ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)





Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση «Άγιος Τύχων ο Μαρτυρικός Πατριάρχης»,
Αθήνα 2014, σελ. 11-21.
<<Η επανάσταση και οι πολιτικές ταραχές του 1917 βρήκαν την Εκκλησία στο στάδιο της προετοιμασίας για την επαναφορά της πατριαρχίας, προκειμένου ν' ανακτήσει την αυτοτέλειά της. Έτσι συνήλθε μια μεγάλη Σύνοδος που αποφάσισε τελικά την επαναφορά της πατριαρχίας και στη συνέχεια εξέλεξε τον Τύχωνα πατριάρχη. Το να βρεθεί κανείς ποιμενάρχης σε μια τέτοια περίοδο ταραχών και διωγμών ισοδυναμεί με μαρτύριο.
Οι μπολσεβίκοι προχωρούσαν διαρκώς σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον της Εκκλησίας. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, επινόησαν αυθαίρετα το επιχείρημα πως η Εκκλησία στο σύνολό της δεν ήταν παρά μια αντεπαναστατική οργάνωση, που έπρεπε να εξαλειφθεί από προσώπου γης. Οι ίδιοι έκλεισαν ή ανατίναξαν τις περισσότερες εκκλησίες, σφράγισαν μοναστήρια, δήμευσαν την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ οι κληρικοί κι οι μοναχοί πήραν το δρόμο της εξουσίας, της φυλακής, των βασανισμών και του μαρτυρίου.
Η Εκκλησία τα χρόνια αυτά έζησε ένα νέο μαρτυρολόγιο. Η θέση του πατριάρχη ήταν πολύ δύσκολη. Από τη μια έπρεπε να υποστηρίξει την αυτοτέλεια και την ύπαρξη της Εκκλησίας κι από την άλλη να προστατέψει τους πιστούς, που αντιδρούσαν στις αντιεκκλησιαστικές και βίαιες ενέργειες του σοβιετικού κράτους, με αποτέλεσμα να γίνονται θύματα της αγριότητας και της βιαιότητας της νέας σοβιετικής κυβέρνησης.
Ο πατριάρχης προσπάθησε να συγκρατήσει τις αθεϊστικές δυνάμεις που ήθελαν να επιβάλουν μια κυριαρχία στερημένη από αρχές και αξίες, βασισμένη μόνο σε μια ιδεοληψία για δήθεν ισότητα και δικαιοσύνη, που τελικά εξελίχτηκε στην πλέον άδικη και τρομοκρατική καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος κι ελευθερίας, στο όνομα μιας <<απελευθερωμένης και δίκαιης ανθρωπότητας>>. Τα αποτελέσματα αυτής της τραγικής για την ανθρωπότητα απόπειρας ήταν ολέθρια, τραγικά!
Ο πατριάρχης αντιστάθηκε, αγωνίστηκε σθεναρά να πείσει τους κρατούντες να σεβαστούν τα ιερά και τα όσια που από αιώνες πολλούς σέβονταν και τιμούσαν οι Ρώσοι πιστοί. Προκειμένου να κατασιγάσει το μένος τους εναντίον κάθε ιερού και οσίου, ικανοποίησε πολλές φορές ορισμένες από τις απαιτήσεις του νέου καθεστώτος, όταν αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για την Εκκλησία και τους πιστούς. Όταν όλ' αυτά δεν απέδωσαν, προχώρησε στον αυστηρό έλεγχό τους, με την ύστατη ελπίδα, ότι ίσως αυτό θα μπορούσε να καταλαγιάσει τον ανεξέλεγκτο επαναστατικό πυρετό τους. Όλα απέβησαν μάταια. Κι ο πατριάρχης βέβαια ακολούθησε την τύχη που είχαν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, δηλαδή το δρόμο του μαρτυρίου.
Η μεγάλη και μαρτυρική μορφή του ομολογητή πατριάρχη δεν έχει παρουσιαστεί ως σήμερα στο ελληνικό κοινό. Με την προτροπή και τη βοήθεια της ηγουμένης και των αδελφών της Ιεράς Μονής του αγίου Αλέξανδρου Νέφσκυ και της Παναγίας Νέο-Τίχβιβ, από το Αικατερίνμπουρκ της Ρωσίας, προχωρήσαμε στη σύνδεση και την έκδοση του βιβλίου αυτού, με την ελπίδα πως η ανάγνωσή του θα μας παρηγορήσει και θα μας στηρίξει, θα ενισχύσει τους πιστούς στον αγώνα τους, ιδιαίτερα στις δύσκολες συνθήκες που διανύουμε σήμερα στην πατρίδα μας>>.
Πέτρος Μπότσης, Δεκέμβριος 2014.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου)
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».







ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'



Βίος του Αγίου Τύχωνα του ομολογητή, Πατριάρχη Μόσχας



Παιδική και νεανική ηλικία


Στις 19 Ιανουαρίου του έτους 1865, γεννήθηκε στο χωριό Κλιν της επαρχίας Πσκοβ ένα αγόρι, γιος του ιερέα π. Ιβάν Μπελλάβιν και της συζύγου του Άννας. Ήταν ο τρίτος γιος της οικογένειας. Οι μεγαλύτεροι αδελφοί του ήταν ο Παύλος και ο Ιωάννης. Αργότερα γεννήθηκε και τέταρτος γιος -ο Μιχαήλ. Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Βασίλειος, προς τιμήν του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.


Το παιδί αυτό ήταν προορισμένο να γίνει ο πρώτος πατριάρχης της Ρωσίας, μετά από μια διακοπή 217 χρόνων. Την παιδική του ηλικία το αγόρι αυτό την πέρασε στην κοντινή πόλη Τοροπέτς, όπου ο πατέρας του διακονούσε ως ιερέας.


Από την παιδική του ηλικία ακόμα ο Βασίλης αφιέρωνε λιγότερο χρόνο στα παιγνίδια και περισσότερο στον οίκο του Θεού. Μια φορά τα παιδιά, που γνώριζαν την πραότητα και την ανεξικακία του μικρού Βασίλη, θέλησαν ν' αστειευτούν μαζί του κι έφτιαξαν ένα θυμιατήρι, από τα κομμάτια ενός ντενεκέ.


Κουνούσαν το <<θυμιατήρι>> αυτό λοιπόν μπροστά στο Βασίλη και έλεγαν: <<Εις πολλά έτη, Αγιότατε Δέσποτα>>! Έτσι, ακόμα και με τα παιδικά αστεία, η δεξιά του Θεού φανέρωσε τη μεγάλη υπηρεσία που είχε να προσφέρει στο μέλλον ο γιος ενός απλού επαρχιακού ιερέα.


Από την ηλικία των εννιά χρόνων ξεκίνησε να φοιτά στο πνευματικό σχολείο για αγόρια, όπου σπούδασε κατήχηση, εκκλησιαστική ιστορία, ανάγνωση στη ρωσική και τη σλαβονική γλώσσα, γραφή, αριθμητική, ρωσική γραμματική, λατινικά και ελληνικά, νομοθεσία κι εκκλησιαστική μουσική.


Την περίοδο αυτή ο πατέρας του είδε ένα όνειρο, που προέλεγε το σπουδαίο μέλλον του γιου του. Κάποτε ξάπλωσε να κοιμηθεί μαζί με τους τρεις γιους του στον αχυρώνα. Τη νύχτα σηκώθηκε κάποια στιγμή και ξύπνησε και τα παιδιά του. -Μόλις είδα στον ύπνο μου τη μητέρα μου, είπε.


Μου προείπε τον επικείμενο θάνατό μου κι έπειτα έδειξε εσάς και μου είπε: <<Αυτός εδώ θα είναι δυστυχισμένος σ' όλη του τη ζωή και τούτος θα πεθάνει νέος' εκείνος όμως θα γίνει μεγάλος άνθρωπος>>. Όλες οι προφητείες της επαληθεύτηκαν.


Το 1878 ο Βασίλειος τελείωσε τις σπουδές του στο Τοροπέτς κι έπειτα έφυγε από το σπίτι του για να συνεχίσει τις σπουδές του στο σεμινάριο του Πσκοβ. Οι συμμαθητές του θυμούνταν το Βασίλειο ως ένα ευλαβή, ευγενικό και καλόκαρδο νέο.


Τον αγαπούσαν και του έδωσαν το παρατσούκλι <<Ιεράρχης>>, επειδή εκτιμούσαν τις ικανότητες και την ευλάβειά του. Δεκαετίες αργότερα ανακαλούσαν στη μνήμη τους τις εύστοχες απαντήσεις του στην τάξη, ιδιαίτερα στη δογματική θεολογία, καθώς και την ασυνήθιστα δυνατή μνήμη του.


Από την περίοδο αυτή της ζωής του στο σεμινάριο, οι συμμαθητές του αγίου θυμούνταν αργότερα ότι ο Βασίλειος, ο <<Ιεράρχης>>, φορούσε καλή γούνα.


Και οι μαθητές από τις φτωχές οικογένειες που δεν είχαν καλά ρούχα, πολύ συχνά τον παρακαλούσαν να τους δώσει τη γούνα του για να βγαίνουν περίπατο στην πόλη ντυμένοι μ' αυτήν.


Ο Βασίλειος τους την έδινε με χαρά και προθυμία. Τύχαινε μερικές φορές να κάθεται κάποιος ιεροσπουδαστής στο παράθυρο κι όταν έβλεπε να περπατάει έξω στο δρόμο κάποιος ντυμένος με παρόμοια γούνα, έλεγε στους άλλους μαθητές: <<Δέστε κάνει βόλτα ο Βασίλης μας.


Μήπως ξέρετε πού πάει;>> Οι άλλοι του απαντούσαν: <<Τί λες, καλέ;>> Οι άλλοι του απαντούσαν: <<Τί λες, καλέ! Δεν πήγε πουθενά, εδώ είναι. Δε βλέπεις ότι κάθεται στη θέση του>>; Πράγματι, ο Βασίλειος βρισκόταν στη θέση του και προπαρασκεύαζε τα μαθήματά του. <<Μπα! ...Τότε λοιπόν, κάνει βόλτα η γούνα του>>!


Οι συμμαθητές του θυμούνταν επίσης πως ο Βασίλης δεν είχε την τάση και την επιθυμία να κάνει το παλλικάρι και να επιδίδεται σε <<κατορθώματα>> με οινοποσία, όπως έκαναν συνήθως οι φοιτητές στα σεμινάρια και τα πανεπιστήμια.


Επίσης ποτέ του δε θέλησε να γίνει μέλος κάποιου επαναστατικού κόμματος, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας μεταξύ των νέων. Η βαθιά πνευματικότητα κι οι εξαιρετικές και σπάνιες ικανότητές του τον βοήθησαν ν' αποφοιτήσει με άριστα το 1884, σε ηλικία 23 ετών, και να επιτύχει την είσοδό του στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης, όπου του έδωσαν ένα καινούργιο παρατσούκλι: Αυτή τη φορά τον <<προήγαγαν>> σε <<Πατριάρχη>>.


Τα χρόνια των σπουδών στην Ακαδημία ήταν πολύ σημαντικά για την τελική πνευματική διαμόρφωση του Βασιλείου. Τα χρόνια αυτά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μέλλουσα δραστηριότητά του, που είχε μεγάλη σημασία για την Εκκλησία της Ρωσίας.


Αυτή την εποχή στην Ακαδημία ξεκίνησε η νέα τάση στην πνευματική ζωή της. Μέχρι το 1884, κατά τη διάρκεια είκοσι ετών, μεταξύ των ιεροσπουδαστών δεν ήταν ούτε ένας μοναχός.


Το έτος που εγγράφηκε ο Βασίλειος στην Ακαδημία, κάρηκε μοναχός ο φοιτητής Μιχαήλ Γκριμπανόφσκι (που αργότερα έγινε επίσκοπος και συγγραφέας) κι έπειτα κάρηκαν και άλλοι τρεις φοιτητές (αργότερα έγιναν κι αυτοί επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Αντώνιος Χραποβίτσκι -ο πρωθιεράρχης της Ρωσικής Εκκλησίας στο εξωτερικό).


Έτσι στην Ακαδημία συγκροτήθηκε μια μοναχική αδελφότητα. Το 1855 επιθεωρητής της Ακαδημίας έγινε ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος Βαδκόφσκι, μετέπειτα μητροπολίτης της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, ταπεινός και ενάρετος ιεράρχης, καθώς και ταλαντούχος πνευματικός συγγραφέας.


Τα βράδυα οι φοιτητές μαζεύονταν στο διαμέρισμα του π. Αντωνίου ή του π. Μιχαήλ και συζητούσαν για βιβλία, έθεταν ερωτήματα για τη ζωή της Εκκλησίας κι έκαναν σχέδια για την ιεραποστολική και την ποιμαντική δραστηριότητά της.


Πολύ συχνά μιλούσαν για τα θέματα της αποκατάστασης του πατριαρχείου στη Ρωσική Εκκλησία και της αναδιοργάνωσης της διοίκησής της στη βάση των παλαιών κανόνων της Εκκλησίας.


Ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος Βαδκόφσκι επεδίωκε να εμφυτεύσει στους φοιτητές την αγάπη για το έργο του ποιμένα, θέλοντας να μειώσει την απόσταση που υπήρχε ανάμεσα στο λαό και τον κλήρο.


Το 1888 αποφοίτησε από την Ακαδημία κι έπειτα γύρισε ως εκπαιδευτής στο σεμινάριο του Πσκοβ, όπου δίδασκε δογματική θεολογία, ηθική θεολογία και γαλλικά. Ένας από τους μαθητές του Βασιλείου Ιβάνοβιτς, ο Μπορίς Τσαρέφσκι, διηγείται ένα περιστατικό από την περίοδο αυτή της ζωής του Αγίου:


<<Μια φορά ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς επισκέφτηκε το σπίτι μας. Όταν έφυγε, η μητέρα μου ρώτησε την αδελφή μου: -Παρατήρησες τί ωραία μάτια που έχει; Καθαρά, ήρεμα όπως του περιστεριού. -Ναι. Αισθάνθηκα και κάποια ζέστη με αγαθότητα να απορρέει απ' αυτόν.


Και είναι τόσο έξυπνος! -Μάλιστα. Ο πατέρας μου τότε έπινε το τσάι του. Όταν άκουσε την κουβέντα αυτή μάντεψε τις σκέψεις των δύο γυναικών. Δηλαδή ότι η μητέρα και η αδελφή μου ήθελαν να κάνουν τον Βασίλειο Ιβάνοβιτς μνηστήρα της αδελφής μου.


Αμέσως μπήκε κι αυτός στη συζήτηση. -Αποκλείεται, είπε. Μη βλέπετε που ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς είναι τόσο εύθυμος και ομιλητικός. Όταν ακόμα ήταν φοιτητής, του έδωσαν το παρατσούκλι <<Πατριάρχης>> και νομίζω ότι γι' αυτόν υπάρχει μόνο ένας δρόμος: η μοναχική ζωή>>.


Στις 14 Δεκεμβρίου του 1891, στην ηλικία των είκοσι έξι χρόνων, ο Βασίλειος Ιβάνοβιτς Μπέλλαβιν κάρηκε μοναχός, στο ναό του σεμιναρίου του Πσκοβ. Την κουρά έκανε ο Επίσκοπος Ερμογένης του Πσκοβ, που έδωσε στον Βασίλειο το όνομα Τύχων, προς τιμήν του αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ.


Την άλλη μέρα ο π. Τύχων χειροτονήθηκε διάκονος και στην επόμενη αρχιερατική λειτουργία ιερομόναχος. Καθώς η μοναχική κουρά ήταν κάτι σπάνιο εκεί κι εκείνος που θα τη δεχόταν είχε χρηματίσει σπουδαστής του σεμιναρίου και ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός, σχεδόν η πόλη ολόκληρη είχε συγκεντρωθεί για να παραστεί στην κουρά.


Ο ναός ήταν στον πρώτο όροφο κι υπήρχε τόσος συνωστισμός εκεί, ώστε αναγκάστηκαν να βάλουν υποστηρίγματα στο ταβάνι του δωματίου που ήταν από κάτω, για να μην καταρρεύσει.


Τον Μάρτιο του 1892 ο π. Τύχων μετατέθηκε στην πόλη Χολμ, ως επιθεωρητής του σεμιναρίου της. Τον Μάιο του ίδιου έτους μετατέθηκε πάλι, αυτή τη φορά στο Καζάν,  ως πρύτανης του εκεί σεμιναρίου, ενώ ταυτόχρονα έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.


Κι εκεί όμως δεν έμελλε να μείνει πολύ. Σύντομα έμεινε κενή η θέση του πρύτανη στο σεμινάριο του Χολμ κι ο αρχιμανδρίτης Τύχων διορίστηκε στη θέση αυτή.


Ταυτόχρονα όμως είχε και διάφορες άλλες θέσεις, όπως υπεύθυνος μοναστηριών της περιοχής του Χολμ και της Βαρσοβίας, πρόεδρος του διαμερίσματος του Χολμ, του επισκοπικού σχολικού συμβουλίου και πρόεδρος επίσης της Ορθόδοξης Αδεφότητας του Χολμ.


Στα πέντε χρόνια της υπηρεσίας του ως πρύτανης του σεμιναρίου του Χολμ, αναδείχτηκε το οργανωτικό του ταλέντο. Έκανε πολλή δουλειά τόσο μέσα στο σεμινάριο όσο και έξω. Για τους κατοίκους της πόλης οργάνωσε πνευματικές ομιλίες πάνω σε θρησκευτικά και ηθικά θέματα.


Αυτό ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο για μια πόλη που οι περισότεροι κάτοικοι είχαν μόλις πρόσφατα γυρίσει στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Γι' αυτό κι ο π. Τύχων ήταν πολύ δημοφιλής στο λαό της περιοχής του Χολμ.


Παρ' όλο που ήταν επιβαρυμένος με πολλές υποχρεώσεις, έβρισκε χρόνο για ν' ασχοληθεί και με λογοτεχνική δραστηριότητα. Έγραψε και δημοσίευσε άρθρα, με τα οποία έλυνε προβλήματα της σύγχρονης ζωής, με γνώμονα τη χριστιανική διδασκαλία.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση «Άγιος Τύχων ο Μαρτυρικός Πατριάρχης»,
Αθήνα 2014, σελ. 11-21.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF