ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ;





Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζουν οἱ δύο μεγάλοι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, οἱ κορυφαῖοι Πέτρος καὶ Παῦλος. Ποιά ἐγκώμια τοὺς ἁρμόζουν καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς ἐπαινέσῃ ἀξίως! Ἂν ὅλοι οἱ ἀπόστολοι λέγωνται θεμέλιοι τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τοὺς δύο κορυφαίους ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Πέτρε κορυφαῖε τῶν ἐνδόξων ἀποστόλων, ἡ πέτρα τῆς πίστεως, καὶ Παῦλε θεσπέσιε, τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν ὁ ῥήτωρ καὶ φωστήρ…» (ἰδιόμ. Λιτ.).


Στὸν βίο καὶ τῶν δύο κορυφαίων διακρίνονται δύο μέρη, τὸ σκοτεινὸ καὶ τὸ φωτεινό. Ὁ Πέτρος ἀπὸ θερμὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπροσεξίας βρέθηκε ἀρνητής του, ἔπειτα ὅμως ἀπὸ ἕνα τριήμερο δακρύων καὶ μετανοίας ὁ ἀναστὰς Κύριος τὸν ἀποκατέστησε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ὁ Παῦλος ἐπίσης κάνει στὴν ἀρχὴ τὴν ἐμφάνισί του ὡς σκληρὸς διώκτης, μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἕνα ἐπίσης τριήμερο τυφλώσεως καὶ συντριβῆς χρίεται ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.


Στὸ σκοτεινὸ πρῶτο μέρος τους ὁ μὲν Πέτρος ἔγινε ἀρνητὴς ἀπὸ ἕναν ἐνστικτώδη φόβο γιὰ τὴ ζωή του, ὁ δὲ Παῦλος ἔγινε διώκτης ἀπὸ πάθος καὶ μῖσος κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως ἦρθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τότε οἱ ψυχές τους εἶδαν φῶς, ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὸ πάθος· τότε ἀρνήθηκαν τὸν κακὸ ἑαυτό τους, τὸν φίλαυτο καὶ ἐμπαθῆ, καὶ ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἐπιθυμῶ σήμερα νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας.


ς ἀναλογιστοῦμε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα πρῶτα τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Τί θλῖψι πέρασε μετὰ τὴν ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ! θλῖψι μέχρι ἀπελπισίας.


Στὴ Γεθσημανῆ εἶδε νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ δένουν τὸν ἀθῷο Διδάσκαλό του, ἡ ψυχή του ἐπαναστάτησε, ἔβγαλε μαχαίρι κ᾽ ἔκοψε τὸ αὐτὶ τοῦ ὑπηρέτου τῶν ἀρχιερέων Μάλχου. Ὁ Χριστὸς ὅμως τοῦ εἶπε· Πέτρε, βάλε τὸ μαχαίρι σου στὴ θήκη του· ὅσοι πάρουν μαχαίρι, ἀπὸ μαχαίρι θὰ πεθάνουν· ἂν ἤθελα, μποροῦσα νὰ παρακαλέσω τὸν οὐράνιο Πατέρα μου νὰ μοῦ στείλῃ παραπάνω ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων νὰ μὲ ὑπερασπισθοῦν. Καὶ ἀγγίζοντας τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου τὸν θεράπευσε (βλ. Ματθ. 26,51-53. Μᾶρκ. 14,47. Λουκ. 22,50-51. Ἰω. 18,10-11).


λλὰ τὴ νύχτα στὸ δικαστήριο τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸν πλησιάζει μιὰ ὑπηρέτρια καὶ τοῦ λέει· –Μὰ ἐσὺ δὲν ἤσουν μαζὶ μὲ τὸ Γαλιλαῖο αὐτόν; –Ἐγώ; δὲν ξέρω τί μοῦ λές. Σὲ λίγο τὸν πλησιάζει ἄλλη· –Ἐμένα δὲν μὲ γελᾷς, εἶσαι ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. –Σοῦ ὁρκίζομαι δὲν εἶμαι· τί θέλεις ἀπὸ μένα;


Τέλος οἱ παριστάμενοι παρατηροῦν· –Ἀνήκεις στὴ συνοδεία του, ἤσουν δίπλα του στὸν κῆπο· καὶ ἡ λαλιά σου μοιάζει. Τότε πάλι μὲ ὅρκο τὸν ἀρνεῖται λέγοντας· –Δὲν τὸν γνωρίζω, δὲν ἔχω καμμιά σχέσι μαζί του. Καὶ τὴ στιγμὴ ἐκείνη λάλησε ὁ πετεινός. Τὸ συναισθάνθηκε ὁ Πέτρος, βγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρά.


ταν ὅμως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε Πνεῦμα ἅγιο, τότε ὁ λαγὸς ἔγινε λιοντάρι· αὐτὸς ποὺ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, τώρα μπροστὰ σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους τὸν κηρύττει. Φυλακίζεται γι᾽ αὐτόν, κακοπαθεῖ, καὶ τέλος γιὰ τὸ εὐαγγέλιο φτάνει καὶ στὴ Ῥώμη, ὅπου ἐπὶ Νέρωνος δίνει καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸν Κύριο.


Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, τὸν ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα μαζὶ μὲ τὸν ἄλλο κορυφαῖο καὶ πρωτόθρονο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χάριν τοῦ Χριστοῦ ἀρνήθηκε κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ κατὰ κόσμον ζηλευτὰ πλεονεκτήματά του· τὴ θέσι του μεταξὺ τῶν φαρισαίων, τὶς σχέσεις καὶ φιλίες του, τὴν ἀναγνώρισί του, τὰ ἐρείσματά του, τὸ κῦρος καὶ τὴ δόξα του· ἀρνήθηκε τὴν καταγωγή του, τὴν παιδεία του, τὴ λατρεία του, τὰ φρονήματά του, τὶς πεποιθήσεις του, τὴν κοσμοθεωρία του, τὰ καυχήματά του.


Γράφει ὁ ἴδιος· «περιτομῇ ὀκταήμερος, ἐκ γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, κατὰ ζῆλον διώκων τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμῳ γενόμενος ἄμεμπτος.


λλ᾽ ἅτινα ἦν μοι κέρδη, ταῦτα ἥγημαι διὰ Χριστὸν ζημίαν» (Φιλιπ. 3,5-8). Τὰ θυσίασε ὅλα γιὰ τὸ Χριστό.


κούσαμε σήμερα τί ὑπέμεινε· κόπους, χτυπήματα, πληγές, φυλακίσεις, θανατικὲς καταδίκες, τιμωρίες, ῥαβδισμούς, λιθοβολισμό, ναυάγια, ὁδοιπορίες κι ἀμέτρητους κινδύνους· στὴν πόλι καὶ στὴν ἐρημιά, στὴ θάλασσα καὶ στὴ στεριά, σὲ ποτάμια καὶ σὲ δάση, ἀπὸ λῃστάς, ἀπὸ Ἰουδαίους, ἀπὸ εἰδωλολάτρες, ἀπὸ ψευδαδέλφους· ζοῦσε μέσα σὲ κόπο καὶ μόχθο, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ πεῖνα, μὲ δίψα, μὲ νηστεία, δίχως ροῦχο μέσ᾽ στὸ κρύο (βλ. Β΄ Κορ. 11,22-27), μὲ ταπεινώσεις κ᾽ ἐξευτελισμούς.


γραψε· «Καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω», πεθαίνω κάθε μέρα (Α΄ Κορ. 15,31). Σφράγισε τέλος καὶ αὐτὸς τὴ ζωή του μὲ τὸ μαρτύριο στὴ ῾Ρώμη δι᾽ ἀποκεφαλισμοῦ.


Πέτρος καὶ Παῦλος, ἀγαπητοί μου, ἀποτελοῦν ζευγάρι, ποὺ δούλεψε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, θυσιάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μᾶς ἄφησε παράδειγμα αὐταπαρνήσεως. Τί θὰ πῇ αὐταπάρνησις; Εἶνε μία θεμελιώδης ἀρετὴ τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ θυσιάζεται γιὰ ἕναν ἱερὸ σκοπό.


πάρχει αὐταπάρνησις π.χ. γιὰ τὴν οἰκογένεια· ἀγαπᾷς τὸ σπίτι σου καὶ θυσιάζεσαι γι᾽ αὐτό, ξενιτεύεσαι καὶ δουλεύεις σκληρὰ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς πολλὲς φορές. Κι ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι· καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα· ὁ πελαργός, ἂν πιάσῃ φωτιὰ καὶ κινδυνεύουν τὰ μικρά του, κάνει βουτιὲς μέσ᾿ στὴ φωτιά, νὰ σώσῃ τὰ πουλάκια του· σκοτώνεται, καίγεται γι᾽ αὐτά.


γαπᾷς λοιπὸν τὸ σπίτι σου καὶ θυσιάζεσαι γι᾽ αὐτό· ἀγαπᾷς ἀκόμα τὴν πατρίδα σου, κι ὅταν κινδυνεύῃ, ἐπιστρατεύεσαι, ἐκπαιδεύεσαι, ἀσκεῖσαι, ἀγρυπνᾷς μέσ᾽ στὸ κρύο στὴ σκοπιά, τρέχεις, ἀνεβαίνεις στὰ βουνά, παίζεις κορώνα – γράμματα τὴ ζωή σου γιὰ τὸν τόπο σου.


ν λοιπὸν ἀγαπᾷς τὴν οἰκογένεια, τὸ σπίτι τὴν πατρίδα σου, ὅλα τὰ ὡραῖα πράγματα, πόσο μᾶλλον πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷς τὸ Θεὸ καὶ τὴν πίστι σ᾽ αὐτόν; Μιὰ φορὰ ν᾽ ἀγαπᾷς τὴν οἰκογένειά σου, δυὸ φορὲς τὴν πατρίδα σου, καὶ χίλιες φορὲς τὸ Θεὸ καὶ τὴ θρησκεία σου. Γιατὶ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, εἶνε ὁ Θεός (βλ. Ἀπ. 1,8· 21,6). Ὅποιος δὲν τὸ κατάλαβε αὐτό, ματαίως ζῇ στὸν κόσμο.


Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα ν᾽ ἀγαπᾷς τὸ Θεό, τὸ Χριστό, τὴν αἰωνιότητα. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὅπως ἀκοῦμε στὴ θεία λειτουργία. Ψηλά, πολὺ ψηλά, πάνω ἀπὸ ᾽κεῖ ποὺ ἀνέβηκαν οἱ ἀστροναῦτες, ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἄυλος, πνευματικός, ποὺ μᾶς περιμένει. Εἴμαστε ἄξιοι, εἴμαστε ἕτοιμοι γι᾽ αὐτόν;


Ξέρω ὅτι ὡς τίμιοι οἰκογενειάρχες πολλὲς φορὲς γίνεστε θυσία· στὸ ἐργοστάσιο, στὸ δρόμο, στὸ τιμόνι, στὸ γραφεῖο, στὴ σκαλωσιά, στὸ χωράφι… Εἶστε ἐργατικοί, ἄξιοι ἐπαίνου. Ἐρωτῶ ὅμως· γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τί κάνετε; τί θυσιάζουν οἱ ἄνθρωποι σήμερα;


ταν γινόταν ἡ ἀνέγερσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Φλώρινα, κάναμε ἔρανο καὶ πῆγαν γυναῖκες τῆς ἐπιτροπῆς νὰ ζητήσουν τὴ βοήθεια τῶν ἐνοριτῶν· φτωχοὶ ἄνθρωποι ἄνοιξαν κομποδέματα καὶ ἔδωσαν λίρες, ἐνῷ κάτι πλούσιοι δὲν ἔδωσαν οὔτε δραχμὴ σχεδόν. Ἡ ἀξία σου φαίνεται ἐφ᾿ ὅσον συμβάλλεις σὲ ἔργα χριστιανικά. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος τὰ θυσίασαν ὅλα, ἐσὺ τί θυσιάζεις; Τί Χριστιανὸς εἶσαι;


Γιὰ τὸ Χριστὸ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος πῆγαν μακριά· ὄχι μὲ αὐτοκίνητο ἢ ἀεροπλάνο, ἀλλὰ μὲ τὰ πόδια ἢ τὶς καμῆλες. Σήμερα οἱ κληρικοί μας ἔχουν διάθεσι ἱεραποστολική; Λέω σὲ παπᾶδες νὰ τοὺς στείλω σὲ περιοχὴ ἀπομακρυσμένη, ὅπως π.χ. ἡ Πρέσπα – ποὺ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡραιότερα μέρη τῆς πατρίδος μας, καὶ δὲν θέλουν· φοβοῦνται νὰ πᾶνε.


Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό, χτύπησα τὴν καμπάνα καὶ ἦρθαν ἐλάχιστοι. Ρωτάω· –Πόσες οἰκογένειες ἔχει ἡ ἐνορία; –Εἶνε χίλια σπίτια. –Πόσοι ἐκκλησιάζονται; –Ἑφτὰ ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες!…. Ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία καλεῖ «Ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), ἀπὸ τὶς 168 ὧρες τῆς ἑβδομάδος οὔτε μία ὥρα δὲν διαθέτουν γιὰ τὸ Θεό.


Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἀδιαφορία εἴτε γιὰ ἐλεημοσύνη, εἴτε γιὰ ἱεραποστολή, εἴτε γιὰ ἐκκλησιασμό, στενοχωροῦμαι. Φοβοῦμαι ὅτι ἡ ἀνοχὴ ἐξαντλεῖται. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει ὅταν δῆτε τὶς ἐκκλησιὲς ἀδειανὲς καὶ τὶς γυναῖκες γυμνές.


Σήμερα, τέτοια ἅγια ἡμέρα, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό. Κάτι μεγάλο θὰ γίνῃ στὸν κόσμο. Μὴ γλεντᾶμε, μὴ διασκεδάζουμε. Τὸ Χριστό, τὸ Θεό, τὴν Παναγιά μας, τοὺς ἁγίους νὰ παρακαλέσουμε, νὰ μὴν πέσῃ φωτιὰ στὴν πατρίδα μας· πολλὲς φορὲς κάηκε αὐτὸς ὁ τόπος, νὰ μὴν καῇ πάλι. Μακριά ἡ φωτιά! Θὰ ἔρθουν τὰ μεγάλα καὶ συγκλονιστικά. Ἐμεῖς ἐδῶ νὰ μείνουμε! στὴν πίστι τῶν πατέρων μας· προσευχὴ μέρα – νύχτα ὅλοι, καὶ τὰ παιδιά· νὰ σώσῃ ὁ Θεὸς τὸ ἔθνος μας, νὰ δοῦμε ἡμέρες καλύτερες πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου, στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν – Ἀμυνταίου τὴν 29-6-1970.



* Εκ του ιστολογίου <<Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF