«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 11ο (2013 - 2024)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ (2024)
Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Καραβάς) Πειραιώς
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (2024)
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ὅταν ὅλοι μας λάβαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ πολύτιμο ἀγαθὸ τῆς ζωῆς, παράλληλα στολισθήκαμε καὶ μὲ κάποιες ξεχωριστὲς ἱκανότητες, οἱ ὁποῖες μᾶς χαρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάζονται «χαρίσματα». Σὲ αὐτὰ τὰ χαρίσματα, καὶ ἰδιαίτερα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε, ἀναφέρθηκε ὁ Κύριος μέσα στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
Κάποιος ἄνθρωπος, καθὼς ἐπρόκειτο νὰ φύγει μακριά, κάλεσε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τοὺς ἐμπιστεύθηκε τὰ ὑπάρχοντά του. Δὲν ἔδωσε σὲ ὅλους τὰ ἴσα, ἀλλὰ κρίνοντας κατὰ τὴν δύναμη τοῦ καθενός, προσέφερε στὸν ἕναν πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλον δύο καὶ στὸν τελευταῖο ἕνα. Ἕνα τάλαντο ἀντιστοιχεῖ, στὴν παραβολή, σὲ μία συγκεκριμένη ποσότητα ἀσημιοῦ. Μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρό, ὁ ἄνθρωπος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι του καὶ θέλησε νὰ δεῖ πώς οἱ ὑπηρέτες του διαχειρίσθηκαν τὰ τάλαντα ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Ὁ πρῶτος ἐργάσθηκε ὥστε τᾶ πέντε τάλαντα νὰ τὰ κάνει δέκα. Ὁ δεύτερος κατόρθωσε μὲ ἐπιμέλεια νὰ αὐξήσει τὰ δύο σὲ τέσσερα.
Ὁ δὲ τρίτος, κυριευμένος ἀπὸ τὴν ὀκνηρία, δὲν ἀσχολήθηκε καθόλου μὲ τὸ τάλαντο ποὺ ἔλαβε. Παρὰ μόνο, τὸ ἔκρυψε στὴ γῆ καὶ τὴν κατάλληλη ὥρα τὸ ἐπέστρεψε στὸν κύριό του. Δὲν σεβάσθηκε τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ ἔδειξε, οὔτε φιλοτιμήθηκε νὰ κάνει ἔστω κάτι ἐλάχιστο γιὰ νὰ φανεῖ ἀντάξιος τῶν προσδοκιῶν τοῦ κυρίου του. Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ πρῶτοι δύο ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν συμμέτοχοι τῆς χαρᾶς τοῦ κυρίου, ἐνῶ ὁ τρίτος κατέληξε στὸ ἀτέρμονο σκοτάδι, τὸ δὲ τάλαντό του δόθηκε σὲ ἐκεῖνον ποὺ κατεῖχε τὰ δέκα.
Αὐτὸ ποὺ ἀρχικὰ μᾶς διδάσκει ἡ παραβολὴ εἶναι κάτι ποὺ ἀκούγεται βέβαια πολὺ ἁπλὸ καὶ δεδομένο, ἀλλά, δυστυχῶς, πολλοὶ τὸ ἀγνοοῦν: ὅτι ὅλοι ἔχουμε τάλαντα, ὅλοι ἔχουμε χαρίσματα. Τὰ χαρίσματα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεὸς προκειμένου νὰ ἐργασθοῦμε μὲ αὐτὰ γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας, νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ Ἐκεῖνον καὶ νὰ στηρίξουμε τὴν κοινωνία τῶν συνανθρώπων μας.
Τὰ χαρίσματα δὲν δίνονται σὲ ὅλους στὸν ἴδιο βαθμό. Ἂς πάρουμε ὡς παράδειγμα τὴν ζωγραφική. Κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ ζωγραφίζει καλύτερα, ἐνῶ ἄλλος ὄχι καὶ τόσο καλά. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ συμβαίνει τὸ ἀντίθετο σὲ κάποια ἄλλη ἱκανότητα, ὅπως, παραδείγματος χάριν, στὴν διοίκηση. Αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζωγραφίσει καλά, ἐνδεχομένως νὰ εἶναι καλύτερος στὴν διοίκηση ἀπὸ τὸν ἱκανό ζωγράφο.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι λειτουργοῦμε μεταξύ μας μὲ ἀγάπη καὶ προωθοῦμε τὴν συνεργατικότητα, τότε γίνονται «θαύματα», τὰ κενὰ καὶ οἱ ἀδυναμίες καλύπτονται μὲ τὴν ἱκανότητα τοῦ πλησίον, καὶ ἔτσι προάγεται τὸ κοινὸ συμφέρον. Εἴμαστε πλασμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἀναφέρει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι ὁ Θεὸς σκόπιμα δὲν μᾶς ἔκανε τέλειους σὲ ὅλα, διότι τότε θὰ ἐγκλωβιζόμασταν στοὺς ἑαυτούς μας. Τώρα, ὅμως, ὁ Θεὸς μᾶς ὠθεῖ στὸ νὰ ἀγαποῦμε ἐκ φύσεως τοὺς συνανθρώπους μας, γνωρίζοντας ὅτι χωρὶς αὐτοὺς δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιβιώσουμε.
Σχετικὰ μὲ τὴν διαχείριση τῶν χαρισμάτων μας, αὐτὸ ποὺ ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ προηγηθεῖ εἶναι νὰ γνωρίσουμε τὶ χαρίσματα μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅταν ρωτῶνται «ποιό εἶναι τὸ χάρισμά σου;», δὲν ξέρουν νὰ ἀπαντήσουν, θεωρῶντας ὅτι μάλλον δὲν ἔχουν κανένα χάρισμα. Αὐτὸ εἶναι, ἴσως, τὸ μεγαλύτερο ψέμα ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ πεῖ στὸν ἑαυτό του. Σίγουρα, ἂν ὁ ἄνθρωπος ὅλη μέρα δὲν κάνει τίποτα, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ γνωρίσει σὲ τὶ εἶναι καλός. Γιὰ νὰ διαπιστώσει κάτι τέτοιο, ὀφείλει νὰ ἐργασθεῖ, νὰ προσπαθήσει, νὰ δοκιμάσει. «Πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν κατέχετε», μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΑΛΑΝΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ
Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Ετικέτες:
ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ,
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΗΣ
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
(Ματθ. κε΄, 14-30)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾕκά, δὲ . ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ' αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ' αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηψαὶς τὸν ἔσπεισας γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ ̓ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ ̓ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΑΛΑΝΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ (2024)
ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ (2010)
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ»
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (2024)
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΑΛΑΝΤΩΝ): ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΛΟΓΟ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΕ Ο ΘΕΟΣ
ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
(Ματθ. κε΄ 14-30) (Β΄ Κορ. στ΄ 1-10)
Τα χαρίσματα στη ζωή μας
«Επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω» Μεστή πνευματικών μηνυμάτων και νοημάτων είναι η ευαγγελική περικοπή που παραπέμπει στην παραβολή των ταλάντων. Έρχεται ακριβώς να θυμίσει στον άνθρωπο ότι ο Θεός προσφέρει σε όλους χαρίσματα και δωρεές. Το ζητούμενο σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι πόσο και τι παίρνει ο καθένας μας, αλλά πώς αυτά που μάς δίνονται τα αξιοποιούμε στη ζωή μας.
Βέβαια, οι εικόνες που εναλλάσσονται στη συγκεκριμένη παραβολική διήγηση δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη διαχείριση υλικών αγαθών. Η προβολή του αρχαίου νομίσματος, του ταλάντου, με παραβολικό τρόπο, δεν περιορίζει τα μηνύματά της αλλά αντίθετα τα διευρύνει γιατί αναδεικνύεται η βαθύτερη πνευματική διάστασή τους.
Τα τάλαντα
Τα τάλαντα
Πληροφοριακά ν’ αναφέρουμε ότι τα τάλαντα για τα οποία γίνεται λόγος στη διήγηση αποτελούσαν τότε νόμισμα πολλών λαών και η αξία τους κυμαινόταν ανάλογα με το αν ήταν χρυσά, αργυρά ή χάλκινα. Βέβαια, τον Χριστό δεν απασχολούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα χρήμα και γενικά τα υλικά αγαθά, αποκομμένα από τις βαθύτερες υπαρξιακές καταβολές του ανθρώπου. Αυτό φαίνεται, εξάλλου, και από τη διακήρυξή του ότι «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου».
Ο Χριστός δίνει πλούσια τα αγαθά του στον άνθρωπο. Τον κοσμεί με χίλιες δυο δεξιότητες και ικανότητες, προπάντων όμως το στολίζει με πνευματικά χαρίσματα και του παρέχει ανώτερες δωρεές. Το ότι τα τάλαντα που προσφέρει η αγάπη του Θεού ποικίλουν από πρόσωπο σε πρόσωπο, δίνει μια άλλη δυναμική στη δυνατότητα αξιοποίησής τους. Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους, αφού προηγουμένως βέβαια κοινωνούν με τον Θεό. Ακριβώς, η αξιοποίηση των ταλάντων που προσφέρονται στον καθένα, βοηθά να εξέλθει ο άνθρωπος από τον εαυτό του για να συναντήσει όλους τους άλλους που είναι γύρω του.
Η αξιοποίηση των ταλάντων συνεπάγεται απαλλαγή από οποιεσδήποτε εγωιστικές διαθέσεις και διασφάλιση της δυνατότητας για μια δημιουργική πορεία του ανθρώπου προς την τελείωσή του. Σ’ αυτή την πορεία δεν βαδίζει μόνος, αλλά είναι ενταγμένος στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας που αποκαλύπτεται στη βαθύτερη διάστασή της ως κοινωνία προσώπων.
Η μεγάλη πρόκληση
Η παραβολή των ταλάντων, η τόσο όμορφη διήγηση που προβάλλει ενώπιον μας το Ευαγγέλιο, δίνει κατευθύνσεις στον άνθρωπο, οι οποίες λόγω του γνήσιου πνευματικού χαρακτήρα τους, θα έβγαζαν από πολλά αδιέξοδα που βιώνει σήμερα ο κόσμος και τα οποία έχουν να κάνουν με τον εφιάλτη που ονομάζεται υγειονομική και οικονομική κρίση. Στο βάθος της αποκαλύπτει μια άλλης μορφής χρεοκοπία, ηθική και πνευματική. Αν ως κοινωνία προσώπων αξιοποιούσαμε όλοι τα τάλαντα που προσφέρει αφειδώλευτα η αγάπη του Θεού, όχι εγωιστικά, αλλά ευχαριστιακά και θυσιαστικά, τότε η ανθρωπότητα με κανένα τρόπο δεν θα βρισκόταν μπροστά από τόσο ασφυκτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα.
ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
Ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπεμελήθη καὶ τὰ ἐδιπλασίασεν· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ἐκέρδησε ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα δύο. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα, ἔσκαψε τὴν γῆ καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ ἀργύριον τοῦ Κυρίου του. Καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκείνων νά ἀξιολογήση τὸ ἔργον τους.
Θέλοντας ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νά μᾶς φανερώση τὸ ἔξαφνον τῆς Δευτέρας Του Παρουσίας, μᾶς νουθετεῖ μέ τὴν παραβολὴν ταύτην σοφώτατα· καὶ ἀφοῦ πρῶτα εἶπε, «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται», ἀμέσως μετὰ προσέθεσε καὶ αὐτά: καθὼς ἕνας ἄνθρωπός πού ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπον του, ἔτσι καί ὁ Κύριος, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον σωματικῶς γιά τοὺς οὐρανούς, προσεκάλεσε τοὺς δούλους Του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ οὐράνια καὶ θεία μυστήρια. Οἱ δοῦλοι εἶναι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοί τους, οἱ μυσταγωγοὶ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διάκονοι, στούς ὁποίους ἔχει ἀνατεθῆ ἡ διακονία τοῦ λόγου, ἔλαβαν δὲ καί πνευματικὰ χαρίσματα, ἄλλοι μεγαλύτερα καὶ ἄλλοι μικρότερα· διότι τὰ χαρίσματα διαχωρίζονται καὶ διαφέρουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Πλὴν ὅμως αὐτὸς ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πού ἐνεργεῖ σὲ ὅλους καὶ τοὺς ἐνισχύει· «καὶ ἄλλῳ μὲν διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὴν Γραφήν, «ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων…» καὶ σὲ ἄλλους ἄλλα χαρίσματα. «Πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται». Καὶ πάλιν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὗς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν». Λοιπὸν δέν εἶναι ὅλοι Ἀπόστολοι ἢ δυνάμεις, καὶ δέν ἔχουν ὅλοι τὸ χάρισμα νά θεραπεύουν ἢ νά ὁμιλοῦν γλῶσσες καὶ νά ἐρμηνεύουν, ἀλλὰ κάθε ἕνας κατὰ τὴν δύναμίν του λαμβάνει τὸ χάρισμα, δηλαδή κατά τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ τῆς καθάρσεως.
Διότι ἀνάλογα μέ τὴν πρόοδόν που παρουσιάζει κάποιος στήν κατὰ τὸ εὐαγγέλιον ζωή, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν δωρεὰν καὶ τὸ χάρισμα.Ἐάν δώσωμεν ὀλίγον, ὀλίγην χάριν λαμβάνουμε· ἐὰν ὅμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβάνουμε καὶ μεγάλην χάριν. Ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα δέν ἔδειξε ὀκνηρία, οὔτε ποσῶς παρημέλησεν, ἀλλὰ παρευθὺς προσπάθησε ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ οἰκονόμος ἐπιμελέστατα, νά διπλασιάση τὸ χάρισμα. Ἐπειδή ὅποιος ἔχει λόγον ἢ πλοῦτον ἢ ἄλλην τέχνην καὶ δύναμιν καὶ δέν κοιτάζει μόνον τὸν ἑαυτὸν του ἀλλὰ προσπαθεῖ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του, αὐτὸς διπλασιάζει τὸ χάρισμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεό ὡς εὐγνώμων· ὁ δὲ ἀχάριστος καὶ ἄχρηστος, ὁ ὁποῖος παρέχωσε τὸ τάλαντον, εἶναι αὐτός πού φροντίζει νά ὠφελήσῃ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, καὶ για τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων δέν τὸν ἐνδιαφέρει καθόλου· γι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ τοιοῦτος κατακρινεται καὶ δικαίως καταδικάζεται, διότι ἔκρυψε τὴν χάριν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριον.
Ὁμοίως ὅταν κάποιος εἶναι εὐφυὴς καὶ ἐπιτήδειος ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει πολλά, δέν ἐπιδίδεται ὅμως σὲ πράγματα πού ἀφοροῦν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ σὲ πρόσκαιρες φροντίδες καὶ δολιότητες, κατακρίνεται καὶ αὐτὸς μαζί μέ ἐκεῖνον πού ἔκρυψε τὸ τάλαντον, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν προκοπὴν του σὲ θεῖα καὶ ὠφέλιμα πράγματα ἀλλὰ σὲ ἀνωφελῆ καὶ γήϊνα. Μετὰ δὲ χρόνον πολύν, ἔρχεται ὁ Κύριος πού ἔδωσε τὸ ἀργύριον ἢ τὰ λόγια Του, διότι «ἀργύριον πεπυρωμένον» εἶναι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἢ καὶ κάθε χάρισμα γενικῶς μπορεῖς νά εἴπῃς ὅτι εἶναι ἀργύριον, ἐπειδὴ λαμπρύνει ἐκεῖνον πού τὸ ἔχει καὶ τὸν κάνει ἔνδοξον. «Καὶ συναιρεῖ λόγον» ὁ Δεσπότης, ἐξετάζει δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ τάλαντα καὶ τοὺς ζητεῖ νά Τοῦ ἀποδώσουν ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄφελος. Γι’ αὐτὸ καί κάθε ἕνας πού ἔλαβε χάρισμα, εἶναι χρεώστης στόν Θεόν, νά ἀγωνισθῇ νά τὸ διπλασιάση τὸ γρηγορώτερον, δηλαδὴ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του. Διότι ὅποιος διδάσκει τὸν ἀδελφὸν του, ἢ τοῦ κάνει κάποιαν ἄλλην εὐεργεσίαν, ἂς γνωρίζῃ ὅτι περισσότερο τὸν ἑαυτὸν του ὠφελεῖ, ἐπειδὴ διπλασιάζει τὸ κέρδος του καί λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δεσπότην πλουσίαν τὴν ἀνταπόδοσιν.
Καὶ ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν ἐργαζόμενοι αὐτά πού ἔλαβαν, ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Δεσπότην ὡς δοῦλοι καλοί καὶ χρήσιμοι καὶ ἀξιώνονται, τόσον ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ὅσον καὶ ὁ ἄλλος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ὁμοίας ὑποδοχῆς, ἀκούγοντας καὶ οἱ δύο τὸν ἴδιον λόγον ἀπὸ τὸν Κύριον, δηλαδὴ τὸ «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἀγαθός νοεῖται ἐδῶ ἀληθῶς ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγαπητικὴν διάθεσιν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ φθόνον, καὶ μεταδίδει πρὸς τὸν πλησίον τὴν καλωσύνην του. Καὶ ἐπειδὴ στά ὀλίγα ἐφάνησαν πιστοὶ καὶ ἀγαθοὶ δοῦλοι, κληρονομοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖ στήν Βασιλείαν Του, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε φαντασίαν διότι ἂν καὶ ἐδῶ ἀξιώνονται νά λάβουν δωρήματα, ὅμως αὐτὰ δέν εἶναι τίποτε συγκρινόμενα μέ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα κληρονομοῦν στόν Παράδεισον. Χαρά δέ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ παντοτεινὴ καὶ αἰώνιος εὐφροσύνη, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁ Θεὸς εὐφραινόμενος στά ἔργα Του, κατὰ τὸν Προφήτην «Εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ».
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ
«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἐδῶκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύνά μιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως». (Ματθ. κε’ 14,15).
Μὲ τόν ἄνθρωπο ἐδῶ πρέπει νά κατανοήσουμε τὸν παντογνώστη Θεό, τὸν Δοτῆρα παντὸς ἀγαθοῦ. Δοῦλοι εἶναι οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἄνθρωποι. Ἀποδημία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ μακροθυμία Του. Τάλαντα εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ λογικὰ πλάσματά Του. Τὸ ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα, φαίνεται ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ὀνομασία τους, τὰ «τάλαντα». Τάλαντο ἦταν ἕνα νόμισμα μεγάλης ἀξίας, ἴσο μέ τὴν ἀξία πέντε χρυσῶν δουκάτων.
Ἐπαναλαμβάνουμ πώς ὁ Κύριος σκόπιμα ὀνόμασε τὰ χαρίσματά Του «τάλαντα», γιά νά δείξει πώς ἀξίζουν πολύ, πὼς ὁ μεγαλόδωρος Δημιουργὸς προίκισε πλούσια τὰ πλάσματά Του. Εἶναι τόσο μεγάλα τά χαρίσματα αὐτά, ὥστε ἀκόμα κι αὐτός πού ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πρέπει νά ὑπολογίσουμε πώς ἔλαβε ἀρκετά. Ὁ ἄνθρωπος ὑποδηλώνει τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πώς ἦταν «ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς» (Λουκ. ιθ’, 12). Εὐγενὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου.
Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε καθαρὰ κι ἀπὸ ἄλλα λόγια τῆς ἰδίας εὐαγγελικὴς περικοπῇς: «Ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.». Μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνέβηκε στόν οὐρανὸ γιά νά λάβει τήν Βασιλεία Του καὶ ὑποσχέθηκε πώς θὰ ἐπιστρέψει στήν γῆ ὡς Κριτής. Ὅταν κατανοήσουμε ὡς ἀνθρωπο τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τότε δοῦλοι Του εἶναι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει χορηγήσει πολλὰ χαρίσματα στόν καθένα τους (μέσα ἀπὸ τήν διαφορετικότητα καὶ τὴν ἀνισότητά τους). Ἔτσι ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ φτάνουν στήν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ στήν τελείωσή τους. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον… πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ.ιβ’ 4-7, 11).
Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὅλοι οἱ πιστοὶ δέχονται πλούσια τὰ χαρίσματα αὐτά. Μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐνισχύονται καὶ πολλαπλασιάζονται ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ τά πέντε τάλαντα οἱ ἐρμτήνευτὲς κατανοοῦν τίς πέντε αἰσθήσεις, μὲ τά δύο τάλαντα τήν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καί μέ τό ἕνα τάλαντο τήν ἑνιαία ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πέντε σωματικὲς αἰσθήσεις δόθηκαν στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑπηρετοῦν τὸ πνεῦμα καὶ τήν σωτηρίᾳ του. Ἀνήκει στήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπηρετήσει τὸν Θεό μέ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καὶ νά ἐμπλουτίσει τὸν ἑαυτὸ του μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί μέ καλὰ ἔργα. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀφεθεῖ στήν διάθεση τοῦ Θεοῦ.
Στήν παιδικὴ του ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τίς πέντε αἰσθήσεις του. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπόλυτα σωματική ζωή. Ὅταν ὡριμάσει ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τήν δυαδικότητά του καὶ τὸν πόλεμο πού διεξάγεται ἀνάμεσα στό σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Στήν πλήρη πνευματικὴ ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἐνιαῖο πνεῦμα, ξεπερνώντας τήν διαίρεση τοῦ ἑαυτοῦ του σὲ πέντε ἢ σὲ δύο. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πλήρη ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ νικητή, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνυπακοὴ στόν Θεό. Ὅταν φτάσει στά μέγιστα ὕψη, τότε πέφτει στήν μεγαλύτερη καταστροφὴ καὶ θάβει τὰ ταλέντά του στήν γῆ.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: «ΤΑ ΤΑΛΑΝΤΑ»
«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας·
ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». (Ματθ.25, 14-30).
…Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε. Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.
Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι ἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νά παραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»· τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τό δυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καί αὐτό πού ἔχει».
Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΑΛΑΝΤΩΝ): ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΛΟΓΟ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΕ Ο ΘΕΟΣ
«Και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, και ω μεν έδωκεν πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν και απεδήμησεν». Μια παραβολή μας παρουσίασε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, μια παραβολή που είναι γνωστή ως η παραβολή των ταλάντων. Το περιεχόμενό της γνωστό σε όλους μας, αναφέρεται σε ένα περιστατικό που επαναλαμβάνεται συχνά στην ιστορία του κόσμου και των ανθρώπων.
Ένας άρχοντας αποφάσισε να αποδημήσει σε μια μακρινή χώρα· και πριν να αποδημήσει κάλεσε τους δούλους και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του. Και σε άλλον έδωσε πέντε τάλαντα και σε άλλον δύο και στον τρίτο ένα και ανεχώρησε. Δεν τους είπε τι έπρεπε να τα κανουν. Τους άφησε να ενεργήσουν ανάλογα με τη δική τους κρίση και διάθεση. Δεν τους είπε αν θα επιστρέψει ούτε πότε θα επιστρέψει. Απλώς τους εμπιστεύθηκε τα αγαθά του ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός.
Και οι δύο πρώτοι εργάσθηκαν και αύξησαν τα τάλαντα που τους εμπιστεύθηκε ο κύριός τους, ενώ ο τρίτος το έθαψε στη γη και ασχολήθηκε με τις δικές του υποθέσεις ή παρέμεινε άπρακτος και αργόσχολος εκμεταλλευόμενος την απουσία του κυρίου του.
Τα χρόνια πέρασαν και μια ημέρα ο κύριος επέστρεψε. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, κάλεσε τους δούλους του για να μάθει τι έκαναν με τα χρήματα που τους είχε εμπιστευθεί. Και ενώ οι δύο πρώτοι είχαν διπλασιάσει τα τάλαντα που τους έδωσε και απήλαυσαν τον έπαινο του κυρίου τους, ο τρίτος προσήλθε με θράσος και αυθάδεια και, αντί να ζητήσει τη συγγνώμη και την επιείκεια του κυρίου που δεν αξιοποίησε τα τάλαντα που του εμπιστεύθηκε, τον κατηγόρησε ότι επιδιώκει να πλουτίζει χωρίς να κοπιάζει ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος τον κόπο και την προσπάθεια του δούλου του.
Ο Χριστός δεν περιγράφει βέβαια τα συναισθήματα του κυρίου για την προσβλητική συμπεριφορά του δούλου του, αναφέρει όμως την κριτική που του ασκεί και την τιμωρία που του επιβάλλει: «έδει σε ούν βαλείν τα αργύριά μου τοις τραπεζίταις». Θα έπρεπε, του λέει, να είχε βάλει τα χρήματά μου στην τράπεζα, ώστε να έπαιρνα τουλάχιστον τον τόκο που μου αναλογούσε. Όμως εσύ ήσουν τόσο οκνηρός που ούτε αυτό δεν φρόντισες να κάνεις, γι᾽ αυτό και δεν σου αξίζει το τάλαντο που σου εμπιστεύθηκα αλλά η τιμωρία και για την οκνηρία σου αλλά και για τη σκληρότητα της συμπεριφοράς σου.
Οι συμβολισμοί της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι γνωστοί, αδελφοί μου. Ο Θεός είναι ο κύριος της παραβολής που έδωσε σε όλους εμάς, που αντιστοιχούμε στους δούλους της παραβολής, κάποια χαρίσματα και κάποιες ικανότητες και μας άφησε ελεύθερους να τα αξιοποιήσουμε.
Ορισμένοι ακούοντας την παραβολή σπεύδουν να αναγνωρίσουν τάχα σ᾽ αυτήν σπέρματα κοινωνικής αδικίας. Σπεύδουν να κατακρίνουν τον Θεό, γιατί δήθεν δεν μοίρασε δίκαια τα αγαθά του και τα ταάλαντά του. Ίσως κάπως έτσι να σκέφτηκε και ο δούλος της παραβολής που έλαβε το ένα τάλαντο. Ίσως να θύμωσε και γι᾽ αυτό να αδιαφόρησε και πήγε και το έθαψε στη γη, χωρίς να προσέξει τον λόγο που οδήγησε τον Θεό στο να μοιράσει τα τάλαντα όπως τα μοίρασε. Και τον λόγο τον σημειώνει ο ιερός ευαγγελιστής. Μοίρασε, λέει, ο Θεός τα τάλαντα «εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν», στον καθένα, δηλαδή, ανάλογα με τις δυνάμεις του.
Αν ο δούλος που έλαβε το ένα τάλαντο, είχε λάβει πέντε, είναι βέβαιο ότι δεν θα τα αξιοποιούσε, αλλά θα τα είχε θάψει και αυτά και θα είχε υποστεί ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία.
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024
ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ
Μία μικρή πινελιά ενθύμησης του πρόσφατα κεκοιμημένου Κώστα Γεωργουσόπουλου, που είχα την ευκαιρία να γευθώ τους λόγους, μα προπάντων το πνεύμα του, δύο σχεδόν δεκαετίες. Καλό Παράδεισο να έχει!
Γ.Δ.
Η προς μητρός μάμμη μου, αρχόντισσα κτηματίας στη Λοκρίδα, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της. Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.
Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μας είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.
Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε. Αυτές οι δύο συνταρακτικές στη σοφία τους και στην απλότητά τους τελετές ερμηνεύουν το ήθος μιας άλλης γενιάς, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα βίου στον απορφανεμένο κόσμο μας.
Ο κόσμος που ζούμε προσβάλλει τη δημιουργία, καταστρατηγεί τους βασικούς νόμους της ζωής και της φύσης και συνεχώς παρεμβαίνει ανατρέποντας την ισορροπία. Κι αυτό γιατί έχει καταληφθεί από το δαίμονα της αδηφαγίας, της λαιμαργίας. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Ένας κόσμος που εξαντλεί την ευφυΐα του για να φτιάνει μηχανές σπατάλης.
Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η μέθεξη, η συγγνώμη και η μετάνοια. Δεν υπάρχει ευχαριστία. Όταν ασπαζόμαστε το κομμάτι του ψωμιού και το αφήναμε στα πουλιά, αυτό κάναμε∙ τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τιμούσαμε τον δημιουργό μέσα στα αγαθά που μας δώρισε. Αισθανόμαστε πως η ύλη είναι δώρο ζωής και την ευλαβούμαστε.
Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Τρέχει, ιδρώνει, διαγκωνίζεται, αλληλοϋπονομεύεται, σκοτώνει γιατί φοβάται το θάνατο. Θανατώνοντας τον άλλο, έστω και ψυχικά ή συμβολικά, έχει την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει από το μοιραίο. Αισθάνεται το θάνατο ως τείχος, ως εμπόδιο αξεπέραστο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα.
Δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα του μηδενός, γιατί νομίζει πως η ζωή οδηγείται στο μηδέν και παλεύει να αποφύγει την εκμηδένιση. Η μακάρια γριούλα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην ανάσταση. Ετοιμαζόταν για την αποδημία γιορτάζοντας και προσέφερε ως θυσία αινέσεως την προκοπή του οίκου της.
Όταν ο κόσμος δεν σέβεται τη δημιουργία και τη σπαταλά, όταν δεν αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει για τη φύση που μας δωρήθηκε, όταν φοβάται το θάνατο και τον αποφεύγει λερώνοντας τη ζωή, εξαγοράζοντάς τη με φθηνά μέσα, η ανθρωπότητα ακυρώνει το λόγο υπάρξεώς της.
ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ: ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Γέροντος Εφραίμ, προηγούμενου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου:
«ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ»,
εκδόσεις «Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος», 3η έκδοση, 1989, σελ 92-94.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Πόσον πολύτιμος ο χρόνος της ζωής ταύτης! Το κάθε λεπτόν έχει μεγάλην αξίαν, διότι μέσα εις ένα λεπτόν δυνάμεθα να σκεφθώμεν τόσα πράγματα, είτε αγαθά είτε πονηρά' διότι ένας λογισμός κατά Θεόν μας ανεβάζει εις τον ουρανόν και ένας λογισμός διαβολικός μας κατεβάζει εις την κόλασιν. Ιδού λοιπόν, πόσην αξίαν έχει και το λεπτόν εις την παρούσαν ζωήν' δυστυχώς, όπως ημείς δεν το εσκέφθημεν αυτό και περνούν ώρες, ημέρες και χρόνια άνευ κέρδους. Μα χωρίς κέρδος μόνον; Πόσην ζημίαν έχομεν πάθει όλοι μας, πρώτος εγώ, και δεν το εννοούμεν! Μα κάποτε όταν θα πρόκειται να βγη η ψυχή μας από το σώμα, θα το εννοήσωμεν' αλλά φευ, αργά πλέον' διόρθωσις δεν χωρεί τότε. Τώρα πρέπει να το συνειδητοποιήσωμεν μέσα μας, τώρα να το εννοήσωμεν, που δυνάμεθα να βάλωμεν αρχήν. Να εκμεταλλευώμεθα τον πολύτιμον χρόνον της ζωής μας και μακάριος πράγματι όποιος βιασθή και βάλη αρχήν' διότι μίαν ημέραν θα γίνη πλούσιος ψυχικώς. Ποτέ δεν είναι αργά' διότι ο Κύριος αναμένει έκαστον, πότε θα ξυπνήση, διά να του δώση εργασίαν' περιμένει μέχρι την ενδεκάτην ώραν' προσπαθεί με κάθε μέσον, όπως μας ξυπνήση. Εύχομαι όλοι μας να ξυπνήσωμεν και να ανάψωμεν τας λαμπάδας μας και με άγρυπνο μάτι να περιμένωμεν με υπομονήν, πότε θα έλθη ο Κύριος, ίνα συνεισέλθωμεν εις τον ολόφωτον Νυμφώνα της αιωνίου μακαριότητος, εις την πανήγυριν των φωτεινών αγγέλων, διά να ψάλλωμεν μαζί των τα αναστάσιμα άσματα, που θα μας ανάγουν από θεωρίας εις θεωρίαν και εις θείας αναβάσεις! Τότε, ω, τότε θα υπερεννοήσωμεν τι μεγάλον έργον η βία εν πάσι και ότι καλώς έπραττον οι προεστώτες, που μας εβίαζον και μας επίκραινον' ιδού τώρα τι βλέπομεν εδώ! Τότε αι ευχαριστίαι εις τον Θεόν δεν θα έχουν όρια' τότε θα αποδώσωμεν όντως ευχαριστίας αξίως τω Θεώ! Ας μη χάνωμεν τον καιρόν μάταια' βιαστών η βασιλεία των ουρανών' μνημονεύετε την έξοδον των ψυχών μας' την τελευταίαν ώραν και στιγμήν του δυσκόλου χωρισμού. Ενθυμηθήτε πως έρχονται οι δαίμονες την υστάτην ώραν και ζητούν να αρπάσουν την δόλιαν ψυχήν και να την οδηγήσουν εις τον Άδην. Ω, τι οδύνη! Τί πόνος ψυχής! Οποίους αναστεναγμούς αφήνει η ψυχή τότε! Οίμοι, εις ποίαν θλιβεράν κατάστασιν ευρίσκεται εις εκείνας τας στιγμάς! Πόσας υποσχέσεις θα δίδη εις τον Θεόν ότι θα αλλάξη ζωήν, θα βαδίση της μετανοίας και του αγώνος τον δρόμον, αρκεί να μην αποθάνη! Όλοι μας θα φθάσωμεν εις αυτήν την ώραν και θα συναντήσωμεν τα ανωτέρω και ασυγκρίτως περισσότερα και θα υποσχεθώμεν πολύ εντονώτερον της μετανοίας και του αγώνος τον δρόμον. Ας φαντασθώμεν, ότι ο Θεός ήκουσε την αίτησίν μας. Τώρα τι απομένει; Να εκτελέσωμεν τα υποσχεθέντα, μετάνοιαν αληθινήν και αγώνα γύρω από την διόρθωσιν της ψυχής μας. Ιδού και ο κατάλληλος καιρός διά μετάνοιαν και αγώνα. Σιγά - σιγά συντέμνεται ο χρόνος της ζωής και οδηγούμεθα χωρίς καν να το εννοήσωμεν εις το τέρμα και τον τάφον! Μας περιμένει δικαστήριον και Κριτής' επίσης και βιβλία έχοντα γεγραμμένας τας πράξεις εκάστου. Και τις δύναται εκφυγείν τα τοιαύτα; Ουδείς' Άπαντες παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού, γυμνοί και τετραχηλισμένοι, αποδούναι έκαστος λόγον διά τα πεπραγμένα έργα και λόγους και σκέψεις. Ταύτα και πλείονα τούτων ας μνημονεύωμεν νυκτός και ημέρας, ίνα οδηγήσωμεν τας ψυχάς μας εις το πένθος και τα δάκρυα! Η αμαρτία ως κέντρον, βαμμένη με την αρμόζουσαν ηδονήν, έρχεται ύπουλα, ως γλυκεία και χαριτωμένη μέχρι γλώσσης, διά να προσβάλη την ψυχήν. Όμως ο δελεασθείς από την ολογόπιστον ηδονήν και ανάπαυσιν αυτής, πικροτέραν δηλητηρίου και καταστρεπτικωτέραν λοιμικής νόσου θα την αισθανθή επί του πνευματικού οργανισμού του. Ό,τι και αν συνέβη με τους γονείς σου, η εξομολόγησις τα πάντα συγχωρεί και εξαλείφει, αδελφέ εν Κυρίω. Ενθυμού τον άσωτον υιόν, πόσον ημάρτησεν και με τον άσωτον βίον πόσον τους ελύπησε. Όταν όμως μετενόησε, ευθύς αι πατρικαί αγκάλαι ηνοίχθησαν και το παρελθόν εξεμηδενίσθη, ωσάν να μη συνέβη ποτέ.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Γέροντος Εφραίμ, προηγούμενου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου:
«ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ»,
εκδόσεις «Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος», 3η έκδοση, 1989, σελ 92-94.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΠΕ Ο ΙΔΙΟΣ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ;
«Ποιοί λοιπὸν εἶναι οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ ὁ ἴδιος καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἔχουν πεῖ πολλὰ ταπεινὰ γιὰ αὐτόν; Ὁ πρῶτος λόγος καὶ ὁ σπουδαιότερος εἶναι, τὸ ὅτι αὐτὸς φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα καὶ θέλει νὰ βεβαιώσει καὶ τοὺς τότε καὶ ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους, ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπεται δὲν εἶναι οὔτε κάποια σκιά οὔτε ἁπλῶς κάποιο σχῆμα, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὴ φύση.
Διότι, ἐάν, μολονότι τόσα πολλὰ ταπεινὰ καὶ ἀνθρώπινα ἔχουν πεῖ γιὰ αὐτὸν, καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅμως κατόρθωσε ὁ διάβολος νὰ πείσει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄθλιους καὶ ταλαίπωρους ἀνθρώπους, νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν αἰτία τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρωπήσεως αὐτοῦ καὶ νὰ τολμήσουν νὰ ποῦν, ὅτι δὲν ἔλαβε σάρκα, καὶ ἔτσι νὰ βλάψουν τὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲν ἔλεγε τίποτα ἀπὸ αὐτά, πόσοι δὲν θὰ ἔπεφταν στὸ βάραθρο αὐτὸ τοῦ διαβόλου; Δὲν ἀκοῦς ἀκόμη καὶ τώρα τὸν Μαρκίωνα ποὺ ἀρνεῖται τὴν κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ τὸν Μανιχαῖο καὶ τὸν Οὐαλεντίνο καὶ πολλοὺς ἄλλους;
Γιὰ αὐτὸ λέει πολλὰ ἀνθρώπινα καὶ ταπεινά καὶ ὑπολείπονται πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρρητη ἐκείνη οὐσία, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν αἰτία τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἐνανθρωπήσεώς του. Καθ’ ὅσον ὁ διάβολος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴν τὴν πίστη, γνωρίζοντας ὅτι, ἂν ξεριζώσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴν τὴν πίστη στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, θὰ ἐξαφανιστεῖ τὸ μεγαλύτερο μέρος ὅλων ἐκείνων ποὺ συνιστοῦν τὴν πίστη μας.
Ὑπάρχει καὶ ἄλλη μετὰ ἀπὸ αὐτὴν αἰτία, ἡ πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν, καὶ τὸ ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν τὶς ὑψηλότερες ἀλήθειες τῆς πίστης, τότε ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἄκουγαν. Καὶ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μου σκέψη, θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ παρουσιάσω καὶ νὰ τὸ ἀποδείξω ἀπὸ τὶς Γραφές, ὅτι δηλαδὴ, ὅταν κάποτε συνέβαινε καὶ ἔλεγε κάτι τὸ μεγάλο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἄξιο τῆς δόξας του. Καὶ γιατί λέω μεγάλο καὶ ὑψηλὸ καὶ ἄξιο τῆς δόξας του;
Ἐὰν κάποτε ἔλεγε κάτι, ποὺ ἦταν ἀπάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, θορυβοῦνταν καὶ σκανδαλίζονταν, ἐὰν πάλι κάποτε ἔλεγε κάτι τὸ ταπεινὸ καὶ ἀνθρώπινο, τότε ἔτρεχαν κοντά του καὶ δέχονταν τὰ λόγια του. Καὶ ποῦ, λέει, μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε αὐτό; Κατ’ ἐξοχὴν στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη· διότι, ἀφοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «ὁ Ἀβραὰμ ὁ πατέρας σας αἰσθάνθηκε ἀγαλλίαση, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεῖ τὴν ἡμέρα μου, καὶ τὴν εἶδε καὶ χάρηκε», τοῦ ἀπαντοῦν ἐκεῖνοι· «Δὲν εἶσαι οὔτε σαράντα χρονῶν ἀκόμη καὶ εἶδες τὸν Ἀβραάμ;»(Ιω. 8,56,57).
Βλέπεις, ὅτι συμπεριφέρονταν ἀπέναντί του σὰν νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος; Τί ἀπαντᾶ λοιπὸν αὐτός; «Ἐγὼ ὑπάρχω», λέει, «προτοῦ γεννηθεῖ ὁ Ἀβραάμ. Καὶ πῆραν πέτρες, γιὰ νὰ τὶς ρίξουν ἐναντίον του»(Ιω. 8,58). Καὶ ὅταν τοὺς ἀπηύθυνε μακροὺς λόγους γιὰ τὰ μυστήρια, λέγοντας, «Καὶ ὁ ἄρτος ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ εἶναι ἡ σάρκα μου»(Ιω. 6,51), αὐτοὶ ἔλεγαν· «Εἶναι σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούει; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἔφυγαν καὶ δὲν πήγαιναν πλέον μαζί του» (Ἰω. 6, 60-66). Πές μου λοιπόν, τί ἔπρεπε νὰ κάνει; Νὰ μιλᾶ συνέχεια μὲ ὑψηλοῦ περιεχομένου λόγια, ὥστε νὰ ἀπομακρύνει τὸ θήραμα καὶ ὅλοι νὰ ἀποκρούσουν τὴν διδασκαλία του; Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν γνώρισμα τῆς φιλανθρωπίας του.
Καθ’ ὅσον καὶ πάλι, ἐπειδὴ εἶπε, «Ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου, δὲν θὰ γευτεῖ θάνατο στὸν αἰῶνα»(Ιω. 8,52), ἔλεγαν ἐκεῖνοι· «Δὲν λέγαμε πολὺ σωστὰ, ὅτι ἔχεις δαιμόνιο; Ὁ Ἀβραὰμ πέθανε καὶ οἱ προφῆτες πέθαναν καὶ σὺ λὲς, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου δὲν θὰ γευτεῖ ποτὲ θάνατο;» (Ἰω. 8,52-53). Καὶ τί τὸ παράξενο ἐὰν τὸ πλῆθος ἔδειχνε τέτοια συμπεριφορὰ ἀπέναντί του, τὴν στιγμὴ βέβαια, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ἄρχοντες εἶχαν τὴν ἴδια γνώμη;
Πράγματι λοιπὸν ὁ Νικόδημος, ποὺ ἦταν ἄρχοντας καὶ ἦρθε πρὸς αὐτὸν μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ τοῦ εἶπε, «Γνωρίζουμε ὅτι ἦρθες σὰν δάσκαλος ἀπὸ τὸν Θεό»(Ιω. 3,2), δὲν μπόρεσε νὰ δεχτεῖ τὸ λόγο του γιὰ τὸ βάπτισμα, διότι ἦταν πολὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὴν πνευματική του ἀδυναμία. Διότι, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι «Ἂν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ἀπὸ νερὸ καὶ Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ», σὲ τόσο χαμηλὲς σκέψεις ἔπεσε, ὥστε νὰ πεῖ «Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ γεννηθεῖ ἐνῶ εἶναι γέρος; Μήπως μπορεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ νὰ μπεῖ στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό;».
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ: Ο ΑΓΙΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΙΚΑΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Εορτή 29 Νοεμβρίου
Το μόνιμο θαύμα στη ζωή της Εκκλησίας μας είναι οι άγιοί Της. Η αέναη παρουσία τους σ’ Αυτή φανερώνει περίτρανα το σωτήριο έργο Της στον κόσμο, η Οποία μεταμορφώνει τα ανθρώπινα πρόσωπα σε θεοειδείς υπάρξεις. Οι άγιοι της Εκκλησίας, ως εικόνες του Χριστού, ως σώματα Χριστού, είναι ο ίδιος ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες. Μια τέτοια εικόνα του Χριστού και αγιασμένο κύτταρο του αγίου Σώματός Του υπήρξε και ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου.
Γεννήθηκε το 1547 στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δραγανίνος, ή Γραδενίνος Σιγούρος. Οι ευσεβείς, εύποροι και αριστοκράτες γονείς του Μώκιος και Παυλίνα τον μεγάλωσαν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Μάλιστα φρόντισαν να είναι ανάδοχός του ο άγιος Γεράσιμος, ο ονομαστός ασκητής και άγιος της Κεφαλονιάς. Φρόντισαν επίσης να του δώσουν και κοσμική μόρφωση, προσλαμβάνοντας στο αρχοντικό τους τον ονομαστό δάσκαλό της εποχής Καιροφυλά. Ιδιαίτερα φρόντισαν να πάρει εκκλησιαστική παιδεία. Έμαθε αρχαία ελληνικά, λατινικά και ιταλικά. Ήδη έφηβος ήταν καταρτισμένος θεολόγος, όπως φαίνεται από το νεανικό του θεολογικό έργο υπομνήματα στον Γρηγόριο το Θεολόγο.
Σε ηλικία είκοσι ετών έχασε τους γονείς του. Η ως τότε ζωή του, εμποτισμένη με την ευσέβεια, την ασκητικότατα και τη θεολογική παιδεία, τον οδήγησαν να πάρει την απόφαση να γίνει μοναχός. Μοίρασε την μεγάλη περιουσία του στους φτωχούς και εκάρη μοναχός στην περίφημη Μονή Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, την άσκηση, τη μελέτη των αγίων γραφών και την κάθαρση των παθών. Σε δύο μόλις χρόνια έγινε ηγούμενος της Μονής.
Ένα χρόνο μετά θα χειροτονηθεί πρεσβύτερος, παρά τη θέλησή του, από τον μητροπολίτη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Θεόφιλο. Το 1577 αποφάσισε να πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει τα ιερά προσκυνήματα και ιδιαίτερα τον Πανάγιο τάφο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Πέρασε από την Αθήνα να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα, ο οποίος εκτιμώντας την ευσέβεια, τον εκκλησιαστικό του ζήλο και τη μόρφωσή του τον πρότεινε να χειροτονηθεί επίσκοπος της χηρεύουσας επισκοπής Αιγίνης.
Συμφώνησε μαζί του και ο Πατριάρχης Ιερεμίας, και παρά τη θέλησή του, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αιγίνης και τότε πήρε το όνομα Διονύσιος. Το έργο τους ως αρχιεπίσκοπος Αιγίνης υπήρξε σημαντικότατο, από άποψη ποιμαντικής και κοινωνικής ευποιίας. Έγινε ο στοργικός πατέρας όλου του ποιμνίου του, ο οποίος φρόντιζε για την πνευματική του προκοπή και την ανακούφιση από τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής.
Όμως ο προσωπικός του ασκητικός αγώνας και το ακατάπαυτο ποιμαντικό του έργο κλόνισαν σοβαρά την υγεία του, ώστε να μη μπορεί να ασκήσει την υψηλή επισκοπική του διακονία. Το 1579 ζήτησε με επιστολές τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη και το Μητροπολίτη Αθηνών να δεχτούν την παραίτησή του από την επισκοπή και να του επιτρέψουν να επιστρέψει στην αγαπημένη του Ζάκυνθο, να ζήσει ως απλός μοναχός.
Ο Πατριάρχης αποδέχτηκε την παραίτησή του, όμως τον προχείρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Αλλά η επιστροφή του στη Ζάκυνθο δημιούργησε έχθρες στο περιβάλλον του επισκοπικού περιβάλλοντος. Κάποιοι μάλιστα τον συκοφάντησαν στον τότε τοπικό ηγεμόνα Νικόλαο Δαπόντε για υπέρβαση εξουσίας και ανατρεπτική δράση, ο οποίος ζήτησε την παραίτησή του από τα καθήκοντά του. Ο ταπεινός άγιος δέχτηκε με ευχαρίστηση και ανακούφιση την παραίτηση, για να μην προκληθούν εξαιτίας του σχίσματα και έχθρες και αποσύρθηκε στην αγαπημένη του Μονή να ζήσει ως απλός μοναχός. Με προσευχή, νηστείες και αγρυπνίες διερχόταν το υπόλοιπο του βίου του, καθαρίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό του.
Εκεί όμως του συνέβη το απροσδόκητο. Κατέφυγε κάποτε ένας καταδιωκόμενος από τις αρχές φονιάς. Ο άγιος τον δέχτηκε με καλοσύνη και ύστερα από ερωτήσεις έμαθε ότι το θύμα ήταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος Σιγούρος! Δεν τον κατέδωσε, τον έκρυψε με πόνο ψυχής και άφθαστου ψυχικού μεγαλείου. Φρόντισε όμως να τον μεταπείσει και να μετανοήσει για τη θανάσιμη αμαρτία που διέπραξε! Η πράξη του αυτή θα μείνει ως αιώνιο παράδειγμα βίωσης της χριστιανικής αρετής της ανεξικακίας!
Στα τέλη της ζωής του αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου Αναφωνήτριας, όπου δεχόταν πλήθος ανθρώπων για να εξομολογηθούν και να παρηγορηθούν από τις σοφές συμβουλές του. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1622 παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου, τον Οποίο αγάπησε και υπηρέτησε πιστά σε όλη του τη ζωή. Τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία του, στο παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου στις Στροφάδες. Μετά από τρία χρόνια έγινε εκταφή του τιμίου σκηνώματός του και βρέθηκε άφθορο να ευωδιάζει, απτή απόδειξη της αγιότητάς του! Το 1703 έγινε η επίσημη αγιοκατάταξή του, όμως οι ευσεβείς Ζακυνθινοί τον τιμούσαν εξαρχής ως άγιο.
Το σεπτό του λείψανο διατηρείται ως τα σήμερα στην πόλη της Ζακύνθου ακέραιο, ως πολύτιμος θησαυρός, αγιάζοντας τους πιστούς και επιτελώντας άπειρα θαύματα, εις δόξαν Θεού! Άλλωστε τα άγια λείψανα για μας τους ορθοδόξους πιστούς δεν έχουν το χαρακτήρα του αποκρουστικού και του μιάσματος, όπως έχουν στις διάφορες αιρέσεις και τα διάφορα θρησκεύματα.
Τα λείψανα των αγίων μας είναι τα αγιασμένα μέλη του Σώματος του Χριστού, θεωμένα, φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού και γι’ αυτό ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Ορισμένα μάλιστα, όπως αυτό του αγίου Διονυσίου, έλαβαν τη χάρη της αφθαρσίας και δεν υπέστησαν τη φυσική φθορά, ως αδιάσειστο τεκμήριο της εν Χριστώ μελλούσης αναστάσεως όλων των κεκοιμημένων ανθρώπων! *Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου. *Εκ του ιστολογίου «ekklisiaonline.gr» της 17.10.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024
ΕΝΣΤΑΣΙΣ Η': ΑΓΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΗΣ ΤΑΚΤΙΚΑ;
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
του Δημητρίου Παναγοπούλου: «Το Αντίδοτον του Θανάτου»,
Βιβλιοπωλείο «Νεκταρίου Παναγοπούλου», Αθήνα 1957, β' έκδοση, σελ. 58-61.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Εξητάσαμεν την Αγίαν Γραφήν και τας Ιεράς Παραδόσεις, επισκοπήσαμεν το περιεχόμενον της Θείας Λειτουργίας, εμελετήσαμεν επισταμένως τας «Περί της Θείας Κοινωνίας» ιεράς συγγραφάς των μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας απ' αρχής της συστάσεως αυτής, και ούτω δια της Χάριτος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έρχεται εις φως η συγγραφή αύτη με σκοπόν να νουθετήση, να υπενθυμίση ή και να διδάξη ακόμη πάντα χριστιανόν, ποίον είναι το γνήσιον και αληθές πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί του θέματος τούτου, της Θείας Κοινωνίας. [...] *Απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ:
«ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
(1957)
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
ΕΝΣΤΑΣΙΣ Η'.
Άγιος είσαι και θέλεις να κοινωνείς τακτικά;
Απάντησις: Όχι, δεν είμαι άγιος' απόδειξις δε είναι ότι λέγω' «Εις Άγιος εις Κύριος Ιησούς Χριστός», αλλά προσέρχομαι, «Θαρρών τη αφάτω Του αγαθότητι, και, ίνα, μη επί πολύ αφιστάμενος της κοινωνίας Του, θηριάλωτος υπό του νοητού λύκου γένωμαι» (Γ' Ευχή Μεαταλήψεως). Προσέρχομαι ως αμαρτωλός και από ανάγκην, και όχι ως δίκαιος και με δικαίωμα. Προσέρχομαι ως ασθενής και ζητώ φάρμακον διά την υγείαν της ψυχής μου, και όχι ως δίκαιος, ως υγιής, ως αναμάρτητος, ζητών βραβείον. Διότι, ως λέγομεν και αλλού, η Θεία Κοινωνία δεν δίδεται ως βραβείον εις τον αναμάρτητον, αλλ' ως φάρμακον εις τον ασθενή. Τίς δύναται να είπη, ότι είναι υγιής και εν τάξει; Πώς λοιπόν λέγετε, ότι πρέπει να γίνη άγιος και να προσέλθη; Αλλά πως θα γίνη άνευ του αγιαστικού μέσου, δηλαδή του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου; Θα προσερχώμεθα λοιπόν, ίνα, συν τω χρόνω, γίνωμεν άγιοι.
ΕΝΣΤΑΣΙΣ Θ'.
Σούπα εκάματε την Θ. Κοινωνίαν ή φαγητόν;
Απάντησις: Μάλιστα, σούπαν και φαγητόν της ψυχής μας εκάμαμεν τη Θείαν Κοινωνίαν και θρεπτικωτάτην τροφήν αυτής θεωρούμεν ταύτην. Και εφ' όσον ο Κύριος μας έδωσεν τον «άρτον τούτον» ως καθημερινήν τροφήν της ψυχής μας, δεν πρέπει να ποιήσωμεν ημείς αυτόν ενιαύσιον, ως μας λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος. Διότι, όπως κάθε σώμα μη τρεφόμενον κανονικώς, καθημερινώς και συνεχώς δι' ολικής τροφής, μένει ατροφικόν και έτοιμον εις προσβολήν κάθε θλικού μικροβίου, ούτω και κάθε ψυχή, η επαρκώς τρεφομένη διά της ιδικής της τροφής, της πνευματικής, ατροφική ούσα υποκύπτει ευκόλως εις τα... μικρόβια του Πονηρού. Δι' αυτό τρεφόμεθα συνεχώς πνευματικά, ίνα είμεθα εις θέσιν να αντιστάμεθα εις τον πνευματικόν εχθρόν μας.
ΕΝΣΤΑΣΙΣ Ι'
Σήμερον που είναι των Φώτων δεν κοινωνούν!!
Δυστυχώς και αυτό ηκούσθη εις Ναόν των Αθηνών. Ο ιερεύς του εν λόγω Ναού παρετήρησε και απέπεμψε τους προσερχομένους. Ευτυχώς όμως η επιμονή των πιστών, και η επέμβασις του ιερουργούντος Επισκόπου, απεκατέστησε την άγνοιαν του ιερέως και εκοινώνησαν οι πιστοί. Δι' αυτό καλόν είναι, νομίζομεν, να υπενθυμίσωμεν, ότι άλλο Μέγας Αγιασμός και άλλο Σώμα και Αίμα Κυρίου. Απορούμεν δε πως συγχέουν το ζήτημα. Διότι αυτοί οι ίδιοι οι Πνευματικοί Πατέρες, προκειμένου να ετοιμάσουν κάποιον διά την Θείαν Κοινωνίαν, όπου τυχόν έχει αμάρτημα σοβαρόν ή έχει πολλά χρόνια να κοινωνήση, του επιβάλλουν, ίνα λάβη πρώτον, Μ. Αγιασμόν και κατόπιν να κοινωνήση. Πώς, λοιπόν, εις το ένα μέρος ο αγιασμός παίζει τον ρόλον του αγιάζω (καθαρίζω) και εις το άλλο (των Φώτων) παίζει τον ρόλον του σώζω και αντικαθιστά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου; Είναι λάθος σοβαρόν, και ας προσέξωμεν. Διότι είναι σαν να λέγωμεν, ότι θα λάβωμεν αντί-δωρον και δι' αυτό απαγορεύεται η Θ. Κοινωνία. Όχι' τον αγιασμόν τον δίδει η Εκκλησία εις καθαρισμόν, το αντί-δωρον ως μικράν ευλογίαν εις τους αναξίους προς Θ. Κοινωνίαν και το Σώμα του Κυρίου εις σωτηρίαν. Ας μάθωμεν λοιπόν ότι' άλλο αγιάζω, άλλο ευλογώ και άλλο σώζω.
ΕΝΣΤΑΣΙΣ ΙΑ'.
Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ
Δεν εφάγατε το Πάσχα; Πώς θα κοινωνήσετε λοιπόν;
Και εις αυτήν την περίπτωσιν υπάρχει παχυλή άγνοια. Η διακαινήσιμος εβδομάς θεωρείται ως μία ημέρα (Πάσχα δηλαδή). Και η έκτη Οικ. Σύνοδος έχει τον ΞΣΤ' Κανόνα προς τούτο και επιτρέπει την Θείαν Κοινωνίαν, ανεξαρτήτως νηστείας. Μερικοί όμως ευρίσκουν διαφόρους δικαιολογίας, ίνα καταστρατηγήσουν και αυτόν τον Κανόνα, και λέγουν επί παραδείγματι: Ναι μεν λέγει ο Κανών αυτά, αλλ' εάν δεν ενήστευσες όλην την Τεσσαρακοστήν δεν δικαιούσι να κοινωνήσης. Αυτό βεβαίως δεν είναι, ούτε των Αγ. Γραφών ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, και δι' αυτό ούτε οι λαϊκοί να το ακούσουν, αλλ' ούτε και οι Κληρικοί να το υποστηρίζουν, διότι πολλοί έχουν λόγους να μη νηστεύουν την Αγ. Τεσσαρακοστήν. Άλλοι πάλιν λέγουν: Ναι μεν λέγε η Σύνοδος αυτά, αλλά χρειάζεται νηστεία, διότι οι Πατέρες το απαγορεύουν. Αυτοί ασφαλώς είναι που δεν γνωρίζουν, ούτε τας Συνόδους, ούτε και τους Πατέρας. Πάντως η αλήθεια είναι μία, ότι η Διακαινήσιμος Εβδομάς είναι ελευθέρα και οι πιστοί δύνανται να προσέρχωνται και να κοινωνούν τον αναστάντα Κύριόν των, καθώς και οι Κληρικοί μας μετ' ευχαριστήσεως να μεταδίδωσιν εις αυτούς, όσοι βεβαίως τη αδεία του Πνευματικού, εκοινώνησαν την Μ. Εβδομάδα ή το Πάσχα.
ΕΝΣΤΑΣΙΣ ΙΒ'.
Εφάγατε χθες (το Σάββατον) και σήμερα ήλθατε να μεταλάβητε;
Πω! Πω! Δεν σας κοινωνώ, φύγετε.
Οκτώ ημέρας το κρέας και τρεις το λάδι θα νηστεύσετε και τότε θα κοινωνήσετε.
Είναι αλήθεια, ότι πολλές φορές ακούομεν και τοιαύτα, ότι δηλαδή προκειμένου να κοινωνήσωμεν θα πρέπη να έχωμεν νηστεύση. Πάντως, αυτής της ενστάσεως η απάντησις υπάρχει εις το κεφάλαιον περί «ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ» και δι' αυτό θα εύρωμεν εκεί την απάντησιν.
ΕΝΣΤΑΣΙΣ ΙΓ'.
40 ημέραι δεν πέρασαν και θέλεις να κοινωνήσης;...
Πράγματι, ομολογούμεν ότι είναι φοβερός ο Διάβολος. Διότι πολλοί από αυτούς που υποστηρίζουν αυτό, μας φέρουν ως παράδειγμα τον Θ. Χρυσόστομον, ότι δήθεν αυτός είπε να μη κοινωνή ο άνθρωπος προ των τεσσαράκοντα ημερών. Πάντως από άλλα χωρία του Χρυσοστόμου, που βρίσκονται στο ανά χείρας βιβλίον, έχομεν την απάντησιν, ότι ο ιερός Χρυσόστομος δεν είπε τοιούτον τι. Αυτό απλώς είναι δόλωμα εις το αγκίστρι του Σατανά, ως ο ίδιος, λέγει: «Το ψεύδος όταν θέλη πιστευθήναι, εάν μη πήξη θεμέλιον δοκούσης αληθείας ου πιστεύεται». Λαμβάνουν δυστυχώς ένα μέρος από τον 28ον Λόγον του, Τόμ. 6, και το ερμηνεύουν οι Διαμαρτυρόμενοι και λοιποί αιρετικοί, αδιαφορούντες διά το το υπόλοιπον της ομιλίας του ή των ομιλιών του. Διότι ο Θ. Χρυσόστομος είναι ο μόνος όστις δίδει μάχην, όχι διά την συχνήν, αλλά διά την καθημερινήν Θείαν Κοινωνίαν, λέγων' «Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός' ώστε, οσάκις αν προσίης μετά καθαρού συνειδότος, Πάσχα επιτελείς, ουχ' όταν νηστεύης, αλλ' όταν της θυσίας ταύτης μετέχης» κ.λ.π. Δεν έχομεν λοιπόν, τοιαύτην περίπτωσιν... σαραντίσματος της Θείας Κοινωνίας, ούτε από τον Θ. Χρυσόστομον ούτε από κανέναν άλλον Πατέρα υιοθετουμένην, αλλά μόνον από την αμαρτίαν μας και από την άγνοιά μας.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
του Δημητρίου Παναγοπούλου: «Το Αντίδοτον του Θανάτου»,
Βιβλιοπωλείο «Νεκταρίου Παναγοπούλου», Αθήνα 1957, β' έκδοση, σελ. 58-61.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)