ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

ΑΡΠΑΓΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΕΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ




Δεν μπορούσα αγαπητέ μου να υποφέρω το φοβερό κρύο και τον αέρα, που κι εσύ θα δοκίμασες,

 γιατί ήμουν γυμνός, ξυπόλυτος και άστεγος. 

Κατέφυγα λοιπόν στους φτωχούς, τους όμοίους μου, 

αλλά δεν με δέχονταν. 

Με σιχαίνονταν και μ' έδιωχναν με τα ραβδιά σαν σκύλο.

 «Φύγε απ' εδώ σκύλε, μου έλεγαν, εξαφανίσου»! 

Τόπο να καταφύγω και να σωθώ δεν εύρισκα. 

Απελπίστηκα. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω. 

Ας είναι δοξασμένο, είπα, το όνομα του Θεού, γιατί κι αν ακόμα πεθάνω θα μου λογισθεί σαν μαρτύριο. 

Ο Θεός δεν είναι άδικος. Αυτός πού έστειλε την παγωνιά, θα μου δώσει και την υπομονή. 

Πήγα λοιπόν σε μια γωνιά της στοάς και βρήκα ένα σκυλάκι. Ξάπλωσα δίπλα του με την ελπίδα,

 πως θα με ζεστάνει λίγο. Εκείνο όμως, όταν με είδε κοντά του, σηκώθηκε και έφυγε. 

Είπα τότε στον εαυτό μου: 

«Βλέπεις, ταλαίπωρε, πόσο αμαρτωλός είσαι; Ακόμη και τα σκυλιά σε περιφρονούν

 και φεύγουν από κοντά σου και δεν σε δέχονται, ούτε σαν όμοιο τους.


Οι άνθρωποι σε αποστρέφονται σαν πονηρό δαίμονα. Οί όμοιοί σου φτωχοί σε διώχνουν. Τι απομένει λοιπόν; Πέθανε, άσωτε, πέθανε! Δεν υπάρχει για σένα σωτηρία σ' αυτόν τον κόσμο». Ενώ όμως έλεγα αυτά με πολύ πόνο, ήρθα σε κατάνυξη. Κι επειδή με έσφιγγε το κρύο και ο τρόμος, αναλύθηκα σε δάκρυα, με τα μάτια της ψυχής στραμμένα προς τον Θεό. Τα μέλη μου όλα πάγωσαν. Νόμισα εκείνη τη στιγμή ότι θα ξεψυχήσω... Ξαφνικά ένοιωσα ζεστασιά. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω ένα νέο πολύ ωραίο ν' αστράφτει πιο πολύ άπ' τον ήλιο. Στο χέρι του κρατούσε χρυσό κλαδί. Ήταν πλεγμένο με δροσερά κρίνα και τριαντάφυλλα πού δεν έμοιαζαν με του κόσμου τούτου, όχι! Είχαν θαυμαστή ποικιλία. Ήσαν αλλιώτικα στη φύση και στη θωριά τους. Κρατώντας αυτό το ωραίο κλαδί με κοίταξε και μου είπε: «Ανδρέα, που ήσουν;». «Εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου», αποκρίθηκα. Κι ενώ ακόμη μιλούσα με χτύπησε στο πρόσωπο με το ανθοστόλιστο κλαρί λέγοντας μου. «Ας πάρει δύναμη το σώμα σου και ζωή ακατανίκητη». 


Αμέσως η ευωδιά εκείνων των λουλουδιών μπήκε στην καρδιά μου και αστραπιαία μου έδωσε ζωή. Ακούω τότε μια φωνή να λέει: «Πηγαίνετέ τον να τον παρηγορήσετε για δύο εβδομάδες και πάλι να επιστρέψει, γιατι θέλω να αγωνισθεί ακόμη». Ενώ κρατούσε ο λόγος, βυθίσθηκα σε βαθύτατο ύπνο και δεν κατάλαβα τι μου συνέβη. Ζούσα για δύο εβδομάδες εκεί, που διέταξε ή βουλή του θεού, σαν να κοιμήθηκα ευχάριστα όλη τη νύχτα και ξύπνησα το πρωί. Στον κήπο του Θεού. Βλέποντας ότι βρίσκομαι σε πάντερπνο και θαυμαστό παράδεισο σάστισα. Διερωτόμουν τι να σήμαινε αυτό. Ήξερα ότι έμενα στην Κωνσταντινούπολη. Τι δουλειά όμως είχα εκεί, δεν καταλάβαινα. Θαύμαζα και δεν μπορούσα να δώσω κάποια εξήγηση. «Για δες, είπα στον εαυτό μου, πραγματικά είμαι παράλογος. 


Ο Θεός με ευεργέτησε και, ενώ θα έπρεπε να τον δοξάζω και να τον ευχαριστώ, κάθομαι και πολυεξετάζω αυτό το εξαίσιο θαύμα». Ένοιωθα σαν άσαρκος. Φορούσα χιτώνα χιονάτο, αστραφτερό, στολισμένο με πολύτιμα πετράδια και με ευχαριστούσε πολύ ή ομορφιά του. Στο κεφάλι φορούσα στεφάνι ολόχρυσο και λαμπρό, στα πόδια σανδάλια, και ήμουν ζωσμένος με κόκκινη αστραφτερή ζώνη. Ο παράδεισος ήταν όλο φως, αλλά φως πρωτόγνωρο και πολύ λαμπρό πού, καθώς ακτινοβολούσαν τα λουλούδια, έπαιρνε ένα απαλό ρόδινο χρώμα. Μια θεική ευωδία με διαδοχικές παραλλαγές πλησίαζε την όσφρηση μου και με μεθούσε. Πίστεψέ με, σου λέω αυτά και φρίττω. Μέσα στον κήπο του θεού ήμουν σαν βασιλιάς. Χαιρόμουν πολύ να βλέπω τον εαυτό μου να κατοικεί σε τέτοιο παράδεισο. Εκεί ο Θεός έκανε να φυτρώνουν πολλά δένδρα. Δεν έμοιαζαν όμως με του φθαρτού κόσμου. Ήσαν πάντοτε θαλερά, ευωδιαστά και φουντωτά. Ήσαν ψηλά, πολύφυλλα και απολαυστικά. Τα κλαδιά τους έγερναν και, καθώς κυμάτιζαν μεταξύ τους, γέμιζαν ευωδία την ατμόσφαιρα και σχημάτιζαν ουράνιο τόξο. Όλα αυτά τα απολαμβάνουν οι μακάριοι και η ψυχή τους αλλοιώνεται από την ηδονή εκείνη, την ευφροσύνη και την αγαλλίαση. 


Παράδοξο επίσης ήταν και τούτο: Άλλα δένδρα είχαν μόνο άνθη, άλλα καρπό, άλλα μόνο άνθη και φύλλα. Πάνω σ' αυτά υπήρχε κάτι πολύ θαυμαστό: Διάφορα ωραία πουλιά, μικρά και μεγάλα, με χρυσά και χιονάτα φτερά. Μερικά κελαηδούσαν χωμένα στα φύλλα, και το κελάηδημα τους, ωραίο και τερπνό, ακουγόταν ως την άκρη τ' ουρανού. Προσπαθούσα να καταλάβω, πώς ήσαν εκείνα τα πουλιά, και ή παράδοξη θωριά τους με μεθούσε. Ήσαν όμορφα σαν τριαντάφυλλα ή κρίνα ή σαν κάποιο άλλο άνθος πού δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Τόσο ασυνήθιστα και ανάλαφρα ήσαν. Παρατηρούσα με θαυμασμό την ομορφιά ενός πουλιού. Ό χρωματισμός του είχε μια χάρη αλλιώτικη, μια θέα διαφορετική. Η μελωδία του ήταν ασταμάτητη και απολαυστική. Ποιος μπορεί να διηγηθεί τα παράδοξα και θαυμαστά κάλλη πού έβλεπα; Όλα εκείνα τα ωραία δένδρα στέκονταν συμμετρικά σε δύο δενδροστοιχίες, σαν δύο αντιμέτωπες παρατάξεις. Μακάριο το χέρι πού τα φύτεψε! Προχωρούσα στα ενδότερα του τερπνού παραδείσου και νόμιζα, πώς δεν θα ξαναδώ το σκοτάδι αυτού του κόσμου. 


Συγκριτικά μ' εκείνα, τα εδώ είναι σκοτάδι. Καθώς βάδιζα χαρούμενος, να! Βλέπω ένα μεγάλο ποτάμι να διασχίζει τον παράδεισο και να ποτίζει όλα εκείνα τα δένδρα περιβρέχοντας αθόρυβα τις ρίζες τους. Εκεί έρχονταν άφοβα να πιουν τα ωραία πουλιά. Δεξιά και αριστερά απ' το ποτάμι απλωνόταν ένα αμπέλι με χρυσαφένια, φύλλα και περιποιημένα κλήματα. Ήταν γεμάτο με πολύ μεγάλα και ωραία σταφύλια, και απλωνόταν σ' όλο τον παράδεισο, ώστε να στεφανώνονται τα αλλά φυτά και να στολίζονται με την περιπλοκή των κλημάτων του. Βλέποντας αυτά χαιρόταν ή καρδιά μου και μεταφερόμουν από φόβο σε θαυμασμό και από θαυμασμό σε έκπληξη. Για πολλή ώρα στεκόμουν έτσι και άκουγα τον ήχο κάποιου άνεμου που ερχόταν από την ανατολή. Καθώς ράπιζε τα δένδρα, τα έκανε να κυματίζουν και να αποπνέουν ανέκφραστη ευωδία. Απολάμβανα με ευχαρίστηση το άρωμα που σκόρπιζε εκείνος ο άνεμος. Νόμιζα πως θύμιαζαν άγγελοι μπροστά στον Υιό του θεού. 


Ο άνεμος σταμάτησε και μαζί του η ευωδία. Τότε σαν να άκουσα το ελαφρό φύσημα άλλου άνεμου που ερχόταν απ' την δύση. "Έμοιαζε με χιόνι και με γέμιζε γλυκύτητα. Εκείνα τα δένδρα ξεπερνούσαν στην ομορφιά και ευωδία τόσο πολύ τα δένδρα της γης, ώστε με έκαναν να λησμονήσω ό,τι είχα απολαύσει ως τότε στον περίπατο μου. Ύστερα, όταν άκουγα εκείνα τα πουλιά να τραγουδούν τα διάπυρα και χαρμόσυνα άσματα τους, γινόμουν εκτός εαυτού.. "Αν ήσαν πουλιά οι άγγελοι, ο θεός γνωρίζει. Άρχισε τότε να φυσά από τον βοριά άλλος θαυμαστός άνεμος. Είχε μια πυρόξανθη ακτινοβολία, σαν τους χρωματισμούς που παίρνει ο ήλιος όταν βασιλεύει. Φυσούσε ήσυχα και τα θαυμάσια εκείνα δένδρα κυμάτιζαν και ευωδίαζαν. Για πολλή ώρα έμεινα έκθαμβος. Με έτερπε υπερβολικά ή γλυκύτης αυτής της ευωδιάς. Πώς άραγε συνέβη σ' έμενα τέτοια ευλογία! σκεπτόμουν με απορία και φρίκη. Σταμάτησε εν τω μεταξύ ο τρίτος άνεμος κι απλώθηκε μεγάλη σιγή. Προχώρησα λίγο για να περάσω το ποτάμι. Βαδίζοντας σ' εκείνη την πεδιάδα, παρατηρούσα με προσοχή τον ανέκφραστο πλούτο του Παντοκράτορας Θεού, που ήταν πολλαπλάσια θησαυρισμένος εκεί. 


Δεν μπορώ, αγαπητέ μου εν Κυρίω, να διηγηθώ με ανθρώπινο στόμα για τον ανεξιχνίαστο πλούτο του Δεσπότου Χριστού. Καθώς λοιπόν διέσχιζα τον κήπο εκείνο και παρατηρούσα τα αγία των αγίων, να! φύσηξε πάλι από τον βοριά μυρωμένος αέρας. Είχε το άρωμα των ρόδων και των κρίνων, ενώ το χρώμα του ήταν σαν του μενεξέ. Καθώς κυμάτιζαν τα δένδρα, έβγαζαν μια ευωδία ανώτερη από του μύρου και του μόσχου, που έμπαινε στην καρδιά μου. Δεν ξέρω, αν ήσαν τα μάτια μου πνευματικά ή σωματικά, ο Θεός ξέρει. Στην αρχή είχα την αίσθηση, ότι ήμουν εκεί με το σώμα. Δεν ένοιωθα όμως το βάρος, την επιθυμία ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό του φθαρτού σώματος, γι' αυτό άλλαξα γνώμη, εκτός αν όρισε έτσι ο καρδιογνώστης Θεός. Καθώς κυμάτιζαν παράδοξα τα δένδρα και με το θρόισμα τους ξέχυναν τερπνή μελωδία, ένοιωθα πάλι την ευωδία και τη γλυκύτητα και έμενα εκστατικός. 


Ο νους μου είχε εισχωρήσει σε μια μυστική μεγαλοπρέπεια. Όλα αυτά με γέμιζαν χαρά και αγαλλίαση. Όταν σταμάτησε και ο τέταρτος άνεμος, συνειδητοποίησα ένα φοβερό θαύμα: Σ' όλο αυτό το διάστημα δεν είδα καθόλου νύχτα. Εκεί υπήρχε αδιάλειπτο φως, εκεί βασίλευε χαρά, ζωή, λαμπρότης και αγαλλίασης. «Ήρπάγην έως τρίτου ουρανού». Ξαφνικά έπεσα σε έκσταση. Ένοιωθα, πως πατούσα πάνω στον ουρανό, πως με οδηγούσε κάποιος νέος φορώντας μανδύα, με πρόσωπο λαμπρό σαν τον ήλιο. Νόμιζα πως ήταν εκείνος που με χτύπησε στο πρόσωπο με το ανθισμένο κλαδί την ώρα, πού ξεψυχούσα από το κρύο και διέταξε τους υπηρέτες του να με σηκώσουν. Καθώς με οδηγούσε, βλέπω ξαφνικά έναν ωραίο και μεγάλο σταυρό. Τριγύρω του υπήρχαν τέσσερα ανάερα πέπλα, που έμοιαζαν με φωτεινή νεφέλη. Τα δύο απ' αυτά έλαμπαν σαν αστραπή, ενώ τα άλλα δύο ήσαν λευκά σαν χιόνι. Κυκλικά είχαν σταθεί λευκοί μελωδισταί, ψηλοί και ωραίοι. Τα μάτια τους άστραφταν με πύρινες ακτίνες. Έψαλλαν μάλιστα χαμηλόφωνα ένα γλυκό μέλος για τον Σταυρωθέντα. 


Ο οδηγός μου περνώντας μπροστά από τον σταυρό τον καταφίλησε και μου έκανε νόημα να κάνω το ίδιο. Έσκυψα λοιπόν με τη σειρά μου και τον προσκύνησα. Μόλις ασπάσθηκα εκείνο το κοκκινωπό τίμιο ξύλο, γέμισα από ευωδία μέλιτος, που δεν οσφράνθηκα παρόμοια στον παράδεισο. Καθώς ανασήκωσα τα μάτια μου από τον σταυρό, τι να δω! Κάτω από μας η άβυσσος της θαλάσσης. Με κυρίευσε τρόμος. Φοβήθηκα μήπως γλιστρήσω και φώναξα στον οδηγό μου: «Κύριε μου, περπατώ στο κενό, νομίζω πώς βαδίζω πάνω σε σύννεφο, φοβάμαι μήπως δεν με βαστάξει και πέσω στη θάλασσα». «Μη φοβάσαι. Πρέπει να ανεβούμε ψηλότερα», μου λέει και μου δίνει το χέρι. Βρεθήκαμε αμέσως στο δεύτερο στερέωμα, πού ήταν λευκό σαν χιόνι. εκεί βλέπω δύο σταυρούς ομοίους με του κάτω στερεώματος. Γύρω τους παράστεκε μεγαλειώδης ακολουθία, όπως και στον πρώτο σταυρό. Ο αέρας εκεί ήταν πύρινος και ξεκούραζε πολύ τους όμορφους νέους. Ασπάσθηκα κι εκείνους τους τίμιους σταυρούς με πόθο και έρωτα θεικό. Η ευωδία τους, ακατάληπτη και ανερμήνευτη, προκαλούσε ευφροσύνη και τερπνότητα μεγαλύτερη από του πρώτου σταυρού. Ξαφνικά βλέπω εκεί μια φωτιά που κατέφλεγε τα πάντα. Φοβήθηκα και ζήτησα πάλι βοήθεια από τον οδηγό μου. «Δώσε το χέρι, μου λέει, θα ανεβούμε ακόμη ψηλότερα». Κι αμέσως βρεθήκαμε στον τρίτο ουρανό. 


Ο ουρανός αυτός δεν έμοιαζε καθόλου με τον ουρανό που βλέπουμε από τη γη. Απλωνόταν σαν χρυσαφένιο δέρμα σε σχήμα πετάλου. Στα πρόθυρα του συναντήσαμε άλλους τρεις σταυρούς, πιο μεγάλους και επιβλητικούς, που είχαν τη λάμψη της αστραπής. Ο οδηγός μου πήρε θάρρος, μπήκε μέσα στη φωτιά και τους προσκύνησε. Εγώ δεν τόλμησα να κάνω το ίδιο. Προσκύνησα από μακριά και προσπέρασα. Προχωρήσαμε αρκετά και φθάσαμε στο δεύτερο παραπέτασμα. Εκεί είδα κάτι σαν αστραπή απλωμένη στον αέρα. Ανεβήκαμε και περάσαμε μέσα. Ουράνια στρατιά από πλήθος αγγέλων αινούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό. Προσπεράσαμε κι αυτό και βρεθήκαμε σε άλλο χώρισμα από βύσσο και πορφύρα ανέκφραστη. Φθάσαμε σε μια λαμπρή τοποθεσία. Υπήρχε εκεί ένα άλλο θαυμαστό παραπέτασμα, που έμοιαζε με πολύ λαμπρό και καθαρό ήλεκτρο. Κάποιο χέρι το παραμέρισε και μας έδειξε να περάσουμε. Μέσα σ' αυτό συναντήσαμε αναρίθμητο πλήθος αγίων αγγέλων. 


Τα πρόσωπά τους φλογερά, έλαμπαν από μακριά πιο πολύ από τον ήλιο. Είχαν σταθεί με τάξη και πολλή κοσμιότητα με τα άυλα αναστήματά τους, μετέωροι σ' εκείνο το τρομερό ύψος. Στα χέρια κρατούσαν φοβερά σκήπτρα. Σχημάτιζαν αναρίθμητες λεγεώνες παρατεταγμένες δεξιά και αριστερά. «Όταν σηκωθεί κι αυτό το παραπέτασμα, μου είπε ο οδηγός μου δείχνοντας το, θα δεις τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Να πέσεις να Τον προσκύνησης. Ο νους σου να είναι όλος προσηλωμένος σ' Εκείνον, για ν' ακούσης Τι θα σου πει». Ενώ άκουγα τις συμβουλές του, κοιτάζω το παραπέτασμα και βλέπω ένα μεγαλόπρεπο περιστέρι να κατεβαίνει και να κάθεται πάνω σ' αυτό. Το κεφάλι του ήταν σαν από χρυσάφι, το στήθος πορφυρό, τα φτερά λαμπερά σαν φλόγα, τα πόδια λευκά, ενώ τα μάτια τόξευαν φωτεινές ακτίνες. Καθώς απολάμβανα την ομορφιά του, ξαφνικά πέταξε στα ύψη. Παραμερίσθηκε κι αυτό το παραπέτασμα, και βλέπω τότε στο αχανές εκείνο ύψος, που καταπλήττει κάθε νου και διάνοια, θρόνο φοβερό, υπερυψωμένο. Κανείς δεν τον κρατούσε, κρεμόταν μετέωρος. Από μέσα έβγαιναν φλόγες πιο λευκές κι από το χιόνι. 


Επάνω στον θρόνο άστραφτε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Φορούσε βαθυκόκκινα και ολόλευκα ενδύματα. Ή λαμπρότης του όμως από συγκατάβαση στη δική μου αδυναμία ήταν περιορισμένη. Είδα λοιπόν την Θεανθρώπινη ευπρέπεια και ωραιότητά Του. Ήταν σαν να βλέπει κανείς τον ήλιο να σκορπίζει χαρούμενα τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. Έπεσα και Τον προσκύνησα τρεις φορές. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ και ν' αντικρίσω πάλι την ωραιότητά Του, την πύρινη λαμπρότητα της δυνάμεώς Του, αλλά δεν μπόρεσα. Με είχε κυριεύσει ανέκφραστος φόβος, φρίκη και χαρά. Μέσα απ' αυτό το φως ακούσθηκε μια φωνή, πού με τον δυνατό της ήχο έσχιζε τον αέρα. Ήταν μελιστάλακτη, ήμερη και γλυκεία. Μου είπε τρεις λέξεις. Το νόημα τους το κατάλαβα και δοκίμασα πρωτόγνωρη πνευματική ηδονή. Σε λίγο μου είπε άλλες τρεις λέξεις, που μόλις τις άκουσα γέμισε η καρδιά μου από θεική χαρά. 


Κατόπιν μου είπε για τρίτη φορά άλλες τρεις και ξαφνικά ακούσθηκε ισχυρή δοξολογική κραυγή από τα αγγελικά στρατεύματα: "Άγιος, "Άγιος, Άγιος. Κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα. Η δοξολογία τους βέβαια είναι ακατάπαυστη. Εκείνη όμως ή εξαίσια μελωδική κραυγή ήταν για την εύνοια, που τόσο πλούσια έδειξε σ' έμενα ο Δεσπότης Χριστός. Μόλις άκουσα αυτές τις ανέκφραστες και Θεικές λέξεις, κατέβηκα αμέσως με τον ίδιο τρόπο πού ανέβηκα. Ήρθα πάλι στον εαυτό μου και είδα πώς βρέθηκα στον κήπο, απ' οπού είχε γίνει ή αρπαγή μου. Αναλογιζόμουν με απορία τα όσα μου συνέβησαν. Πού ήμουν και που βρέθηκα! Δεν μπορούσα να καταλάβω, πως πήγα σ' εκείνον τον θεικό τόπο. Φέρνοντας στον νου μου όσα είδα εκεί και άκουσα, μονολογούσα: «Άραγε έχει έρθει και άλλος εδώ ή μόνο εγώ;». Αυτά σκεπτόμουν και ξαφνικά βλέπω ν' απλώνεται μπροστά μου μια πεδιάδα. Δεν είχε δέντρα, αλλά ήταν ωραία χλοερή και ανθηρή, ασφυκτικά γεμάτη με κρίνα και τριαντάφυλλα. Είχε πηγές που ανάβλυζαν μέλι και γάλα. Αναδιδόταν μάλιστα θαυμάσια ευωδία. 


Αυτό το απαλό τοπίο, αυτή ή αναπαυτική χλόη με έκαναν να απορώ και να εκπλήττομαι για τα θαυμάσια του Θεού, πού συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε λαμπρότητα. Και να! Βλέπω έναν άνδρα αστραφτερό. Φορούσε χιτώνα σαν φωτεινή νεφέλη και κρατούσε στο χέρι σταυρό. Με πλησιάζει και μου λέει: «Η χάρις του σταυρωθέντος Κυρίου μας ας είναι μαζί σου. Μακάριοι οι σαλοί, γιατί έχουν μεγάλη φρόνηση. Ο θεός εδώ σ' έχει κατατάξει. Πήγαινε όμως πρώτα στο καμίνι του κόσμου, εκεί πού βρίσκονται συναγμένα τα τριβόλια και οι οχιές, τα φίδια και οι δράκοντες. Πάντως η παρουσία σου σ' αυτόν τον χώρο είναι κάτι ασυνήθιστο και παράδοξο. Κανείς δεν ήρθε εδώ παρά μόνο εκείνος, που κοπίασε περισσότερο άπ' όλους για το Ευαγγέλιο του Χριστού. Δεύτερος είσαι εσύ, επειδή άδραξες την ταπείνωση στην πιο τέλεια μορφή της. Ξέρω όμως, πως την απέκτησες! Με την τέλεια πτωχεία, με το «φύγε απ' εδώ σκύλε», με την εξουθένωση. Την απέκτησες, γιατί μπήκες γυμνός και κάνοντας τον σάλο στο στάδιο του κοσμοκράτορας, γιατι μονομάχησες μαζί του, τον νίκησες και έριξες τον θρόνο του στη γη. Είδες τα εδώ μυστήρια; Κατάλαβες την αληθινή ανταπόδοση των δικαίων;



Γνώρισες τον παράδεισο του Χριστού; 

Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι είδες και έφριξες.

 Πώς σου φάνηκε ο μάταιος κόσμος συγκριτικά με τούτον; 

Τι λες, είδες λαμπρότητα;

 Είδες από ποια χαρά θέλουν να στερήσουν τον εαυτό τους οι αμαρτωλοί;» 

Ενώ μου έλεγε αυτά ο λαμπροφόρος άνδρας με κοίταζε χαρούμενος και ευχαριστημένος. 

«Η κυρία Θεοτόκος, συνέχισε να μου λέει, η υπέρλαμπρη Βασίλισσα των επουρανίων Δυνάμεων δεν είναι εδώ.

 Περιέρχεται τον μάταιο κόσμο και βοηθεί όσους επικαλούνται τον μονογενή Υιό και Λόγο του θεού και το Πανάγιο Όνομά Της. 

Καλό θα ήταν να σου έδειχνα την υπέρλαμπρη κατοικία Της, αλλά τώρα πρέπει να επιστρέψεις στον τόπο σου. 

Έτσι διέταξε ο Δεσπότης Χριστός».

 Ενώ μιλούσε, μου φάνηκε πως έπεσα σε ύπνο γλυκό και, σαν να κοιμήθηκα από το βράδυ ως το πρωί, 

βρέθηκα όπως με βλέπεις εδώ. 

Τώρα λοιπόν να ευφρανθείς αγαπημένε μου φίλε, και ας αγωνισθούμε για τη σωτηρία μας 

και την κληρονομιά των αιωνίων αγαθών!...

 


Εκ του βιβλίου ''Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός'' της Ι. Μ. Παρακλήτου,
 Μήλεσι Αττικής. 
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.