Ὕμνος στόν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ
Τριάντα χρόνια νηστείας καὶ σιωπῆς!
Αὐτό, οὔτε τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ δέν μποροῦν νά τὸ ἀντέξουν.
Τὸ λιοντάρι ξεγελάει τὴν πεῖνα του μέ τοὺς ἤχους τοῦ βρυχηθμοῦ του,
Καὶ τὸ δέντρο θροΐζει, ὅταν πλησιάζει ὁ ἄνεμος
Ἐσὺ ὅμως οὔτε θροΐζεις οὔτε βρυχᾶσαι οὔτε βογγᾶς,
Οὔτε θρηνεῖς, οὔτε τὸ τραγούδι σου ἠχεῖ μέσα στήν ἐρημιά!
Πές μου, εἶσαι ἄνθρωπος; Ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου;
Θὰ θελήσεις ποτέ μέ κάποιον νά μιλήσεις;
Ἡ Φωνή, ἡ φωνή, ἡ φωνή:
Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ· ὅμως Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἀπεστάλμένος εἶμαι στά παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά τοὺς φωνάξω:
Μετανοεῖτε, ὢ ἄνθρωποι, δεῖτε, ἔρχεται Ἐκεῖνος!
Καλοὺς καρποὺς ποιεῖτε, ὁ καθένας κατὰ τήν δύναμή του.
Ἰδού, ἰδοὺ ἔρχεται Αὐτὸς-ὢ Θαῦμα Θαυμάτων,
καταμεσής τῶν ὑδάτων κρύβεται τὸ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ!
Ἰδού, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, βαδίζει ἐν μέσῳ λύκων.
Λύκοι, καθαρίστε στό νερὸ τήν θηριώδη φύσῃ σας!
Τριάντα χρόνια σιωπῆς καὶ νηστείας,
τὶ ἀπομένει ἀπὸ τὸ σῶμά σου, ἐκτὸς ἀπὸ τήν φωνῇ σου;
Τὸ ξεραμένο σῶμα σου δέν εἶναι παρὰ
Μιά σκιά τῆς φωνῆς σου,
ἡ ὁποία κηρύσσει τὸ νέο: Ἰδού, ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐμᾶς!
Τὸ ξεραμένο σῶμά σου, ἦταν ἕνα καλάμι, πού ὁ Ἡρῴδης τὸ ἔσπασε
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ συνεχίζεται, συνεχίζεται. Κανεὶς δέν μπορεῖ νά τήν φιμώσει.
Τίνος φωνὴ εἶναι αὐτή, πού στό ἄκουσμά της ἀκόμη καὶ οἱ αἰῶνες τρέμουν;
Ἑνὸς πεινασμένου λιονταριοῦ; Ὄχι, Ὄχι· ἑνὸς ἀνθρώπου τῆς πίστεως.
Τριάντα χρόνια νηστείας καὶ σιωπῆς!
Αὐτό, οὔτε τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ δέν μποροῦν νά τὸ ἀντέξουν.
Τὸ λιοντάρι ξεγελάει τὴν πεῖνα του μέ τοὺς ἤχους τοῦ βρυχηθμοῦ του,
Καὶ τὸ δέντρο θροΐζει, ὅταν πλησιάζει ὁ ἄνεμος
Ἐσὺ ὅμως οὔτε θροΐζεις οὔτε βρυχᾶσαι οὔτε βογγᾶς,
Οὔτε θρηνεῖς, οὔτε τὸ τραγούδι σου ἠχεῖ μέσα στήν ἐρημιά!
Πές μου, εἶσαι ἄνθρωπος; Ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου;
Θὰ θελήσεις ποτέ μέ κάποιον νά μιλήσεις;
Ἡ Φωνή, ἡ φωνή, ἡ φωνή:
Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ· ὅμως Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ἀπεστάλμένος εἶμαι στά παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά τοὺς φωνάξω:
Μετανοεῖτε, ὢ ἄνθρωποι, δεῖτε, ἔρχεται Ἐκεῖνος!
Καλοὺς καρποὺς ποιεῖτε, ὁ καθένας κατὰ τήν δύναμή του.
Ἰδού, ἰδοὺ ἔρχεται Αὐτὸς-ὢ Θαῦμα Θαυμάτων,
καταμεσής τῶν ὑδάτων κρύβεται τὸ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ!
Ἰδού, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, βαδίζει ἐν μέσῳ λύκων.
Λύκοι, καθαρίστε στό νερὸ τήν θηριώδη φύσῃ σας!
Τριάντα χρόνια σιωπῆς καὶ νηστείας,
τὶ ἀπομένει ἀπὸ τὸ σῶμά σου, ἐκτὸς ἀπὸ τήν φωνῇ σου;
Τὸ ξεραμένο σῶμα σου δέν εἶναι παρὰ
Μιά σκιά τῆς φωνῆς σου,
ἡ ὁποία κηρύσσει τὸ νέο: Ἰδού, ὁ Θεὸς ἔρχεται σὲ ἐμᾶς!
Τὸ ξεραμένο σῶμά σου, ἦταν ἕνα καλάμι, πού ὁ Ἡρῴδης τὸ ἔσπασε
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ συνεχίζεται, συνεχίζεται. Κανεὶς δέν μπορεῖ νά τήν φιμώσει.
Τίνος φωνὴ εἶναι αὐτή, πού στό ἄκουσμά της ἀκόμη καὶ οἱ αἰῶνες τρέμουν;
Ἑνὸς πεινασμένου λιονταριοῦ; Ὄχι, Ὄχι· ἑνὸς ἀνθρώπου τῆς πίστεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου