ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΒΙΩΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ




Ο κοινωνικός ιστός της χώρας μεταβλήθηκε. Οι στρατιές των ανέργων συνωστίζονται με τα συντάγματα πλέον των αστέγων, των εν πτωχεία εγκαταβιούντων και των υπό εξόντωση αδυνάτων. Οι Ηρωδικοί άρχοντες σιγά και σταθερά εκποιούν τα φυσικά ''κειμήλια'' της χώρας και τρέπουν σε έναν άτυπο -προς στιγμήν- διωγμό την Ορθοδοξία. Στο κατόπι, ο Οικουμενισμός, ως κατά βάση εωσφορικό δημιούργημα, αλλοιώνει το αυτό δόγμα της Ορθής Πίστης και μεταβάλλει ορθοδόξους σε αγαπολόγους Προτεστάντες και σε νεροκουβαλητές Καθολικούς. Μέσα σ' αυτήν, την κοινωνική σηψαιμία και την πνευματική αιθαλομίχλη, ο απουσιάζων ορθόδοξος πνευματικά συρρικνώνεται και ο τύποις χριστιανός, ψυχικά αποσυντίθεται. Όποιος δεν είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας του Θεού, με τα σωστικά Μυστήρια και τις Πατερικές καταβολές, βιώνει εκ νέου τον κίνδυνο και εισπράττει ανασφάλεια. Προτρέπουμε τους αδελφούς μας, αν και πνευματικά αδύναμοι και συμβουλευτικά ανάξιοι, ν' αποκτήσουν στενούς δεσμούς με την Εκκλησία. Είναι ώρες, που ο κώδων του κινδύνου κρούει υπερηχητικά και η επιβίβασή μας στην Κιβωτό της Σωτηρίας, που είναι η Ορθοδοξία, είναι επιβλητικά αναγκαία. Να σταματήσουμε την Αποστασία και να εγκαταβιώσουμε στην Εκκλησία. Αυτή είναι η ευχή μας για το νέο έτος. Κι εκεί χρειάζεται η προσοχή μας. Γιατι ο πιστός έχει ν' αντιμετωπίσει την πνευματική αρρυθμία και την καθοδηγητική εκτροπή από οικουμενιστές ψευδοποιμένες και επίδοξους, θρησκειακούς παγκοσμοιοποιητές. Ο κόσμος είναι στο μεταίχμιο της Νέας Εποχής. Από χρόνια εξυφαίνεται η κατάργηση της μεσαίας τάξης και η κοινωνική διαίρεση σε δύο πόλους. Σε πλούσιους και φτωχούς. Τα κοινωνικά συστήματα, ως βουλιμικοί, επί σκοπού ανθρωποπλάστες, κατέρρευσαν περίτρανα και οι θεωρίες των ισμών έπεσαν ανένδοξα στα πεδία των ταρριχευμένων, ιδεοπλαστικών μαχών. Έτσι ετοιμάστηκε η παγκοσμιοποίηση των εθνών και η οικουμενικοποίηση των θρησκειών! Όλα γίνονται Ένα. Ένα παγκόσμιο υπερκράτος, μια παγκόσμια κυβέρνηση, ένας παγκόσμιος στρατός, ένα παγκόσμιο διαδικτυακό χωριό, μια παγκόσμια θρησκεία και... Ένας παγκόσμιος ηγέτης. Ίσως περισσότερο από Ποτέ, η ''Επιστροφή του Ασώτου'', να είναι η δέουσα Ευαγγελική περικοπή για καθημερινή διδαχή και πνευματική άθληση εν καιρώ αιρέσεως. Η Αποστασία όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με την εκούσια φυγή από την Πίστη, αλλά και από την Ορθότητα της Πίστης... Η θεωρία των κλάδων, η μεταπατερική θεολογία, η βαπτισματική θεολογία, η άρση των αναθεμάτων και η αλλαγή του ημερολογίου - εορτολογίου είναι Εκτροπές! Δυσνόητη η εποχή μας, πολυδαίδαλη, πολυδιάστατη και φαινομενικά δυσεπίλητη, είναι εποχή Έγερσης και Αφύπνισης. Ετοιμάζουμε την προσωπική μας, πνευματική κιβωτό και μέσω της Εκκλησίας αναρριχόμαστε μακρυά από τους βάλτους και τα έλη. Ειδάλλως, αυτοί που δεν ακολουθούν, βιώνουν τον ίλιγγο και την θανή. Η αγάπη μας είναι κατά Χριστόν και εν Αληθεία. Και ως βιωματικοί εραστές της ενανθρωπίσεως της Αγάπης, δηλαδή του Χριστού μας, διατηρούμε στο ακέραιο το δικαίωμα στην Ελπίδα και το Όνειρο!



Υ.Γ. Οι ευχές όλων είναι καλοδεχούμενες και ευλογημένες. 

Η ''θεοποίηση'' όμως του Χρόνου και η αλλαγή του, 

με σχεδόν ειδωλολατρικές επευφημίες και χαροποιές ζητωκραυγές, 

μοιάζουν περισσότερο με παγανιστικά καλοσωρίσματα 

και πρωτόγονες, χοικές κραυγές.


                                         

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ




Σε λίγες ημέρες θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα. Θεία η Γέννηση, Θείο το Βρέφος, ως εκ τούτου, δεν μπορείς,να μιλήσεις για Χριστό μ' έναν μαθηματικά ,εξορθολογισμένο τρόπο. Ήθελα φέτος να εγκαταβιώσω τον Θεό στα δικά μου σπλάχνα, να πάρω στάλα από την εξώφθαλμη πραότητα που κομίζει το πρόσωπο Κυρίου. Ν' αποθηκεύσω στα κενά, πνευματικά μου αμπάρια λίγη από εκείνη την θεική ηδύτητα, να την μετουσιώσω σε σιροπιαστό, ψυχοφτιαγμένο δώρο προς τον πάσχοντα, ενδεή και - σε λίγο - συνενδεή αδελφό μου. Το κέντρο γέμισε από ασκεπείς, ψυχορραγούσες παρουσίες, που τα βράδυα πεθαίνουν απ' το κρύο και προωθούνται στα αζήτητα. Μια σταλαγματιά κατά Χριστόν αγάπης νά' χα, να πλήρωνα τον Χρόνο με αυθεντική, σταυροαναστάσιμη θυσία, να την έκρυβα επιμελώς στους ώμους του συναμαρτούντος αδελφού μου και να βοήθαγα, να σηκώσουμε μαζί τα βάρη, αυτής της αμαρτωλόφορτης, συσσωρευμένης μπάρας, που μας θέλει όλους από κάτω. Θά' θελα, να πάρω λίγη χωρική αυθεντικότητα, η υποκρισία μου περίσσεψε και η ορθοπραξία μου εκλίπει. Λίγη από εκείνη την ανείπωτη αγνότητα του μικρού Χριστούλη, να κυττάξω πλέον τον κόσμο με άλλα ανακαινισμένα μάτια, να κλωτσήσω τις κουτοπόνηρες, εγωικές καχυποψίες μου και τις κακίστρες, παθογενείς ιδεοληψίες μου. Θέλω, να δω τα Χριστούγεννα, όχι, ως ακόμη μια γιορτή, αλλά,ως ακόμη μια προτροπή για εκούσια Μετάνοια. Γιατι η μετάνοια είναι καθημερινή, βιοματική πρακτική, δεν αλλάξαμε δρόμο μια φορά κι αφεθήκαμε στο φύσσημα του ανέμου. Κι όλα αυτά, που ζητάω, ανεκτίμητα, απροσδιόριστα και απροσμέτρητα, Δώρα του Θεού είναι. Το μόνο που έχω να Του δώσω στην γιορτή Του είναι η εσωτερική μου προτροπή για όψιμη Μετάνοια. Γιατι κι αυτή Δώρο του μικρού Κυρίου είναι. Τελικά, αυτά που σέρνουμε πάνω μας είναι οι αμαρτοποιούσσες αλυσίδες μας, που φέρουν πάνω τους την προσωπική υπογραφή μας και το ατομικό μας χρέος. Πιστωθήκαμε ανέξοδα τις κυοφορημένες αμαρτίες, που γέννησαν τα εγωπαθή οψώνια των εφάματων λογισμών μας. Η Γέννησή σου μικρέ Χριστούλη μου να γίνει εφαλτήριο για νέους, πιο ανυπόκριτους, πνευματικούς αγώνες. Δεν βγαίνει άλλο. Γύρω μας καταρρέουν όλα τα ανθρωποειδή συστήματα κι οι κοσμικοί μας άρχοντες επιχαίρουν για την Νέα Εποχή, που γεννοβόλησαν στις κομίζουσες ακαθαρσίες του τερατόμορφου αντιχρίστου. Μεγαλόσχημοι ψευδοποιμένες και λίαν εκκοσμικευμένοι κληρικοί επαναπαύονται ησύχως στην παναιρετική αιμορραγία που ξεχυλίζει πανταχόθεν το οικουμενιστικό θηρίο. Θέλω Χριστέ μου, να σε κυττάξω ευθυπίβολα στα μάτια. Τί να την κάνω και την ορθότητα της Πίστης, αν δεν είμαι κατά βίον, ορθοπραττών, αναγεννημένος χριστιανός! Όχι άλλοι ξύλινοι λόγοι και υπερφίαλα λογίδρια στην Γέννησή σου. Έργα χρειαζόμαστε, ο ορθόδοξος είναι ο φύσει επαναστατών κατά του Κακού, κομίζων τα Δώρα της κατά Θεόν Αγάπης. Και, τί ν' αφήσουμε στα νέα παιδιά; Βαρέθηκαν τις επαναλαμβανόμενες, ασθμαίνουσες κουραστικές αγαπολογίες και τους χρόνιους, καρμποναρισμένους, φωτοτυπημένους λόγους. Βοηθησέ μας Χριστέ να σηκωθούμε! Για να δούμε τον Δρόμο Σου, κι όχι τον ήλιο, πιο ψηλότερα!



Πάτριο Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο, Κυριακή 16 [29] Δεκεμβρίου 2013 

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥΣ




Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση.Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους.Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω.Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή.Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».Ο δεύτερος είπε:«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου: Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος.Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».Ο τρίτος είπε.«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ.Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ΄αυτούς που κλαίνε».Ο τέταρτος είπε:«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών.Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ΄αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος.Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος. Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».Ο πέμπτος είπε:«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών.Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω: Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».Ο έκτος είπε:«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα λόγια:Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου. Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».Ο έβδομος είπε:«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».Ο όγδοος είπε:«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ΄αυτούς που φοβούνται τον Θεό».Ο ένατος είπε:«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ΄όλους.Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο:«Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».Ο δέκατος είπε:«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου».Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου». Ο ενδέκατος είπε:«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές.Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου: «Πού είναι οι παιδαγωγοί σου;Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».Ο δωδέκατος είπε:«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ΄τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ΄αυτήν. Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους; Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πρίν από μένα. Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.Λέω «Θα είμαι μαζί μ΄αυτούς που μου αξίζει. Μ΄αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ΄όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ΄το κεφάλι μέχρι τα πόδια.Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.Και μέσ΄στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ΄αυτούς, για τις αμαρτίες τους.Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα».Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.


 Μεγάλο Γεροντικό

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑΤΕ ΗΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ


 

Ένας Γέροντας είπε ότι υπήρχε κάποιος αναχωρητής, που κατοικούσε στην πιο βαθιά έρημο από αρκετά χρόνια κι είχε αποκτήσει χάρισμα διορατικό, ώστε να συναναστρέφεται με τους αγγέλους. Και συνέβη το εξής: Δύο αδελφοί μοναχοί άκουσαν τα σχετικά μ΄αυτόν και είχαν την επιθυμία να τον γνωρίσουν και να ωφεληθούν. Βγήκαν από τα κελιά τους και πήγαιναν προς αυτόν με εμπιστοσύνη στην καρδιά. Και αναζητούσαν τον δούλο του Θεού στην έρημο.Ύστερα από μερικές μέρες πλησίασαν στη σπηλιά του Γέροντα. Από μακριά βλέπουν κάποιον σαν άνθρωπο ντυμένο στα λευκά να στέκεται πάνω σε έναν από τους λόφους που ήταν κοντά στον όσιο σε απόσταση περίπου τριών σημείων.Τους φώναξε: «Αδελφοί, αδελφοί».Αυτοί τον ρώτησαν: «Ποιος είσαι και τι θέλεις;«Να πείτε, τους αποκρίθηκε, στον αββά εκείνον που θα συναντήσετε: θυμήσου αυτό που σε παρακάλεσα».Οι αδελφοί ήρθαν, βρήκαν τον Γέροντα, τον χαιρέτισαν και πέφτοντας στα πόδια του παρακαλούσαν να ακούσουν από το στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν απ΄αυτόν και ωφελήθηκαν πολύ.Του μίλησαν και για τον άνθρωπο που είδαν καθώς έρχονταν, και την παράκλησή του. Ο Γέροντας κατάλαβε ποιος ήταν, αλλά προσποιούνταν ότι δεν τον ήξερε. Μάλιστα έλεγε: «Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κατοικεί εδώ». Οι αδελφοί όμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες και αγκαλιάζοντας τα πόδια του τον υποχρέωναν να πει ποιος ήταν αυτός που είδαν.

Ο Γέροντας τους σήκωσε όρθιους και τους είπε:«Δώστε μου τον λόγο σας ότι δεν θα μιλήσετε επαινετικά σε κανέναν για μένα σαν για κάποιον άγιο, μέχρι να φύγω στον Κύριο, και τότε θα σας μιλήσω καθαρά για την υπόθεση». Εκείνοι έκαναν όπως τους ζήτησε. Τους λέει λοιπόν:«Αυτός που έχετε δει ντυμένο στα λευκά είναι άγγελος Κυρίου, που ήρθε εδώ και παρακαλεί εμένα τον αδύναμο και μου λέει: «Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, να ξαναγυρίσω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθεί η προθεσμία που ορίσθηκε σε βάρος μου από τον Θεό». Στην ερώτησή μου «ποια είναι η αιτία της ποινής σου?» απάντησε:«Συνέβη σε μια επαρχιακή πόλη πολλοί άνθρωποι να παροργίζουν τον Θεό με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, και μ΄έστειλε να τους παιδεύσω με ευσπλαχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα πολύ να ασεβούν, τους επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, με αποτέλεσμα πολλοί να εξοντωθούν. Γι΄αυτό μου επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου του Θεού πού μου είχε αναθέσει την αποστολή».

Όταν του είπα «και πώς είμαι άξιος να παρακαλέσω τον Θεό για έναν άγγελο;», εκείνος είπε:«Αν δεν ήξερα ότι ο Θεός δέχεται την προσευχή των γνήσιων δούλων του, δεν θα ερχόμουν και δεν θα σε ενοχλούσα».Εγώ αναλογίσθηκα εκείνη τη στιγμή το αμέτρητο έλεος του Κυρίου και την άπειρη αγάπη του προς τον άνθρωπο, που τον έκανε άξιο να μιλάει μαζί του και να τον βλέπει, επίσης οι άγγελοί του να υπηρετούν τους ανθρώπους και να έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία και Κορνήλιο και τον προφήτη Ηλία και τους άλλους αγίους. Ένιωσα κατάπληξη μ΄αυτά και δόξασα την ευσπλαχνία του».Μετά απ΄το περιστατικό αυτό ο τρισμακαριστός πατέρας μας αναπαύτηκε. Οι αδελφοί τον έθαψαν τιμητικά με ύμνους και προσευχές. Κι εμείς ας επιδιώξουμε να μιμηθούμε τις αρετές αυτού του Γέροντα με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειάς του.


Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών


Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΌΝΟΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ


 


Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωήν μου γι' αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω, αλλ' ούτε και την παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι' αυτόν. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολήν του Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήσαν και δικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπό μου, όπως εις το δικό του.


Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα γι' αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Το κάθε κακό τυχόν που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, ν' ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερικήν ικανοποίησι.


Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίνουν δε αντιθέτως το συναίσθημα της αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν την ψυχή μου περιφρόνησις και φθόνος για τον πλησίον μου.  Δεν έχω θρησκευτική πίστι. Ούτε εις την αθανασίαν, ούτε εις το Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και επίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η ανταπόδοσις των πεπραγμένων αυτού του κόσμου, θα εσκεπτόμουν συνεχώς αυτό, χωρίς ανάπαυλα.


Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα εζούσα αυτήν την πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα εις τον νου του την φροντίδα να αξιωθή κάποτε να φθάση εις την γλυκεία του πατρίδα. Αντίθετα, όμως, εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος του παρόντος βίου είναι και το τέρμα της ανθρωπίνης υπάρξεώς μου.


Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψις που συνοψίζεται εις το: ποιός ξέρει και ποιός είδε τα μετά θάνατον; Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ' εκείνην, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από του να είναι πεπεισμένη γι' αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία του Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδιά μου με την ανάλογη πίστι, θα είχα καταληφθή απ' τον Λόγο του Θεού και θα τον εμελετούσα, θάβρισκε δε η αφοσίωσις και η προσοχή την κατοικία της εις την ψυχή μου.


Η προσοχή, η ευσπλαγχνία, η αγάπη που κρύπτονται μέσα εις Αυτόν θα με οδηγούσαν εις την χαρά και την ευτυχία της μελέτης του Νόμου του Θεού νύκτα και ημέρα. Εις την μελέτην αυτήν θα εύρισκα τροφή πνευματική, τον επιούσιον άρτον της ψυχής μου και η καρδιά μου θα παρεκινείτο εις την τήρησί του. «Τίποτε εις τον κόσμον αυτόν δεν θάταν δυνατό να με αποτρέψη απ' την εφαρμογή της εις την ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω τον Λόγο του Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώσι με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον.


Συνήθως φθάνω εις το τέλος της μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά αναγνώσματα που μου είναι πολύ ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.«Είμαι πλήρης από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εις τον εαυτόν μου, επιθυμώ να το κάνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ γι' αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερον από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό τους.


Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω, λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήση, θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμησι προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι είναι άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία του άλλου. Αγάλλομαι για τα χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστησιν εις τις ατυχίες των εχθρών μου.


Όταν αγωνίζωμαι για κάτι καλό το κάνω με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω κάποια ελαστικότητα εις τον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη παρηγοριά.» Με μια λέξι, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο του εαυτού μου προς το οποίον αποδίδω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστησί μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου.


Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστίαν, από έλλειψιν αγάπης προς τον Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποιά κατάστασις θα μπορούσε να υπάρξη πιο αμαρτωλή από αυτήν; Η κατάστασις των πνευμάτων του σκότους πρέπει να είναι καλύτερη από την ιδικήν μου.


Εκείνα, αν και δεν αγαπούν τον Θεό, αν και μισούν τους ανθρώπους και τροφή τους είναι η υπερηφάνεια, μ' όλα ταύτα πιστεύουν εις τον Θεό και φρίττουν. Εγώ όμως; Μπορώ να βρεθώ σε χειρότερη κόλασιν απ' αυτήν που αντιμετωπίζω; Πώς δε δεν θα λάβω την πιο αυστηρή τιμωρία για την ανόητη και απρόσεκτη ζωή μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω;



''Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού''


ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΕΖΗ ΕΝ ΤΟ ΚΟΣΜΩ ΑΛΛ' ΟΥΚ ΗΝ


 


Ο Άγιος Νεκτάριος οὔτε εἰς ἐρήμους ἐπορεύθη, οὔτε ἀσκητικοὺς μεγάλους ἀγῶνας διεξήγαγεν· ἀλλ’ ἐντὸς τοῦ κόσμου, ἐν τῇ τύρβῃ καὶ ταῖς περιπετείαις τοῦ παρόντος βίου ζήσας, ἀνήχθη εἰς τοιοῦτον ἐπίφθονον σημεῖον ἁγιότητος, ὡς οἱ μεγάλοι φωστῆρες καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν.


Δὲν ἀνῆλθεν εἰς στύλους οὐδ’ ἀπεχώρησεν εἰς Ἡσυχαστήρια, οὐδ’ ἀπεδύθη εἰς ἀθλοφόρους δοκιμασίας καὶ μαρτυρικοὺς διωγμοὺς καὶ τραγικὰς βασάνους, ὡς οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἀγωνισταὶ τῆς ἁγίας ἡμῶν θρησκείας, ἀλλὰ δυνάμεθα εἰπεῖν, ὅτι σύμπας ὁ βίος αὐτοῦ οὐδὲν ἕτερον ἦτον, εἰμὴ συνεχὴς δοξολογία πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἄοκνος φροντὶς καὶ ἐνδελεχὴς μέριμνα πῶς νὰ ὠφελήσῃ ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς τὴν πάσχουσαν κοινωνίαν.


ζη ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ’ οὐκ ἦν, ὡς λέγει ὁ Σωτήρ, ἐκ τοῦ κόσμου. Περιεπάτει ἐν τῇ γῇ, ἀλλ’ εἶχε τὸ σεμνὸν πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς. Ἐφαίνετο ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐβίου ἀγγελικῶς. Ἔφερε σάρκα, ἀλλ’ ἔζη ὡς ἀκριβὴς τηρητὴς καὶ φύλαξ τῆς παρθενίας. Συνανεστρέφετο μετὰ διαφόρων προσώπων, ἀλλ’ ὡμίλει ὡς πνευματικὸς καὶ ξένος τοῦ παρόντος κόσμου.


ὑψηλὴ ἰδεολογία τὸν συνήρπαζε καὶ τὸ συναίσθημα μιᾶς ἠθικῆς ὑπεροχῆς τὸν διεθέρμαινεν, εἰς τὸ νὰ εὑρίσκεται εἰς περιβάλλον νοητὸν γαλήνης καὶ μακαριότητος· εἰρηνοποιὸς ὁσιότης ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴν ἀρετήν, καὶ ὀνειροπολοῦσα τὴν ἀνέσπερον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.


Καὶ ἀπῆλθε μὲν μεταστὰς εἰς τὰς οὐρανίους καὶ αἰωνίους μονάς, ἀλλὰ δὲν ἐγκατέλειπε τὰ πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα, ἅτινα ἐγέννησεν, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐν πνεύματι, ἀφίσας αὐτοῖς τὸ ἅγιον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Λείψανον· καὶ χαίρει μὲν ἐν οὐρανοῖς ὁ μακάριος Νεκτάριος, χαίρει ὅμως καὶ ἡ νῆσος Αἴγινα εὐτυχήσασα ἐν τοῖς κόλποις της νὰ κατέχῃ τὸν τετιμημένον καὶ πανσεβάσμιον θησαυρόν, δι’ ὅν ἄξιοι πολλῶν συγχαρητηρίων εἶσθε ὑμεῖς οἱ κάτοικοι τῆς νήσου.


μεῖς δὲ οἱ ταπεινοί, οἱ γράφοντες ταῦτα ἐν μυχίᾳ κατανύξει, ὑψοῦμεν τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκ βάθους καρ- δίας ἀναφωνοῦμεν.Ὤ Πανιερώτατε Ἱεράρχα Ἅγιε Νεκτάριε, πάτερ Σεβάσμιε, ἐπίνευσον ἐξ οὐρανοῦ πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐξαπόστειλον τὴν Σὴν εὐλογίαν. Γενοῦ ἐν τῇ ὑψηλῇ μεσιτείᾳ ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθὸς ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις τοῦ τιμίου σου Λειψάνου προσκυνηταῖς· προστάτης τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, συνεπίκουρος καὶ καθοδηγός, συγκράτησον ἡμᾶς ἐν τῇ ἁγίᾳ πίστει ἐν ᾗ ἐκλεΐσθης, ἐνίσχυσον ἡμᾶς ἐν ταῖς κοσμικαῖς περιπετείαις δοκιμαζομένους, φανοῦ οἰκτίρμων ἐν τῷ ἐλέει τῆς χάριτός σου πρὸς τὴν ἠθικὴν ἡμῶν συντριβὴν ὡς συμπαραστάτης ἐν τῇ χορείᾳ τῶν Ἁγίων·


πρεσβείαν δὲ ποίησον πρὸς τὸν Πολυεύσπλαγχνον καὶ Πανάγαθον Κύριον, ὅπως τὸν ἐπὶ γῆς βίον ἡμῶν ἐν μετανοίᾳ τελέσωμεν καὶ ἐξομολογήσει, καὶ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς τῆς ἀκηράτου ἐκείνης καὶ αἰωνίου ζωῆς, ἥν διε­κήρυξας­ καὶ ἐπόθησας καὶ ἐν ᾗ ἀγαλλόμενος ἤδη ἀναπαύεσαι, ὦ πανσεβάσμιε Ἱεράρχα.


ν τῇ ψυχῇ καὶ τῇ καρδίᾳ ἡμῶν διαθερμαινόμεθα ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ πόθου, τοῦ νὰ ἐμπνευσθῶμεν ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τοῦ εἰρηνοποιοῦ σου πνεύματος διδάγματα, καὶ φωτισθῶμεν ἀπὸ τὰς συμβουλάς σου, καὶ γίνωμεν μέτοχοι τοῦ εὐαγγελικοῦ κόσμου, ὅν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θείου Πατρὸς ὑπεσχέθης ἡμῖν. Κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς τὰ ἐλέη τῶν θείων δωρημάτων, ἅτινα ἐξησφάλισεν ἡ προσευχή σου παρὰ τῷ Οὐρανίῳ Πατρί, καὶ δεήθητι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, σεβάσμιε καὶ ἡγιασμένε Πάτερ!



Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη (1858-1943), Βιογραφικὴ Σκιαγραφία τοῦ ἐν Ὁσίοις­ ἀειμνήστου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ποιμενάρχου Νεκταρίου Μητροπολίτου πρ. Πενταπόλεως Κτήτορος­ τῆς ἐν Αἰγίνῃ Ἱ. Γυναικείας Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, Ἐν Ἀθήναις 1929, ὅπως ἀνα­ τυπώνεται στὸ βιβλίο Οἱ πρῶτες Βιογραφίες τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, ἐπιμ. Μιχαὴλ Χατζηγεωργίου, Ἱστορικὰ Τετράδια 5 – 1998 (ἄ.τ.), σελ. 60-62.



Περιοδικό <<Άγιος Κυπριανός>>


Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΥΛΑΚΑ ΑΓΓΕΛΟ



Η Μοναχὴ Ἀλεξάνδρα, γεννημένη στὴν Ρουμανία, ἦταν κόρη τοῦ Βασιλιᾶ Φερδινάνδρου (+1927) καὶ τῆς Βασίλισσας Μαρίας. Ἔζησε πολλὲς ἱστορικὲς περιπέτειες, δύο Παγκοσμίους Πολέμους, φτώχια καὶ ἐξορίες. Ἐν τέλει, βρέθηκε στὴν Ἀμερική, ὅπου πραγματοποιώντας παλαιὸ πνευματικὸ πόθο της, ἔγινε Μοναχή. 



δρυσε τὴν Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Ἔλγουντ τῆς Πενσυλβανία καὶ διακόνησε ἐκεῖ ὡς Ἡγουμένη μέχρι τὴν μακαρία κοίμησί της, τὸ 1991. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ διηγεῖται μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία γνωριμίας μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν Φύλακα Ἄγγελό της, ποὺ εἶχε στὴν παιδική της ἡλικία. «Ἤμουν ἑπτὰ χρόνων, ὅταν –ξημερώματα ἦταν– τοὺς εἶδα νὰ στέκονται μπροστά μου. Ἦταν Ἄγγελοι. Εἶμαι τόσο σίγουρη σήμερα, ὅτι ἦταν Ἄγγελοι, ὅσο ἤμουνα καὶ τότε ποὺ τοὺς εἶδα. Δὲν ἦταν ὄνειρο· δὲν ἦταν φαντασία αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. Ἦταν ἐκεῖ ὁλοζώντανοι, τοὺς ἔβλεπα, τοὺς ἔνιωθα βαθιὰ μέσα μου. Τοὺς ἔβλεπα τόσο καθαρά, εὐδιάκριτα! Δὲν ξαφνιάστηκα, οὔτε φοβήθηκα. Ἴσως δὲν ἔνιωσα καὶ ἰδιαίτερο δέος. Ἐκεῖνο ποὺ πολὺ ἔντονα ἔνιωσα ἦταν μιὰ βαθιά, ἀπερίγραπτη ἀγαλλίαση, μιὰ γλυκιὰ χαρά! Ἤθελα νὰ τοὺς μιλήσω, νὰ τοὺς ἀγγίξω. Τὸ παιδικό μας δωμάτιο ἄρχισε νὰ φωτίζεται μὲ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς. Ξαφνικά, εἶδα μιὰ ὁμάδα Ἀγγέλων νὰ στέκονται, σὰν νὰ μιλοῦσαν μεταξύ τους, γύρω ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ μου. Ἤμουν σίγουρη ὅτι μιλοῦσαν, ἂν καὶ δὲν ἄκουγα τὶς φωνές τους. Φοροῦσαν μακριὰ ροῦχα σὰν ρόμπες μὲ διάφορα ἁπαλὰ χρώματα. Τὰ μαλλιά τους πλούσια ἔπεφταν στοὺς ὤμους καὶ εἶχαν τοῦ καθενὸς διαφορετικὴ ἀπόχρωσι, ἀπὸ ἀνοιχτὰ ξανθὰ ὡς σκοῦρα μαῦρα. Δὲν εἶχαν φτεροῦγες.Στὸ κάτω μέρος τοῦ κρεββατιοῦ τοῦ ἀδελφοῦ μου Μίρκα, λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, στεκόταν ἕνας ἄλλος Ἄγγελος, ψηλότερος καὶ πολὺ ὄμορφος, μὲ μεγάλες ἄσπρες φτεροῦγες. Στὸ δεξί του χέρι κρατοῦσε ἕνα ἀναμμένο κερὶ καὶ φαινόταν νὰ μὴν ἀνήκει στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων Ἀγγέλων. Μέσα μου βαθιὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸς ἦταν Φύλακας Ἄγγελος. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἀντιλήφθηκα τὴν παρουσία ἑνὸς ἄλλου Ἀγγέλου στὰ πόδια τοῦ δικοῦ μου κρεββατιοῦ. Ἦταν ψηλός, φοροῦσε ροῦχα μὲ πολὺ φαρδιὰ μανίκια. Τὰ μαλλιά του ἦταν πυρόξανθα καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου του τέτοια, ποὺ δὲν μπορῶ οὔτε τώρα νὰ τὴν περιγράψω, γιατὶ δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ὂν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ μὲ τίποτε ἀνθρώπινο. Τὰ φτερά του ἦταν πίσω καὶ γυρισμένα πρὸς τὰ ἄνω. Τὸ ἕνα του χέρι ἦταν ψηλὰ στὸ στῆθος του καὶ μὲ τὸ ἄλλο κρατοῦσε τὸ κερί.Τὸ χαμόγελό του μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω μόνο μὲ μιὰ λέξι: ἀγγελικό! Ὅλη του ἡ παρουσία ἀντανακλοῦσε ἀγάπη, στοργή, φροντίδα, κατανόησι καὶ ἀσφάλεια.Γοητευμένη ἀπ’ ὅ,τι ζοῦσα, πέταξα τὰ σκεπάσματά μου καὶ γονάτισα στὴν ἄκρη στὸ κρεββάτι. Ἅπλωσα τὸ χέρι μὲ μιὰ ἔντονη ἐπιθυμία ν’ ἀγγίξω τὸν χαμογελαστὸ φύλακά μου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω καὶ κούνησε εὐγενικὰ τὸ κεφάλι του. Ἤμουν τόσο κοντά του! «Ὦ, σὲ παρακαλῶ, μὴ φεύγεις!», εἶπα δυνατά, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἄγγελοι μὲ κοίταξαν καὶ νομίζω πὼς ἄκουσα ἕνα ἐλαφρὺ γέλιο, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι ἄκουσα κάποιον ἦχο, ἂν καὶ ξέρω καλὰ πὼς οἱ Ἄγγελοι χαμογέλασαν. Ἔπειτα ἐξαφανίστηκαν...Δὲν ἤμουν παρὰ ἕνα παιδί, ὅταν εἶδα τὸν Φύλακα Ἄγγελό μου. Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, κάπου κάπου θυμόμουν αὐτὸ τὸ γε- γονὸς καὶ ἐξακολουθοῦσα νὰ νιώθω τὴν παρουσία τοῦ Φύλακα Ἀγγέλου μου. Ἀλλά, μὲ λύπη μου ὁμολογῶ, ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς τὸν ἀγνόησα......Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, ἴσως ἐξ αἰτίας ὅλων ὅσων ἔζησα κατὰ τὸν Πόλεμο καὶ τοὺς ποικίλους διωγμούς, βασανίστηκα πολὺ ἀπὸ δαιμονικοὺς ἐφιάλτες. Ἡ μόνη σωτηρία μου στὴν διάρκεια τῶν ἐφιαλτικῶν ὀνείρων ἦταν νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ...Μιὰ μέρα, κοιτάζοντας μιὰ συλλογὴ παλαιῶν εἰκόνων, ἔπεσε τὸ μάτι μου σὲ ἕνα τρίπτυχο, ὅπου εἰκονιζόταν ὁ Φύλακας Ἄγγελος. Στὴν μεσαία εἰκόνα ὁ Ἄγγελος βοηθοῦσε τὸν προστατευόμενό του, ποὺ κοιμόταν καὶ ἔβλεπε ἄσχημο ὄνειρο. Ἀργότερα, ὅταν πάλι ξύπνησα τρομαγμένη ἀπὸ ἄσχημο ἐφιάλτη, θυμήθηκα ξαφνικὰ τὴν εἰκόνα καὶ μὲ μιὰ ὑπερφυσικὴ εὐκρίνεια ἀνακάλεσα στὸν νοῦ μου αὐτὰ ποὺ εἶχα δεῖ, ὅταν ἤμουν παιδί.


 

Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἐκείνη τὴν στιγμὴ γύρισα στὸν Φύλακα Ἄγγελό μου, ὅπως τὸ ἔκανα στὴν παιδική μου ἡλικία, καὶ ἤξερα ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ἐκεῖ, πλάϊ μου, ἕτοιμος νὰ μὲ προστατεύσει. Ἐντελῶς σίγουρη γιὰ τὴν παρουσία του ἠρέμησα καὶ εἰρηνικὰ ξανακοιμήθηκα. Ὁ ὕπνος μου ἦταν γλυκὺς καὶ ἤρεμος...






Ἀλεξάνδρας Μοναχῆς,

Οἱ Ἄγγελοι - Μιὰ Ζωντανὴ Παρουσία


Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΟ ΧΟΙΡΟΣΤΑΣΙΟ




῾Η Ταπείνωσις τοῦ ἁγιωτάτου Μητροπολίτου Ρουμανίας Γρηγορίου


Ο επιφανέστερος Μητροπολίτης Ρουμανίας κατὰ τὸν ΙΘʹ αἰῶνα ἦταν ὁ ἁγιώτατος Γρηγόριος Μικουλέσκυ, ὁ ἀποκληθεὶς «Διδάσκαλος» (1765-22.7.1834). ῎Εζησε ὡς «παιδαριογέρων» μὲ ἄσκησι, ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσι στὸ Μοναστήρι τοῦ Νεὰμτς μέχρι τοῦ ἔτους 1820. Τὸ 1790 εἶχε καρῆ Μοναχὸς ἀπὸ τὸν ξακουστὸ Στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) καὶ εἶχε ἐπιδοθῆ μὲ τὸν Γέροντά του Μοναχὸ Γερόντιο στὴν μετάφρασι τῶν ἔργων τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ στὴν ρουμανικὴ γλῶσσα.


Φωτισμένος ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὁ ταπεινὸς ἤδη ῾Ιεροδιάκονος Γρηγόριος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Νεὰμτς τὸ 1820 καὶ ἐκοινοβίασε στὸ Καλνταρουσάνι, σ᾿ ἕνα κελλὶ πολὺ πτωχὸ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς Μονῆς.Η μόνη περιουσία του ἦταν ἕνα ραφάκι μὲ βιβλία καὶ μιὰ ψάθα γιὰ κρεββάτι. ᾿Εδῶ ἐζοῦσε ἡμέρα καὶ νύκτα μὲ νηστεία καὶ προσευχή, μετέφραζε βιβλία μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου, χωρὶς ποτὲ νὰ ζητήση οὔτε ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα.῏Ηταν βιαστὴς σ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ὅλες τὶς νύκτες ἀγρυπνοῦσε. 


Μόνο μὲ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἔσβηνε τὸ κερὶ στὸ κελλί του. Στις αρχές τοῦ 1823 ἦλθε στὸ κελλί του μιὰ ὁμάδα ἀνθρώπων καὶ τοῦ εἶπε· Ο ἄρχοντας τῆς Χώρας θέλει νὰ σὲ κάνη Μητροπολίτη καὶ σὲ καλεῖ. —Γιὰ νὰ μὲ καλῆ ἡ Μεγαλειότης του ὁ ἡγεμών, θὰ ἔλθω, εἶπε αὐτός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ποιμάνω τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος. Καὶ μόνο ἡ σκέψις αὐτὴ μὲ τρομάζει. ῎Ετσι μετὰ δύο ἡμέρες κατηφόρισε γιὰ τὸ Βουκουρέστι.


ταν ἐπέρασε ἀπὸ τὸ χωριὸ Τουνάρι, ὁ ῾Ιερεὺς τὸν εἶδε κακοντυμένο καὶ τὸν ἔκλεισε στὴν καλύβα τῶν χοίρων, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι εἶναι κανένας ἀλήτης καλόγερος. Τὴν δεύτερη ἡμέρα, ἕνας δοῦλος τὸν ἐλευθέρωσε στὰ κρυφά. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ ῾Ιερεὺς τὸν εἶδε Μητροπολίτη καὶ κατεπλάγη. ῞Ομως ὁ πρᾶος ποιμὴν τοῦ εἶπε χαμογελαστός: Μὴ λυπᾶσαι, πάτερ, γιατὶ οἱ χοῖροι τῆς ἁγιότητός σου μοῦ συμπεριφέρθηκαν καλά. 


Μετά από τρεῖς ἡμέρες, ὁ ῾Ιεροδιάκονος Γρηγόριος δέχτηκε νὰ γίνη ποιμὴν στὸ λογικὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιο. Οταν πλέον χειροτονήθηκε, ὁ ἡγεμὼν Γρηγόριος Γκίκας τοῦ ἔδωσε τὴν πατερίτσα καὶ τοῦ εἶπε: ''Αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο οὔτε ἐκείνου ποὺ ἔτρεξε, οὔτε ἐκείνου ποὺ προσευχήθηκε, ἀλλὰ ᾿Εκείνου ποὺ θέλησε, τα τοῦ Θεού!



Περιοδικό «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 248-249/Μάϊος-Αὔγουστος 1992, σελ. 80


ΕΜΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ




Η γενεά μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε γενεὰ ἀντιφατική , ἡ ἐποχή μας εἶνε ἀπὸ τὶς πιὸ ἀνήσυχες. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἀπὸ πλευρᾶς ἐπιστήμης εἶνε αἰώνας μεγάλων ἀνακαλύψεων, ἐνῷ ἀπὸ πλευρᾶς εὐημερίας παρουσιάζει κάτι τὸ ὀξύμωρο· ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος κάποιοι δυστυχοῦν καὶ πεθαίνουν, ἀπὸ τὸ ἄλλο μαζεύτηκε πλοῦτος στὰ χέρια λίγων ποὺ τὸν σπαταλοῦν. Ἀπὸ πλευρᾶς δὲ θρησκείας –ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει,γιατὶ αὐτὴ εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ–, εἶνε αἰώνας ἀπιστίας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἁρμόζει νὰ ἐπαναληφθῇ ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας, οἱ εὔπιστοισὲ ὅλα, ὡς πρὸς τὴ θρησκεία μας εἶνε δύσπιστοι. Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν δῶ θαῦμα, σοῦ λένε. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα ἔχει δύο ἔννοιες· θαῦμα εἶνε ἢ κάτι ποὺ προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν τέχνη ποὺ εἶνε φτειαγμένο καὶ τὶς ἰδιότητες μὲ τὶς ὁποῖες εἶνε ἐφωδιασμένο, ἢ ἕνα ἔκτακτο ὑπερφυσικὸ γεγονός. Ὑπὸ τὴν πρώτη ἔννοια θαύματα εἶνε γεμάτη ἡ φύσι γύρω μας μὲ τὰ μυστήρια ποὺ κρύβει· ὁ σπόρος ποὺ ῥίχνεις στὴ γλάστρα καὶ βγαίνει ἕνα λουλούδι,αὐτὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ποὺ τρέφει χιλιάδες τώρα χρόνια τοὺς ἀνθρώπους, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα,τὰ πουλιά, τὰ ἔντομα, ὅλη ἡ δημιουργία τοῦκόσμου ἀπὸ τὸ μηδέν. Αὐτὰ εἶνε πρώτη, ἡ κατώτερη κλίμακα. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνώτερη· ἐδῶ ὑπάγονται ἐκεῖνα τὰ ἔκτακτα γεγονότα ποὺσυμβαίνουν στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ὁποῖαἐκφεύγουν ἀπὸ τὴν τάξι τῶν φυσικῶν νόμων καὶ ἀγγίζουν πλέον τὸν καθαρὰ πνευματικὸ καὶ μυστηριώδη κόσμο. Ποιά εἶνε αὐτά; Τὰ πρῶτα τὰ βρίσκουμε στὸ μεγάλο βιβλίο τῆςφύσεως. Τὰ δεύτερα ποῦ θὰ τὰ βροῦμε;Μὴ διαβάζετε πολλά. Ὑπάρχουν δύο βιβλία· αὐτὰ σᾶς συνιστῶ νὰ μελετᾶτε. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ μεγάλο πολυσέλιδο βιβλίο ποὺ λέγεται φυσικὸς κόσμος . Τὸ ἄλλο βιβλίο εἶνε πολὺ μικρό· ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν διαβάσετε τὸ μικρό, δὲν ἐξηγεῖται τὸ μεγάλο. Καὶ τὸ μικρὸ αὐτὸ βιβλίο, ποὺ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ τό ᾽χῃ στὴν τσέπη του –κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ ἔχουμε καὶ δὲν τὸ διαβάσουμε καὶ δὲν τὸ ἐφαρμόσουμε–, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή . Τὰ μεγάλα θαύματα εἶνε ἐκεῖ.Ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρχίσουμε καὶ ποῦ νὰ τελειώσουμε; Ἡ δημιουργία! θαῦμα δὲν εἶνε ἡ προέλευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο καὶ ἕνα ζεῦγος κατὰ τὸ λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «Αὐξάνε σθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν…»(Γέν. 1,28); Θαῦμα ἔπειτα δὲν εἶ νε ἐκείνη ἡ ἄφλεκτος βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι τὰ νερὰ τοῦ Νείλου μεταβλήθηκαν σὲ αἷμα; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σχίστηκε ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ πέρασαν οἱ Ἰσραηλῖτες; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ἔμειναν ἄθικτοι μέσα στὸ φλογισμένο καμίνι; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι ἄγγελος Κυρίου ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λεόντωνκαὶ δὲν πείραξαν τὸν προφήτη Δανιήλ; Θαύματα γεμάτη ἡ ἁγία Γραφή. Θαύματα στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν ἥλιο μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαών…»(Ἰη10,12). Τέτοιαθαύματα διηγεῖται ἡ ἁγία Γραφή.Ἀπ᾽ ὅλα τώρα τὰ θαύματα, τῆς φύσεως καὶ τῆς ἁγίας Γραφῆς, ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο; Τὸ μεγαλύτερο, τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἐκεῖνο ποὺ ἐμπρός του ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κι οὔτε οἱ ἄγγελοι μποροῦν νὰ τὸ συλλάβουν, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε τώρα· ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ, ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ.Εἶπα ὅτι εἶνε θαῦμα. Μὰ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν εἶνε τυφλοί , εἶνε σὰν τοὺς τυφλοπόντικες ποὺ δὲν ξέρουν ὅτι πάνω ἀπὸ τὴ γῆ ὑπάρχουν ἥλιος, λουλούδια, δέντρα, ἀστέρια.Ἔτσι κι αὐτοὶ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δοῦν καὶδὲ νιώθουν τίποτα σήμερα. Τί τὸ σπουδαῖο; σοῦ λένε· ἕνα βρέφος φτωχὸ γεννήθηκε σὲ μιὰ φάτνη μέσα σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔ, λοιπόν; πολλὰ παιδιὰ γεννήθηκαν καὶ θὰ γεννηθοῦν στὸν κόσμο μέσα σὲ συνθῆκες φτώχειας…Ναί· ἀλλὰ τὸ βρέφος αὐτὸ διαφέρει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Εἶνε Θεῖο Βρέφος, εἶνε μοναδικό,ἐξαίρεσις. Εἶνε τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων· φαίνεται μικρὸ καὶ ἀδύνατο, ἀλλὰ κρύβει μυστήριο· τὸ φτωχὸ αὐτὸ βρέφος κρατάει στὰ χέρια του ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Τὸ βρέφος αὐτὸ κατέλυσε τὴν εἰδωλολατρία, ἔφερε τὴ μεγαλύτερη ἀνατροπή, τὴν ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης ἐναντίον τοῦ μίσους, ἐπανάστασι ποὺ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, γιὰ νὰ γίνῃ «μιὰ ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16). Τὸ βρέφος αὐτὸ εἶνε ὁ Βασιλεὺς πού, ἐνῷ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους βασιλεῖς λέμε «ἔζησαν», «βασίλευσαν», ὁ Βασιλεὺς αὐτὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας καὶ «τῆς βασιλείας αὐ - τοῦ οὐκ ἔσται τέλος»ὸ βρέφος αὐτὸ εἶνε ὁ Θεὸς ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Τί μυστήριο! Πῶς νὰ τὸ ἐκφράσουμε; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, ἂν ὁ ἥλιος πλησίαζε τὴ γῆ, ἡ γῆ θὰ γινόταν κάρβουνο. Ἐδῶ ὅμως δὲν χαμήλωσε ἁπλῶς ὁ ἥλιος· πάτησε πάνω στὴ γῆ ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ἔφτειαξε τοὺς ἥλιους καὶ τοὺς γαλαξίες, καὶ ἡ γῆ δὲν κάηκε! Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος λέει κάπου· Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλα θαύματα, ἕνα εἶνε τὸ θαῦμα, ἡ γέννησις τοῦ Σωτῆρος. Στὴν Ἀθήνα μιὰ κυρία πλησίασε τὸν ἱεροκήρυκα Πανάρετο Δουλιγέρη καὶ τοῦ εἶπε· –Πάτερ, στὴν ἐκκλησία τῆς γειτονιᾶς μας ἔγινε θαῦμα· ν᾽ ἀνεβῇς στὸν ἄμβωνα νὰ τὸ κηρύξῃς. Ἐκεῖ -νος δὲν ἔδειξε νὰ ἐντυπωσιάζεται. Αὐτὴ στενοχωρημένη ἐπέμενε· –Μὰ δὲν ἀκοῦς, δὲ σοῦ κάνει ἐντύπωσι; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπαντᾷ· –Κυράμου, αὐτὸ εἶνε μικρὸ θαῦμα· τέτοια γίνονταικάθε μέρα στὸν κόσμο. Ἐγὼ ἕνα θαῦμα θεωρῶ μεγάλο· ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰκάνῃ τὸν ἄνθρωπο Θεὸ κατὰ χάριν, κ᾽ ἐγὼ ἀ-κόμη δὲν ἔγινα κἂν ἄνθρωπος… Σοφὰ λόγια.Ἀδελφοί μου, τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουν οἱ πιστοί , ὄχι οἱ ἄνθρωποι τῶν διασκεδάσεων. Οἱ πιστοὶ ὅμως λιγοστεύουν δυστυχῶς. Μικρὸ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 12,32). Ἀλλὰ καὶ ἕνας ἂν μείνῃ πιστός, κι ἂν ἔρθῃ μέραποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀρνηθοῦν, «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40) , καὶ τὰ ἄστρα θὰ κηρύξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός,εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).Τὰ Χριστούγεννα εἶνε ἑορτὴ μεγάλη, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸνἄνθρωπο. Εἶνε, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ «μητρόπολις τῶν ἑορτῶν»· γιατὶ ἂνὁ Χριστὸς δὲν γεννιόταν, δὲν θὰ εἴχαμε οὔτε Φῶτα οὔτε Ὑπαπαντὴ οὔτε Σταύρωσι οὔτε Ἀνάστασι οὔτε Ἀνάληψι οὔτε Πεντηκοστή, δὲν θὰ εἴχαμε οὔτε κατορθώματα καὶ βίους τῶν ἁγίων.Ὅλες οἱ ἑορτὲς ἐδῶ ἔχουν τὴ ῥίζα τους. Σὲ μιὰ ἐφημερίδα διάβασα, ὅτι κάποιος μεγάλος ἐπιστήμονας εἶχε βάλει κανόνα στὸν ἑαυτό του, νὰ διαβάζῃ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ὁλόκληρη τὴν ἁγία Γραφή, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. Ποιός ἀπὸ μᾶς τὸ κάνει αὐτό; Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι σ᾽ αὐτὸ εἴμαστε ἔνοχοι· δὲν εἴμαστε λαὸς τῆς Βίβλου, δὲν διαβάζουμε Γραφή, Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ ξεράθηκαν οἱ καρδιές.Μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ λοιπὸν ὑπάρχει τὸ ἑξῆς. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ βρέθηκε μιὰ νύχτα στὴν ἔρημο ὁλομόναχος. (Ὁλομόναχος; Μὴν τὸ πῇς. Ποτέ δὲν εἶσαι μόνος. Μαζί σου εἶνε ὁ Θεός· καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γεννηθέντος Χριστοῦ αὐτὸ σημαίνει· «Ἐμμανουήλ, …μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» Ἠσ. 7,14· 8,8. Ματθ. 1,23). Βρέθηκε λοιπὸν μόνος στὴν ἐρημιά, ποὺ ἀκούγονταν τὰ θηρία. Πῆρε ἕνα λι-θάρι γιὰ προσκέφαλο, ἔκανε τὴν προσευχήτου καὶ κοιμήθηκε. Τὴ νύχτα εἶδε ὄνειρο· μία κλίμακα, μιὰ σκάλα, ποὺ ἡ βάσι της πατοῦσεστὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό, καὶ πάνω στὰ σκαλιά της ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Σηκώθηκε ἔντρομος ἀπ᾽ τὸν ὕπνο καὶ εἶπε· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ»(Γέν. 28,17).Αὐτό, ἀδελφοί μου, ποὺ εἶδε ὁ Ἰακώβ, ἡ κλῖμαξ αὐτή, ἦταν προφητεία· καὶ σήμερα εἶνε ἡἐκπλήρωσι τῆς προφητείας. Ποιά εἶνε ἡ κλῖ μαξ, ἡ σκάλα αὐτή, ποὺ ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὰ οὐράνια; Εἶνε ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Θεοτόκου. Ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθεκαὶ πάτησε ἐδῶ, ἡ γῆ εἶνε πλέον ἑνωμένη μὲτὰ οὐράνια. Ὑπάρχει τώρα γέφυρα. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὴ γῆ, ἔτσι καλεῖ τώρα ἐμᾶς ν᾽ ἀνεβοῦμε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.Μπρὸς ἀδέρφια μου, πατῆστε τὰ σκαλιά! Καὶ τὸ πρῶτο σκαλί, ποὺ γιὰ νὰ τὸ πατήσῃς χρειάζεται ἀπόφασι ἡρωική, γράφει «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2· 4,17) . Κι ἅμα πατήσῃς τὸ πρῶτο σκαλί, θ᾽ ἀποκτήσῃς φτεροῦγες ἀετοῦ καὶ θ᾽ ἀνεβαίνῃς ψηλά,ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, γιὰ νὰ πῇς· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης» (θ. Λειτ.· βλ. Ἠσ. 6,3).Αμήν! 


Μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

ΜΑΜΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣΟΥ ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΟΜΑΙ

ΕΝΑ ΑΛΗΘΙΝΟ γεγονός, κατὰ τὸ ἔτος 1956, συνετάραξε καὶ ἔφερε σὲ μετάνοια ἑκατοντάδες ἀνθρώπων στὴν πόλι Κουϊμπίσεβ, σημερινὴ Σαμάρα τῆς περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, τῆς Σοβιετικῆς Ρωσίας.Στὴν πόλι Κουϊμπίσεβ ζοῦσε μία οἰκογένεια: ἡ εὐσεβὴς μητέρα καὶ ἡ κόρη της Ζωή. Τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς (31 Δεκεμβρίου, κατὰ τὸ πολιτικὸ ἡμερολόγιο) τοῦ 1956, ἡ Ζωὴ προσεκάλεσε ἑπτὰ φίλες της καὶ ἄλλους τόσους νεαροὺς σὲ δεῖπνο καὶ χορό.Τότε, ἐπειδὴ ἦταν ἀκόμη ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων,ἡ μητέρα παρεκάλεσε τὴν Ζωὴ νὰ μὴ προγραμματίση φαγητό, ἀλλὰ ἡ κόρη ἐπέμενε στὸ δικό της.Εκεῖνο τὸ βράδυ, ἡ εὐλαβὴς μητέρα διεμαρτυρήθη καὶ μετέβη στὴν ᾿Εκκλησία, γιὰ νὰ προσευχηθῆ.Συγκεντρώθηκαν οἱ προσκεκλημένοι, ἀλλὰ ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Ζωῆς, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Νικόλαος, δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη.

 

Οἱ κοπέλλες καὶ τὰ ἀγόρια χωρίσθηκαν σὲ ζευγάρια καὶ ἡ Ζωὴ ἔμεινε μόνη της. ᾿Απὸ ἀμηχανία καὶ χωρὶς νὰ πολυσκεφθῆ, κατέβασε τὴν Εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἀπὸ τὸ Εικονοστάσι στὴν γωνία καὶ εἶπε: «Θὰ πάρω αὐτὸν τὸν Νικόλα καὶ θὰ πάω νὰ χορέψω μαζί τους », χωρὶς νὰ δίνη σημασία ἐν τῷ μεταξὺ στὶς φίλες της, οἱ ὁποῖες τὴν συμβούλευαν νὰ μὴ κάνη τὴν βλάσφημη αὐτὴ ἐνέργεια. «῍Αν ὑπάρχη Θεός, ἂς μὲ τιμωρήση», εἶπε ἐκείνη.Αρχισε νὰ χορεύη... ῎Εκαναν ἕνα-δύο γύρους... Ξαφνικὰ μέσα στὸ δωμάτιο ἕνας δυνατὸς κρότος ἀκούσθηκε, ἕνας ἀνεμοστρόβιλος σηκώθηκε καὶ ἔλαμψε φῶς ἐκτυφλωτικὸ σὰν ἀστραπή!...Η χαρὰ μεταστράφηκε σὲ φρίκη. ῞Ολοι ἐγκατέλειψαν βιαστικὰ καὶ φοβισμένοι τὸ σπίτι...Μόνο ἡ Ζωὴ στεκόταν ἀκίνητη, μὲ τὴν Εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου κολλημένη στὸ στῆθος, ἀπολιθωμένη καὶ παγωμένη σὰν μάρμαρο!... Τὰ πόδια της εἶχαν καρφωθῆ στὸ πάτωμα, τὸ σῶμα της εἶχε ὄντως πετρώσει καὶ μόνο ἡ καρδιά της κτυποῦσε!ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ, οἱ ὁποῖοι σύντομα κατέφθασαν, δὲν κατώρθωσαν νὰ τὴν συνεφέρουν, παρὰ τὶς προσπάθειές τους. Οἱ βελόνες τῶν ἐνέσεων, ποὺ ἤθελαν νὰ τῆς κάνουν, ἐλύγιζαν καὶ ἔσπαζαν καθὼς κτυποῦσαν πάνω στὸ μαρμαρωμένο σῶμα της! Θέλησαν νὰ τὴν μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν μετακινήσουν ἀπὸ τὴν θέσι της.Η Ζωὴ ἦταν ζωντανή. Δὲν μποροῦσε ὅμως πλέον οὔτε νὰ φάη οὔτε νὰ πιῆ...Οταν ἡ μητέρα ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶδε τί συνέβη, ἔπεσε ἀναίσθητη καὶ τὴν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξῆλθε σὲ μερικὲς ἡμέρες. ῾Η πίστις ὅμως αὐτῆς στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ θερμὲς μητρικές της προσευχές, γιὰ συγχώρησι τῆς δύστυχης κόρης, ἀνανέωσαν μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὶς ζωτικές της δυνάμεις.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΜΑ ΕΡΧΟΤΑΝ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ




Τὸν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1989 ὁ εὐλαβέστατος καὶ ἐνάρετος κ. Εὐάγγελος Κοσμᾶς, κάτοικος Τήνου, μᾶς διηγήθηκε ἕνα πολὺ συγκινητικὸ σύγχρονο θαῦμα τοῦ ῾Αγίου Σπυρίδωνος, ποὺ ἔγινε στὸν ἴδιο, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδί. ᾿Εκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα διδάγματα τῆς διηγήσεως, τὴν ὁποία παραθέτουμε ἀπομαγνητοφωνημένη, ἐπισημαίνουμε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ὀφείλουν νὰ ἔχουν τὰ παιδιὰ στοὺς γονείς.


Ήμουνα μικρὸ παιδί, 5 ἐτῶν. Τότε μέναμε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Τήνου ποὺ λέγεται Καθικάρος. Θυμᾶμαι ἕνα φθινοπωρινὸ πρωϊνὸ ποὺ ὁ πατέρας μου ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ πάη σὲ μιὰ κηδεία, σ᾿ ἕνα διπλανὸ χωριό, τὸ ὁποῖο ἀπέχει ἀπὸ τὸν Καθικάρο γύρω στὴν μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, στὸν Τριπόταμο. ῾Ο πατέρας μου ὅμως δὲν μὲ πῆρε μαζί του. Εγὼ ἀγαποῦσα πολὺ τὸν πατέρα μου καὶ ἤθελα, ὅπου πηγαίνει νὰ μὲ παίρνη μαζί του, διότι μὲ ἔβαζε στοὺς ὤμους του, κι αὐτὸ μὲ εὐχαρι στοῦσε.


Εφ᾿ ὅσον δὲν μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου μαζί του καὶ ἔφυγε, ἐγὼ ἀποφάσισα — κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα μου — νὰ πάω νὰ τὸν βρῶ στὸ χωριὸ ποὺ πῆγε, στὸν Τριπόταμο. Πῆρα τὰ μονοπάτια καὶ προχωρώντας ἔφθασα σ᾿ ἕνα σημεῖο, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα ρεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε πολὺ νερό, διότι εἶχε βρέξει προηγουμένως καί, σὰν μικρὸς ποὺ ἤμουν, δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τὸ περάσω μονομιᾶς, μ᾿ ἕνα πήδημα (σάλτο). Καθόμουν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγα, διότι ἤμουν ἀνίκανος νὰ περάσω ἀπέναντι.


πως καθόμουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάστασι, παρατήρησα ὅτι ἀπέναντι ὑπῆρχε μία μικρὴ ἐκκλησούλα, τῆς ὁποίας ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας Γέροντας κατευθυνόμενος πρὸς ἐμένα. Φοροῦσε ἕνα βαρὺ μάλλινο ἐπανωφόρι, ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάπα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ βοσκοῦ τῶν βουνῶν, κι ἕνα στρογγυλὸ σκουφάκι στὸ κεφάλι του. 'Ηρθε κοντά μου καὶ μοῦ λέει:


Ποῦ πᾶς, καλό μου παιδί ;...Τοῦ λέω: — Πάω στὸν Τριπόταμο νὰ βρῶ τὸν πατέρα μου, γιατὶ ἔφυγε καὶ δὲν μὲ πῆρε μαζί του, ἐνῶ ἐγὼ ἤθελα νὰ μὲ πάρη...Μοῦ λέει: — Τὸ ξέρει ἡ μητέρα σου ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι;...Λέω: —῎Οχι !...— Δὲν ἔκανες, μοῦ λέει, καλὰ ποὺ ἔφυγες ἀπ᾿ τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ τὸ πῆς στὴν μητέρα σου. Τὰ καλὰ παιδιὰ ὅταν φεύγουν ἀπ᾿ τὸ σπίτι ἐνημερώνουν τὴν μητέρα τους. Τώρα θὰ σὲ βοηθήσω νὰ πᾶς στὸν Τριπόταμο, ἀλλὰ ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξανακάνης!...


Θυμᾶμαι ὅτι μ᾿ ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ σὰν νὰ πετάξαμε, βρεθήκαμε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ποταμάκι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον γιὰ μένα προηγουμένως νὰ τὸ περάσω. Μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι σὲ μιὰ ἀπόστασι 400- 500 μέτρων. Φθάσαμε σ᾿ ἕνα σημεῖο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Τριπόταμος διακρινόταν πλέον καθαρά, ὅπως καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ χωριοῦ.


Τότε μοῦ λέει: — Στὴν ᾿Εκκλησία ποὺ βλέπεις, εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ μέσα ὁ πατέρας σου. Θὰ πᾶς καὶ θὰ τὸν βρῆς.᾿Εγὼ τὸν εὐχαρίστησα καὶ τοῦ φίλησα τὸ χέρι, γιατὶ ἡ μητέρα μας μᾶς εἶχε μάθει νὰ σεβώμαστε τοὺς γεροντότερους. Μόλις τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μὲ χάϊδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ εἶπε: — Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὴν ξεχνᾶς: ὅταν φεύγης ἀπὸ τὸ σπίτι νὰ ἐνημερώνης τὴν μητέρα σου. Μοῦ ξανατόνισε δηλαδὴ αὐτὴ τὴν συμβουλή του, κι ἄρχισα νὰ κατηφορίζω γιὰ τὸ χωριό.


Πρὶν καλὰ-καλὰ ξεκινήσω ὅμως, θέλησα νὰ ξαναδῶ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται, ὅτι θὰ ἀνηφόριζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη στὸ μέρος ποὺ τὸν συνάντησα. Γύρισα τὸ κεφάλι μου, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδα — εἶχε ἐξαφανιστῆ... Αὐτό, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἤμουν τόσο μικρός, μὲ προβλημάτισε. Διότι ἦταν ἀδύνατον νὰ προλάβαινε ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἀνηφορίση τόσο δρόμο ποὺ ὑπῆρχε πίσω μου, σ᾿ ἕνα τόσο ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἐνῶ αὐτὴ ἡ ἀπορία μου μὲ βασάνιζε, κατευθύνθηκα πρὸς τὸ χωριό.


Πῆγα στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπου πράγματι ἡ ᾿Ακολουθία τῆς κηδείας συνεχιζόταν ἀκόμη, καὶ ἀφοῦ ἔψαξα γιὰ λίγο, ἐντόπισα τὸν πατέρα μου, καθήμενο σ᾿ ἕνα στασίδι στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς ᾿Εκκλησίας. Μόλις ὁ πατέρας μου μὲ εἶδε, ἀναστατώθηκε καὶ μὲ ρωτοῦσε, πῶς βρέθηκα ἐκεῖ πέρα. ᾿Εγὼ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν τοῦ διηγήθηκα τίποτε, ἁπλῶς τοῦ εἶπα ὅτι ἦρθα.


Αφοῦ τέλειωσε ἡ κηδεία, πήραμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. ῞Οταν φθάσαμε στὸ ρεματάκι, κι ἀντικρύσαμε τὴν ἐκκλησούλα, τοῦ εἶπα ὅ,τι ἀκριβῶς μοῦ εἶχε συμβῆ.Τότε μὲ πῆρε ὁ πατέρας μου καὶ μπήκαμε μέσα στὴν ἐκκλησούλα, λέγοντάς μου: — ῎Αν δῆς τὸν Γέροντα, θὰ τὸν γνωρίσης; ᾿Εγὼ τοῦ ἀπάντησα καταφατικά. 'Αρχισε λοιπὸν νὰ μοῦ δείχνη τὶς εἰκόνες, ἐρωτώντας με, ἐὰν ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς εἰκονιζομένους.


Στὴν ἀρχὴ μοῦ ἔδειξε τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου Προδρόμου. ᾿Εγὼ ἔγνεφα ἀρνητικά. Μοῦ ἔδειξε καὶ τὸν ῞Αγιο Σπυρίδωνα. ᾿Εγὼ ξαφνιάστηκα...— Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς ἦταν μὲ τὸ σκουφάκι του...Τότε ὁ πατέρας μου γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. ᾿Ανάψαμε τὸ κανδήλι, θυμιάσαμε καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε, ἐπιστρέψαμε στὸ σπίτι μας.


λα αὐτὰ τὰ διηγήθηκα καὶ στὴν μητέρα μου. Οἱ γονεῖς μου θεώρησαν, ὅτι προστάτης μου ῞Αγιος, εἶναι ὁ ῞Αγιος Σπυρίδωνας. ᾿Απὸ τότε πηγαίναμε κάθε χρόνο στὴν Θ. Λειτουργία, στὴν μνήμη του, ἐνῶ κάθε Σάββατο, ἀνάβαμε τὰ κανδήλια καὶ περιποιούμασταν τὸ ἐκκλησάκι. Μέχρι σήμερα θεωρῶ τὸν ῞Αγιο προστάτη μου...



Περιοδικό «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 233/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1989, σελ. 125-126.


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

ΑΟΙΔΗΜΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΒΟΥΡΙΔΗΣ




Ως ελάχιστη ἀπότισι τιμῆς 

στὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ συγχρόνου ῾Ομολογητοῦ τῆς ᾿Ορθοδοξίας 

Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, 

ὑπενθυμίζουμε συνοπτικῶς ὡρισμένα βιογραφικὰ στοιχεῖα του, 

τὰ ὁποῖα παρουσιάζουν ἀνάγλυφα τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ σκεύους τῆς Θείας Χάριτος, 

πρὸς παραδειγματισμόν, στήριξιν καὶ ἐνίσχυσιν ἰδίως τῆς νεωτέρας γενεᾶς τοῦ ᾿Ακαινοτομήτου Πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας,

 ἀλλὰ καὶ ἀναζωπύρωσι τῆς ὁμολογιακῆς του παρρησίας στὶς δύσκολες ἡμέρες μας.



῾Ο ἀείμνηστος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης ἐγεννήθη στὶς 13.11.1870 στὴν Μάδυτο τῆς ᾿Αν. Θράκης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κλή- σεώς του στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς ὀξυνοίας του, ἐπεθύμησε νὰ φοιτήση στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου καὶ ὡλοκλήρωσε τὶς σπουδές του τὸ 1901 μὲ βαθμὸ ἄριστα. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη ᾿Ιωακεὶμ τὸν Γ' καὶ διετέλεσε῾Ιεροκῆρυξ Πανόρμου καὶ ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῶν Πατριαρχείων. Διεκρίνετο ἐξ ἀρχῆς γιὰ τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος του, γιὰ τὴν μεγάλη ἐμβρίθεια καὶ τὴν ρέουσα ρητορικότητά του, γιὰ τὰ διοικητικά του χαρίσματα καὶ γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς ψυχῆς του.Τὴν 6.8.1908, σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν, ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας, μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας, στὴν ἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι.


᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν δραστηριότητά του. ῞Ομως, ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του, εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου, τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή, δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921, ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία. ῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε.Περὶ τὸ ἔτος 1926, μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης, τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε θεοφιλῶς μέχρι τὸ 1932, ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας, παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφο- σιωθεὶς στὸ κήρυγμα, τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία.


Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς ᾿Ακαινοτομήτους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴν «᾿Εκκλησιαστικός».Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει. Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Και- νοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενι- σμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι. Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου, ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς ζωῆς του, ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανο τῆς ῾Ομολογίας...Τὸ ἔτος 1935, μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου.


Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13.5.1935 τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν τοῦ Πατρίου! Αμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῶν ᾿Ακαινοτομήτων καὶ ἐχειροτονήθη- σαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς, ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι, ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα, προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.῾Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπ᾿ ὀλίγον διότι ἀνεκλήθη συντόμως.


῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως, στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν ᾿Ακαινοτομήτων ἐξ αἰτίας θεολογικῆς ἀγνοίας καὶ ἀκαμψίας ὡς καὶ τραγικῆς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας.Χάριτι Θεοῦ, ἀντεπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ γαλήνη ψυχῆς, λειτουργῶν, προσευχόμενος, παραδειγματίζων, ὁμιλῶν, κηρύττων, συγγράφων, περιοδεύων, ἀπολογούμενος, ἐν μέσῳ ποικίλων ἀντιξοοτήτων: λοιδορούμενος, διωκόμενος, ὑστερούμε- νος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος...Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον, δυστυχῶς, ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη, ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.


Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν καινοτόμων κατὰ τῶν ᾿Ορθοδόξων τοῦ Πατρίου ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. ῾Ο ῾Ομολογητὴς ῾Ιεράρχης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαπεντάμηνον στὴν ἀπομα- κρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μιτυλήνης, διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του! Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως. Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθη- κε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἐξορίας του, εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον καὶ ἀστραπηβόλον!...Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς, τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του. ῾Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ ῾Ομολογητοῦ ῾Ιεράρχου ἦταν βεβαίως ἀρνητική, ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς, φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, πέρασε στὴν ῾Ιστορία.Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψή του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως καὶ ἀρετῆς.


῾Η ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ σεμνὸν, κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές, ἡ εὐγένεια, τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ ἀγῶνος του, ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄν- θρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι. ᾿Απέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του, στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα, ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό, ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους. Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του. Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα, λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν. ῏Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. ῾Η περιβολή του, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ, ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ, ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος.


῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τὸν συνεῖχαν μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.Ετσι, ἀρχὰς Σεπτεμβρίου τοῦ 1955, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἐκάλεσε τὸν Πνευματικό του, τὸν χαρισματικὸ π. ᾿Ιωάννη τῆς ᾿Αμφιάλης, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. 



Καθαρμένος ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, ἐζήτησε νὰ τοῦ στρώσουν σὲ καθαρὰ ὁλόλευκα σεντόνια καὶ παρέδωσε ἀνώδυνα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ὁλόλευκη ψυχή του στὸν Κύριο καὶ Θεό, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων καὶ πόνων του!῎Οντως, «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ᾿Αρχιερεύς»!... Ετάφη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος, κατὰ δὲ τὴν ἐκταφὴ τῶν ἱερῶν του Λειψάνων ἐξεχύθη μία λεπτὴ ἄρρητος εὐωδία σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι... Εἴθε ἡ εὐχή του νὰ μᾶς σκεπάζη, νὰ μᾶς συνοδεύη καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύη στὴν διακράτησι τῆς ἱερᾶς Παρακαταθήκης αὐτού!... 



Εκ του περιοδικού '''Αγιος Κυπριανός», αριθμός τεύχους 298, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2000, σελ. 350-351, 354. Επιμέλεια κεμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Αοίδημος Ιεράρχης κ. Χρυσόστομος Καβουρίδης


ΜΗΤΕΡΑ, ΤΙ ΣΟΥ ΣΥΝΕΒΗ; ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΣΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΑ ΚΑΙ ΝΑ ΠΗΓΑ ΚΑΠΟΥ!



'

Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.

'Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.



ταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περι- μένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή. Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους. Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί. ᾿Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προχωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω. Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ. Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω. Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της. Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω, μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή. «᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος. Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπως βρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;». Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή. Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου. Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα ἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦταν φανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση. Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;». Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆς ἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶς βρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶ μὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη, παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη. Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της. Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα». Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογογράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη. Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι. 'Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.



Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκείνον!



Μοναχή Ταισία Σαλόπιβα


Ο ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ

 
Κοντά στὸ Γιαροσλὰβ [τῆς Ρωσίας] ζοῦσε ἕνα ἀγόρι ποὺ ὠνομαζόταν Θεόδωρος. ῞Οταν ἦταν ἕξι ἐτῶν ἐπισκέφθηκε μία προορατικὴ Γερόντισσα ποὺ ὠνομαζόταν Ξένη καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε:«Ποιὸς ἦλθε νὰ μὲ ἰδῆ! Θεόδωρε, τὶ χαρά! Σαράντα πέντε χρόνια θὰ βόσκης ἀγελάδες καὶ κατσίκες. Νὰ μὴ χρησιμοποιήσης ποτὲ ξύλο ἢ ράβδο σ᾿ αὐτὰ καὶ ποτὲ νὰ μὴ πῆς ἄσχημη ἢ θυμωμένη κουβέντα, καὶ τὰ ζῶα θὰ σὲ ὑπακούουν. Μετὰ θὰ πᾶς στὴν Πετρούπολι, στὴν Μακαρία Ξένη, τὴν προστάτισσά μου καὶ μετὰ θὰ πᾶς στὴν ἁγία μας γῆ, στὴν Βυρίτσα, στὸν Γέροντα»!Ο Θεόδωρος ζοῦσε μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ τέτοιες σκέψεις ποτὲ δὲν πέρασαν ἀπὸ τὸ μυαλό του. ῞Ομως, σύντομα ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ πράγματι ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ἕξι ἐτῶν ἔβοσκε ἀγελάδες. ᾿Εργάσθηκε ὡς βοσκὸς ἀκριβῶς γιὰ 47 χρόνια, ὅπως τοῦ εἶχε προείπει ἡ Γερόντισσα. Ποτὲ δὲν κτύπησε κάποιο ζῶο καὶ ποτὲ δὲν εἶπε μιὰ ἄσχημη κουβέντα· ποτὲ δὲν ἔχασε οὔτε μία ἀγελάδα. Εἶχε κατασκευάσει ἕνα κέρας (βούκινο), τὸ ὁποῖο φυσοῦσε καὶ μὲ αὐτὸ καλοῦσε τὶς ἀγελάδες. Μέχρι ποὺ πέρασε τὴν ἡλικία τῶν πενήντα ἔβοσκε ἀγελάδες· ποτὲ δὲν ἔπαιρνε χρήματα, ἀλλὰ ἔτρωγε στὰ σπίτια τῶν ἰδιοκτητῶν τῶν ἀγελάδων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης τὸν ἔντυναν. ῞Ολοι τὸν συμπαθοῦσαν γιὰ τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἀθωότητά του.Συχνὰ ἦταν πολὺ λυπημένος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐκκλησιασθῆ στὶς μεγάλες ῾Εορτές, διότι ἔπρεπε νὰ βγάζη στὴν βοσκὴ τὶς ἀγελάδες καθημερινῶς. Κάποτε, στὴν ῾Εορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, ἦταν ἐξαιρετικὰ λυπημένος καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό:«῞Ολοι οἱ πιστοὶ προσεύχονται στὴν ᾿Εκκλησία σήμερα καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι μαζί τους· εἶμαι πάντοτε μὲ τὶς ἀγελάδες καὶ τὶς κατσίκες»... ῞Οταν ὁ Θεόδωρος πῆγε τὶς ἀγελάδες στὴν βοσκή, τοποθέτησε μία Εἰκόνα σὲ ἕνα δένδρο καὶ προσευχόταν γιὰ ὧρες ἐκεῖ ἐνώπιόν της.Εκείνη τὴν ἡμέρα προσευχήθηκε μὲ ἰδιαίτερη θέρμη. Ξαφνικὰ εἶδε μία λάμψι ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ φωτὸς ἐπάνω ἀπὸ τὴν Εἰκόνα· τὸ φῶς ἦταν πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο. Μετὰ ἐμφανίσθηκε ὁ Σωτήρας μας μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν ᾿Ηλία καὶ τοὺς ᾿Αποστόλους Πέτρο, ᾿Ιάκωβο καὶ ᾿Ιωάννη! ῾Ο Θεόδωρος δὲν κατάλαβε πόσο κράτησε ἡ ὅρασις...῞Οταν ἦλθε στὶς αἰσθήσεις του ἦταν πιὰ ἀπόγευμα· κατάλαβε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ γυρίση τὰ ζῶα στὸ σπίτι, ὅτι ἦταν ὥρα γιὰ ἄρμεγμα καὶ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ ὅρασις ἐξαφανίσθηκε. ῾Ο Θεόδωρος σηκώθηκε καὶ ἔκλαυσε καὶ παρεκάλεσε τὸν Κύριο νὰ τοῦ ἀποκαλύψη ἂν αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν μία πραγματικὴ ὅρασις ἢ μόνον ἡ φαντασία του. Πῆρε τὸ κέρας του καὶ κάλεσε τὶς ἀγελάδες καὶ στράφηκε πρὸς τὸ κοπάδι. Συγκλονίσθηκε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶδε: ὅλες οἱ ἀγελάδες ἦσαν γονατισμένες καὶ δάκρυα ἔρρεαν ἀπὸ τὰ μάτια τους!...Σαράντα ἑπτὰ χρόνια ὁ Θεόδωρος ἐργάσθηκε ὡς βοσκὸς καὶ μετὰ ἀποσύρθηκε. Δὲν εἶχε συγγενεῖς οὔτε εἶχε παντρευθῆ. Θυμήθηκε τὴν καθοδήγησι ποὺ τοῦ δόθηκε στὴν παιδική του ἡλικία καὶ ταξίδευσε στὴν ῾Αγία Πετρούπολι. ῏Ηταν τότε τὸ ἔτος 1949...


*  Περιοδικό «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 297/᾿Ιούλιος-Αὔγουστος 2000, σελ. 323. Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ρωσικὰ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου Νικολάγιεβιτς Μουράβιεφ, ῾Ο Στάρετς Μεγαλόσχημος ῾Ιερομόναχος Σεραφεὶμ τῆς Βυρίτσας 1865-1949, κατὰ τὴν διασκευασμένη ἔκδοσι τοῦ ᾿Αλεξάνδρου Τροφίμωφ, σελ. 131-132, Μόσχα, ᾿Αδελφότης ῾Αγίου ᾿Αλεξίου, 1996.
 
Print Friendly and PDF