, στή μέση, ἕνα παλιό μεγάλο Εὐαγγέλιο μέ ἀσημωμένες τάβλες, ἕνας ἀρχαῖος σκαλιστός σταυρός, ἕνα μικρό κουτάκι μέ ἅγιο λείψανο, ἕνα ἀσημένο χέρι, μεγάλο ὅσο εἶναι τό φυσικό χέρι, πού ἔχει μέσα ἅγιο λείψανο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, καί κάμποσα εἰκονίσματα, πού ἀνάμεσά τους εἶναι μία μεγάλη εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, παλιά κι ἀσημωμένη ἀπό τέμπλο.
Ὅλα αὐτά ἤτανε τῆς οἰκογενειακῆς ἐκκλησιᾶς μας, καί τά πήραμε μαζί μας τόν καιρό πού φύγαμε ἀπό τή Μικρά Ἀσία, καταδιωγμένοι ἀπό τόν Τοῦρκο, μαζί μέ λίγα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Ἀντί νά πάρουμε ἄλλα πράγματα, πού θά ἤτανε πιό χρήσιμα σέ μᾶς, κατά τή γνώμη τοῦ κόσμου, προτιμήσαμε νά πάρουμε αὐτά τά ἁγιασμένα πράγματα. Περάσαμε στή Μυτιλήνη, πού εἶναι κοντά στό μέρος πού γεννηθήκαμε, ἀντίκρυ στή μεγάλη στεριά τῆς Ἀνατολῆς.
Τό καντήλι καίει μέρα-νύχτα ἀκοίμητο, μπροστά σ’ αὐτό τό εἰκονοστάσι. Τό δωμάτιο μοσκοβολᾶ κερί καί λιβάνι. Ἐκεῖ εἶναι τό καταφύγιό μας στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, ἐκεῖ λέμε καί τίς εὐχαριστίες μας στόν Θεό γιά ὅ,τι καλό μας στέλνει. Ἐκεῖ λέμε τόν ἑσπερινό καί τόν ὄρθρο, ὅποτε τύχει νά μήν πᾶμε στήν ἐκκλησία, τίς παρακλήσεις, τίς δοξολογίες. ἐκεῖ γίνουνται οἱ ἁγιασμοί καί τά εὐχέλαια, ἀπό ἁγιαμένους παπάδες καί καλογήρους. Ἡ ψυχή μας κι ἡ καρδιά μας, βρίσκονται ἐκεῖ. Ἔχουμε τά Μηναῖα, τό Πεντηκοστάριο, τήν Παρακλητική, τό Τριώδιο, τό Ὡρολόγιο, τό Ἁγιασματάρι, κλπ… Ἐκεῖνο τό θαλάμι εἶναι ἡ κάτ’ οἶκον ἐκκλησία μας.
Ἀπό τά δεξιά βρίσκεται ἕνα παραθύρι, δίπλα στή βορεινή γωνιά. Ἀπ’ ἐκεῖνο τό παραθύρι, πού εἶναι βορεινό, δέν μπαίνει ὁλότελα ὁ ἥλιος ὅλον τόν χειμώνα. Μονάχα κατά τήν ἀρχή τοῦ καλοκαιριοῦ ἀρχίζουν καί τρυπώνουν λοξά χρυσές ἀχτίνες ἀπό τόν ἥλιο, τήν ὥρα πού βασιλεύει. Τρυπώνει δειλά-δειλά, αὐτό τό φῶς, τό «Φῶς ἱλαρόν», ὅπως τό λέγω, καί κάνει μιά στενή λουρίδα ὄρθια, χρυσαφένια, δίπλα στή βορεινή γωνιά, ἀριστερά ἀπό τό εἰκονοστάσι.
Φανερώνεται τίς πρῶτες μέρες τοῦ Ἰουνίου, καί χάνεται τίς πρῶτες μέρες τοῦ Αὐγούστου. Τό ἁγιασμένο πυροτέχνημα στήν ἀρχή βαστᾶ λίγες στιγμές κ’ ὕστερα ἀποτραβιέται. Κατά τήν ἀρχή Ἰουλίου στέκεται ἴσαμε μιά ὥρα. Καί στίς τελευταῖες μέρες του βαστᾶ πάλι λίγες στιγμές, ὡς πού χάνεται, καί δέν ξαναφαίνεται πιά. Αὐτό εἶναι τό «Φῶς ἱλαρόν». Ἀπό μικρό παιδί τό ‘βλεπα τό βράδυ πού βασίλευε ὁ ἥλιος, ἐξωτικό, χρυσοκκόκινο, νά χρυσώνει τά σπίτια, τά μικρά τα βουνά, τά βράχια, τά πανιά τῶν καραβιῶν, σάν νά ἤτανε χρυσοκαπνισμένα. Τό θέαμα ἤτανε πανηγυρικό, κ’ ἔπεφτα σέ ἔκσταση, σάν νά ἐρχότανε ἐκεῖνο τό φώς ἀπό ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατά κεῖ πού βασιλεύει ὁ ἥλιος.
Πόσο ποιητικά ἐκφράζει ὁ λαός μας τή μεγαλοπρέπεια πού ἔχει ἐκείνη ἡ ἱερή ὥρα, λέγοντας πώς ὁ ἥλιος «βασιλεύει». Ἀληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ μέ τέτοια πορφύρα; Θά ’λέγε κανένας πώς δέν εἶναι ὁ ἥλιος αὐτός ὁ βασιλέας, ἀλλά ὁ Χριστός, ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων. Ἔχω τήν ἰδέα μάλιστα πώς ὁ εὐλαβής λαός μας, λέγοντας «ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε», ἐπῆρε τά λόγια, γυρίζοντάς τα, ἀπό τό «Προκείμενον» πού λέγει ὁ ψάλτης τό Σαββατόβραδο στόν ἑσπερινό: «ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» ἴσα-ἴσα τήν ἴδια ὥρα πού βασιλεύει ὁ ἥλιος. Ἐκείνη τήν ὥρα τό χρυσορρόδινο φῶς μπαίνει ἀπό τό παράθυρο τῆς ἐκκλησίας, πού εἶναι κατά τό δυτικό μέρος, καί χτυπᾶ ἀπάνω στό σκαλιστό τέμπλο, κάνοντάς το νά λαμποκοπᾶ σάν «χρυσοπλοκώτατος πύργος».
Λίγο πρίν τό «Προκείμενον» λέγει ὁ ψάλτης, ἤ κανένας καλόγερος, ἤ κανένανς ταπεινός ἀναγνώστης τό «Φῶς ἱλαρόν», ἐκεῖνον τόν θεσπέσιον ἑσπερινόν ὕμνον. Ἔχω γράψει πολλές φορές γι’ αὐτή τήν ἁγιασμένη καί κατανυστική ὥρα: Σ’ ἕνα τέτοιο γράψιμό μου λέγω τά παρακάτω: «Πρός τό βράδυ, ἕνα χρυσαφένιο γλυκό φῶς μπαίνει μέσα στόν ἁγιασμένο πύργο τῆς ἐκκλησιᾶς (στόν τροῦλλο), σάν νά τόν γεμίζει μέ θυμίαμα. Τούτη τήν ἱερή ὥρα βουΐζει ὁ τελευταῖος φτερωτός προσκυνητής, ἕνας ἀθῶος καντηλοσβήστης…
Ἀπό κάτω, τήν ἴδια ὥρα, λέγει ὁ καλογέρας μέ φωνή ἥσυχή τό «Φῶς ἱλαρόν», ἐνῶ ὁ ἥλιος βασιλεύει, καί τελειώνει ἡ μέρα: «Φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπί τήν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Ἄξιόν Σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις, Υἱέ Θεοῦ, ζωήν ὁ διδούς. Διό ὁ κόσμος Σέ δοξάζει».
Δάκρυα ἔρχουνται στά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ἀκούγοντας αὐτά τ’ ἀρχαία λόγια, πού εἶναι ἁπλά καί αἰώνια σάν τό βασίλεμα τοῦ ἥλιου. Τό βιβλίο πού’ ναι ἀκουμπισμένο ἀπάνω στ’ ἀναλόγι, γράφει πώς εἶναι «ποίημα Ἀθηνογένους τοῦ Μάρτυρος». Παμπάλαιος ὕμνος, πού τόν λένε κάθε βράδυ, σάν τελειώνει ἡ μέρα, ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια ἴσαμε σήμερα, ἁπλοί ἄνθρωποι πού βαστᾶνε ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, σάν καί τοῦτον τόν Ἁγιονορίτη καλογερά, πού εἶναι καί στό πρόσωπο σάν τούς παλαιούς». Ἀλλά καί τούτη τήν ὥρα πού γράφω, λάμπει ἀπάνω στόν τοῖχο, κοντά στό εἰκονοστάσι μέ τά ἀγαπημένα εἰκονίσματα πού γλύτωσα ἀπό τούς ἀλλόθρησκους καί πού τά προσκυνοῦσαν οἱ πρόγονοί μου.
Πόσο χαίρουμε σάν τό βλέπω νά μπαίνει μέσα στό καταφύγιό μου! Ἡ χαρά πού νιώθω εἶναι μιά κρυφή χαρά, πού τή φυλάγω στήν καδιά μου, σάν ἕνα φῶς ἀνέσπερο, πού θά τήν ζεσταίνει τόν χειμώνα. Αὐτό τό ὑπερκόσμιο φῶς εἶναι μιά ἐλπίδα πού ἔρχεται «ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου τοῦ Κυρίου», εἶναι μιά θεϊκή ἐπίσκεψη πού μοῦ δίνει παρηγοριά. Κάθε βράδυ τό περιμένω μέ ἀγάπη. Δέν πηγαίνω πουθενά γιά νά μήν χάσω τήν ἱερή αὐτή ἐπίσκεψη. Χαίρομαι πού κρατᾶ πολλή ὥρα ἡ παρουσία του καί παρακαλῶ ν’ ἀργήσει νά φύγει. Μόλις ἀρχίζει καί φεγγίζει μυστικά λέγω: «Καλῶς το! Καλῶς ἦρθες πάλι στό φτωχικό μας.
Κάθε βράδυ μέ χαρά σέ περιμένουμε, καί σάν φεύγεις, μέ ἐλπίδα σέ προσμένουμε νά ’ρθεῖς τό ἄλλο βράδυ. Ἄς ἀργήσουνε νά περάσουμε οἱ μέρες πού μᾶς ἔρχεσαι». Κάνω τόν σταυρό μου καί συλλογίζουμαι: «Τούτη τήν ὥρα χρυσαφώνεις τά παλιά τέμπλα στά μοναστήρια, στολίζεις μέ ἀκριβά πετράδια τό φτωχό εἰκονοστάσι, πού εἶναι μέσα στή σπηλιά τοῦ ἀσκητῆ ἤ κανένα σκοτεινό κουβούκλι πού κάνει τήν προσευχή τῆς καμιά ταπεινή καί πικραμένη ψυχή. Τήν ἴδια ὥρα, ὅμως, μπαίνεις καί σέ σπίτια ψυχρά καί δίχως πνοή, πού κάθουνται μέσα ἄπιστοι ἄνθρωποι, καί δέν σέ παίρνουνε εἴδηση, ἀλλοίμονο! ὤ χαιρέτισμα ἀρχαγγελικό, ὤ ἁγιασμένη πορφύρα, πού ἔγινες ἀπό τά ἀθάνατα αἵματα πού χύσανε οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Μπαίνεις καί σέ φυλακές σκοτεινές, ἐκεῖ πού βασανίζουνται οἱ ἀπελπισμένοι, γιά νά τούς δώσεις λίγη ἐλπίδα. Μπαίνεις καί σέ τρύπες ὑγρές κι ἀνήλιαγες. Μπαίνεις καί σέ ἄψυχα κι ἄσλαχνα ἐργοστάσια, μά κανένας δέν σέ παίρνει εἴδηση, οὔτε πότε μπαίνεις, οὔτε πότε φεύγεις, οὔτε ποιά μέρα θά σβήσεις, φεύγοντας γιά πάντα, σάν τόν ἄνθρωπο πού δέν γυρίζουν νά τόν δοῦνε. Ἄραγε ὁ Θεός σέ στέλνει μονάχα σέ μᾶς γιά νά μᾶς φέρεις τήν ἐλπίδα του καί τόν χαιρετισμό τῆς ἀγάπης του, καί σέ περιμένουμε μέ ἀγάπη καί μέ πόθο;…».
Ἀλλοίμονο! Σέ στέλνει σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, μά αὐτοί δέν σέ βλέπουν, ὤ φῶς ἱλαρόν, ὤ φῶς ἑσπερινόν, ὤ φῶς ἀνέσπερον!
Από το ''Εὐλογημένο Καταφύγιο'' του Φώτη Κόντογλου. Γράφει σ᾿ ἕνα κείμενο τοῦ τόμου:
«...Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σέ ἀκατάπαυστη κίνηση, σάν μανιακοί.
Ἄλλοι τρέχουνε ἀπό δῶ, ἄλλοι ἀπό κεῖ. Ὅλοι βιάζονται. Δοξάζω τόν Θεά ἅμα δῶ κανέναν νά πορεύεται ἥσυχα, χωρίς νά βιάζεται!...
Ἄλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι νά πιάσουνε τή χρυσή ρόδα, πού τήν κυλᾶ μπροστά τους ὁ διάβολος, πού τόν λέγανε Ἑρμῆ...
Ἄλλοι κάνουνε λογῆς-λογῆς συνέδρια, καί συζητᾶνε περί ἀνέμων καί ὑδάτων, ἄλλοι μαζεύονται κι ἀλληλοθαυμάζονται κι ἀλληλομισοῦνται σέ σωματεῖα, σέ συλλόγους, σέ ἑταιρεῖες,
ἄλλοι μαζεύονται σάν τά μυρμήγκια κατά χιλιάδες κα βλέπουνε τά λεγόμενα μάτς... ἄλλοι ἐκθέτουνε τά ἔργα τῆς τέχνης τους
καί καμαρώνουνε, ὡς πού νά περάσουνε δυό-τρεῖς μέρες καί νά τούς ξεχάσουνε οἱ θαυμαστές τους,
ἄλλοι τυπώνουνε βιβλία, ἄλλοι βγάζουνε λόγους σάν βραχνιασμένοι βάτραχοι... Ὅλοι,τέλος πάντων, καταγίνονται μέ ὅλα,
ὅσα μποροῦνε σέ τοῦτον τόν ντουνιά, γιά νά ξεχάσουνε τόν ἑαυτό τους, γιά νά μήν ἀπομένουνε μοναχοί καί δοῦνε τή γύμνια τους,
τή μιζέρια τους, τό χάος πού τούς ζώνει...»
Ἀπό τό βιβλίο «Εὐλογημένο καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἐκδόσεις Ἀκρίτας.
Πρόκειται γιά δημοσιευμένα ἄρθρα στήν καθημερινή ἀθηναϊκή ἐφημερίδα «Ἐλευθερία», ὅπου ἔγραφε ἀπό τό 1948.
Φώτης Κόντογλου