ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 11 Απριλίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ Α. ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «ΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ»

 



ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα ἢ τοῦ Θωμᾶ. Σχετικὴ εἶνε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούστηκε (Ἰωάν. 20,19-31). Τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε σπουδαιότατο. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ ἀναστὰς Κύριος κατὰ τὴν ἐμφάνισί του μὲ τὸ Θωμᾶ ἀφοροῦν ὄχι μόνο τοὺς μαθητάς, ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ ὁποιοδήποτε χρόνο καὶ τόπο καὶ ἂν ζῇ. Διότι ὅσο κι ἂν προοδεύσῃ τεχνικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς, μέσα στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς του ἔχει κάποιο δρᾶμα. Ζῇ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία. Θά ᾿πρεπε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὅλος ὁ κόσμος.


Τί λέει; Ὅτι οἱ μαθηταὶ ἦταν κλεισμένοι μέσα σ’ ἕνα σπίτι καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ ᾿κεῖ, οὔτε κἂν τὰ παράθυρα ν᾿ ἀνοίξουν, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»· διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους (ἔ.ἀ. 20,19). Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν συμβαίνει καὶ σήμερα; Τὰ ἔθνη, μικρὰ καὶ μεγάλα, εἶνε κλεισμένα στὸν χῶρο τους καὶ φοβοῦνται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Φόβος κυριαρχεῖ. Ἀγωνία καὶ ἄγχος πνίγει τὸν κόσμο, μήπως ἀπὸ κάποιο διαβολικὸ λάθος πέσῃ φωτιὰ πυρηνικῆς ἐνεργείας.


Πόσο εὐτυχὴς θὰ ἦταν ὁ ταραγμένος κόσμος, ἐὰν μέσα στὰ διεθνῆ συνέδρια, ποὺ μαζεύονται οἱ μεγάλοι καὶ σπάζουν τὰ κεφάλια τους νὰ βροῦν λύσι στὰ προβλήματα Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καλοῦσαν τὸ Χριστό! Ὅπως τότε «ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον» τῶν φοβισμένων μαθητῶν (ἔ.ἀ.), ἔτσι θὰ ἐρχόταν πάλι, γιὰ νὰ πῇ τὴ λέξι ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, «Εἰρήνη ὑμῖν» (ἔ.ἀ.), καὶ νὰ προσφέρῃ τὸ πολυτιμότερο δῶρο, τὴν εἰρήνη. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ εἰρήνη καὶ δίδει τὴν εἰρήνη. Πρέπει ὅμως ὁ καθένας καὶ ὅλοι νὰ εἴμεθα ἄξιοι γιὰ νὰ λάβουμε τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ δῶρο.


Μέσα στὸν ταραγμένο κόσμο, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θά ᾿πρεπε νὰ τ᾿ ἀκούσουν ἰδίως ὅλοι οἱ ἄπιστοι καὶ ὀλιγόπιστοι, οἱ διανοούμενοι καὶ ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς μας, αὐτοὶ ποὺ ζητοῦν πειστήρια καὶ ἀποδείξεις σὰν τὸ Θωμᾶ. Τέτοιος ἦταν καὶ αὐτός. Ἐπὶ μία ἑβδομάδα εἶχε μεγάλα ἐρωτηματικά, ἐκυμαίνετο μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Ἀμφέβαλλε ἂν ἀνεστήθη ὁ Χριστός. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος δὲν τὸν ἔδιωξε, δὲν τὸν ἀπεδοκίμασε, δὲν ἀπέκλεισε τὴν ἔρευνα. Εἰδικῶς γι᾿ αὐτὸν ἐμφανίσθηκε, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε· Παιδί μου, ἀμφιβάλλεις; ἔλα νὰ ἐρευνήσῃς· ἄγγιξε τὸ δάχτυλό σου στὶς πληγές μου καὶ θὰ πεισθῇς ὅτι εἶμαι ἐγώ. Καὶ πράγματι ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἔλεγε «Δὲν θὰ πιστέψω ποτέ ἂν δὲν τὸν δῶ», μετὰ τὴν αὐτοψία ποὺ ἔκανε ὁ διος, ὡμολόγησε τὴν πίστι του· μιὰ πίστι ὄχι τυφλή, ἀλλὰ τεκμηριωμένη μὲ ντοκουμέντα καὶ ἀποδείξεις.


Καὶ τώρα ὑπάρχουν Θωμᾶδες. Αὐτοὶ ἑορτάζουν σήμερα. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶνε ἡμέρα τῶν Θωμάδων, τῶν δυσπίστων καὶ ἀπίστων. Αὐτοὺς καλεῖ σήμερα ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς λέει· Ἐλᾶτε, παιδιά μου, ἐσεῖς ποὺ ἀμφιβάλλετε γιὰ μένα· ἐλᾶτε κοντά μου, ψηλαφῆστε με, ψάξτε, ἐρευνῆστε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μιὰ καὶ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ πολλὲς φορές· καὶ μετὰ τὴν ἔρευνα θὰ πεισθῆτε.


Θά ᾿πρεπε ἀκόμη τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο νὰ τ᾿ ἀκούσουν – ποιοί; Νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ Ἄρειος. Μὰ πέθανε, θὰ πῆτε. Δυστυχῶς ὁ Ἄρειος δὲν πέθανε. Στὶς μέρες μας παρουσιάστηκαν τὰ ἐγγόνια καὶ τρισέγγονά του, οἱ πράκτορες τοῦ Μπρούκλιν, μὲ ἄλλα λόγια οἱ χιλιασταί, ποὺ συγγενεύουν μὲ τὸν Ἄρειο· γιατὶ ὅ,τι ἔλεγε ἐκεῖνος λένε κι αὐτοί. Αὐτοὶ παίρνουν μιὰ γομμολάστιχα καὶ σβήνουν μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Ἂς ἀκούσουν ὅμως σήμερα τὸ Θωμᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ Χριστό, τὸν εἶδε, τὸν ἄγγιξε, τὸν ψηλάφησε, καὶ λέει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28). Κι ὅταν ἕνας ἄπιστος Θωμᾶς ὁμολογῇ σήμερα μὲ ὅλη του τὴν πεποίθησι «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ποιός εἶσαι σύ, κύριε χιλιαστά, ποὺ ἀρνεῖσαι τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ;


Τέλος τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θά ᾿πρεπε νὰ τ᾿ ἀκούσουν καὶ κάποιοι ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ προτεστάνται ἢ εὐαγγελικοί. Αὐτοὶ παίρνουν ἄλλη γομμολάστιχα τοῦ διαβόλου καὶ σβήνουν τὴν ἱερωσύνη. Οὔτε ἱερατεῖο, οὔτε παπᾶ, οὔτε μυστήρια, τίποτε δὲν παραδέχονται. Καθένας τους θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του παπᾶ. Ἀλλὰ κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς ἂς τ᾿ ἀκούσουν καὶ ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι, ποὺ ἐνῷ παραδέχονται ἱερωσύνη, ἐν τούτοις στὸ ἱερατεῖο δὲν δείχνουν τὴν πρέπουσα εὐλάβεια.


λοι αὐτοὶ ἂς ἀκούσουν τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ λόγια του τὰ σπουδαιότερα εἶνε αὐτά· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (ἔ.ἀ. 20, 23). Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι σήμερα, πρὶν φύγῃ στοὺς οὐρανούς, ὁ Χριστὸς παραδίδει τὴν ἐξουσία του. Ποῦ τὴν παραδίδει; Σὲ ὅλους; Ὄχι. Σὲ ποιούς; Στοὺς μαθητάς. Κι ὅταν πεθάνουν αὐτοί, ποῦ; Στοὺς διαδόχους των. Καὶ οἱ διάδοχοι στοὺς διαδόχους των. Αὐτὴ εἶνε ἡ λεγομένη ἀποστολικὴ διαδοχή. Καὶ ἔτσι μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα, ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία, ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ φθάνει μέχρι ἐμᾶς, μέχρι τὸν τελευταῖο σημερινὸ ἱερέα. «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον…»· ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια στηρίζεται ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία.


Ναί, ἀγαπητοί μου· αὐτὸς ὁ παπᾶς μὲ τὸ σχισμένο ῥάσο, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος ποὺ τὸν κοροϊδεύουν οἱ δῆθεν ἐπιστήμονες, αὐτός, ὅταν φορῇ τὸ πετραχήλι καὶ ἱερουργῇ, δὲν εἶνε πλέον ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ἄνθρωπος, ὁ Ἀντώνης, ὁ Κώστας, ὁ Γιάννης. Τὴν ὥρα ἐκείνη κρατάει τὰ κλειδιὰ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ δὲν τὰ ἔχει κανένας ἄλλος. «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς…»· ὅποιους συγχωρεῖτε ἐσεῖς, συ29γχωρῶ κ᾿ ἐγώ. Τὴν ἐξουσία αὐτὴ ὁ ἀναστὰς Χριστὸς δὲν τὴν ἔδωσε οὔτε σὲ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Τὴν ἔδωσε στοὺς ἱερεῖς.


Καὶ οἱ ἱερεῖς τὴν ἀσκοῦν ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ναί· τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἁμαρτωλὸς γονατίζει μὲ δάκρυα μπροστὰ στὸν πνευματικὸ πατέρα, εἶνε τότε μπροστὰ στὸ Χριστό, καὶ ὁ ἱερεὺς ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τοῦ λέει· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2· Μᾶρκ. 2,5). Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα. Τὸ ὕψος τῆς ἱερωσύνης φαίνεται στὴ θεία λειτουργία. Ἔχετε πίστι; Τί εἶνε πάνω στὴν ἁγία τράπεζα; Ψωμὶ καὶ κρασί. Ποιός θὰ κάνῃ τὸ ψωμὶ σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ αἷμα Χριστοῦ; Χιλιάδες λαϊκοὶ νὰ μαζευτοῦν, ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τὸ μυστήριο αὐτό. Ἕνας παπᾶς ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα – ὤ θαῦμα τῶν θαυμάτων!


Γι᾿ αὐτὸ κάποιος ἅγιος εἶπε· Ἂν συναντήσῃς ἕναν ἄγγελο καὶ ἕνα παπᾶ, νὰ χαιρετίσῃς πρῶτα τὸν παπᾶ· νὰ φιλήσῃς πρῶτα τὸ χέρι τοῦ παπᾶ, κ᾿ ἔπειτα τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου. Γιατὶ στὸν ἱερέα ἔδωσε ἐξουσία μεγαλύτερη ὁ Χριστὸς ἀπ᾿ ὅ,τι ἔδωσε στοὺς ἀγγέλους.


στε ὁ ῥασοφόρος εἶνε ἄγγελος; θὰ πῇς. Τότε πρέπει καὶ νὰ ζῇ σὰν ἄγγελος. Ὅμως ὁ ἄλφα παπᾶς κάνει τοῦτο, ὁ βῆτα δεσπότης κάνει ἐκεῖνο… Νά γιατί ἐγὼ δὲν πατάω στὴν ἐκκλησία… Ἀδελφέ μου, δὲν εἶμαι ὀπαδὸς τῆς συγκαλύψεως τῶν σφαλμάτων τοῦ κλήρου. Ἀντιθέτως· ζητῶ, ἡ ἐκκλησία νὰ καθαριστῇ ἀπὸ ὅ,τι σαπρὸ καὶ νὰ ἐπανέλθῃ στὴν παλαιά της δόξα, τῶν πατέρων. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ μέχρι τὸ σημεῖο νὰ λές, Ἐγὼ δὲν πατάω στὴν ἐκκλησία γιατὶ τάχα ὁ παπᾶς εἶνε ἁμαρτωλὸς ―κ᾿ ἐσὺ εἶσαι ἅγιος―, ὑπάρχει τεραστία ἀπόστασις. Ἄνθρωπέ μου· ἡ λειτουργία, ἢ τὴν κάνει ὁ πιὸ ἅγιος παπᾶς ἢ τὴν κάνει ὁ πιὸ ἁμαρτωλός, ἐφ᾿ ὅσον εἶνε κανονικῶς χειροτονημένος, ἔχει τὴν δια δύναμι. Μὴν ἔχεις καμμιά ἀμφιβολία.


νας Χριστιανὸς ζύγιζε τοὺς παπᾶδες καὶ τοὺς εὕρισκε ὅλους σκάρτους. Κανένας δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἐξομολογήσῃ καὶ νὰ τὸν κοινωνήσῃ αὐτόν. Περίμενε νὰ βρῇ παπᾶ ποὺ νά ᾿νε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος. Μιὰ μέρα βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἔρημο μέρος καὶ δίψασε. Βλέποντας ἐκεῖ ἕνα ῥυάκι ἔσκυψε καὶ ἤπιε. ―Τί ὡραῖο νερό! εἶπε· ἀπὸ ποῦ βγαίνει ἆραγε; Προχώρησε κ᾿ ἔφθασε στὴν πηγή. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ τί νὰ δῇ· βρώμα καὶ δυσωδία. Μέσα στὴν πηγὴ ἦταν ἕνα ψόφιο σκυλὶ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα του περνοῦσε τὸ νερό. ―Τί ἔπαθα! εἶπε. Τότε παρουσιάστηκε ἄγγελος καὶ τοῦ λέει· ―Τὸ νεράκι ποὺ σὲ δρόσισε εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας. Τὸ ψόφιο σκυλὶ εἶνε ὁ παπᾶς ὁ ἁμαρτωλός. Ἀλλὰ καὶ ψόφιο σκυλὶ νά ᾿νε, ὁ ποταμὸς τῆς θείας χάριτος φθάνει σ᾿ ἐσένα δι᾿ αὐτοῦ.


γαπητοί μου! Νὰ τιμοῦμε τὴν ἱερωσύνη. Τιμώντας τὸν ἱερέα τιμοῦμε τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.



† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος





Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέου Φαλήρου – Ἀθηνῶν τὴν 16-4-1961.
*Εκ του ιστολογίου <<augoustinos-kantiotis.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF