Τα Χριστούγεννα των παιδικών χρόνων -εκεί αρχές της δεκαετίας του '70-
μύριζαν καπνό από τις σιδερένιες σόμπες πετρελαίου
και τα ''μαυροφορεμένα,'' μαυροτσούκαλα μπουριά που αντιστέκονταν στην ''λύσσα'' του ανέμου
και νωπή λάσπη από δρόμους και αποτυπώματα βημάτων,
που αν τα ιχνηλατούσες,
σε έβγαζαν σε μικρά μονοκατοίκητα, τσιμεντόλιθα σπιτάκια
με πήλινες, οβάλ γλάστρες και ποικίλα κονσερβοκούτια στη σειρά
που φύτευαν βασιλικά, μέντες και λεβάντες!
Σ' ένα τέτοιο σπίτι στεγάζονταν τα όνειρα κι οι πόθοι μιας τετραμελούς οικογενείας,
που συγκατοικούσε μέσα σε μια τσιμεντένια και σκιερή αυλή, μαζί με άλλες τρεις ακόμη...
Τα βράδια, ο αέρας σφύριζε μέσα από τις σκονισμένες και φαγωμένες χαραμάδες
και τα τζάμια τρεμόπαιζαν μ' ένα ανείπωτο μαγικό νανούρισμα
και εκεί που σταματούσαν να θροίζουν,
ξανάρχιζαν αίφνις να χορεύουν σαν εκείνα τα κουρδισμένα καρουζέλ στην βιτρίνα του κυρ Νίκου στη γωνία.
Το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό,
που πάντα βάζαμε ένα μπαλαρισμένο χαλάκι τ' αργαλιού κάτω από την ξύλινη εξώπορτα,
που έχασκε ανέμελα στην πολιορκία του ανέμου.
Η αδελφή μου φορούσε ένα πλεκτό, κόκκινο σκουφάκι, που σκέπαζε τ' αυτιά και το κεφάλι, μ' ένα διχαλωτό κορδόνι που έδενε κάτω απ΄ το πηγούνι. Την θυμάμαι που έκοβε μικρές τούφες από κατάλευκο βαμβάκι, που τις κολλούσαμε με σάλιο πάνω στα παγωμένα τζάμια, που γέμιζαν από τα ακαθόριστα και συννεφένια χνώτα μας. Μαζί μ' αυτά και κάποια, μικρά, χάρτινα αγγελάκια, που τα πουλούσαν στο μικρό ψιλικατζίδικο της χωματένιας γειτονιάς, που όταν δεν είχαν ρέστα να μας δώσουν, μας έδιναν εκείνες τις ''μυθικές'' καραμέλες γάλακτος με την κόκκινη αγελάδα στο χρυσό, καλοδιπλωμένο περιτύλιγμα! Όταν στολίζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, την μεγαλύτερη σημασία την δίναμε στην φάτνη. Ήταν πάντα μια χάρτινη, πολύχρωμη φάτνη από χαρτόνι, που την γεμίζαμε κι αυτή από βαμβάκι για να είναι ζεστή και να μην κρυώνει ο Χριστούλης... Η κυρία Καλλιρόη -η δασκάλα μου της Τρίτης- μας έλεγε σχεδόν αυστηρά: ''Να θυμάστε παιδιά: δέντρο χωρίς φάτνη είναι άνθρωπος χωρίς ψυχή!'' Τα δέντρα τότε ήταν στολισμένα με κάτι περίτεχνες, χρωματιστές μπάλλες, που γίνονταν θρύψαλλα, όταν έπεφταν στο πάτωμα, μα εμείς μαζεύαμε ανοιγμένα κουκουνάρια και χοντρά κυπαρισσόμηλα, που τα βάφαμε και τα βάζαμε πάνω για στολίδια. Στο σχολείο γνωρίζαμε ήδη όλα τα κάλαντα και τους ύμνους της Γεννήσεως, που τα επαναλαμβάναμε με στεντορία τη φωνή στις νοικοκυρές μαννάδες μας, που έπλεναν τα ρούχα γερμένες πάνω από μια σιδερένια σκάφη. Τα κάλαντα ήταν για μας μια πολύ σοβαρή και υπεύθυνη ''ιεροτελεστία,'' καθώς από το βράδυ ετοιμάζαμε τα ρούχα και το κουρδιστό εκείνο ξυπνητήρι, που το βάζαμε να χτυπάει πριν από τις 6.00! Τι χαρά ανέκφραστη ήταν εκείνη! Τι χαρμοσύνη και ευφορία ψυχής! Παντού βλέπαμε χαρούμενα πρόσωπα χαμογελαστά ν' ανοίγουν τις αυλόπορτες των ταπεινών σπιτιών τους, κι αν είμασταν αρκούντως τυχεροί, εκτός από δεκάρες και εικοσάρες, μας άφηναν μικρά πενηνταράκια, ακόμη και ολόκληρες δραχμές! Στα πρώτα μου κάλαντα μάζεψα 13 ολόκληρες δραχμές και μ' αυτές αγόρασα για δώρο στον συγχωρεμένο τον πατέρα μου ένα κουτί τσιγάρα ''Ρήγας Παπαστράτος.'' Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, η μάννα είχε ετοιμάσει ένα τόσο καλά σιγυρισμένο και μοσχομυρισμένο σπίτι, που τέτοιο δεν έβλεπες... ούτε στα βόρεια προάστια! Γέμιζε με πουρνάρια τα γυάλινα τα βάζα, το πάτωμα στρωμένο με κάποιες πορτοκαλί, ζεστές φλοκάτες, το εικόνισμα στην γωνιά της κάμαρας πάντα αναμμένο κι εκείνη έπλεκε με το βελονάκι μια δική μου καφέ καζάκα...! Τηλεόραση δεν είχαμε ακόμη. Μα είχαμε εκείνα τα παλιά -σαν μπαούλα- ραδιόφωνα, που ακούγαμε ειδήσεις, το θέατρο της Κυριακής κι εκείνη την αλησμόνητη εκπομπή της ''Θείας Λένας'' με την αξέχαστη Αντιγόνη Μεταξά. Μια παραμονή Χριστουγέννων, που γύριζε ο πατέρας με μια παλιά, γαλάζια βέσπα κάτω από την αγορά της Αθήνας, καθίσαμε στην κουζίνα του σπιτιού μέχρι αργά, μετά τα μεσάνυχτα. Καλανταρίζαμε τις ευχές των Χριστουγέννων, διαβάζαμε ποιήματα του Αναγνωστικού με τον Δροσίνη, τον Παλαμά και τον Πολέμη, λέγαμε για την γιορτή του σχολείου και τον Γιάννη τον συμμαθητή μου, που ξέχασε τα λόγια του ποιήματός του... και θεώρησε καλό να τα... αναπληρώσει μ' εκείνο το Δημοτικό τραγούδι για τον Καραισκάκη, που έλεγε: ''Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη χορτάρι"! Γέλια και χαχανητά μέχρι δακρύων γέμιζαν το σπίτι, μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε, αστειευόμασταν, τραγουδούσαμε, μα προπαντώς επικοινωνούσαμε. Κι όταν θέλησε ο Θεός να ξημερώσει, μιλιούνια παιδιών μπαινόβγαιναν στα σπίτια, κι αν τύχαινε και κάποιοι δεν είχαν χρήματα για να τους δώσουν, τα κερνούσαν με σπιτικά μελομακάρονα ή μ' εκείνα τα σοκολατάκια μαργαρίτες που ήταν γεμάτα όλο κουβερτούρα. Το βράδυ η μάννα σιδέρωνε τα ''καλά μας ρούχα,'' που τα φορούσαμε μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές, τα άπλωνε με περισσή επιμέλεια και πλουμιστή αγάπη πάνω στις βαρειές, ξύλινες καρέκλες της σκουροκαφέ τραπεζαρίας, εκείνο το παλιό, από καρυδιά τραπέζι με τα καμπυλωτά, αφημένα πόδια και το χειροποίητο σκάλισμα στις άκρες. Κάτω απ' τις καρέκλες έχασκαν στη σειρά τα παπούτσια όλης της οικογένειας, που έμοιαζαν σαν στρατιωτάκια ακούνητα, παρατεταγμένα στο πρωινό εγερτήριο!
Νύχτα ακόμη στην εκκλησία,
φως υπήρχε μόνο απ' τα αναμμένα, κρεμαστά καντήλια
και κάθε που ο παπάς θυμιάτιζε,
σύννεφα καπνού σκέπαζαν τα ακούνητα σαν κερωμένα σώματα των ταπεινών ανθρώπων,
που στέκονταν όλοι όρθιοι, αφού καρέκλες δεν υπήρχαν,
μόνο κάποια στασίδια δεξιά κι αριστερά για τους αδυνάτους.
Χαιρόμουν σαν γύφτικο σκερπάνι με κάτι καφέ, λουστρίνια, ολοκαίνουργα παπούτσια,
που τα φύλαγε η μάννα στο κουτί, για να τα φορέσω την ημέρα εκείνη.
Κι η αδελφή μου είχε ένα ολόλευκο φόρεμα με μπλε γιακά κι ανθισμένα λουλουδάκια,
κι αρνιόταν να καθίσει καθ' όλη την διάρκεια της ακολουθίας, για να μην το τσαλακώσει!
Όλη η οικογένεια φορούσε τα ''καλά της ρούχα'' την ημέρα εκείνη,
Χριστούγεννα του 1971, '72;
Ακόμη ηχούν στ' αυτιά μου τα λόγια του πατέρα:
Καλά Χριστούγεννα γυναίκα!
Καλά Χριστούγεννα παιδιά!
Και γινόμασταν όλοι ένα κουβάρι αγκαλιασμένοι
σαν μια ανθοδέσμη αλεξανδρινά λουλούδια του Χειμώνα!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου