ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ: ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΤΟΥ ΡΑΝΤΟΝΕΖ (ΜΕΡΟΣ 2ον)




Σπάνια εκκλησιαστική μορφή επηρέασε τόσο βαθιά την ζωή του έθνους στο οποίο ανήκε, όσο ο όσιος Σέργιος την ιστορική πορεία της απέραντης Ρωσίας.

Θεμελιωτής του ρωσικού μοναχισμού υπήρξε ο όσιος Αντώνιος (983 - 1073), εσφιγμενίτης μοναχός, που μετέφερε την φλόγα του αγιορειτικού ασκητισμού σε ερημικές περιοχές του Κιέβου και ίδρυσε γύρω στο 1050 μαζί με τους μαθητές του οσίους Νίκωνα και Θεοδόσιο την περίφημη λαύρα των σπηλαίων (Κιεβοπετσέρσκαγια Λαύρα)
Η πρώτη αυτή μεγάλη άνθησις της μοναχικής ζωής στην Ρωσία δοκιμάσθηκε σκληρά από την λαίλαπα των ταταρικών επιδρομών. Οι Τάταροι, όπου περνούσαν, επέφεραν τρομακτική ερήμωσι του πληθυσμού. Στόχος τους δεν ήταν μόνον η στρατιωτική συντριβή και η πολιτική υποδούλωσις του αντιπάλου, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του. [...]
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)
Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής: <<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.





Β. Ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο


Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν περίπου ἡ οἰκογένειά του μετοίκησε ἀπὸ τὴν πόλι Ῥοστώβ, στὸ Ῥάντονεζ[1]. Οἱ ἀδελφοί του νυμφεύθηκαν. Ὁ Βαρθολομαῖος κλείνοντας τὰ 20 χρόνια, ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τοὺς γονεῖς του νὰ τοῦ δώσουν τὴν εὐλογία νὰ καρῇ μοναχός.


πὸ πολὺ νωρίτερα φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθῇ στὸν Θεό. Ἄν καὶ οἱ γονεῖς του, ἀναγνώριζαν τὸ ὕψος τῆς μοναχικῆς ζωῆς, συμβούλευαν τὸν γυιό τους νὰ περιμένῃ ἀκόμη λίγο. -Ἐμεῖς γεράσαμε· τοῦ ἔλεγαν. Δὲν εἶναι μακρυὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας καὶ δὲν ἔχουμε κανέναν νὰ μᾶς ὑπηρετήσῃ.


Κάνε λίγη ὑπομονή, κήδεψέ μας καὶ τότε κανένα ἐμπόδιο δὲν θὰ ὑπάρχῃ γιὰ τὴν ἱερὴ ἐπιθυμία σου. Ὁ Βαρθολομαῖος σὰν καλὸς καὶ ὑπάκουος γυιός, ἱκανοποίησε τὴν θέλησί τους καὶ ὁλοπρόθυμα προσπαθοῦσε νὰ τοὺς εὐαρεστῆ, γιὰ νὰ ἔχει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τους.


Κύριλλος καὶ ἡ Μαρία, λίγο πρὶν πεθάνουν, ἔγιναν μοναχοί, στὴν Μονὴ Ποκρόβσκομ-Χότκοβομ[2], ποὺ βρίσκεται σὲ ἀπόστασι τριῶν χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ Ῥάντονεζ. Στὸ ἴδιο μοναστήρι μόνασε καὶ ὁ μεγαλύτερος γυιός τους Στέφανος, τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος εἶχε πεθάνει.


Βαρθολομαῖος μετὰ τὸ εἰρηνικὸ τέλος τῶν γονέων του παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες στὸ μοναστήρι προσευχόμενος θερμὰ πρὸς στὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀνάπαυσί τους. Στὸ διάστημα αὐτὸ συλλογιζόταν διαρκῶς τὸν θάνατο.


-Εἶμαι καὶ ἐγὼ θνητός· σκεπτόταν. Θὰ πεθάνω καὶ ἐγώ, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς μου. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι αὐτῆς τῆς σκέψεως, μοίρασε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ κληροδότησαν οἱ γονεῖς του, χωρὶς νὰ κρατήσῃ τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του.


φωσιώθηκε ὁλότελα στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος δίνει· τροφὴν τοῖς πεινῶσιν (Ψαλμὸς ρμε´, 7). Ποθώντας θερμὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή, ξεκίνησε μὲ τὸν ἀδελφό του Στέφανο γιὰ νὰ βρῆ ἕνα κατάλληλο τρόπο.


φοῦ περιπλανήθηκαν πολὺ μέσα στὰ γειτονικὰ πυκνὰ δάση, ἔφθασαν ἐκεῖ, ὅπου σήμερα ὑψώνεται τὸ ἔνδοξο μοναστήρι του, τὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ δάσος ἦταν παρθένο.


Οὔτε ἕνας δρόμος δὲν τὸν διέσχιζε, οὔτε μία κατοικία δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὰ βαθύσκια δένδρα του. Οἱ μόνοι κάτοικοί του ἦταν τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ πουλιά. Οἱ δύο ἀδελφοὶ ἐπικαλέσθηκαν τὴν θεία εὐλογία καὶ ἐμπιστεύθηκαν τὸ μέλλον τους στὴν θεία πρόνοια. Ἔφτιαξαν μία καλύβα καὶ ἄρχισαν μὲ ζῆλο τὴν ἀσκητικὴ ζωή.


Σὲ λίγο κατασκεύασαν μία μικρὴ ξύλινη ἐκκλησία καὶ συμφώνησαν νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὴν Ἁγία Τριάδα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πῆγαν στὴν Μόσχα καὶ παρακάλεσαν τὸν μητροπολίτη Θεόγνωστο (1328-1353) νὰ τὴν ἐγκαινιάση.


μητροπολίτης τοὺς δέχτηκε μὲ πολὺ ἐγκαρδιότητα καὶ ἔστειλε μαζί τους ἱερεῖς γιὰ τὰ ἐγκαίνια. Ὁ Βαρθολομαῖος τώρα ρίχνεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες μὲ ἐξαιρετικὸ ζῆλο.


μεγαλύτερός του ὅμως ἀδελφὸς Στέφανος δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ στὴν ἀσκητική του πορεία, τὸν ἐγκατέλειψε καὶ πῆγε στὴν Μόσχα, ὅπου μόνασε στὴν μονὴ Μποζογιαβλένσκυ. Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν μετέπειτα μητροπολίτη Μόσχας Ἀλέξιο (1354-1378).


τσι, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ ἱερομόναχος Μητροφάνης, τὸν ἔκειρε μοναχό, στὸ εἰκοστὸ τρίτο ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Σέργιος[3]. Μετὰ τὴν κουρά, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου (7 Ὀκτωβρίου), ὁ ἱερομόναχος λειτούργησε καὶ κοινώνησε τὸν νεόκουρο.


Τὴν στιγμὴ τῆς Θείας Μεταλήψεως τοῦ Σεργίου, ὁλόκληρος ὁ ναός, εὐωδίασε! Ἐπὶ ἑπτὰ ἠμέρας ὁ νεόκουρος δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸν ναό, καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε. Ἔτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο καὶ ζοῦσε σὲ μία ὑψηλὴ κατάστασι προσευχῆς. Ἡ καρδιά του φλογιζόταν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ λάβῃ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα.


πειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ ἱερομόναχος Μητροφάνης τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντάς του προφητικά: Ἀφήνω τὸν τόπο αὐτό, παραδίνοντάς σε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἂς γίνῃ ὑπερασπιστής σου καὶ φύλακάς σου.


Στὸ μέρος αὐτὸ θὰ δημιουργηθῆ μία μεγάλη καὶ ἔνδοξη μονή, στὴν ὁποία θὰ λάμψῃ ἡ ἁγιότητα καὶ θὰ δοξασθῆ τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ὅσιος, ὁλομόναχος πλέον, ἀγωνιζόταν μὲ φλογερὸ ζῆλο. Νέκρωνε τὴν σάρκα μὲ αὐστηρὲς νηστείες, μὲ πολύωρες ἀγρυπνίες, μὲ ποικίλους κόπους καὶ κακοπάθειες.


διαίτερα τὸν σκληρὸ χειμώνα, ποὺ ἀπὸ τὴν παγωνιά, εσκαζε ἡ γῆ, ὑπέμενε τὸ φοβερο κρύο μὲ το ἴδο φόρεμα ποὺ φοροῦσε τὸ καλοκαίρι! Ὑπέφερε πολλὲς δοκιμασίες ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὴν ἀρχὴ τῆς ἐρημικῆς του ζωῆς. Οἱ ἀόρατοι ἐχθροί, ἔκαναν τὸ κάθε τι γιὰ νὰ τὸν φοβήσουν καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ μέρος ἐκεῖνο.


παιρναν τὴν μορφὴ ἄγριων θηρίων ἢ φιδιῶν, θορυβοῦσαν, ἀπειλοῦσαν... Ὁ Ὅσιος ὅμως τοὺς ἔδιωχνε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ παράδοσί του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου διέλυσε σὰν ἱστοὺς ἀράχνης ὅλες τὶς δαιμονικὲς πανουργίες, κατέστρεφε ὅλα τὰ διαβολικὰ τεχνάσματα.


Κάποια νύχτα οἱ δαίμονες ἐμφανίσθηκαν σὰν ἀναρίθμητο στράτευμα ὁρμώντας ἐναντίον του καὶ ἀπειλώντας τον μὲ φοβερὴ μανία: -Φύγε ἀπὸ ἐδῶ. Φύγε γιατὶ θὰ πεθάνης μὲ θάνατο φρικτό.


Καθὼς μὲ λύσσα ἔλεγε τὰ λόγια αὐτά, ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαιναν φλόγες. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν φοβήθηκε. Ὡπλισμένος μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς ἀντιμετώπισε νικηφόρα τὰ πλήθη τῶν ἀντιπάλων.


Μία νύχτα, καθὼς διάβαζε μέσα στὴν ἡσυχία τὴν ἀκολουθία του, ξαφνικὰ ἀκούσθηκε ἕνας τρομακτικὸς πάταγος ἀπὸ τὸ δάσος. Ταυτόχρονα, ἕνα μεγάλο πλῆθος δαιμόνων περικύκλωσε τὸ κελλί του. Προσπάθησαν νὰ τὸν τρομάξουν καὶ νὰ τὸν ἀπαγοητεύσουν:


-Μὴν ἐλπίζης νὰ ζήσης περισσότερο στὸ ἀδιαπέραστο αὐτὸ δάσος. Θὰ λιμοκτονήσης. Θὰ πέσης στὰ χέρια κακούργων ληστῶν. Σὲ ὅλες τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν, ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς θαυματουργοῦσε.


Οἱ δαίμονες πάντοτε ὀπισθοχωροῦσαν ντροπιασμένοι. Ἠ ἐπιτυχὴς ἀντιμετώπισίς τους ἐνίσχυε τὸν Ὅσιο καὶ σὲ ἕνα ἄλλο εἶδος δοκιμασιῶν: Δίπλα στὸ ἀπομονωμένο κελλί του περνοῦσαν κοπάδια ὁλόκληρα ἀπὸ πεινασμένους λύκους, ἀρκοῦδες καὶ ἄλλα θηρία ἕτοιμα νὰ τὸν ξεσχίσουν.


Κάποια φορά, ποὺ πλησίασε στὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μία ἀρκούδα, ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἦταν πολὺ πεινασμένη, τὴν λυπήθηκε καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα κομμάτι ψωμί, τοποθετώντας το σὲ ἕνα κούτσουρο. Ἀπὸ τότε ἡ ἀρκούδα συνήθισε νὰ ἔρχεται συχνά, καὶ νὰ περιμένῃ τὴν προσφορὰ τοῦ Ὁσίου.


Τὸν κοίταζε μὲ συστολή, καὶ ἐκεῖνος μοιραζόταν μαζί της καὶ τὸ τελευταῖο κομμάτι ποὺ διέθετε. Ὁ Κύριος δὲν ἐγκατέλειπε τὸν Ὅσιο. Τὸν ἐνθάρρυνε στὶς θλίψεις τῆς μοναξιᾶς καὶ τὸν ἐνίσχυε στοὺς σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες.



Συνεχείς αναρτήσεις εκ του βιβλίου της Ι. Μ. Παρακλήτου, Μήλεσι Αττικής:
<<Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ>>, Δεκέμβριος 2006.
Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF