ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΖΑΚΧΑΙΟΙ ΞΥΠΝΗΣΤΕ!




ταν ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἐκήρυττε στὰ παράλια τῆς Τιβεριάδος, στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις τῆς Παλαιστίνης, στὸ βουνὸ ἢ στὴ συναγωγή, πλήθη ἄκουγαν. Πόσοι ὅμως τὸν ἄκουγαν καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς;


Πόσοι ἐδέχοντο τὸ φῶς του στὴν καρδιά τους καὶ ἐδονοῦντο ψυχικά; Πόσοι ἄλλαζαν; Ὤ, λίγοι ἦταν οἱ θαυμασταὶ τοῦ κηρύγματος ποὺ δὲν ἔμεναν ἁπλῶς στὸ θαυμασμὸ ἀλλὰ ἔκαναν πρᾶξι καὶ ζωὴ τὰ λόγια του. Γιατί οἱ περισσότεροι ἔφευγαν χωρὶς μεταβολή, χωρὶς ψυχικὸ συγκλονισμό;


Τὴν ἀπάντησι στὸ τρομακτικὸ αὐτὸ ἐρώτημα δίδει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Τὸ προσέξατε; Περνοῦσε ὁ Χριστὸς μέσ᾿ ἀπὸ μιὰ ὡραία πόλι, τὴν Ἰεριχώ. Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσα διεδίδοντο, οἱ κάτοικοι ἄφησαν τὰ σπίτια τους καὶ πετάχτηκαν ἔξω.


π᾿ ὅλον αὐτὸ τὸν συρφετὸ ἔνιωσε ἆραγε κανεὶς τὸ Χριστό; αἰσθάνθηκε στὴν καρδιά του τὸ θεϊκὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του, συγκλονίστηκε ἡ ψυχή του, ἦρθαν στὸ μυαλό του νέες σκέψεις; Ὤ, κλεισμένες οἱ καρδιὲς τῶν κατοίκων τῆς Ἰεριχοῦς· μπετὸν ἀρμέ! Δὲν ἄνοιξαν μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ· τὰ πάθη δὲν παραμέρισαν διόλου.


Μία περιέργεια νὰ δοῦν τοὺς τράβηξε στὸ δρόμο, τίποτε περισσότερο. Λοιπὸν ἔτσι ἄκαρπη θὰ ἔμενε αὐτὴ ἡ ὁδοιπορία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὄμορφη αὐτὴ πόλι; Ὄχι. Μέσα στὸν κόσμο ποὺ κατέκλυσε τοὺς δρόμους καὶ μῆλο νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε, κάποιος ἔνιωσε τὸ Χριστό· μιὰ καρδιὰ δέχθηκε τὸ φῶς του, τὴν διαπέρασε τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του.


Αὐτὸς μόνο κατάλαβε τὸ Χριστὸ ᾿κείνη τὴ μέρα. Ποιός ἦταν; Ἦταν, ἀγαπητοί μου, ἕνας μεγάλος κλέφτης. Ὄχι ἀπ᾿ τοὺς κλέφτες ποὺ ζοῦν στὰ βουνά, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὶς πόλεις καὶ κλέβουν καὶ λῃστεύουν μὲ τὸ γάντι.


Τέτοιος κλέφτης ἦταν ὁ Ζακχαῖος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν «ἀρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2), δηλαδὴ γενικὸς εἰσπράκτωρ τῶν φόρων. Καὶ σὰν τέτοιος, διεφθάρη ἀπὸ τὸ χρῆμα. Ἔκλεψε, λῄστευσε, ἅρπαξε οἰκονομίες φτωχῶν, πάτησε ἐπὶ πτωμάτων, καὶ ἔτσι πλούτισε. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεως.


φωνούλα αὐτή, ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός, ἐλέγχει τοὺς ἐνόχους. Ἐλέγχει τὸν κλέφτη, τὸ φονιᾶ, τὸ διεφθαρμένο. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ἤλεγξε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὸν Κάϊν, τὸν Ἰούδα, τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα.


Αὐτὴ τώρα ἐλέγχει καὶ τὸ Ζακχαῖο. «Ζακχαῖε,» τοῦ λέει, «εἶσαι ἕνας κλέφτης, ἕνας λῃστής· ἔκανες νὰ πεινάσουν ὀρφανά, νὰ κλάψῃ ἡ χήρα μάνα, νὰ πονέσῃ ὁ τίμιος ἐργάτης, νὰ κλέψῃ ὁ μικρὸς βιοπαλαιστὴς γιὰ νὰ ζήσῃ. Ζακχαῖε, εἶσαι ἔνοχος, εἶσαι ἁμαρτωλός».


συνείδησι λοιπὸν τὸν ἔκανε νὰ ξυπνήσῃ, νὰ νιώσῃ τὴ θέσι του, νὰ πεταχτῇ στὸ δρόμο, νὰ ζητῇ πάσῃ θυσίᾳ νὰ δῇ τὸν Ἰησοῦ· ἐκεῖνον ποὺ γαληνεύει τὶς συνειδήσεις, ἐκεῖνον ποὺ σῴζει. Καὶ τὸν εἶδε τὸν Ἰησοῦ. Μὰ πῶς τὸν εἶδε, ἀφοῦ ἦταν κοντὸς καὶ τόσοι ἄνθρωποι εἶχαν κάνει τοῖχο μπροστά του;


! ὅταν θέλῃς νὰ πλησιάσῃς τὸ Χριστό, τὰ ἐμπόδια ὑπερπηδοῦνται. Καὶ ὁ Ζακχαῖος ὑπερπήδησε τὰ ἐμπόδια τοῦ ἀναστήματος. Ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα δέντρο, σὲ μιὰ συκομορέα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ.


Γιὰ νὰ δῇς ἕνα πανόραμα, τὴ θάλασσα λ.χ. μὲ τὶς ἀκτές της, τὰ χωριουδάκια μὲ τὰ κάτασπρα σπιτάκια ἢ τὶς πολιτεῖες μὲ τὶς καμινάδες τῶν ἐργοστασίων, πρέπει ν᾿ ἀνεβῇς κάπου ψηλά, στὸ βουνό· καὶ γιὰ νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ αἰσθανθῇς τὴ θεϊκή του δύναμι, πρέπει νὰ ὑψωθῇς πάνω ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴν ὕλη, πάνω ἀπ᾿ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς, ἡ σκέψι σου νὰ πετάξῃ ψηλότερα, νὰ ἐγγίσῃ τὰ ἄστρα, νὰ κατοπτεύσῃ τὴν αἰωνιότητα.


Τότε θὰ νιώσῃς ἐντός σου τὸ μεγαλεῖο τὴς Θεότητος. Ὁ Ζακχαῖος, λοιπόν, στὴ συκομορέα, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.


Καὶ ἡ συκομορέα εἶνε ἕνας τύπος, γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ σκέψι του ἀνέβηκε ὑψηλότερα.


ντίκρυσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, εἶδε τὸ ὕψος Του. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ἐκεῖνος ποὺ διήρχετο «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» τοὺς ἀνθρώπους (Πράξ. 10,38), ποὺ δὲν εἶχε μιὰ δραχμὴ στὴν τσέπη, ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), καὶ αὐτὴ ἡ ἰδανικὴ ζωή του τὸν ἠλέκτρισε. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος εἶδε τὴ δική του ἀθλιότητα.


ταν ἔνας κλέφτης τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, ποὺ καθημερινῶς ἀδικοῦσε δεκάδες ἀνθρώπους. Τὰ χρήματά του ἄφθονα, ἡ κατοικία του καλλιμάρμαρο μέγαρο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ ἀντίθεσι τῆς ζωῆς του πρὸς τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ τὸν συγκλόνισε. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἄρωμα, ἡ δική του ζωὴ δυσωδία.


πὸ ᾿δῶ καὶ πέρα ἀρχίζει ἡ μεταβολή. Ἂν ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ βγῆκαν νὰ δοῦν τὸ Χριστὸ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους χωρὶς ὠφέλεια, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀντίκρυσαν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ δοῦν καὶ τὴ δική τους ἀθλιότητα. Ὁ Ζακχαῖος ὠφελήθηκε, μετεβλήθη ψυχικά, γιατὶ ἔρριξε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ πάνω ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ κάτω.


Γι᾿ αὐτὸ μετεβλήθη. Κ᾿ εἶνε ἀληθινὴ ἡ μεταβολή του. Δὲν ἀκοῦτε; Προηγουμένως, τὸ χέρι νὰ τοῦ ἔκοβες, δὲν ἔπαιρνες δραχμή· τώρα λέει· «Τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εͺτινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λουκ. 19,8)· τὰ μισὰ ἀπ᾿ τὰ ὑπάρχοντά μου δίνω στοὺς φτωχούς, καὶ σ᾿ ὅποιον ἔγινε φτωχὸς ἐξ αἰτίας μου, ἐπειδὴ τὸν ἀδίκησα ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν θὰ ἐπιστρέψω τετραπλάσια. Τί μεταβολὴ ἀλήθεια!


κλέφτης, ὁ λῃστής, ὁ ἄσπλαχνος, τώρα ἐλεήμων, δίκαιος, σπλαχνικός. Τὸν ἑλκύει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ὦ Χριστὲ ἀστείρευτη, ἀνεξάντλητη ἡ δύναμί σου νὰ μεταβάλλῃς τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐκθρονίζῃς τὰ πάθη καὶ νὰ ἐγκαθιστᾷς τὴν ἀρετή, τὴν ἀγάπη, τὴ δικαιοσύνη. Μέγα θαῦμα συντελέσθηκε στὴν Ἰεριχώ, ἡ μετάνοια τοῦ φιλαργύρου Ζακχαίου. Νά λοιπὸν ποὺ δὲν πῆγε χαμένη ἡ ὁδοιπορία τοῦ Χριστοῦ.


Κέρδισε ἕνα μεγάλο ἁμαρτωλό. Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, περιοδεύει ὁ Χριστός. Μιὰ Ἰεριχὼ εἶνε καὶ ἡ κοινωνία μας. Πολλοὶ ἔχουν τὴν περιέργεια νὰ τὸν δοῦν. Οἱ περισσότεροι ὅμως Χριστιανοὶ τὸν πλησιάζουν τυπικά, ἀπὸ μιὰ συνήθεια. Ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν μόνο ἐκεῖ, χωρὶς καμμιά ὠφέλεια, χωρὶς ἀλλαγή. Στὴ ζωή μας οἱ περισσότεροι μοιάζουμε ἀσφαλῶς μὲ τὸ Ζακχαῖο.


Μήπως ἔλειψαν σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε καὶ κλέβουν τὸ ψωμὶ τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ; ἐκεῖνοι ποὺ κατακρατοῦν τὸ μισθὸ τοῦ ἐργαζομένου, τοῦ ὑπαλλήλου; Μήπως οἱ σημερινοὶ πλούσιοι πλούτισαν μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα τους; Μὲ κλεψιές, ἀτιμίες καὶ ἁρπαγὲς ἔκαναν τὰ μέγαρά τους. Ζακχαῖοι καὶ σήμερα πολλοί.


Γιατί ὅμως δὲ᾿ βλέπουμε κανένα νὰ πλησιάζῃ τὸν Ἰησοῦ, νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη, νὰ σκαρφαλώνῃ στὴ συκομορέα, νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, νὰ βλέπῃ τὴ δική του ἀθλιότητα, καὶ νὰ παίρνῃ ἀπόφασι ἀλλαγῆς; Ζακχαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, ξυπνῆστε!


Κάνατε τὸ χρῆμα θεὸ καὶ ἁμαρτήσατε διπλᾶ· ὄχι μόνο κλέψατε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ κλεμμένα ἀσωτεύσατε· ἁρπάξατε, καὶ μετὰ ξωδέψατε τὰ κλοπιμαῖα στὸ γλέντι· κάνατε θύματά σας πρῶτα ὅσους λῃστέψατε καὶ μετὰ ὅσους ἀποπλανήσατε καὶ διαφθείρατε μὲ τὰ κλεμμένα. Ἐλᾶτε στὸ Χριστὸ νὰ σωθῆτε.


κολουθῆστε τὸ παράδειγμα τοῦ ὁμοίου σας, τοῦ Ζακχαίου. Δῶστε κ᾿ ἐσεῖς «τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων» σας, γιὰ νὰ σταματήσουν μερικὰ κλάματα, νὰ σκορπίσῃ ἡ χαρὰ σὲ κάποια φτωχόσπιτα. Ὑπάρχει κανεὶς Ζακχαῖος ἀνάμεσά μας, ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτία νὰ τὸν πιέζῃ; Ἔλα, Ζακχαῖε μου, στὸ Χριστό, ν᾿ ἀκούσῃς κ᾿ ἐσὺ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (ἔ.ἀ. 19,9).


λλὰ νά, βλέπω κάποιον Ζακχαῖο ποὺ ἔρχεται, ἀνεβαίνει στὴ συκομορέα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀπολαμβάνει τὸ μεγαλεῖο. Ἀλλὰ συγχρόνως τί βλέπω· στὴ ῥίζα τῆς συκομορέας πλῆθος τσεκούρια, ἕτοιμα νὰ τὴν κόψουν καὶ νὰ ῥίξουν τὸν Χριστιανὸ κάτω, νὰ τὸν παραδώσουν καὶ πάλι στὴν παλιά του ζωή. Χριστιανὲ Ζακχαῖε μου, μεῖνε στὴ συκομορέα!


ν εἶσαι σταθερός, χίλια τσεκούρια νὰ χτυποῦν, θὰ σπάσουν. Ἂν ὅμως εἶσαι ἀσταθὴς καὶ πηγαίνῃς πότε μὲ τὸ Χριστὸ – πότε μὲ τὸν κόσμο, μὲ τό ᾿να χέρι κρατᾷς τὸ σταυρὸ καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο κλέβῃς, τότε μὲ τὶς πρῶτες τσεκουριὲς θὰ πέσῃς σὰν σάπιο δέντρο, θὰ σὲ πάρῃ πάλι ὁ κόσμος. Μεῖνε, Ζακχαῖε μου, στὴ συκομορέα· ψηλὰ ἀπ᾿ τὸ χῶμα, πάνω ἀπ᾿ τὴ σαπίλα, γιὰ ν᾿ ἀκούσῃς μίαν ἡμέραν τὸ «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21,23).


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


*Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ζωοδ. Πηγῆς τοῦ χωρίου Ἅγιος Ἀθανάσιος - Θεσσαλονίκης τὴν 26-1-1958.
*Εκ του ιστολογίου <<Αυγουστίνος Καντιώτης>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF