ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (ΜΕ' ΜΕΡΟΣ)



Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Φιλοξενούσε στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', δημοσίευε -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε υπό την μορφή συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας και μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος



ΜΕ' Μέρος

Προκειμένου περί της αποφυγής των νεωτερισμών εν τη Εκκλησία και της τηρήσεως των Παραδόσεων, ο Φώτιος, ο της ορθοδοξίας αήττητος πρόμαχος, ο σοφώτατος και αγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο κατά τον Ζαμπέλιον ''καταβάς εις τον τάφον ομολογητής των πατρίων παραδόσεων'', είπε και έγραψε πολλά εις τας περιφήμους Επιστολάς αυτού. Εξ αυτών ολίγιστα μόνον θα μεταφέρωμεν ενταύθα διότι θα ήτο μακροτάτη η έκτασης της διά των δημοσιευμένων άρθρων ημών μελέτης και θα εξετρέπετο του κυρίου σκοπού αυτής.

Αι Επιστολαί του Φωτίου είναι: 1) Δογματικαί και Ερμηνευτικαί, 2) Παραινετικαί και 3) Παραμυθητικαί. Εκ των πρώτων Επιστολών του η Γ' απευθυνόμενη προς τον Πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης Νικόλαον, περιλαμβάνει μεταξύ πλείστων άλλων και τα εξής: ''Πολλοί κανόνες άλλοις μεν παραδίδονται ετέροις δε ουδέ γνώριμοι. Ο παραλαβών και αθετών δίκης άξιος... Και γαρ έστιν όντως κοινά πάσιν, α πάντας φυλάττειν επάναγκες, και προ γε των άλλων τα περί Πίστεως, ένθα και το παρεγκλίναι μικρόν αμαρτείν εστίν αμαρτίαν την προς τον θάνατον... 

Τίς δε των Δεσποτικών και Πατριαρχικών και Συνοδικών δογμάτων ουκ αν αισχυνθείη και πράττων ομολογήσαι την εξουδένωσιν; (το τελευταίον τούτο είπε ο Φώτιος κατά των καινοτομούντων Λατίνων ως εξουδενούντων τα Δεσποτικά και Πατρικά και Συνοδικά προστάγματα)... Δει γαρ τα τεθέντα φυλάσσειν, και Πατράσις τέκνα δίκαιόν τε και όσιον πειθαρχείν... Φιλεί γαρ ως τα πολλά των αγελαίων ο τρόπος διά το της γνώμης ηρρωστικός και αστήρικτον ταις καινοτομίαις τε και ταις νεωτεροποιίαις προσκεχηνέναι μάλλον, η τοις καθεστηκόσι και καλώς κειμένοις προσεπερείδεσθαι.''

Η Δ' Επιστολή του Φωτίου, ήτις εστίν η περιώνυμος αυτού εγκύκλιος η θορυβήσασα τόσον τον Πάπαν Νικόλαον, ώστε έντρομος να επικαλεσθή εις συμμαχίαν όλην την Δύσιν, απευθύνεται προς τους της Ανατολής Αρχιερατικούς Θρόνους και περιλαμβάνει και τα εξής: ''...Και πρώτον μεν αυτούς εκθέσμως εις την των Σαββάτων νηστείαν μετέστησαν. ΟΙΔΕ ΔΕ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΝΤΩΝ ΑΘΕΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΟΛΗΝ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΕΠΙΤΡΕΨΑΙ ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΙΝ!'' 

Γράφων δε εν τη Επιστολή ταύτη ο Φώτιος περί της ασεβείας των Δυτικών Επισκόπων, ους ονομάζει ''Επισκόπους του σκότους, οίτινες ανέσπειρον πολλά αθέμιτα εις το Έθνος των Βουλγάρων, εκφράζει όλην αυτού την θλίψιν διά την παραβίασιν και απώλειαν των παραδεδομένων υπό της Εκκλησίας θεσπισμάτων διά της εξής ωραιοτάτης εικόνος: ''...Ήλθεν η τούτων φήμη εις τας ημετέρας ακοάς΄ επλήγημεν διά μέσων των σπλάχνων καιρίαν πληγήν, ως ει τις τα έκγονα της κοιλίας αυτού κατ' οφθαλμούς ίδοι υπό ερπετών και θηρίων σπαρασσομένα τε και διασπώμενα. 

Και γαρ οις κόποι και πόνοι και ιδρώτες εις την εκείνων αναγέννησίν τε και τελείωσιν κατεβλήθησαν, αναλόγως αυτοίς συμπεσείν αφόρητον την λύπην και την συμφοράν, των γεννημάτων παραπολλυμένων εξεγένετο.'' Περαιτέρω εν τη αυτή επιστολή ομιλών περί των νηστειών κατά Σάββατον λέγει τα εξής επαναλαμβάνων τον Αποστολικόν και Συνοδικόν Κανόνα: 

''Επειδή μεμαθήκαμεν τους εν τη Ρωμαίων πόλει εν ταις Αγίαις της Τεσσαρακοστής νηστείας τοις ταύτης Σάββασιν νηστεύειν παρά την παραδοθείσαν Εκκλησιαστικήν ακολουθίαν, έδοξε τη αγία Συνόδω, ώστε κρατείν και επί την Ρωμαίων Εκκλησίαν απαρασηλεύτως τον κανόνα τον λέγοντα: ''Ει τις Κληρικός ευρεθείη τη Αγία Κυριακή νηστεύων ή το Σάββατον πλην του ενός και μόνου, καθαιρείσθω΄ ει δε λαικός αφοριζέσθω.'' 


Εν άλλη επιστολή του, τη ΣΤ' απευθυνομένη προς τον Μιχαήλ τον Άρχοντα Βουλγαρίας και διδάσκων αυτόν ''Τί εστίν έργον Άρχοντος'' λέγει μεταξύ άλλων: ''...Ώσπερ γαρ επί των κάλλει διαφερόντων σωμάτων και μικρά τις επιγενομένη κηλίς θάττον συνοράται και πεφωράται τη παραθέσει της λοιπής εν τω σώματι ωραιότητος, τοις δ' αισχροίς την όψιν ουκ αν εξελεγχθείη ραδίως τα της ασχημοσύνης πάθη επισυνιστάμενα  (υπολανθάνει γαρ της ομορφιάς τω συγγενεί και τη ομοιότητι) ούτω και επί της των χριστιανών ωραιοτάτης ως αληθώς και υπερλάμπρου θρησκείας και πίστεως, καν το βραχύτατόν της αυτής παρατρέψη, μεγάλην ασχημοσύνην εργάζεται, και παραυτίκα τον έλεγχον δέχεται...


Ούτω Χριστός ο κοινός Δεσπότης εγκελεύεται... και μη καταισχύνειν την πίστιν διά των πράξεων. Ούτω Παύλος ο μέγας της Εκκλησίας συμβουλεύει Διδάσκαλος. Ούτω Πέτρος ο κορυφαίος των Αποστόλων, και των ουρανίων πυλών τας κλεις εμπεπιστευμένος και την είσοδον. Ούτω των λοιπών Αποστόλων ο θείος χορός την οικουμένην εμαθήτευσεν. Ούτω ημών οι πατέρες παρειλήφθησαν΄ ούτως ημίν τοις μετ' εκείνοις παραδεδώκασιν!... 

Εν άλλη επιστολή, τη 146η από της υπερορίας του προς τους επισκόπους λέγει: ''...Πώς γαρ ο τοιαύτα λέγων ή εννοών, οίαν λέγειν ημάς και φρονείν ο καλός εκείνος φίλος ανεπλάσατο, ουκ εις έσχατον μεν ανοίας ελαύνει, κοινός δε προδότης πάσης εστί της Εκκλησίας υπερόπτης δε και υβριστής των πατρικών παραδόσεων; Και τέλος εν άλλη επιστολή αναφέρει μεταξύ των άλλων τα εξής: ''...και μη λιπείν την πατρώαν τάξιν, ην υμάς οι πρόγονοι, δι' ων έπραξαν, κατέχειν παραδεδώκασι.'' 

Και ενώ τόσοι θεόφρονες Πατέρες και μεγάλοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ομολογούσι πίστιν και σεβασμόν εις τας παραδόσεις της Εκκλησίας και διά κανόνων κατωχύρωσαν την τήρησιν αυτών, η Εκκλησία της Ελλάδος τη πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, παρεμέρισε και ελάκτισε πάσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν, ίνα φθάση εις τον αντορθόδοξον νεωτερισμόν της μεταβολής του Εκκλησιαστικού ημερολογίου. 

Θα συνεχίσωμεν εις τα απομένοντα ολίγα ακόμη άρθρα την έρευναν ημών εξετάζοντες και κατά πόσον η τοιαύτη μονομερής παρά τους κανόνας και παρά τας παραδόσεις μεταβολή, η διανοίγουσα σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι υποχρεωτική διά τους πιστούς ορθοδόξους Χριστιανούς.

Συνεχίζεται 



Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη 
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', 
την Δευτέρα 30 Απριλίου 1928
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.973, σελ. 1η.
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΩΡΩΠΟΥ κ' ΦΥΛΗΣ 23/5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019 εκκλ. ημερολόγιο




Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

''Η ΧΟΛΕΡΙΑΣΜΕΝΗ'' ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ





Εκ του βιβλίου του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη 
''Τα Μετά Θάνατον   Η  Χ Ο Λ Ε Ρ Ι Α Σ Μ Ε Ν Η'',
εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, σελ. 5 - 10, 
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συλλογή διηγημάτων του κορυφαίου λογοτέχνη μας, 
του "Αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων", Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Περιλαμβάνονται τα διηγήματα: 
''Μία ψυχή, ''Πάσχα ρωμέικο'', ''Αποκριάτικη νυχτιά'', ''Πατέρα στο σπίτι'', ''Ο ξεπεσμένος δερβίσης'',
 ''Χωρίς στεφάνι'', 
''Οι παραπονεμένες Απόλαυσις στη γειτονιά'', ''Ο γείτονας με το λαγούτο'', 
''Η Χολεριασμένη'', 
''Ο Κοσμολαίτης'', ''Οι κουκλοπαντρειές'', ''Άλλος τύπος'', ''Τραγούδια του Θεού''



Α Θ Η Ν Α Ι   1 9 0 1


Την κατωτέρω διήγησιν, καθώς και την ἄλλην, την επιγραφομένην ''Το Θαύμα της Καισαριανής'', ήκουσα εκ στόματος της παθούσης, ήτις είναι η κυρα-Ρήνη Ελευθέραινα, του ποτε Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Αθηναία.



''Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι ο αδερφός μου… Είχα πανδρευθή μικρή, μ' αυτόν τον μπαρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις, που κοντεύει τώρα τα ογδονταπέντε. Θα ήτον ως είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Τόσο μικρή και τόσο άκακη και άγνωστη ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών. Εκείνος μ' έπαιρνε στα γόνατά του, και μ' εφίλευε καραμέλες. Θα ήτον τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέαν είχα απ' αυτά τα πράγματα.


Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και την χολέρα· που βάσταξε τρεις μήνες, κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία καε δέηση που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια· κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιλιά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινε, και δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη την χολέρα και το θανατικό. Κ' έβγαιναν τον ανήφορο οι Αγγλογάλλοι, πλήθος πολύ, καβαλαρία, Δραγώνοι τους λέγανε, και φαντάροι, που φορούσαν κάτι πουτούρια, και τους λέγανε Ζουάβους· κι άλλοι με κατακόκκινες γιακέτες, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, άνδρες ως κει πάνω, με άντζες γυμνές, που φορούσαν κάτι σα φουστανέλες΄ κ' ἔβγαιναν κατά την πλατέα, κ' εφοβέριζαν τον Όθωνα.


Κι όσο τον εφοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός. Κι ο βασιλιάς επονούσε τόν λαό, κ' εσκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ' το Παλάτι. Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς ήμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ο μπαρμπα-Λευθέρης με τις καραμέλες με είχε καταφέρει. Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν, τό πολύ, δεκάξι χρονών, όταν έγινε η στεφάνωση. Εκείνος θα ήτον παραπάνω από τριάντα. Τότε, σαν ήρθε το κακό, χολεριάσθηκα κ' εγώ. Είχα γεννήσει ολίγους μήνες μπροστά την μοναχοκόρη, την Κατίγκω μου, αυτή που βλέπεις. Σαν μ' έπιασαν οι εμετοί, και τ' άλλα τα συπτώματα, Θεός να φυλάῃ ―μακριά από σας― ο Λευθέρης, αυτός που βλέπεις, μ' απαράτησε κ' έγινε άφαντος. Πέρασαν πολλές ώρες και δεν εφάνη. Ο αδερφός μου ο Θύμιος, κι αυτός, ούτε θέλησε να με ζυγώσῃ.


Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολη αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια, κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστιας, κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νά' ρθῃ κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Οι γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρα τους, στην εξοχή, κι άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν. Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φουλδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι, και μου έρριξε ένδεκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά, μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε, και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.


Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο από εν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα, και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλύτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά, κ' έψησα δυο - τρία και τα' φαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα. Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύση κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα. Ξέστριψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω, συφορά μου!


Το νερό είχε κοπή. Σηκώνομαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα… Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου απ' την κούνια…! Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε: ''Ναι… όχι, δεν το πήρα μαζί μου. Είχα βγη έξω για προσωρινά. Το ένα πρώτο για να βρω νερό, κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο… να τον ερωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω γρήγορα πίσω, στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύση, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους. Βλέπω μια μικρή καρότσα με τ' αλογάκια της που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτον ανοικτή.


Βλέπω μια γριά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε, κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψη μου πως ήμουν μολεμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω. ― Λίγο νερό!… δεν είστε χριστιανοί; Είδα που είχε δυο στάμνες ακουμπισμένες από μέσ' απ᾽ την πόρτα, σιμά στο παγκάρι. Η γριά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε: ― Κάμε τις χούφτες σου. Έκαμα τις χούφτες μου, τις παλάμες μου, βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγ' ολίγο νερό μες στις χούφτες, κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου. Ύστερα η γριά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας κ' είπα: ― Τί κάνουν μέσα;


Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. ― Βαφτίζουν, μου είπε η καλόγρια, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρεμένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα. Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα, στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του, κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση, κ' εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη, που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους. Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τί ἔτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρότσα, κι ο άνδρας μου που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους.


Πριν φύγουν, ηθέλησαν, σαν καλοό χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους. ― Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε΄ πού άφησες το παιδί; ― Εσύ, πως μ΄άφησες εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτιση. Εγώ τους έγινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν. ― Θά 'ρθω κ' εγώ μαζί σας, όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. ― Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. ― Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς, χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνῃ δυσκολίες. ― Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους, και το μωρό τέσσεροι, και μου δώσατε, τι μου δώσατε, τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.


Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξι. Δεν μας παίρν' η καρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του ἔγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: ''Ησύχασε, και μη σε μέλη… θα είμαστε όσοι είμαστε…'' Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης, και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καροτσέρης, εγύρισε κατά μένα. ― Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καροτσιέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετροῦσα. ― Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα, και να με πάρης μαζί. Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα' ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα, κ' είπα με τον εαυτό μου: ''ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται.'' Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα.


Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ἕνα, μες στην παλάμη μου, μα εκείνος το είδε.― Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ, και θα σε πάρω. ― Δέκα, είπα εγώ. ― Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς. Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε: ― Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί;― Μα, αφού μας παίρν' ἡ βάρκα! απηλογήθη ο αμαξάς΄ η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσκημα συπτώματα, η όψη μου φαίνεται να είχε σιάξει, και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μου έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη. ― Ας έρθη κι αυτή, η καημένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άντρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε, κι ολίγα ρουχικά μαζί.


Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρότσα. Εμείναμε δυο - τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Αι-Γιάννη του Ρέντη. Εκεῖ ήρχοντο συχνά Αγγλογάλλοι. Είχαν σταθμούς εκεί κοντά. Τούς έπλυνα τα ρούχα, και μου έδιναν ασημένια φράγκα. Έβλεπαν το κορίτσι μου, την Κατίγκω μου, που μεγάλωνε σιγά - σιγά, κ' εκόντευε να χρονίση. Την εχάδευαν κ' έλεγαν: ''Πίκκολο! πίκκολο!'' Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλαρία, με τις περικεφαλαίες τους, εφαίνονταν φοβεροί΄ χωριστά κι ολίγοι - ολίγοι, εφαίνονταν κι αὐτοί καλοί ἄνθρωποι. Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σέ λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, το ηύραμε απείραχτο, κ' εκαθίσαμε με αγάπη και ειρήνη. Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από τις υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους.


Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καροτσιέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο.'' 



Α Θ Η Ν Α Ι   1901




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (ΜΔ' ΜΕΡΟΣ)



Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Φιλοξενούσε στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', δημοσίευε -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε υπό την μορφή συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας και μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος



ΜΔ' Μέρος

Εκτός των Οικουμενικών Συνόδων και αι κατά καιρούς έκπαλαι συνελθούσαι Τοπικαί Σύνοδοι, ηννόησαν να κατοχυρώσουν διά κανόνων και επιτιμίων όλας τας παραδόσεις της Εκκλησίας.

1) Ούτω προκειμένου περί των καταφρονούντων τους τόπους εκείνους, εις ους απέκειντο λείψανα μαρτύρων και εκείνων οίτινες ενόμιζον βδεληκτάς τας συνάξεις τας επί των μαρτύρων, η εν Γάγγρα Σύνοδος διά του Κ' κανόνος αυτής, λέγει τα εξής: ''Ει τις αιτιώτο υπερηφάνω διαθέσει κεχρημμένος και βδελυσσόμενος τας Συνάξεις των Μαρτύρων ή τας εν αυταίς γενομένας Λειτουργίας και τας Μνήμας αυτών, ανάθεμα έστω.''

Η αυτή Σύνοδος εν τω ΚΑ' κανόνι αυτής ομιλεί περί τίνων έργων, τα οποία ενομίζοντο ενάρετα, ως π.χ. να νηστεύη τις και εις ημέρας απηγορευμένας, το να διαλύη τον γάμον λόγω ασκητείας κλπ. και λέγει περί αυτών: ''Ταύτα δε γράφομεν, ουκ εκκόπτοντες τους εν τη εκκλησία του Θεού κατά τας Γραφάς ασκείσθαι βουλομένους, αλλά τους λαμβάνοντας την υπόθεσιν της ασκήσεως εις υπερηφανίαν, κατά των αφελέστερον βιούντων επαιρομένους τε, και παρά τας Γραφάς και τους εκκλησιαστικούς κανόνας καινισμούς εισάγοντας... και πάντα συνελόντας ειπείν, τα παραδοθέντα υπό των θείων Γραφών και των Αποστολικών παραδόσεων εν τη Εκκλησία γίνεσθαι ευχόμεθα.''

Ο δε Ζωναράς και Βαλσαμών ερμηνεύσαντες τον κανόναν τούτον συμπεραίνουν λέγοντες: ''Και τα άγραφα γαρ έθη, τα χρόνω δοκιμασθέντα και κυρωθέντα, και οι της πολιτείας νόμοι κρατείν τε και ενεργείν θεσπίζουσι, και οι θείοι κανόνες. Και ο μέγας τα πάντα Βασίλειος, περί της τούτων φυλακής μακρόν αποτείνει λόγον εις διαφόρους λόγους αυτού.

Παράδοσιν λοιπόν εξ' ίσσου σπουδαίαν και σοβαράν, όπως και η παράδοσις του κατά το παλαιό ημερολογίον εορτολογίου, μεθ' ου συνέχονται Πασχάλιον, Κυριακοδρόμια, νηστείαι κλπ, η ανωτέρω Σύνοδος εννοεί να κρατύνη και καταστήση σεβαστήν, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αθηνών την εποδοπάτησεν, ως εάν επρόκειτο περί κοινής εμποροπανηγύρεως και την κατήργεισε μετά της μεγαλειτέρας ευκολίας.

Και άλλο Κανόνα της αυτής Συνόδου, τον ΙΘ', ο τας εκκλησιαστικάς νηστείας εκτρέπων, ανάθεμα. Το κείμενον του Κανόνος τούτου έχει ως εξής: ''Ει εις των ασκουμένων, χωρίς σωματικής ανάγκης, υπερηφανεύοιτο, και τας παραδεδομένας νηστείας εις το κοινόν και φυλαττομένας υπό της Εκκλησίας παραλύοι, υποικουρούντος εν αυτώ τελείου λογισμού, ανάθεμα έστω.''

Κατά τον ερμηνευτήν Ζωναράν, επειδή οι περί τον Ευστάθιον έλυον τας παραδεδομένας νηστείας λέγοντες ότι τάχα έφθασαν ούτοι εις την τελειότητα και δεν έχουσιν ανάγκη νηστείας, η Σύνοδος εξεφώνησε τον ανωτέρω κανόνα καταψηφίζουσα ανάθεμα εις τους καταργούντας τας παραδεδομένας νηστείας, τας υπό της Εκκλησίας φυλαττομένας, εκτός άν πρόκηται περί σωματικής ασθενείας.

Παρ' όλον όμως τον αντωτέρω Κανόνα, τον απαγορεύοντα την κατάργησιν των εκ παραδόσεως νηστειών, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών διά της πρωτοβουλίας αυτής προς μεταβολήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, κατήργησεν, ως είδομεν, πάντοτε μεν κατά 13 ημέρας, κατά τίνα δε έτη και τελείως την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων της εκ παραδόσεως της Εκκλησίας ισχύουσαν.

2) Ετέρα τοπική Σύνοδος, η εν Καρθαγένη, ήτις απετελέσθη εν 212 Πατέρων και εις την οποίαν έλαβον μέρος και τοποτηρηταί εκ του Πάπα της Ρώμης αποσταλέντες, οι Φαυστίνος επίσκοπος Πικένου της Ποτεντινής Εκκλησίας των Ιταλών και οι πρεσβύτεροι Φίλιππος και Άσελος, της οποίας δε προεξήρχε Αυρίλιος επίσκοπος της εν Καρχηδόνι Εκκλησίας, ον και Πάπαν ωνόμαζον, απεφάσισε να επαναφέρη εις το μέσον και επικυρώση και διαφυλάξη τα τε παρά των εν Νικαία Πατέρων δογματισθέντα και ορισθέντα, όσα είχον παραλάβει από των προηγουμένων Πατέρων και όσα οι προηγησάμενοι Πατέρες εβεβαίωσαν, και όσα εκείνοι ετύπωσαν περί πάντων των εν τω κλήρω ''κατειλεγμένων.

''Τούτο ορίζεται δι' όλων των κανόνων αυτής, ο δε Γ' Κανών αυτής λέγει ''...ίνα και το διά των Αποστόλων  παραδοθέν, και εξ' αρχής της αρχαιότητος κρατηθέν, και ημείς ομοίως φυλάξωμεν.''

Σημαντιώταται είναι και οι διατάξεις του λεγομένου ''Τόμου της Ενώσεως'', του εκδοθέντος κατά το έτος 920 εν Κωνσταντινουπόλει επί Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, όστις συγκαλέσας τον τε Πατριάρχην Νικόλαον και σύμπαντας τους αρχιερείς έπεισε τούτους όπως συνερχόμενοι επαναφέρωσι την ένωσιν και την ομόνοιαν της Εκκλησίας, ήτις είχε διαταραχθή εκ του παρανόμου γάμου του Λέοντος του Σοφού, ελθόντος εις τέταρτον γάμον και ένεκα τούτου αφορισθέντος υπό του Πατριάρχου και των Μητροπολιτών.

Εκ τούτου εγεννήθησαν σχίσματα και στάσεις εις την Εκκλησίαν αναγκάσαντα τον Λέοντα να εξορίση τον Πατριάρχην Νικόλαον και να εγκαθιδρύση ως Πατριάρχην τον πνευματικόν αυτού πατέρα Ευθύμιον. Αποθανόντος όμως του Λέοντος, ο αδελφός αυτού Αλέξανδρος γενόμενος βασιλεύς εξεδίωξε τον Ευθύμιον και επανέφερε τον Πατριάρχην Νικόλαον, πράγμα το οποίον επέτεινε την εν τη Εκκλησία διαίρεσιν και στάσιν. Διά τούτο, ο μετά τον θάνατον και του Αλεξάνδρου βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, θέλων ν' αποκαταστήση την ενότητα και ομόνοιαν της Εκκλησίας συνεκάλεσε σύμπαντας τους αρχιερείς, οίτινες εξέδωκαν τον ''Τόμον της Ενώσεως''.

Εκ της ιδιαιτέρας αυτής σημασίας του τόμου τούτου, τα αποφασισθέντα δι' αυτού έχουν ιδιαιτέρα βαρύτητα. Του Τόμου τούτου, ο Δ' Κανών λέγει: ''Άπαντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, και την διδασκαλίαν και υποτύπωσιν των αοιδήμων πατέρων καινοτομηθέντα και πραχθέντα, η μετά τούτο πραχθησόμενα ανάθεμα.''


Ο δε Ζ' κανών του Τόμου της Ενώσεως προσθέτει: ''Τοις εν καταφρονήσει τιθεμένοις τους ιερούς και θείους κανόνας των μακαρίων Πατέρων ημών, οι και την αγίαν Εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν κοσμούντες προς θείαν οδηγούσιν ευλάβειαν, ανάθεμα.'' Επομένως κατά τας διατάξεις του Τόμου της Ενώσεως, όχι μόνον τα έως τότε καινοτομηθέντα και πραχθέντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν καταδικάζονται και αναθεματίζονται, αλλά και τα εις το μέλλον πραχθησόμενα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν.

Σαφώς άρα και ανενδοιάστως καταδικαστέα και αποδοκιμαστέα είναι κατά τους κανόνας του ανωτέρω ''Τόμου Ενώσεως'', τα περί μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου αποφασισθέντα, τα συνεπαγόμενα μεταβολήν και ανατροπήν εορτών και νηστειών και άλλων τυπικών διατάξεων της Εκκλησίας.

Αλλά προκειμένου περί των παραδόσεων της Εκκλησίας δεν δυνάμεθα να παρίδωμεν τα εμπνευσμένα αξιώματα και τα υψηλά διδάγματα του Μεγάλου Φωτίου (λογίου και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως), ιδίως εις τας περιφήμους 263 επιστολάς αυτού, περί ων θέλομεν διαλάβει εις το επόμενον άρθρον. 

Συνεχίζεται 



Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη 
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', 
το Σάββατο 28 Απριλίου 1928
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.972, σελ. 1-2 
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ


Κυριακή 16/29 Δεκεμβρίου 2019 πάτριο, εκκλησιαστικό ημερολόγιο



Mνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.
Eγγύς βασιλίς Θεοφανώ Kυρίου,
Tαις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Kωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Mαρτινακίων, θυγάτηρ Kωνσταντίνου Iλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Aνατολήν. Oύτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Kυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Bάσσου1, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες.


Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Kυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Aύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. 


Eις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Bασίλειον τον Mακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Kαι λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Kωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.


Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Bασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Aλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Hλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Eπειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα.


Aπό τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Kαι όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα. Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Kαι κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Kατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της.


Kαι τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Tροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Eμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Eπλούτιζε τα Mοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Eπιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της.


Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Nικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Nικόλαε! Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα.


Kαι αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Aλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Tο στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ.


Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Kυρίου. Oυδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Kύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους. Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας.


Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Kύριον. Kαι σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Xριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Tους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού2.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.
2. Tο άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.
Εκ του βιβλίου: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου,
 ''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''
Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005


Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΙΑ' ΛΟΥΚΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ


Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού εσαρκώθη προς χάριν μας από την Παρθένον, δια της μετά σαρκός πολιτείας του, ετελειοποίησε τον νόμον, ο οποίος είχε δοθή δια του Μωυσέως. Τον ολοκλήρωσε δίδοντας τον νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιόν εκείνο νόμο στην ιδική μας Εκκλησία. Εκβάλλεται τότε το γένος των Εβραίων από την ιεράν Εκκλησία, και αντί αυτών εισαγόμεθα εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη.


Και μας συνήνωσε ο Κύριος με τον εαυτόν του και με τον Πατέρα, μας παραλαμβάνει δηλαδή ως γνησίους νέους και αδελφούς, ακόμη δε, ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας, και γονείς ιδικούς του. Πράγματι, λέγει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστί». Σήμερα όμως, εορτάζουμε στην ‘Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιον λόγο;


Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι, δεν απεκηρύχθησαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθησαν αδίκως, ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεόν, ο οποίος τα πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνον όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον ‘Αδάμ μέχρι αυτήν την γενεάν, είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι από αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.


Αυτοί μόνον είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης που εγέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεόν των όλων Χριστόν, έπειτα δε δι’ αυτού και ιδικοί μας. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν


βεβαίως από την ‘Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως από εμάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ουκ έστι παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».


Και «ουχ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος, ουδέ η εν τω φανερώ περιτομή, αλλά ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Αυτήν την περιτομή την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεόν, και με αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι,


και οι πριν τον νόμο, και οι μέσα στον νόμο, και όσοι μετά τον νόμον επολιτεύθησαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιον της Χάριτος. Ώστε αν ιδεί κανείς με σύνεση την οικονομίαν του Θεού για το ανθρώπινον γένος, θα την ιδεί σύμφωνο και συνεπή με τον εαυτόν της.


Όπως δηλαδή λαμβάνουν την χριστιανικήν ονομασία μόνον οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, αλλά και «πολλοί μεν κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί», καθώς είπεν ο Κύριος, έτσι και στην περίπτωσιν εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων,


προσλαμβάνονται μόνον όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’ εκείνους το αχρείον πλήθος εκβάλλεται.Πράγματι, όσοι από τους απογόνους του Σηθ, οι οποίοι ονομάσθησαν υιοί Θεού, κατελήφθησαν από μανία για τις θυγατέρες των ανθρώπων, αυτοί, όπως έχει γραφεί, απεκηρύχθησαν.


Αχρείον δε πλήθος και στους Ιουδαίους δεν είναι οι προσήλυτοι Ιουδαίοι, αλλά και όσοι ήσαν μεν αυτόχθονες και γνήσιοι υιοί κατά σάρκα του ιδίου του Ιακώβ, ο οποίος πρώτος ονομάσθη Ισραήλ, αλλά εφάνησαν παρήκοοι σαν τον Ησαύ.


Ακόμη και ο υιός του Προφήτου και βασιλέως Δαυίδ, του πρώτου μετά τον Σαούλ βασιλέως των, είναι ξένος προς το ιερόν γένος, επειδή επεβουλεύθη την ζωή του πατέρα του.


Έτσι λοιπόν και σε εμάς, πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, και τηρούν τις εντολές Του, και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια.


Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν όχι μόνον από τους κλητούς, αλλά και από τους ‘Αποστόλους, και όχι απλώς από τους Αποστόλους, αλλά και από την χορεία των δώδεκα, δηλαδή των κορυφαίων.


Ήταν όμως αποξενωμένος από την συγγένεια προς τον Χριστό, και απεμακρύνθη από αυτόν περισσότερον από κάθε άλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δεν έσπευδε προς την κηρυττομένην Βασιλείαν των Ουρανών, ούτε έβλεπε προς τα εξαίσια έργα και την διδασκαλία του Σωτήρος.


Πράγματι τα μεν σημεία και τα έργα του Θεού όταν κατανοούνται, οδηγούν προς την πίστιν όσους ποθούν να τα γνωρίσουν, η δε ακρόασις της ιεράς διδασκαλίας υποδεικνύει την εν Θεώ αλήθεια και τον θεάρεστον βίον. Αυτά τα δύο μας βοηθούν να περιφρονήσομε τα σωματικά και γήινα, και να ανυψώσομε την διάνοιά μας προς την ελπίδα που απόκειται στους ουρανούς.


Εκείνος όμως δεν ήταν επιθυμητής τούτων, αλλά έβλεπε προς την γη και την κλοπή και τα γήινα και βδελυρά κέρδη και προς την σωματικήν ωφέλεια που προσδοκούσε να έχει από αυτά. Και απεδείχθη εραστής τούτων των απηγορευμένων πολλές φορές και ποικιλοτρόπως, από τον Πατέρα και Δεσπότη των όλων και Διδάσκαλον.


Ήταν λοιπόν συγγενής, όχι του Χριστού, ούτε των τότε συναποστόλων, αλλά εκείνων προς τους οποίους ο Κύριος έλεγε, «ζητείτε με, ουχ ότι είδετε σημεία, αλλ’ ότι εφάγετε εκ των άρτων και εχορτάσθητε».





Κυριακή ΙΑ' Λουκά ή των Αγ. Προπατόρων. 
Ομιλία Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά, εις την Κυριακήν των Προπατόρων.



Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ



«Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε πάλι με παραβολές: Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με άνθρωπο βασιλέα, ο οποίος έκανε τους γάμους του υιού του. Και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους καλεσμένους στους γάμους, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να έλθουν.


Πάλι έστειλε άλλους δούλους, λέγοντας· Πείτε στους καλεσμένους· το γεύμα μου είναι έτοιμο, οι ταύροι και τα μοσχάρια μου είναι σφαγμένα και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους.


Αυτοί όμως έδειξαν αδιαφορία και μετέβησαν, άλλος μεν στο χωράφι του και άλλος στην επιχείρησή του, οι δε υπόλοιποι, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν.


Όταν όμως ο βασιλεύς τα άκουσε αυτά, οργίστηκε και έστειλε τον στρατό του, εξολόθρευσε εκείνους τους φονείς και κατέκαυσε την πόλη τους. Τότε λέγει στους δούλους του·


Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι καλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι. Πηγαίνετε στα σταυροδρόμια και όσους θα βρείτε καλέστε τους στους γάμους. Και αφού βγήκαν οι δούλοι στους δρόμους, μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και καλούς, και γέμισε η αίθουσα των γάμων από τους καλεσμένους. 


Όταν όμως εισήλθε ο βασιλιάς για να δει τους καλεσμένους, είδε κάποιο άνθρωπο που δεν είχε ένδυμα γάμου και του λέγει· Φίλε, πώς εισήλθες εδώ χωρίς να έχεις το ένδυμα του γάμου; Αυτός δε δεν απάντησε.


Ο δε βασιλιάς είπε στους υπηρέτες· Δέσετέ τον πόδια και χέρια και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών· διότι πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί».


Αντιλήφθηκες τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της προηγούμενης παραβολής του υιού του κτηματία που θανάτωσαν οι κακοί γεωργοί και αυτής εδώ της παραβολής των δούλων;


Αντιλήφθηκες ότι υπάρχει μεγάλη μεν συγγένεια μεταξύ των δύο παραβολών, αλλά και πολύ μεγάλη διαφορά; Καθ’ όσον και αυτή δείχνει και του Θεού την μεγάλη μακροθυμία και την πρόνοια και την ιουδαϊκή αγνωμοσύνη. Αλλ΄ αυτή έχει και κάτι επιπλέον από εκείνη.


Διότι προλέγει μεν και την έκπτωση των Ιουδαίων και την κλήση των εθνικών, αλλά μαζί με αυτά δείχνει και την ορθότητα του βίου και πόση τιμωρία επιφυλάσσεται για εκείνους που θα επιδείξουν αδιαφορία. Και πολύ ορθά αυτή η παραβολή αναφέρεται μετά από εκείνη.


Διότι, επειδή είπε ότι «θα δοθεί η βασιλεία του Θεού σε έθνος που θα παράγει τους καρπούς της», αποκαλύπτει λοιπόν εδώ και σε ποιο έθνος θα δοθεί· και όχι μόνον αυτό, αλλά δείχνει και πάλι την απερίγραπτη πρόνοια του Θεού προς τους Ιουδαίους.


Διότι σε εκείνη μεν την παραβολή φαίνεται να τους καλεί πριν από την σταύρωση Του, ενώ σε αυτήν και μετά την σφαγή Του φροντίζει να τους προσκαλεί κοντά Του.


Και τότε που έπρεπε αυτοί να υποστούν την πιο φοβερή τιμωρία, ακριβώς τότε και στους γάμους τους προσκαλεί και τους τιμά με την ανωτάτη τιμή. Και πρόσεχε ότι και στην παραβολή των κακών γεωργών δεν προσκαλεί πρώτα τους εθνικούς, αλλά τους Ιουδαίους, το ίδιο επίσης κάνει και εδώ.


Αλλά όπως ακριβώς εκεί, τότε έδωσε τον αμπελώνα στους άλλους, όταν δεν θέλησαν να Τον δεχθούν αλλά και Τον σφαγίασαν όταν ήλθε, έτσι και εδώ, τότε κάλεσε άλλους στους γάμους, όταν δεν θέλησαν αυτοί να έλθουν.


Τι λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερο από αυτή την αχαριστία τους, από τη στιγμή που αποσκιρτούν την ώρα που προσκαλούνται στους γάμους; Διότι ποιος δε θα προτιμούσε να έλθει σε γάμους βασιλέως και μάλιστα σε γάμους του υιού του βασιλέως;


Και γιατί, θα πει κάποιος, ονομάσθηκε το γεγονός αυτό «γάμος»; Για να γνωρίσεις την φροντίδα του Θεού, την μεγάλη αγάπη Του προς εμάς, το χαρωπό του γεγονότος, διότι τίποτε το λυπηρό δεν υπάρχει εκεί ούτε δυσάρεστο, αλλά όλα είναι γεμάτα από πνευματική χαρά.


Για τον λόγο αυτό και ο Ιωάννης τον ονομάζει «νυμφίον» (Ιω.3, 29), για τον λόγο αυτό και ο Παύλος λέγει· «σας έχω ενώσει με δεσμούς αρραβώνος προς ένα άνδρα, δηλαδή τον Χριστό, για να παρουσιάσω την ψυχή σας αγνή και καθαρή προς αυτόν, ως παρθένο και πνευματική νύφη» (Β΄Κορ. 11, 2)· και αλλού πάλι·


«Αυτό το μυστήριο είναι μεγίστης σπουδαιότητος· κατά την γνώμη μου λοιπόν αναφέρεται στην πνευματική ένωση Χριστού και Εκκλησίας» (Εφ. 5, 32). Γιατί λοιπόν η νύμφη-Εκκλησία δεν αρραβωνίζεται με τον Πατέρα, αλλά με τον Υιόν; Διότι η νύμφη που αρραβωνιάζεται με τον Υιό, συνδέεται και με τον Πατέρα. Καθόσον η Γραφή αναφέρει αυτό ή εκείνο χωρίς καμία διάκριση, διότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατέρα.


Με αυτήν επίσης την παραβολή προείπε και την ανάσταση. Επειδή δηλαδή προηγουμένως μίλησε για τον θάνατό Του, δείχνει τώρα ότι και μετά τον θάνατο, τότε θα γίνουν οι γάμοι, τότε θα έλθει ο νυμφίος. Αλλά όμως ούτε και έτσι γίνονται αυτοί καλύτεροι, ούτε ημερότεροι· τι θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από αυτό; Και αυτό είναι η τρίτη κατηγορία.


Η πρώτη είναι ότι φόνευσαν τους προφήτες· η δεύτερη ότι φόνευσαν και τον Υιό· στη συνέχεια, αν και εφόνευσαν τον Υιό, και καλούνται στους γάμους του φονευθέντος Υιού από τον ίδιο τον φονευθέντα, δεν προσέρχονται, αλλά προβάλλουν δικαιολογίες, ζεύγη βοδιών, αγρούς και γυναίκες. 


Μολονότι βέβαια οι προφάσεις φαίνονται δικαιολογημένες, αλλ’ από εδώ διδασκόμαστε ότι και αν ακόμη είναι αναγκαία τα υλικά καθήκοντά μας, πρέπει πριν από όλα να προτιμώνται τα πνευματικά. Και η πρόσκληση δεν γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά πριν από πολύ χρόνο.


Διότι λέγει «πείτε στους καλεσμένους»· και πάλι· «καλέστε τους καλεσμένους», πράγμα που έκανε μεγαλύτερη την κατηγορία. Και πότε καλέστηκαν; Κατ’ αρχήν με όλους τους προφήτες και ύστερα διά του Ιωάννου· διότι προς τον Χριστόν τους έστειλε όλους, λέγοντας· «Εκείνος πρέπει να αυξάνει, εγώ δε, ο πρόδρομός του, να μικραίνω, ώστε όλοι πλέον να ακολουθούν εκείνον και όχι εμένα» (Ιω. 3, 30).


Αλλά και με τον ίδιο τον Υιό Του· διότι λέγει· «Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθήτε και κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11, 28)· και πάλι·


«Εάν κάποιος διψά, ας έλθει προς εμένα και ας πιει». Και δεν τους καλούσε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και μετά την Ανάληψη διά του Πέτρου και των συνεργατών του. «Διότι», λέγει, «αυτός που ενήργησε στον Πέτρο, ώστε να γίνει απόστολος των περιτμημένων, ενήργησε και εμένα, ώστε να γίνω απόστολος στα έθνη» (Γαλ. 2, 8).


Διότι επειδή οργίσθηκαν μόλις είδαν τον Υιό και Τον εφόνευσαν, στη συνέχεια τους προσκαλεί διά των δούλων. Και για ποιο πράγμα τους καλεί; Για μόχθους και κόπους και ιδρώτες; Όχι, αλλά για απόλαυση· διότι λέγει· «οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγεί».


Πρόσεχε πόσο πολύ πλούσιο είναι το συμπόσιο, πόσο μεγάλη η τιμή που τους γίνεται. Και όμως ούτε και έτσι φιλοτιμήθηκαν, αλλά όσο μεγαλύτερη μακροθυμία έδειχνε, τόσο μεγάλωνε η σκληρότητά τους. Και δεν ήλθαν όχι επειδή ήταν απασχολημένοι, αλλά από αδιαφορία.






Κυριακή ΙΑ΄Λουκά: σχετικά με την παραβολή των βασιλικών γάμων
(Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΞΘ΄



Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


Print Friendly and PDF