ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΚΑΙ ΠΛΑΠΟΥΤΑ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ! ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ



Στην πλούσια σε γεγονότα και μακρόχρονη ελληνική ιστορία, υπάρχουν δυστυχώς και ορισμένες μελανές σελίδες, που επισκιάζουν την κατά τ’ άλλα ένδοξη παράδοση της χώρας μας, με τα επιτεύγματα και τους αγώνες για την υπεράσπιση και των Εθνικών Δικαίων αλλά και σημαντικών αρχών παγκόσμιας εμβέλειας, όπως της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.


Μια από αυτές τις μελανές σελίδες είναι και η σύλληψη – φυλάκιση (07 Σεπτεμβρίου 1833) και η δίκη του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του στρατιωτικού ηγέτη και ήρωα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Θύμα των εγχώριων παθών και των απροσχημάτιστων παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων, ο Κολοκοτρώνης που συνέβαλε τα μέγιστα στον Αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας από τον Οθωμανικό ζυγό θα υποστεί την ταπείνωση και την πίκρα που επέβαλαν οι ίντριγκες και οι ξένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να δουν την Ελλάδα να ισχυροποιείται και να ξαναζεί κατά αναλογία την δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,μετά την απελευθέρωσή της.


Η ενηλικίωση του ‘Οθωνα -τον οποίο επέβαλαν στη χώρα οι ξένες δυνάμεις– θα γινόταν τον Μάιο του 1835, ως τότε λοιπόν τα βασιλικά καθήκοντα ασκούσε μια πενταμελής επιτροπή-η αντιβασιλεία- η οποία αποτελούνταν από τον κόμη Αρμανσμπέργκ τον καθηγητή Μάουερ τον υποστράτηγο Χάιντεκ και μέλη τους ‘Αμπελ και Γκρένερ και είχε την πληρεξουσιότητα να ασκεί πλήρως την εξουσία.


Οι λεγόμενες «προστάτιδες δυνάμεις» ήθελαν με κάθε τρόπο να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα. Πρωτοπόρος ήταν η Αγγλία η οποία ήθελε να εξαφανίσει την Ρωσική και τη Γαλλική επιρροή. Για την επίτευξη των στόχων της χρησιμοποιούσε τον κόμη Αρμανσμπέργκ. Αντίστοιχα η Γαλλία χρησιμοποιούσε τους Μάουερ και ‘Αμπελ ενώ η Ρωσία τον Χάιντεκ.


Ωστόσο η Αγγλία γνώριζε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στις κινήσεις της, ώστε να μην συσπειρώσει τις άλλες δύο δυνάμεις, Γαλλία και Ρωσία εναντίον της. Ετσι συμμάχησε πρόσκαιρα με τη Γαλλική προκειμένου να εξαφανίσει τη Ρωσική η οποία ήταν και η πιο δύσκολη και ισχυρή, καθώς την εκπροσωπούσαν οι δυναμικότεροι ‘Ελληνες στρατιωτικοί ηγέτες με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.


Τότε εξυφαίνη μια από τις μεγαλύτερες μηχανορραφίες της ελληνικής ιστορίας, της οποίας τα νήματα κινούσαν άλλοτε οι αντιβασιλείς, άλλοτε οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων και όσοι βρισκόταν πίσω από αυτούς και που οδήγησε στην φυλάκιση και την δίκη του στρατηγού και στρατιωτικού ηγέτη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.


Τον Απρίλιο του 1833 η αντιβασιλεία όρισε το νέο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από τον Σπ. Τρικούπη τον Αλ. Μαυροκορδάτο τον Ι. Κωλέτη τον Γ. Ψύλλα και τον Γ. Πραϊδη, με φανερή την υπεροχή της Αγγλικής επιρροής στη σύνθεσή του, αλλά και της ανύπαρκτης ρωσικής καθώς το ρωσικό κόμμα δεν εκπροσωπήθηκε από κανένα εκπρόσωπο, διότι αποκλείστηκαν όλοι οι ισχυροί άνδρες του καποδιστριακού κόμματος, ενώ δεν δόθηκε (αν είναι δυνατόν) στον Κολοκοτρώνη η αρχιστρατηγία. Αποκλείστηκαν επίσης από τιμητικά αξιώματα οι Κίτσος Τζαβέλας και Θεόδωρος Γρίβας.


Ετσι όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στην αντιβασιλεία, καθώς όλες οι άλλες δυνάμεις αποτελούσαν απειλή για την εξουσία. Τα κόμματα συχνά κατέφευγαν στην αντιβασιλεία για να ρυθμίζουν τις επιδιώξεις τους και έτσι της έδιναν πάτημα να επεμβαίνει στις ελληνικές υποθέσεις, ενώ αυτή φρόντιζε εντέχνως να μην υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την επιβίωσή τους.


Το Φεβρουάριο του 1833 ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της αντιβασιλείας. Την ίδια περίοδο “οι Ναπαίοι” το ρωσικό κόμμα κυκλοφορούσε προς υπογραφή ένα κείμενο απευθυνόμενο προς τον Τσάρο με το οποίο ζητούσε να αναλάβει καθήκοντα άμεσα ο ‘Οθωνας και βέβαια την ανάκληση της αντιβασιλείας.


Αυτές οι δύο ενέργειες αποτέλεσαν την αιτία της “συνωμοσίας” και μερικές εβδομάδες αργότερα διετάχθει η σύλληψη των ρωσόφρονων οπλαρχηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Φρατζή, Κίτσου Τζαβέλλα, Γεναίου Κολοκοτρώνη, Σπυρομήλιου,Γρίβα και άλλων στρατιωτικών που ήταν γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και τον Κολοκοτρώνη. Η διαταγή σύλληψης είχε υπογραφεί μόνο από τους αντιβασιλείς Μάουερ και Αμπελ. Ο Μαυροκορδάτος εκπρόσωπος του Αγγλικού κόμματος ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και Ναυτιλίας.


Οι συλλήψεις έγιναν (στις 07 Σεπτεμβρίου του 1833), με απόλυτη μυστικότητα, χωρίς να γνωστοποιηθούν στο υπουργικό συμβούλιο και τους περισσότερους από αυτούς τους έφεραν αλυσοδεμένους και τους περιέφεραν στους δρόμους του Ναυπλίου για να τους διαπομπεύσουν, ενώ τους φυλάκισαν είτε στο Ιτς Καλέ είτε στο Μπούρτζι.


Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834 στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Στην εισαγγελική έδρα ήταν ο Σκωτσέζος Μάσσον «φιλέλλην» και θερμός υπερασπιστής του δολοφόνου του Καποδίστρια, Γεωργίου Μαυρομιχάλη τον οποίο υπερασπίστηκε με πάθος, ενώ με αντίστοιχο μένος τάχθηκε εναντίον του Κολοκοτρώνη, θεωρώντας πως έχει ιδιαίτερα δικαιώματα, όπως το να κρίνει επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτής της χώρας. Από το στάδιο της προανάκρισης και μόνο φάνηκε ότι η δίκη ήταν κατασκευασμένη με ψευδομάρτυρες και ο ίδιος παρουσιάστηκε από την αρχή απόλυτα πεπεισμένος για την ενοχή του γέρου του Μοριά.


Οι κατηγορίες δεινές, βαρύτατες “επί εσχάτη προδοσία”! Καμία όμως από αυτές δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί παρουσιάστηκαν με στολή απλή καπετάνιου, χωρίς παράσημα. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο και όταν ο Γέρος ρωτήθηκε «τι επάγγελμα έχεις;», εκείνος έδωσε την ιστορική απάντηση: «Στρατιωτικός, κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το τουφέκι και πολεμάω για την πατρίδα» ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του μεγάλου στρατηγού.


Επί είκοσι ημέρες, κατά τη διάρκεια του δικαστηρίου, παρέλασαν 44 ψευδομάρτυρες κατηγορίας, οπότε δυστυχώς βγήκαν στην επιφάνεια όλα τα κομματικά πάθη που συγκλόνιζαν την Ελλάδα, η οποία προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να θεμελιώσει την ανεξαρτησία της. Επίσης φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος των ξένων δυνάμεων που προσπαθούσαν να αντλήσουν εξουσία και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους σε ξένη χώρα, για την ανεξαρτησία της οποίας, άλλοι είχαν πολεμήσει και είχαν δώσει την ψυχή τους και τη ζωή τους και τώρα αυτοί κυνικά και με θράσος τους είχαν καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.


Μπήκε ο πρόεδρος Πολυζωίδης στην αίθουσα και ανέλυσε το κατηγορητήριο στους στρατηγούς ως εξής –παρακίνησαν το λαό σε εμφύλιο –παρακίνησαν σε ληστεία διάφορους αρχιληστάς με σκοπό την συνομωσίαν και τον εμφύλιον πόλεμο –συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης(της Ρωσίας) κατά της αντιβασιλείας – και συνέδραμαν τον κόντε Δ. Ρώμα στο σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της αντιβασιλείας.


Αμέσως μετά ξεκινά η απολογία του Κολοκοτρώνη, ο οποίος σηκώθηκε και προχώρησε αγέρωχος προς τους δικαστές. Μπροστά τους στέκεται τώρα ολόκληρο το 21, η ελληνική επανάσταση προσωποποιημένη. Φέρνουν το Ευαγγέλιο και ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του» Ορκίζομαι» «ονομάζομαι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από το Λιμποβίσι Καρύταινας, είμαι στρατιωτικός, κράταγα επί 49 χρόνια το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν. Είδα τ’ αδέλφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου …..να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και δεν θα την έπαιρνε πίσω».


Αφού έγιναν και οι άλλες απολογίες του Πλαπούτα και των άλλων στρατηγών, και αφού εξετάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, ο Μάσσον έκανε την αγόρευσή του, με μεγάλο πάθος λέγοντας πως «Επιμένω εις την κατηγορία, και με τα νύχια και τα δόντια θα την υποστηρίξω.Διακηρύττω λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους και απαιτώ τον θάνατό τους».


Οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης Π.Βαλσαμάκης (ρωσόφιλος, διορισμένος από τον Καποδίστρια ως επιθεωρητής των εισαγγελέων, αλλά είχε παυτεί από την αντιβασιλεία) του Κολοκοτρώνη και Χ.Κλωνάρης ( αγγλόφιλος ,ο οποίος ήταν φανατικός αντικαποδιστριακός, αλλά το αίσθημα της δικαιοσύνης και της υπεράσπισης της αλήθειας,τον έκαναν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων) του Πλαπούτα, κατάφεραν με τις σπουδαίες ετυμηγορίες τους να ανατρέψουν όλα τα επιχειρήματα του επιτρόπου Μάσσον ,να είναι όλοι βέβαιοι για την αθωότητα των στρατηγών και να αποδείξουν «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως».


Τώρα αρχίζει η πιο δραματική φάση της δίκης. Ο Μάσσον αιφνιδιαστικά αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους υπεράσπισης με την γελοία εξήγηση, ότι δεν μπορεί να χάνει τον καιρό του! Ο πρόεδρος Πολυζωίδης βγαίνει μπροστά λέγοντας του, ότι χρωστά μια απάντηση, οπότε έτσι αρχίζει η ιστορική μάχη του Πολυζωίδη με τον Μάσσον και τον Μάουερ που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης . Οι Μάσσον και Μάουερ προσπάθησαν να εξαγοράσουν τους δύο δικαστές, Πολυζωίδη και Τερτσέτη, όπως έκαναν και με τους άλλους τρεις. Εις μάτην. Αργότερα τους απείλησαν ότι αν δεν συμμορφωνόταν με την ήδη ειλημμένη απόφαση τους, για καταδίκη των στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα είς θάνατο,θα θα καταδιώκονταν και τα μέλη του δικαστηρίου που αρνούνταν να συμμορφωθούν.


Η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν σκηνές συγκλονιστικές, με τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη να δίνουν τη μάχη ακόμη και την ύστατη στιγμή, και τον Τερτσέτη, με δραματική έξαρση, να δηλώνει πως » Ναι έκλαυσα ενώπιον των τριών. Ναι σχεδόν εγονάτισα φιλώντας τα χέρια των τριών«. Ομως τα δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους τρεις εξαγορασμένους δικαστές.


Οι δύο δικαστές, Πολυζωίδης και Τερτσέτης, αρνούνται να υπογράψουν την απόφαση λέγοντας «όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι, δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος! «Εν ονόματι της δικαιοσύνης, δεν υπογράφω! Προτιμώ να μου κόψουν το χέρι, αλλά δεν υπογράφω». Τότε οι χωροφύλακες, δια της βίας – κτυπώντας τους και σκίζοντας τους τα ρούχα, τους ανέβασαν στην έδρα για να ανακοινώσουν την απόφαση. Τότε ο Τερτσέτης φώναξε: «Το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε ότι θέλετε. Το στοχασμό μου όμως και τη συνέιδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε«! Μια σκηνή ασύλληπτη-μοναδική! έχει βραδιάσει πια και οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, οι οποίοι μόλις αντικρίζουν το θέαμα μέσα στην αίθουσα, καταλαβαίνουν την δραματική απόφαση που έχει παρθεί.


Ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια του με το χέρι του, σε στάση οδύνης και ντροπής για όσα διαδραματίζονται. Ο Κολοκοτρώνης ακούει την καταδικαστική απόφαση » ο Δ. Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Ήταν και τότε ψύχραιμος, παίζοντας τις χάντρες του κομπολογιού του, ενώ στο τέλος έκανε τον σταυρό του λέγοντας: «Κύριε ελέησον, Μνήστητι μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου». Υστερα πήρε από την ταμπακιέρα του λίγο καπνό,τον ρούφηξε και είπε στους δικηγόρους του. » Αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβάμαι «. Τότε ακούστηκε από την αίθουσα: «Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ», και ο Κολοκοτρώνης τους απάντησε: Γι’ αυτό λυπάστε! Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα παρά δίκαια»!


Ο Πλαπούτας είχε ταραχθεί και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, καθώς σκεφτόταν τα οκτώ ορφανά ανήλικα που θα άφηνε πίσω του. Τότε ο Κολοκοτρώνης τον παρηγόρησε και του είπε: – “Ξάδελφε εσύ δεν φοβήθηκες τους Τούρκους, τώρα κλαίς; Τ’ όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Μην λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάζουν».


Οταν τους οδήγησαν στο Ιτς Καλέ αλυσοδεμένους, ο Κολοκοτρώνης έβγαλε το δακτυλίδι του, το έδωσε στο δεσμοφύλακα και του είπε: «Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται». Δυστυχώς η απόφαση του δικαστηρίου έγινε δεκτή χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής, όπως θα περίμενε κανείς. Ενα φαινόμενο το οποίο πραγματικά είναι άξιο προσοχής και επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αφού λογικά με δεδομένα τα όσα προσέφερε ο Κολοκοτρώνης για την απελευθέρωση της πατρίδας, θα έπρεπε να υπάρχει εντονότατη λαϊκή αντίδραση και διαμαρτυρία.


“Το Διατακτικόν της τρομεράς θανατικής αποφάσεως του εν Ναυπλίω Δικαστηρίου


(Το πρωτότυπον χειρόγραφον διεσώθη εν τη Εθνική Βιβλιοθήκη…..με κενήν την θέσιν των υπογραφών του Προέδρου Πολυζωϊδου και του δικαστού Τερτζέτη, οίτινες καίτοι βιασθέντες δια των λογχών χωροφυλάκων δεν έστερξαν να υπογράψωσι την καταδίκην των ελευθερωτών της Πατρίδος). Αποφασίζει:


1ον—Ο Δ. Πλαπούτας και Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον, ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ήτοι των κακουργημάτων των ενδιαλαμβανομένων εις το άρθρον 2 του Εδαφίου Α και Γ του Εγκληματικού Απανθίσματος και εις το άρθρον 2 του από 9)21 Φεβρουαρίου 1833 Β.Διατάγματος, κατά τα αυτά άρθρα, εις τα δικαστικά έξοδα και των μαρτύρων εκ δρχ. 1.047,93, ήτοι χιλίας τεσσαράκοντα επτά και λεπτά ενεννήκοντα τρία.
2ον—Η παρούσα απόφασις θέλει εκτελεσθή εις την εκτός του Φρουρίου Ναυπλίου πλατείαν.
3ον—Οι καταδικασθέντες κρίνονται άξιοι της Βασιλικής χάριτος, την οποίαν θέλει ζητήσει επισήμως το Δικαστήριον από την Α.Μ.
4ον—Αναβάλλεται η εκτέλεσις της παρούσης αποφάσεως μέχρι της εκβάσεως της περί χάριτος αιτήσεως.
5ον—Ο Επίτροπος της Επικρατείας να εκτελέση την παρούσαν απόφασιν.
6ον—Αντίγραφον αυτής να κοινοποιηθή εις τον Επίτροπον της Επικρατείας.
Εξεδόθη και εδημοσιεύθη εν Ναυπλίω την 26ην Μαϊου του χιλιοστού οκτακοσιοστού τριακοστού τετάρτου έτους.





Ο Πρόεδρος
…………………..
Α. Βούλγαρης
Δ. Σούτσος
Φ.Φραγκούλης
………………
Ο Γραμματεύς
Χρ. Ζώτος




(Από τα “Άπαντα Κολοκοτρώνη”- Εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑ)







ΠΗΓΕΣ:


Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη Hellas 2021, (με πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -Διήγησις Συμβάντων Ελληνικής Φυλής , Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους εκδοτική Αθηνών 1977, ΓΕΣ βιβλίο ταξίαρχου Γ.Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα), ανάρτηση της Μαρίνας Διαμαντοπούλου. *Εκ του «arcadiaportal.gr» της 25.5.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF