Ο παρελθών 20ὸς αἰῶνας ἦταν καθοριστικὸς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Συνέβησαν τεράστιες ἀλλαγὲς
σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου,
εἴχαμε ἁλματώδεις προόδους στὴν ἐπιστήμη,
ἀλλὰ εἴχαμε καὶ δύο Παγκοσμίους Πολέμους, ποὺ αἱματοκύλισαν τὴν ἀνθρωπότητα,
ὅπως καὶ ἐπαναστάσεις,ποὺ ἐπέφεραν βίαιες ἀλλαγές. Οἱ παραδοσιακὰ Ὀρθόδοξοι Χριστιανικοὶ λαοὶ βρέθηκαν
στὴν δίνη κοσμογονικῶν συμβάντων, τὰ ὁποῖα τοὺς ἀνάγκασαν ἀκόμη καὶ νὰ ἐκπατρισθοῦν καὶ νὰ ξενιτευθοῦν.
Ἡ μετανάστευσί τους σὲ νέες καὶ ἄγνωστες χῶρες δὲν συνέβη μόνον ἐξ αἰτίας τῶν κοινωνικῶν προκλήσεων
γιὰ εὕρεσι ἐργασίας καὶ ἀναζήτησι καλυτέρων συνθηκῶν ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διαφυλάξουν τὴν πίστι τους
καὶ τὴν πνευματική τους ταυτότητα, ἐξ αἰτίας θρησκευτικοῦ διωγμοῦ καὶ κατατρεγμοῦ.
Ἀναρίθμητοι ἀπὸ αὐτοὺς σφράγισαν τὴν μαρτυρία τους μὲ τὸ Μαρτύριο τοῦ αἵματος.
Πολλὲς χιλιάδες ἤ καὶ ἑκατομμύρια ἄλλων ἀγωνίσθηκαν στὸν στίβο τοῦ ἀναιμάκτου Μαρτυρίου τῆς Συνειδήσεως.
Κάποιοι, ὡς ἐκλεκτὲς ψυχές, ὡμολόγησαν τὸν Κύριο καὶ ὑπέστησαν διώξεις, ἀντιμετωπίζοντας νικηφόρως διαφόρους πειρασμούς, ὡς Μάρτυρες τῇ προαιρέσει, ὡς Ὁμολογητὲς καὶ ὡς εὐαρεστήσαντες στὸν Σωτῆρα Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὅποιες συνθῆκες ἐπέτρεψε ἡ πολύσοφη Πρόνοιά Του νὰ βρεθοῦν.
Ἕνας πολυτάλαντος ἐκλεκτὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, τοῦ ὁποίου τὸν κατὰ πλάτος Βίο καὶ ἀντιπροσωπευτικὰ Θαύματα παρουσιάζουμε στὸ ταπεινὸ αὐτὸ βιβλίο γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως ἐπίσης, ἐν Παραρτήματι, καὶ κάποια ἐνδεικτικὰ Κείμενά του.
Γόνος τῆς Ρωσικῆς γῆς, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἔζησε σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, στὴν Σιβηρία, στὴν Μαντζουρία τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, στὴν Αὐστραλία, στὴν Ἀμερική, στὴν Εὐρώπη, σχεδὸν σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Φορέας τῆς Εὐαγγελικῆς, Ἀποστολικῆς καὶ Πατερικῆς ζωῆς, διδαχῆς καὶ παραδόσεως, ἀνεδείχθη «Χριστοῦ εὐωδία» (Β’ Κορ. β’ 15), ὅπου καὶ ἄν ἔζησε, ἀπὸ ὅπου καὶ ἄν διῆλθε. Βασανίσθηκε γιὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀλλὰ ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τὸν διεφύλαξε, γιὰ νὰ κατασταθῆ Ποιμένας τῶν λογικῶν Αὐτοῦ προβάτων, ἕνας Ἱεράρχης παγκοσμίου ἐμβελείας· ἡ Μαρτυρία του ἦταν μαρτυρία Ζωῆς καὶ Ἀληθείας.
Κατεῖχε πραγματικὰ τὸ χαρισματικὸ «Πρωτεῖον τῆς Ἀληθείας» στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ ταραγμένου 20οῦ αἰώνος καὶ κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός, ἕνας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐφάμιλλος κατὰ πάντα τῶν παλαιῶν, διεκήρυξε τὴν μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ σταθερότητα καὶ ἀποφασιστικότητα, χωρὶς ὑπερβολές.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὅταν ὑπῆρχε ἡ ἄμεση καὶ ἀπόλυτη ἀνάγκη,γιὰ νὰ ἀποτελέση τὸ ἀνάχωμα καὶ τὸν φραγμό,τότε ποὺ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κηρύχθηκε καὶ ἐπιβλήθηκε ἐπισήμως καὶ ἐξαπλώθηκε παγκοσμίως, ἀπὸ τὸ 1965 καὶ ἑξῆς, ἐνʼ ὅσῳ αὐτὴ πλέον εἰσήρχετο στὴν τελική της εὐθεῖα.
Ὁ μακάριος Φιλάρετος διατελῶν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Δεσπότη Χριστό, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, δὲν ἐδίδασκε καὶ φρονοῦσε τὰ δικά του θεωρήματα, ἀλλʼὅσα διέτασσε καὶ παρέδιδε ὁ Ἀποστέλλων, ὁ μόνος πραγματικὸς Καθηγητὴς καὶ Διδάσκαλος τῶν ἀνθρώπων. «Ἀποστόλου γὰρ ἀξίωμα, μηδὲν οἴκοθεν ἐπεισάγειν», βεβαιώνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Καὶ αὐτὸς τίμησε τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ποὺ ἔφερε, χωρὶς νὰ εἰσάγη τίποτε ἰδικό του,χωρὶς νὰ παρεκκλίνη ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς Πίστεως.
Ὁ ὄντως φίλος τῆς ἀρετῆς ἱερὸς Φιλάρετος, ὁ καὶ γνήσιος τῆς Ἀληθείας ἐραστής, ἀντιτάχθηκε κατὰ τῆς πλάνης ὡς ὁ Δαυῒδ στὸν Γολιάθ, ὅπως ὁ Μάρτυς Νέστωρ στὸν Λιαῖο, σὰν νέος Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς ἐνάντια στὴν πολύτροπη Αἵρεσι.
Καὶ νίκησε, ἐπισφραγίσας τὸν Ἀγῶνα του μὲ τὸ θαυμαστὸ παράδειγμά του, μὲ τὰ ἐξαίρετα γραπτά του, μὲ τὰ ἐξαίσια Θαύματά του, μὲ τὸ θαυματουργὸ ἄφθαρτο ἱερὸ Λείψανό του, μὲ τὴν ζωοποιὸ καὶ ζωογόνο Παρακαταθήκη του. Ὁ ἐκτενὴς Βίος του, τὸν ὁποῖον φιλοτεχνήσαμε ἀτέχνως, διʼ εὐχῶν του, ἀποτελεῖ τὴν ἐλάχιστη ἔνδειξι τιμῆς, σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης στὴν Ἁγιότητά του, ὡς καὶ ὁλόκαρδη ἀποδοχὴ τῆς Μαρτυρίας καὶ Κληρονομίας του.
Εἴθε νὰ συμβάλη στὴν διάδοσι τῆς Μνήμης του καὶ στὴν υἱοθέτησι τοῦ Μηνύματός του ἀπὸ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέρους καλοπροαιρέτους ἀναγνῶστες! Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἔργου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐχὴ καὶ χαρά μας. Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ 2015. † Γ.Κλ.
Επισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος:
Ο Άγιος Φιλάρετος της Ρωσικής Διασποράς.
Ένας Σύγχρονος Ασκητής και Ομολογητής Ιεράρχης
(1903-1985)
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Βοσνεσένσκυ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας, στὶς 22 Μαρτίου/4 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1903,τὸ ἴδιο ἐκεῖνο ἔτος ποὺ διακηρύχθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἡ ἁγιότητα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους Ἁγίους της, τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ († 1833),ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶχε γεννηθῆ στὸ Κούρσκ.
Ἡ πόλις ἦταν φημισμένη γιὰ τὸ περίφημο θαυματουργικὸ Εἰκόνισμα τῆς Παναγίας τοῦ Σημείου, τῆς Ὁδηγήτριας, ἡ ὁποία εἶχε θεραπεύσει τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ ἀπὸ ἀσθένεια, ὅταν ἦταν μικρός.
Ἡ Εἰκόνα αὐτὴ ἀπετέλεσε τὸ ἱερώτερο θησαύρισμα τῶν Ρώσων ἐκείνων,οἱ ὁποῖοι ἀναγκάσθηκαν νὰ καταφύγουν στὸ ἐξωτερικὸ μετὰ τὴν ἐπικράτησι τοῦ ἀθεϊστικοῦ ζυγοῦ στὴν Ρωσία. Ἡ Παναγία μας ἀνεδείχθη ἡ Ὁδηγήτρια τοῦ ἐξορίστου εὐσεβοῦς λαοῦ, μακρὰν τῆς προγονικῆς γῆς,προστατεύουσα αὐτὸν καὶ συνδέοντάς τον ὄχι μόνον μὲ τὴν γενέτειρα,ἀλλὰ μὲ τὴν ἀληθινὴ οὐράνια Πατρίδα.
Καὶ φύλακας τῆς Εἰκόνος αὐτῆς ἔμελε νὰ κατασταθῆ ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ καὶ ἐπρόκειτο μετὰ ἕξι δεκαετίες νὰ ἀνέλθη στὴν Μητροπολιτικὴ χάρι καὶ ἀξία γιὰ τὴν τελευταία 20ετία τῆς εὐλογημένης καὶ συνάμα πολυκυμάντου ζωῆς του.
Μιᾶς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀπεδείχθη Μαρτυρία Χριστοῦ, Ὁμολογία Ἀληθείας, ποτισμένη ἀπὸ ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες,διανθισμένη ἀπὸ ποιμαντικοὺς ἄθλους καὶ ἀγῶνες καὶ μυρωμένη ἀπὸ ἄρωμα Πίστεως καὶ Ἀρετῆς. Ὁ Γεώργιος Βοσνεσένσκυ γεννήθηκε σὲ μία εὐσεβῆ παραδοσιακὴ ἱερατικὴ οἰκογένεια, μέσα σὲ εὔκρατη ἀτμόσφαιρα εὐλαβείας, μὲ κέντρο τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πατέρας του Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης καὶ πλούσιας παιδείας, ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Μόσχας ιδιαίτερα προσευχητικὸς καὶ θεοφοβούμενος Κληρικός. Γνώριζε μάλιστα τὸν μεγάλο καὶ ὑπέροχο Ἱερέα πασῶν τῶν Ρωσιῶν, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης, μὲ τὸν ὁποῖον συνεδέετο.
Ἡ μητέρα του Λυδία ἦταν εὐλαβὴς οἰκοδέσποινα καὶ στοργικὴ τροφός. Εἶχε ἀκόμη τέσσερα ἀδέλφια,ἕναν ἀδελφὸ καὶ τρεῖς ἀδελφές. Ἦταν πολὺ ἀγαπημένη οἰκογένεια καὶ οἱ συζητήσεις μεταξύ τους ἐδείκνυαν ὑψηλὸ ἐπίπεδο ἀρετῆς, γνώσεων, ἐγκαρδιότητος καὶ ἀλληλοσεβασμοῦ. Τὸ 1909 ἡ οἰκογένεια μετακόμισε στὴν Ἄπω Ἀνατολή, στὸ Μπλαγκοβεστσένσκ, στὸν ποταμό Ἀμούρ.
Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία εἶχε συστήσει στὴν εὐρύτερη ἐκείνη περιοχή, στὰ σύνορα τῆς Σιβηρίας μὲ τὴν Κινεζικὴ Μαντζουρία, τὴν Ἱεραποστολὴ τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς. Ἐκεῖ ὁ Γεώργιος ἐπεράτωσε τὸ Γυμνάσιο μὲ ἐπιτυχία. Παράλληλα, ἀπὸ πολὺ μικρός, ἐξεδήλωνε μία ἔντονη προσευχητικότητα καὶ «λειτουργικότητα»·στὴν οἰκία, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 6 ἐτῶν, ὑποδυόταν τὸν Κληρικὸ καὶ «τελοῦσε» ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ προσοχὴ καὶ σοβαρότητα.
Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπόπαιρναν, ἀλλʼ αὐτὸς ἀνεπηρέαστος συνέχιζε τὸ «ἱερὸ ἔργο» του, ὅπως τὸ ἐπιζητοῦσε καὶ αἰσθανόταν ἡ ἁγνὴ καὶ ἄδολη ψυχή του! Κάποτε, ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Εὐγένιος εἶχε ἐπισκεφθῆ τὸ σπίτι τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας καὶ παρακολούθησε μία τέτοια «ἱεροτελεστία», εἶπε στοὺς γονεῖς τοῦ μικροῦ Γεωργίου νὰ μὴ τὸν ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ λατρεύη τὸν Θεὸ μὲ τὸν τρόπο του,
ἐφʼ ὅσον ἦταν πολὺ καλὸ ποὺ τὸ παιδὶ εἶχε μία τόσο ἔντονη ἐπιθυμία νὰ ὑπηρετῆ τὸν Κύριο. Στὰ ἑπόμενα ἔτη, ὅταν εἶχε ἤδη ἐκσπάσει ἡ Κομμουνιστικὴ Ἐπανάστασις στὴν Ρωσία μὲ τραγικὲς συνέπειες καὶ μαινόταν ἐμφύλιος πόλεμος καὶ ταραχή, ἡ τοπικὴ Κυβέρνησι στὸ Πριαμοὺρ φαινόταν ὅτι θὰ περιέλθη ἐπίσης στὰ χέρια τῶν Σοβιετικῶν ἀθεϊστικῶν δυνάμεων.
Ἔτσι, τὸ 1918 ἤ 1920,ἡ ἱερατικὴ οἰκογένεια τοῦ μελλοντικοῦ Ἁγίου μετακόμισε στὴν Κινεζικὴ Μαντζουρία,στὴν πόλι Χαρμπίν. Ἡ πόλις αὐτὴ εἶχε κατασκευασθῆ τὶς προηγούμενες δεκαετίες, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ Ρώσους ἐργάτες τοῦ Κινεζικοῦ Ἀνατολικοῦ Σιδηροδρομικοῦ Δικτύου. Γρήγορα ἀναπτύχθηκε καὶ γνώρισε ἄνθησι.
Τὸ ρωσικὸ στοιχεῖο ἦταν ἰδιαίτερα πολυπληθὲς καὶ αἰσθητὸ καὶ μεγάλο μέρος Ρώσων μεταναστῶν ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλι ἐξ αἰτίας τῆς Σοβιετικῆς ἐπικρατήσεως, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Ρῶσοι νὰ ἀνέρχωνται σὲ 150-200 χιλιάδες κατοίκους, σὲ σύνολο περίπου μισοῦ ἑκατομμυρίου πληθυσμοῦ.
Τὸ Χαρμπὶν εἶχε 20 καὶ πλέον Ναούς, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν περίφημοι γιὰ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὸ μέγεθός τους, μὲ ἰσάριθμο Κλῆρο καὶ ἔντονη λειτουργικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἡ διαμορφωθεῖσα ἐξ αἰτίας τῆς Ἐπαναστάσεως «Ὑπερτάτη Ρωσικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκησις τοῦ Ἐξωτερικοῦ»
γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κάλυψι τῶν Ρώσων μεταναστῶν, αὐτὴ, ποὺ ἐξελίχθηκε μετέπειτα σὲ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἐξωτερικοῦ (ἤ Ἐκτὸς Ρωσίας ἤ Διασπορᾶς), ὑπὸ τὸν ἐπιφανῆ Μητροπολίτη Κιέβου Ἀντώνιο (Χραποβίτσκυ), περιελάμβανε στὴν Δικαιοδοσία της καὶ τὴν Ἄπω Ἀνατολή.
Τὸ 1922, ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκησις ποὺ ἕδρευε τότε στὸ Κάρλοβιτς τοῦ Βασιλείου τῆς Γιουγκοσλαβίας, προέβη στὴν ἵδρυσι τῆς Ἐπαρχίας τοῦ Χαρμπίν, τοποθετήσασα ὡς Μητροπολίτη τῆς ἕδρας αὐτῆς τὸν μέχρι τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ὄρενμπουργκ Μεθόδιο († 1932).
Στὴν πόλι αὐτή, ὁ Γεώργιος συνέχισε τὶς σπουδές του, ὁ δὲ πατέρας του ἀνέλαβε Ἐφημέριος στὸν μεγάλο Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Ἰβήρων, δηλαδὴ τῆς Πορταϊτίσσης. Τότε ὅμως, τὸ 1921, ὅταν ὁ Γεώργιος ἦταν 18 μόλις ἐτῶν, συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονός: ἡ πολυαγαπημένη του μητέρα, ἡ εὐγενὴς Πρεσβυτέρα Λυδία, ἐκοιμήθη. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ὁ χῆρος πατέρας του Πρωθιερεὺς Νικόλαος ἐκάρη Μοναχός, τὸ 1934, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Δημήτριος, χειροτονηθεὶς ἐν συνεχείᾳ Ἐπίσκοπος Χαϊλάρ, τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χαρμπὶν στὴν Μαντζουρία.
Ὁ Γεώργιος συνέχισε μὲ ἐπιμέλεια τὶς σπουδές του καὶ ἀποφοίτησε τὸ 1927 ἀπὸ τὸ Ρωσο-Κινεζικὸ Πολυτεχνικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Χαρμπίν, ὡς Ἠλεκτρολόγος Μηχανολόγος. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησί του, ἐργάσθηκε γιὰ λίγο ὡς διδάσκαλος σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἐκπαιδευτικὰ ρωσικὰ ἱδρύματα τῆς πόλεως. Ὁ Γεώργιος ἦταν φύσις εὐαίσθητη καὶ καλλιτεχνικὴ καὶ τοῦ ἄρεσε ἡ μουσική· διδάχθηκε πιάνο, στὸ ὁποῖο ἀφιέρωνε ἀρκετὸ ἀπὸ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του, γιὰ νὰ ἀποδίδη μελωδίες καὶ ὕμνους.
Ἐπίσης, ἦταν καλὸς σκακιστὴς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε ὅποτε εὕρισκε ἱκανοὺς καὶ πρόθυμους συμπαῖκτες.
Ἀκόμη, μελετοῦσε σοβαρὴ λογοτεχνία καὶ τὸν ἐπηρέασε στὴν πνευματική του κατάρτισι ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ μεγάλου Ντοστογιέφσκυ. Ὅμως, τὰ κύρια ἐνδιαφέροντα τοῦ Γεωργίου ἐστρέφοντο περὶ τὰ ἐκκλησιαστικά. Ἀγαποῦσε θερμὰ τὴν μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν προσευχή.
Ἡ ψυχή του αἰσθανόταν μεγάλο πόθο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐμβαθύνσεως στὸν λόγο Του καὶ στὰ θαυμάσιά Του καὶ ἐπιζητοῦσε πάσῃ θυσίᾳ νὰ εὐαρεστήση τὸν Κύριο στὴν ζωή του. Οἱ στίχοι τοῦ Ψαλμωδοῦ εὕρισκαν σὲ αὐτὸν τὴν πλήρη ἐκπλήρωσί τους:«ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα’ 3).
Ὁ Γεώργιος ἀπερροφᾶτο στὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ μάλιστα τῆς Καινῆς Διαθήκης,
ὅπως καὶ τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως τοῦ περιφήμου Ρώσου Ἀσκητικοῦ Διδασκάλου
Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωβ.
Ἡ βαθύτητα καὶ πνευματικότητα τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου,
μὲ τὴν καθαρότητα καὶ Ἁγιοπνευματικὴ ἑλκυστικότητά τους, ἐπηρέασαν καίρια τὸν Γεώργιο
στὶς ἐπιλογές του γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε στὸν βίο του·τοῦ ἐνστάλαξαν τὸν θεῖο ἔρωτα,
τὸν ἔπεισαν γιὰ τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν θελγήτρων καὶ τὸν ἔστρεψαν ὁλοκληρωτικὰ στὴν κατὰ Θεὸν βιοτή.
Ἔτσι,
ὁ Γεώργιος προσοικειώθηκε τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, μὲ καλλιέργεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καὶ ἔμφασι στὴν ζωὴ τοῦ πνεύματος.
Ἀγάπησε ἰδιαίτερα τὴν προσευχή, καὶ μάλιστα τὴν νοερὰ προσευχή,ἦταν σιωπηλὸς καὶ προσεκτικὸς
καὶ γενικὰ διακρινόταν γιὰ τὴν σοβαρότητα, τὴν πραότητα, τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ἐξαίρετο ἦθος του.
Ὅμως,
παρὰ τὴν ἐμφανῆ ἡσυχαστικότητά του, δὲν εἶχε τάσεις ἀπομονώσεως· ἦταν ἀπὸ τότε ἕνας ἐγκρατὴς Ἀσκητὴς μέσα στὸν κόσμο!
Συνεχίζεται...
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικής αναρτήσεις εκ του βιβλίου
''Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
Ένας σύγχρονος Ασκητής και Ομολογητής Ιεράρχης (1903-1985)''
του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Γαρδικίου κ. Κλήμεντος
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης