ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΣΑΛΟΣ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ




Την εποχή του αντάρτικου, όλη η οικογένειά μου είχαμε φύγει από το χωριό κι είχαμε πάει στήν Καλαμάτα.

Μέναμε κοντά στον Άγιο Δημήτριο του Συντάγματος.

Μια μέρα που είμαστε στο σπίτι, ήρθε ο Χαραλάμπης και κάθησε στο πηγάδι.

Τότε μου είπε: -Θέλω να μου καθαρίσεις δυο φραγκόσυκα, εσύ κι όχι άλλος.

Εγώ πήγα μέσα στην κουζίνα, που ο πατέρας μου συζητούσε με τον Λάμπρο τον Παπαμικρουλέα και είπα,

ότι έξω στο πηγάδι ήταν ο Χαραλάμπης κι ήθελε να φάει δυο φραγκόσυκα,

αλλά ήθελε να του τα καθαρίσω μόνο εγώ.

Ο Λάμπρος μου είπε: -Φέρ' τα εδώ να τα καθαρίσω εγώ.

Πού θα με δει ο Χαραλάμπης;

Μόλις ο Λάμπρος τα καθάρισε, τα πήρα εγώ και του τα πήγα.

Μόλις με είδε, μου είπε: -Πέτα τα, πέτα τα- σ'αυτόν τον βλάστημο, στό μαγαρισμένο έδωσες να τα καθαρίσει;

Ο Παπαμικρουλέας το άκουσε,

αλλά δεν έβγαλε μιλιά.

Θυμάμαι ότι, όταν το 1935 πέρασε από τον Άγιο Κωνσταντίνο, που μέναμε όλη η οικογένειά μου,

κατεβήκαμε μαζί στην Καστανέα.

Ο Χαραλάμπης πήγε στην εκκλησία του χωριού.

Μόλις μπήκε μέσα, ο παππάς, που διάβαζε το Ευαγγέλιο, σταμάτησε να διαβάζει

 και είπε στον επίτροπο να τον βγάλει έξω από την εκκλησία.


Ο Χαραλάμπης,όμως ξαναμπήκε.Ο επίτροπος τον ξαναέπιασε και τον έβγαλε έξω για δεύτερη φορά. Τότε ο Χαραλάμπης τους είπε:-Καταραμένοι,φέτος κάνατε σιτάρι και τρώτε. Άλλη χρονιά δεν πρόκειται να ξανακάνουτε.Είπε στον παππά:-Η τελευταία ψυχή θα σε κόψει κι εσύ θα βρωμίσεις.Και στον επίτροπο είπε:-Θα λάβεις θάνατο από άνέλπιστα χέρια και η γη δεν θα σε λιώνει.Όλα πραγματοποιήθηκαν!Στο χωριό δεν ξανάγινε σιτάρι.Ο παππάς είχε εννέα παιδιά.Του πέθαναν όλα και του είχε μείνει ένα κορίτσι,που τ' αγαπούσε πολύ.Αρρώστησε όμως.Γι' αυτό και πέθανε.Ο παππάς ήταν απαρηγόρητος.Αρρώστησε και ο ίδιος από προστάτη.Τότε του έκαναν εγχείρηση και του έβαλαν σωληνάκι από το πλάι,για να βγαίνουν τα ούρα, με αποτέλεσμα να βρωμάει.Στή Δίμιοβα,οι αντάρτες σκότωσαν τον έπίτροπο. Μετά από τρία χρόνια,που πήγαν στην Δίμιοβα να τον ξεθάψουν και να πάρουν τα οστά του στο χωριό,τον βρήκαν άλυωτο.Όταν ο Χαραλάμπης πήγε στην εκκλησία που έγιναν τα πιο πάνω,έφυγε και περπατούσε σ'ένα δρόμο του χωριού κουνώντας τα χέρια του και λέγοντας:-Ιδού γαρ και λέγομεν και λέγομεν,γαρ,γαρ,γαρ.Εγώ είχα ξεχώσει κάτι και γύρισα να το πάρω.Μόλις με είδε ο Χαραλάμπης,μου είπε:-Το βλέπεις αυτό το σπίτι;Εδώ θα γίνουν τρεις φόνοι σε μια μέρα.Πράγματι,την εποχή του αντάρτικου,κάποιος μπήκε σ' αυτό το σπίτι και σκότωσε την μάννα με τις δύο κόρες της.Κάποτε είχα πάει με τον πάτερ Δημήτριο στους Αγίους Αναργύρους στην Θούρια να κάνουμε αγρυπνία κα Λειτουργία.Το πρωί που ξημέρωνε η γιορτή των Αγίων,είχε έρθει και ο Χαραλάμπης.Κοιμήθηκε όμως έξω από την πόρτα της εκκλησίας.Τό πρωί,μετά την Λειτουργία,μου έδωσε ένα μπουκάλι με Αγίασμα,απ' αυτό που στάζει μέσα στην εκκλησία και μου είπε:-Κράτα το αυτό,θα σου χρειαστεί.Μετά από λίγο αρρώστησε το παιδί του αδερφού μου.Είχε πάθει το αυτί του κι' έτρεχε στους γιατρούς της Καλαμάτας και της Αθήνας.Μάταια όμως.Τό παιδί δεν άκουγε καθόλου.Τότε κι' εγώ πήρα τον Αγιασμό,που μου είχε δώσει ο Χαραλάμπης και του έρριξα λίγο.Αμέσως το αυτί του ξεβούλωσε και το παιδί έγινε καλά.

 


ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ



Η Κωνσταντίνα Γεωργακοπούλου,64 ετών,κάτοικος Καλαμάτας, θυμάται:Κατάγομαι από την Μεγαλόπολη και όλη η οικογένειά μου ακολουθούσε το Ορθόδοξο Εορτολόγιο.Όταν ήμουν κοπέλλα,είχα άκούσει για τον Χαραλάμπη κι είχα έπιθυμία να τον γνωρίσω.Ο αδερφός μου ο Ευάγγελος μου έλεγε ότι,όταν έβγαινε από τό Ιερό με την λαμπάδα-βοηθούσε τον Ιερέα στην Θεία Λειτουργία-ο Χαραλάμπης τον σκαμπίλιζε.Αυτό το είχε κάνει επανειλημμένα,και ταυτόχρονα, μετά την Λειτουργία,τον έπαιρνε και του έλεγε:-Ιδού γαρ και λέγομεν και λέγομεν.Έλα να μου γράψεις αράβικα.


Ο αδερφός μου είχε ξεχάσει το σκαμπίλι και εκτελούσε ό,τι του έλεγε ο Χαραλάμπης.Το σκαμπίλι του το έδινε,επειδή φορούσε πουκάμισο με κοντό μανίκι.Ένα μεσημέρι πήγα να πάρω με μια στάμνα νερό από το πηγάδι του μοναστηριού και σκεφτόμουν,πότε θα δω κι εγώ τον Χαραλάμπη.Ανεβαίνοντας το τελευταίο σκαλί τον είδα μπροστά μου.Τρόμαξα πολύ.Είδα έναν άνθρωπο ξυπόλητο,μ' ένα σακκί στην μέση του,τα μαλλιά του γεμάτα κολλητσίδες και αχτένιστα.Άρχισε να μου λέει:-Ιδού γαρ και λέγομεν και λέγομεν.Να κάνεις Λειτουργίες,Λειτουργίες,Λειτουργίες.Ενώ πήγα να τον ρωτήσω,πού να τις κάνω τις Λειτουργίες,τότε αυτός άρχισε να μου μιλάει αράβικα και αυτομάτως τον έχασα.Κοίταξα παντού,αλλά δεν τον είδα πουθενά.Μετά τον θάνατο του πατέρα μας,το 1954,μετακομίσαμε στην Καλαμάτα.Μέναμε σε δικό μας σπίτι,κοντά στο μοναστήρι του Παναγουλάκη.


Ο Χαραλάμπης ερχόταν τακτικά στο σπίτι μας,πάντα με την ίδια εμφάνιση,έτρωγε μόνο ρύζι νερόβραστο και κοιμόταν στην αυλή με το σκαλοπάτι για μαξιλάρι. Κάποια μέρα μου έδωσε λίγα κέρματα,δεκάρες και δραχμές και μου είπε να τα φυλάξω.Εγώ τα έβαλα σ'ένα σακκουλάκι μέσα στο μπαούλο μας και τα κλείδωσα, γιατί έτσι με είχε διατάξει.Έφερνε συνέχεια και μου έδινε δραχμούλες ή δεκάρες. Αυτό γινόταν για δυο χρόνια περίπου.Στό τέλος ήρθε και μου είπε:-Να μου δώσεις τα χρήματα.Τόσα είναι.Εγώ του είπα να τα μετρήσω,γιατί δεν ήξερα πόσα ήταν και,ούτε τα είχα μετρήσει ποτέ μου.Όταν τα έβγαλα από το μπαούλο και τα μέτρησα,ήταν πράγματι τόσα,όσα μου είχε πεί.Τό γεγονός αυτό,μου έκανε μεγάλη εντύπωση.Όταν πέθανε η μητέρα μας,καθόταν κι έκλαιγε απαρηγόρητος.Τότε του είπαν οι γείτονες.-Μπάρμπα Χαραλάμπη,γιατί δεν πηγαίνεις να συλλυπηθής τα κορίτσια για την μητέρα τους;Τότε είπε:-Λυπάμαι,λυπάμαι,συγκινούμαι.


Δεν μπορώ να πάω. 'Εστειλε όμως ένα μπουκάλι λάδι, για ν΄ανάβουμε το καντήλι της μητέρας μας σαράντα ημέρες,ακοίμητο. Πάντα μας έστελνε με τις γειτόνισσες πορτοκάλια,σαρδέλλες κι΄ άλλα μικροπράγματα και τους έλεγε να έρχονται να μας παρηγορούνε, γιατί αυτός δεν άντεχε να έρθει.Πολύ σεβόταν κι εκτιμούσε την μητέρα μας.Όταν έμαθε,ότι ήταν ετοιμοθάνατη στο Νοσοκομείο της Καλαμάτας, πήγε να την δει και της πρόσφερε κι' ένα κλωνάρι βασιλικό.Όπου βρισκόταν μιλούσε για την Ορθοδοξία,για το «Παλαιό».Εκτιμούσε πολύ την μητέρα μου.Ήταν κήρυκας της Ορθοδοξίας.Εκκλησιαζόταν στο μοναστήρι του Παναγουλάκη και δεν πήγαινε να κοιμηθεί σε κάποιο κελλί,αλλά σ' έναν αχυρώνα του μοναστηριού.Τό 1951 οι Νεοημερολογίτες έκαναν διωγμό εναντίον μας. Έστελναν έξορία τους ιερείς μας και τους μοναχούς μας,τους αποσχημάτιζαν και τους έστελναν στα σπίτια τους.


Τότε λοιπόν,ήρθε στο σπίτι μας στην Μεγαλόπολη ο μοναχός Αγαθάγγελος Βούρδουλας από το μοναστήρι του Παναγουλάκη και μου διηγήθηκε ένα περιστατικό,που το είδε με τα ίδια του τα μάτια.Ένα βράδυ,όπως βγήκε έξω από το κελλί του,βλέπει τον Χαραλάμπη να περπατάει πάνω από το έδαφος,να πετάει!Αριστερά και δεξιά του είδε δύο φώτα.Αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση και σε μια συζήτηση,που είχε με την ηγουμένη Καλλινίκη,μοναχή της Αγίας Παρασκευής,της είπε,ότι είδε αυτό,το εντυπωσιακό γεγονός.Αυτή του είπε:-Εγώ τον έχω δει πολλές φορές.Ακόμη θυμάμαι,ότι κάποια μέρα ήρθαν οι γειτόνισσες και μου είπαν:-Έλα να δεις τον Χαραλάμπη,που χορεύει επάνω στο τραπέζι του καφενείου.Εγώ όμως δεν πήγα να δω,αλλά,όταν ήρθε στο σπίτι μας, του έκανα παρατήρηση.Δεν μου είπε απολύτως τίποτα.


Η κυρία Διαμαντούλα Καλογερέα,που πήγαινε με το Παλαιό Εορτολόγιο,μου είχε πεί,ότι μια μέρα ο Χαραλάμπης πήγε στο σπίτι της και της έδωσε δύο αγγούρια για να τα πάει σε δύο Εγγλέζους,που νοσηλεύονταν στο Αλεξανδράκειο Νοσοκομείο Καλαμάτας. Αυτή ντράπηκε να πάει δυο αγγούρια στους Εγγλέζους και τα έβαλε στο μπαούλο της για να μην τα πάρουν τα παιδιά της και τα φάνε.Πέρασε καιρός.Πήγε ο Χαραλάμπης στο σπίτι της και της είπε:-Δεν φτάνει που δεν πήγες τ' αγγούρια στους Εγγλέζους,δεν τα έδινες τουλάχιστον στα παιδιά σου να τα φάνε,που τα έβαλες στο μπαούλο και σαπίσανε;Η κυρία Διαμαντούλα έλεγε και αναρωτιόταν, πως ήξερε ο Χαραλάμπης,ότι τ' αγγούρια δεν τα πήγε και,ότι τα είχε βάλει στο μπαούλο...


ΤΟ ΚΑΚΟ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ


Έχω ακούσει,ότι από το 1924 ο Χαραλάμπης άρχισε την ζωή του ερημίτη,όταν δηλαδή γύρισε το Ημερολόγιο και μετά.Ο Χαραλάμπης ήταν συγγενής του πατέρα μου.Η γιαγιά μου ήταν το γένος Ρούμπου και καταγόταν από το Νιοχώρι Αρκαδίας,ενώ ο Χαραλάμπης από το Δυρράχι Αρκαδίας.Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας με τα μαλλιά του άπλυτα και αχτένιστα και μ' ένα σακκί στην μέση του. Πολλές φορές έτρωγε και συζητούσε με τον πατέρα μου.Κάποιες φορές του έριχνα νερό να λουστεί και θυμάμαι κάποτε,που του έριχνα νερό,του είπα:-Να, που με αξίωσε ο Θεός να λούσω έναν προφήτη.Αυτός μου απάντησε:-Το έχεις καταλάβει;Τού έδωσα καινούργια,καθαρή πετσέτα να σκουπιστεί και μου είπε:-Σ'εμένα,το κτήνος,θα το δώσεις αύτό;Δεν ήθελε να φορέσει,ούτε να σκουπιστεί με καινούργιο ρούχο.Ταπείνωνε πολύ τον εαυτό του.


Κάποιο Πάσχα, τον είχε καλέσει στο σπίτι του κάποιος με το επώνυμο Δημητρακόπουλος. Το παρατσούκλι του ήταν Καραχάλιος. Αφού έκαναν Ανάσταση, ο Δημητρακόπουλος ή Καραχάλιος του έλεγε να καθήσει κι' άλλες ημέρες.Τότε ο Χαραλάμπης του είπε:-Θα φύγω,δεν πρέπει να μείνω.Αλλά θα φύγω στις δύο την νύχτα.Σήκω να με δεις.Πράγματι ο Δημητρακόπουλος σηκώθηκε,και τον είδε να φεύγει...χωρίς να πατάει στο έδαφος.Περπατούσε στον αέρα!Μια Κυριακή,μετά την Λειτουργία,έξω στην αυλή της εκκλησίας,με πλησίασε και μου είπε:-Βράσε μου ρύζι με ντομάτα,αλλά να μην βάλεις λάδι.Του είπα:-Σίγουρα θα έρθεις; -Ναι, στη μία θα είμαι εκεί, μου είπε.Το φαγητό του ήταν τσάι και ρύζι. Πήγα στο σπίτι μου κι άρχισα να μαγειρεύω. Έριξα περισσότερο ρύζι,για να βγει περισσότερο φαγητό. Μόλις είπα της αδερφής μου,ότι ο Χαραλάμπης μου είπε να μην του ρίξω λάδι,μου είπε:-Τον μουρλό, ρίχτου λάδι.Σήμερα είναι Κυριακή.


Τρώνε και λάδι και κρέας,απ' όλα τρώνε. Εγώ, όμως του ετοίμασα για φαγητό δύο πιάτα, ένα μεγάλο κι ένα μικρό, χωρίς να του ρίξω λάδι.Όταν ήρθε,έκανε τον σταυρό του,κάθισε στο τραπέζι και μου είπε: -Ας γίνει συχώριο. Με ρώτησε:-Μήπως έβαλες λάδι στό φαγητό; Εγώ του είπα: -Όχι, Χαραλάμπη.Αμέσως μου είπε:-Ξέρεις,γιατι στο λέω; Γιατί η αδελφή σου,σου είπε να ρίξεις λάδι και με είπε μουρλό!Κάποιο βαρύ χειμώνα,ο Χαραλάμπης ήταν στο σπίτι του κουμπάρου μας του Βλαχογιώργη και καθόταν δίπλα στο τζάκι.Κάποια στιγμή πήγα μαζί με την κουμπάρα μας να του στρώσουμε,να κοιμηθεί.Μόλις είδα τα κουρελιασμένα λιόπανα,που θα κοιμόταν,τον λυπήθηκα τόσο πολύ,που η καρδιά μου άρχισε να χτυπά με ταραχή.Είπα μέσα μου:-Το κακόμοιρο...Αμέσως κατάλαβε το,πως αισθανόμουν και τον λογισμό,που είχα και μου είπε:-Έτσι ζούσαν oι προφήτες κι όλοι οι Άγιοι.


Ο διευθυντής του Σανατορίου στον Προφήτη Ηλία ήξερε Γαλλικά. Κάποια μέρα βλέποντας τον Χαραλάμπη,άρχισε να του μιλάει στα Γαλλικά. Αμέσως ο Χαραλάμπης άρχισε να του μιλάει κι αυτός στα Γαλλικά! Μόλις τον άκουσε ο διευθυντής,τα έχασε και ταράχτηκε πολύ. Κάποια φορά είχε κυκλοφορήσει μια φήμη,ότι ο Χαραλάμπης πέθανε.Ήταν Μεγάλη Σαρρακοστή.Οι φήμες έλεγαν,ότι πέθανε στον Άγιο Χαράλαμπο και βρωμούσε. Εγώ το άκουσα, αλλά δεν πίστεψα τίποτα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είδα τον Χαραλάμπη.Του είπα:-Χαραλάμπη, καλά είσαι; Μου είπε: -Καλά είμαι. Όλοι είπαν, ότι πέθανα,μόνο εσύ δεν το πίστεψες.Όταν τον είδε ο πάτερ Χριστόφορος,του είπε:-Χαραλάμπη,που ήσουν;Εγώ σε μνημόνευα για πεθαμένο.-Καλύτερα,είπε με ταπείνωση.


Κάποιος Έλληνας Καλαματιανός, που κατοικούσε στην Αμερική, έδωσε σε κάποιον Ιωάννη Χανδρινό καινούργια και ακριβά παπούτσια,για να τα δώσει στον Χαραλάμπη. Αυτός σκέφτηκε,ότι ο Χαραλάμπης δεν θα τα φορούσε, και πήγε και του αγόρασε άλλα,πιο φθηνά,από την Καλαμάτα.Μια μέρα βρίσκει τον Χαραλάμπη και του είπε:-Χαραλάμπη,έχω να σου δώσω κάτι παπούτσια.Τα έστειλε ο τάδε από την Αμερική.Τότε του είπε: -Θέλω τά παπούτσια από την Αμερική, όχι αυτά που αγόρασες από την Καλαμάτα! Όταν είχε αρρωστήσει ο αείμνηστος Σεβασμιώτατος Χρυσόστομος Πουλουπάτης, πήγε να τον δει και ο αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος, ο οποίος είχε εξωμόσει και γυρίσει με το Νέο Ημερολόγιο. Δίπλα στο κρεββάτι του Σεβασμιωτάτου ήταν ο πάτερ Αντώνιος και ο Χαραλάμπης. Μόλις ο πάτερ Αντώνιος είδε τον Ίωήλ,είπε: -Τό αίμα νερό δεν γίνεται... Ο Χαραλάμπης είπε στον Ιωήλ: -Αύτός (γιά τό Σεβασμιώτατο) κάθησε εδώ, ενώ εσύ είσαι αρνητής τού Χριστού!


Όταν ένας από τ’ αδέλφια μου,

ο Ηλίας, έφυγε για στρατιώτης, ο Χαραλάμπης ήρθε στο σπίτι μας και μου είπε:

-Πάμε μέσα ν' ανάψουμε το καντήλι του σπιτιού, για να πάει φως στον στρατιώτη.

Πράγματι,άναψε ο ίδιος το καντήλι με το δικό του λάδι και μου είπε:-Θα περάσει καλά στο στρατό και θα βρει έναν συγγενή σας με κορώνα. 

Ο αδερφός μου παρουσιάστηκε στην Καλαμάτα και μόνο αυτός πήρε απόσπαση για την Αθήνα.

Στην Μονάδα που πήγε,

βρήκε δεύτερο εξάδερφο της μητέρας μου, συγγενή μας αξιωματικό,ονόματι Χριστόφορο Βαλσαμάκη.

Και πράγματι, όπως είχε πεί ο Χαραλάμπης, πέρασε πολύ καλά.

Ένας οδηγός, ονόματι Μαλαβάζος, έλεγε,ότι ερχόταν στην Καλαμάτα με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ,

που εργαζόταν και είπε στον εισπράκτορα:

-Φώναξε τον Χαραλάμπη να έρθει μέσα, γιατι θα γίνει μούσκεμα από την βροχή.

Όταν ο Χαραλάμπης ανέβηκε στο λεωφορείο,

όλοι είδαν με έκπληξη, ότι δεν είχε βραχεί καθόλου!

Στο σπίτι μου έχω μια εικόνα χάρτινη, την Σταύρωση του Χριστού, την οποία 

η μητέρα μου είχε αγοράσει από κάποιον πλανόδιο,ο οποίος έλεγε,

ότι οι εικόνες που πουλούσε ήταν από το Άγιον Όρος. 

Μιά μέρα,

που ο Χαραλάμπης ήρθε στο σπίτι μας, είδε μια εικόνα απ' αυτές και μου είπε:

-Αυτή η εικόνα πρέπει να είναι σε εκκλησία, γιατι έχει έρθει από άγιο μέρος!...

Συνεχίζεται...



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπάσματα από το βιβλίο 
''ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ''
Έκδοση της Ιεράς Μονής Παναγουλάκη Μεσσηνίας
Έτος 1993
Δεύτερη έκδοσις 1994
Τρίτη 1998
Ιερά Μονή Παναγουλάκη, Καλαμάτα, 241 00
Εισαγωγή, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Χαραλάμπης ο διά Χριστόν Σαλός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF