Οὖτος ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος ἦν ἐκ τῆς νήσου Χίου, γεννηθεὶς ἐν ἔτει ᾳωιε΄ (1815), ἐν χωρίῳ οὗ ἡ κλῆσις Δαφνών,
ἐκ γονέων εὐσεβῶν, Μιχαὴλ καὶ Ἀντωνίας καλουμένων, τοὐπίκλην Φραγκοσκούφη ἤ Μενῆ.
Τὴν γέννησιν τούτου
καὶ τὴν μετέπειτα κατὰ Χριστὸν προκοπήν,
προεῖπε τοῖς γονεῦσιν ὁ ἐν Ἁγίοις Μακάριος ὁ Κορίνθου, ἐπιθυμοῦσι σφόδρα τεκεῖν ἄρρεν, ἄτε μόνο θῆλυ κεκτημένοις.
Ἀνδρωθεὶς ἐμνηστεύθη νεάνιδί τινι, ἥτις μεταστᾶσα τῶν τῆδε, προείλετο ἀκολουθῆσαι καὶ δουλεῦσαι τῷ Κυρίῳ·
διὸ καὶ χαίρειν πᾶσιν εἰπών, προσῆλθε τῇ Ἱερᾷ ἤ Νέα κέκληται Μονή, ἔνθα τὸ Μοναχικὸν περιβληθεὶς Σχῆμα,
ὠνομάσθη Παρθένιος, ἀντὶ Πολυδώρου.
Ἔνθεν τὸ Ὄρος Πενθόδου καταλαβών, ὤκησεν ἔν τινι σπηλαίῳ, συντονωτάτης ἀσκήσεως ἀγῶνας ἀνύων,
ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείας καὶ παννύχοις στάσεσι Θεῷ ἀναγόμενος· καὶ καθάρας ἑαυτόν, ἐπλήσθη θείων ἐλλάμψεων
καὶ μελλόντων τῇ γνώσει πλουτισθείς, προεῖπε πλείστοις τὰ ἐσόμενα,
ὡς καὶ τὸν μέγαν σεισμὸν τὸν γεγονότα ἐν Χίῳ ἐν ἔτει ᾳωπα΄(1881).
Καὶ τὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Μάρκου ἱερὰν ἀνεγείρας Μονήν, ὅλος φῶς, ἀΰλῳ φωτοχυσίᾳ περιχεόμενος, ὡράθη ἐπαλλήλως τοῖς κενὰ κατ’ αὐτοῦ μελετήσασι. Καὶ πλείστοις ἄλλοις θαύμασι δοξασθείς, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ η΄ (8ῃ) Δεκεμβρίου μηνός, ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳωπγ΄ (1883) τοῖς ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίοις συναφθείς.Ὁ ἅγ. Παρθένιος δὲν ἦτο Ἱερεύς, ἦτο ἁπλὸς Μοναχός. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐμπόδιζε, ὅσους ἐφωτίζοντο ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή Του, νὰ τὸν πλησιάζουν καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογοῦνται τὶς ἁμαρτίες των. Ἐκεῖνος πάλι τοὺς ἄκουγε καὶ τοὺς συμβούλευε, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς ἔλεγε: «Αὐτὰ σὰν συμβουλές, ἀλλὰ τὴν ἄφεσι θὰ τὴν λάβετε ἀπὸ τὸν Πνευματικὸ Ἱερέα, διότι ἡ Ἱερωσύνη λύνει καὶ δένει τὶς ἁμαρτίες».Κάποτε, πῆγε ἕνας πιστὸς εὐλαβὴς καὶ ἐξωμολογήθη στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος τὸν συμβούλευσε καὶ τὸν βοήθησε στὴν ἠθικὴ πάλη. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ξαναγύρισε πάλι καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο τὴν ἴδια ἁμαρτία. Αὐτὸ ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Ὁ πιστὸς κάποτε τὸν ρώτησε «καὶ μέχρι πότε Γέροντα θὰ ἐπαναλαμβάνωνται τὰ ἴδια, ἀφοῦ μισῶ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅμως ἐκείνη μὲ κυκλώνει;». Ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: «Αὐτὸ εἶναι ἀδελφὲ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς υἱοθεσίας. Πατᾶμε στὴν γῆ καὶ βλέπομε στὸν οὐρανό. Αὐτὸ θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι ποὺ νὰ σὲ σκεπάσῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ βγῇς νικητής. Ὡς τόσο γνώριζε, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει: «Ἔπεσες; Ἐγείρου. Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον. Τὸ ἐμμένειν σατανικόν».
Ἡ ζωή μας εἶναι μία πάλη, ἕνας ἀγώνας καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι, κανένας δὲν βγαίνει νικητὴς ἄν δὲν τελειώσῃ ὁ ἀγώνας. Ἡ ἀπόγνωσι τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν δαιμόνων καὶ ἡ μετάνοια ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ πάρῃς τὸν στέφανο τῆς ζωῆς. Μὴν παραδίδῃς τὰ ὅπλα ὅταν πέφτῃς, νὰ ξαναεπιτεθῇς πάλι. «Οὐκ ἔστιν ἡπάλη ἡμῶν πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίαςτοῦ σκότους». Ἀγωνίζου νὰ χαροποιήσῃς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους».«Καλὴ νίκη. Σὲ περιμένω νικητή», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν προέπεμψε μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς.Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ὁ Ἅγιος τὰ ἐπιτιμοῦσε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὴνβλασφημία. ῎Ελεγε: «ὅταν βλαστημᾷ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτίθεται κατὰ τοῦἸδίου τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα παραβαίνει τὸν Νόμο τοῦΘεοῦ. Ἄλλο νὰ ἐπιτίθεσαι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄλλο νὰ παραβῇς τὴνπαραγγελία του».Μία γυναῖκα ἀντὶ νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ἔκανε φιδὲ νὰ πάῃ στὸν Ὅσιο. «Γέροντα, σᾶς ἔφερα λίγο φιδέ», τοῦ εἶπε. «Σκουλήκια - τῆς ἀποκρίθηκε - «μοῦ ἔφερες! Τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας δὲν τὸν ζύμωσες; Ἄδειασέ τον». Ὁ καθαρὸς φιδὲς εἶχε γεμίσει σκουλήκια!Παρόμοια περιστατικὰ πολλὰ συνέβησαν στὸν Ἅγιο. Στὸ χωριὸ Θολὸ Ποτάμι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια Μονιώδη. Ἕνα παιδὶ τῆς οἰκογενείας ἔγινε Μοναχὸς στὸν Ἅγιο Μᾶρκο.
Ἡ μητέρα τοῦ Μοναχοῦ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μετέβαινε στὸ Μοναστῆρι νὰ δῇ τὸ παιδί της καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου. Πάντοτε δὲ κάτι προσέφερε στὸ Μοναστῆρι, σὰν μικρὸ δεῖγμα δωρεᾶς, ἀνάλογο τοῦ ἰσχνοῦ βαλαντίουτ ης. Κάποτε πῆγε φιδέ. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος μόλις ἔπιασε στὸ χέρι του τὸν φιδέ, ἐχαμογέλασε καὶ τῆς λέει: «Τὸν φιδὲ ποὺ μᾶς ἔφερες τὸν ζύμωσες Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό. Ὁ φιδὲς αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτὸς στὸ Μοναστῆρι, πάρε τον καὶ πέταξέ τον στὸ δάσος».Ἔκπληκτη ἡ γραία Μονιώδη συνεμορφώθη πρὸς τὴν διαταγὴν τοῦὉσίου, διότι πράγματι ὁ φιδὲς ζυμώθηκε Κυριακή.Μιὰ ἄλλη Κυριακὴ περνοῦσε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τῶν Νερομύλων, κοντὰ ἀπὸ τὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων. Τότε βλέπει μὲ μεγάλη ἔκπληξι μερικοὺς ἐργάτες νὰ καταπατοῦν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ κτίζουν. Στρέφεται τότε στὸν ἀρχιμάστορα, ὁ ὁποῖος ἦτο νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ: «Ἔ, τοῦ λέει, σήμερα εἶναι Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό, δὲν ἐργάζονται». Τότε ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντάει εἰρωνικά: – «Οἱ παπάδες ποὺ ἡ δουλειά τους εἶναι νὰ ψάλλουν, πῶς δουλεύουν τὴν Κυριακή;». «Ἄντε - τοῦ λέει ὁἍγιος - καὶ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅσο εἶναι, δὲν θὰ ἀνέβῃ παραπάνω». Πράγματι, ἄγνωστες παραμένουν οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἡ ἀνοικοδόμησι ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ σταμάτησε. Μετὰ δὲν τὸ ἀγόρασε κανένας ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἀπὸ εὐλάβεια στὸν Ὅσιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς προφητείας Του, ὅτι δὲν θὰ ἀνέβη παραπάνω.
Μέχρι σήμερα σώζεται ἀτέλειωτο καὶ ἐρείπιο, ἐνῶ διδάσκει τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου.Μία μέρα ὁ Ἅγιος, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆςδιοράσεως, πλησίασε ἕναν Ἐπίτροπο μιᾶς ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἶπε μὲ καταπληκτικὲς λεπτομέρειες τὶς καταχρήσεις τοῦ δικαιώματος τὸ ὁποῖο εἶχε. Ὁ Ἐπίτροπος αὐτὸς ἔκλεψε τὰ χρήματα τῆς ἐκκλησίας κατὰ τρόπον, ποὺ σὲ κανένα δὲν ἄφησε τὴν παραμικρὴ ὑποψία. Τότε ὁὍσιος τοῦ εἶπε καὶ πότε ἔκλεψε καὶ πόσα καὶ πῶς. Ὅλα τοῦ τὰ εἶπε. Τὸν παρακάλεσε γιὰ τὸ καλό του νὰ διορθωθῇ. Ὁ Ἐπίτροπος ἀρνήθηκε ὅτι ἔκλεβε, ἀλλὰ παρηγοροῦσε τὸν λογισμό του ὅ,τι ἔκλεβε γιὰ νὰ βοηθήση τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ συγχρόνως τὸ σήκωνε στὰ χέρια του καὶ στὰ ροῦχα τοῦ παιδιοῦ εἶχε κρύψει τὰ χρήματα. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως προεῖδε τὴν ὀργὴ ποὺ ἐρχόταν. Καὶ προεῖπε: «Ὅποιος τἄχῃ πάνω του τὰ λεφτὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖνος τραβῇ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καταφθάνει». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ προφητεία του εἶχε πραγματοποιηθῆ. Ὁ Ἅγιος τὸ εἶχε προφητεύσει σὰν τιμωρία τοῦ πατέρα. Στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ κλέφτη-πατέρα τὸ ἄκακο παιδὶ ἦταν νεκρό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνθυμίζει τὴν τιμωρία τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ ὅταν ἔλεγανψ έμματα στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο! (βλ. Πράξ. ε΄ 1-12).Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ τσιγάρο ὀνομάζει «βρωμερότατον χόρτον» καὶ ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνεβούλευε τοὺς προσκυνητὲς νὰ μὴν καπνίζουν καὶ ὀνόμαζε τὸ τσιγάρο, ἐφ’ ὅσον βλάπτει τὸ σῶμα - τὸν «ναὸ τοῦ Θεοῦ» - λιβάνι τοῦ διαβόλου. Πίσω ἀπ’ αὐτὸ κρύβεται ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου νὰ πείσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι καταστροφὴ καὶ βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπρέπεια στὴν συμπεριφορὰ τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἀπρέπεια αὐτὴ εἶναι ἀσχημονία προκειμένου περὶ Ἱερέως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνήντησε κάποιον Ἱερέα ποὺ κάπνιζε καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀπέκρυπτε, εἶπε: «Ἐγὼ ξέρω μὲ τί λιβάνι λιβανίζεις! Καλύτερα νὰ μυρίζῃ μόνο λιβάνι ἤ μόνο τσιγάρο, γιατὶ λιβάνι καὶ τσιγάρο δὲν κάνουν ὄμορφη μυρωδιά».Ἤθελε νὰ πῇ ὁ Ἅγιος, ὅτι τὸ κάπνισμα στὸν Ἱερέα δὲν ἁρμόζει καὶ ἄν καπνίζῃ καλύτερα νὰ ἦτο λαϊκός. Ὅλοι παραδέχονται τὶς βλαβερὲς συνέπειες τοῦ καπνοῦ. Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου εἴθε νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἔχουν καλὴ θέλησι.Ἕνας Ἱερεὺς πῆγε στὸν Ἅγιο Παρθένιο καὶ τοῦ παρεπονεῖτο γιὰ τὸν τότε Δεσπότη τῆς Χίου, τὸν μετέπειτα Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, μακαριστὸν Ἀμβρόσιον Κωνσταντινίδην. Ἐνόμισε ὅτι θὰ εὕρισκε σύμφωνο τὸν Ἅγιο. «Γέροντα - τοῦ ἔλεγε - καὶ Σᾶς ἀκόμη ἔστειλε στὸν Τοῦρκο Διοικητή, εἶναι ἄνθρωπος χωρὶς φόβο Θεοῦ» καὶ ἄλλα παρόμοια. Τότε ὁ Ἅγιος Παρθένιος τοῦ ἀπάντησε, σὰν πνευματοφόρος καὶ θεοφόρος Πατήρ: «Πότε, Πάτερ μου, θὰ μάθωμε τὸ μάθημα τῆς Ὑπακοῆς;
Πότε θὰ καταλάβωμε, ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἀντὶ νὰ κάθεσαι τώρα καὶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη μας, ἔπρεπε νὰ εἶσαι γονατιστὸς ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς». «Ἄν θέλῃς ὅποτε ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σὲ ξαναδῶ», τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ἅγιος,«διότι εὑρίσκεσαι πολὺ πίσω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μίλησε στὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Δεσπότη καὶ τότε ἄλλος κόσμος, Πάτερ μου, θὰ βασιλεύσῃ στὴν καρδιά σου, ποὺ ἀκόμα φαίνεται δὲν τὸν γνωρίζεις...». «Δύο πράγματα μᾶς χρειάζονται - ἀπόσωσε ὁ Ἅγιος - παντοῦ καὶ πάντοτε: Προσευχὴ καὶ Ἀγάπη».Ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος ἔμεινε ἐκστατικὸς ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου. Μετὰ ὁ Ἅγιος τὸν συμβούλευσε νὰ πάῃ στὸν Δεσπότη καὶ νὰ πάρῃ συγχώρεσι. Ἐκεῖνος ἔτσι ἔπραξε, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἐπιτίμιο καὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε πῆ «ὅσα ἐποίησε» ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἱερεὺς εἶχε λησμονήσει.Μὲ τὸ προορατικό Του χάρισμα ὁ Ἅγιος εἰσχωροῦσε στὰ σκότη τοῦ παρελθόντος καὶ διέλυε τὴν ὁμίχλη τοῦ μέλλοντος.
Ἡ ζωή μας εἶναι μία πάλη, ἕνας ἀγώνας καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι, κανένας δὲν βγαίνει νικητὴς ἄν δὲν τελειώσῃ ὁ ἀγώνας. Ἡ ἀπόγνωσι τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρὰ τῶν δαιμόνων καὶ ἡ μετάνοια ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων. Ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς, γιὰ νὰ πάρῃς τὸν στέφανο τῆς ζωῆς. Μὴν παραδίδῃς τὰ ὅπλα ὅταν πέφτῃς, νὰ ξαναεπιτεθῇς πάλι. «Οὐκ ἔστιν ἡπάλη ἡμῶν πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίαςτοῦ σκότους». Ἀγωνίζου νὰ χαροποιήσῃς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους».«Καλὴ νίκη. Σὲ περιμένω νικητή», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν προέπεμψε μέχρι τὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς.Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ὁ Ἅγιος τὰ ἐπιτιμοῦσε, ἀλλὰ ἰδιαίτερα τὴνβλασφημία. ῎Ελεγε: «ὅταν βλαστημᾷ ὁ ἄνθρωπος ἐπιτίθεται κατὰ τοῦἸδίου τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα παραβαίνει τὸν Νόμο τοῦΘεοῦ. Ἄλλο νὰ ἐπιτίθεσαι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄλλο νὰ παραβῇς τὴνπαραγγελία του».Μία γυναῖκα ἀντὶ νὰ πάῃ στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ἔκανε φιδὲ νὰ πάῃ στὸν Ὅσιο. «Γέροντα, σᾶς ἔφερα λίγο φιδέ», τοῦ εἶπε. «Σκουλήκια - τῆς ἀποκρίθηκε - «μοῦ ἔφερες! Τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας δὲν τὸν ζύμωσες; Ἄδειασέ τον». Ὁ καθαρὸς φιδὲς εἶχε γεμίσει σκουλήκια!Παρόμοια περιστατικὰ πολλὰ συνέβησαν στὸν Ἅγιο. Στὸ χωριὸ Θολὸ Ποτάμι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια Μονιώδη. Ἕνα παιδὶ τῆς οἰκογενείας ἔγινε Μοναχὸς στὸν Ἅγιο Μᾶρκο.
Ἡ μητέρα τοῦ Μοναχοῦ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μετέβαινε στὸ Μοναστῆρι νὰ δῇ τὸ παιδί της καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου. Πάντοτε δὲ κάτι προσέφερε στὸ Μοναστῆρι, σὰν μικρὸ δεῖγμα δωρεᾶς, ἀνάλογο τοῦ ἰσχνοῦ βαλαντίουτ ης. Κάποτε πῆγε φιδέ. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος μόλις ἔπιασε στὸ χέρι του τὸν φιδέ, ἐχαμογέλασε καὶ τῆς λέει: «Τὸν φιδὲ ποὺ μᾶς ἔφερες τὸν ζύμωσες Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό. Ὁ φιδὲς αὐτὸς δὲν εἶναι δεκτὸς στὸ Μοναστῆρι, πάρε τον καὶ πέταξέ τον στὸ δάσος».Ἔκπληκτη ἡ γραία Μονιώδη συνεμορφώθη πρὸς τὴν διαταγὴν τοῦὉσίου, διότι πράγματι ὁ φιδὲς ζυμώθηκε Κυριακή.Μιὰ ἄλλη Κυριακὴ περνοῦσε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τῶν Νερομύλων, κοντὰ ἀπὸ τὸ Παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Σαράντα Μαρτύρων. Τότε βλέπει μὲ μεγάλη ἔκπληξι μερικοὺς ἐργάτες νὰ καταπατοῦν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ νὰ κτίζουν. Στρέφεται τότε στὸν ἀρχιμάστορα, ὁ ὁποῖος ἦτο νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ: «Ἔ, τοῦ λέει, σήμερα εἶναι Κυριακὴ, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Θεό, δὲν ἐργάζονται». Τότε ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντάει εἰρωνικά: – «Οἱ παπάδες ποὺ ἡ δουλειά τους εἶναι νὰ ψάλλουν, πῶς δουλεύουν τὴν Κυριακή;». «Ἄντε - τοῦ λέει ὁἍγιος - καὶ τὸ σπίτι ἀπ’ ὅσο εἶναι, δὲν θὰ ἀνέβῃ παραπάνω». Πράγματι, ἄγνωστες παραμένουν οἱ αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ἡ ἀνοικοδόμησι ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ σταμάτησε. Μετὰ δὲν τὸ ἀγόρασε κανένας ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, ἀπὸ εὐλάβεια στὸν Ὅσιο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς προφητείας Του, ὅτι δὲν θὰ ἀνέβη παραπάνω.
Μέχρι σήμερα σώζεται ἀτέλειωτο καὶ ἐρείπιο, ἐνῶ διδάσκει τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου.Μία μέρα ὁ Ἅγιος, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆςδιοράσεως, πλησίασε ἕναν Ἐπίτροπο μιᾶς ἐκκλησίας καὶ τοῦ εἶπε μὲ καταπληκτικὲς λεπτομέρειες τὶς καταχρήσεις τοῦ δικαιώματος τὸ ὁποῖο εἶχε. Ὁ Ἐπίτροπος αὐτὸς ἔκλεψε τὰ χρήματα τῆς ἐκκλησίας κατὰ τρόπον, ποὺ σὲ κανένα δὲν ἄφησε τὴν παραμικρὴ ὑποψία. Τότε ὁὍσιος τοῦ εἶπε καὶ πότε ἔκλεψε καὶ πόσα καὶ πῶς. Ὅλα τοῦ τὰ εἶπε. Τὸν παρακάλεσε γιὰ τὸ καλό του νὰ διορθωθῇ. Ὁ Ἐπίτροπος ἀρνήθηκε ὅτι ἔκλεβε, ἀλλὰ παρηγοροῦσε τὸν λογισμό του ὅ,τι ἔκλεβε γιὰ νὰ βοηθήση τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ συγχρόνως τὸ σήκωνε στὰ χέρια του καὶ στὰ ροῦχα τοῦ παιδιοῦ εἶχε κρύψει τὰ χρήματα. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως προεῖδε τὴν ὀργὴ ποὺ ἐρχόταν. Καὶ προεῖπε: «Ὅποιος τἄχῃ πάνω του τὰ λεφτὰ τῆς ἐκκλησίας, ἐκεῖνος τραβῇ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ καταφθάνει». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ προφητεία του εἶχε πραγματοποιηθῆ. Ὁ Ἅγιος τὸ εἶχε προφητεύσει σὰν τιμωρία τοῦ πατέρα. Στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ κλέφτη-πατέρα τὸ ἄκακο παιδὶ ἦταν νεκρό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνθυμίζει τὴν τιμωρία τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, ποὺ ἔπεσαν νεκροὶ ὅταν ἔλεγανψ έμματα στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο! (βλ. Πράξ. ε΄ 1-12).Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ τσιγάρο ὀνομάζει «βρωμερότατον χόρτον» καὶ ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνεβούλευε τοὺς προσκυνητὲς νὰ μὴν καπνίζουν καὶ ὀνόμαζε τὸ τσιγάρο, ἐφ’ ὅσον βλάπτει τὸ σῶμα - τὸν «ναὸ τοῦ Θεοῦ» - λιβάνι τοῦ διαβόλου. Πίσω ἀπ’ αὐτὸ κρύβεται ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου νὰ πείσῃ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι καταστροφὴ καὶ βλάβη στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπρέπεια στὴν συμπεριφορὰ τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἀπρέπεια αὐτὴ εἶναι ἀσχημονία προκειμένου περὶ Ἱερέως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Παρθένιος συνήντησε κάποιον Ἱερέα ποὺ κάπνιζε καὶ ἐκεῖνος τὸ ἀπέκρυπτε, εἶπε: «Ἐγὼ ξέρω μὲ τί λιβάνι λιβανίζεις! Καλύτερα νὰ μυρίζῃ μόνο λιβάνι ἤ μόνο τσιγάρο, γιατὶ λιβάνι καὶ τσιγάρο δὲν κάνουν ὄμορφη μυρωδιά».Ἤθελε νὰ πῇ ὁ Ἅγιος, ὅτι τὸ κάπνισμα στὸν Ἱερέα δὲν ἁρμόζει καὶ ἄν καπνίζῃ καλύτερα νὰ ἦτο λαϊκός. Ὅλοι παραδέχονται τὶς βλαβερὲς συνέπειες τοῦ καπνοῦ. Ἡ συμβουλὴ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου εἴθε νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἔχουν καλὴ θέλησι.Ἕνας Ἱερεὺς πῆγε στὸν Ἅγιο Παρθένιο καὶ τοῦ παρεπονεῖτο γιὰ τὸν τότε Δεσπότη τῆς Χίου, τὸν μετέπειτα Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, μακαριστὸν Ἀμβρόσιον Κωνσταντινίδην. Ἐνόμισε ὅτι θὰ εὕρισκε σύμφωνο τὸν Ἅγιο. «Γέροντα - τοῦ ἔλεγε - καὶ Σᾶς ἀκόμη ἔστειλε στὸν Τοῦρκο Διοικητή, εἶναι ἄνθρωπος χωρὶς φόβο Θεοῦ» καὶ ἄλλα παρόμοια. Τότε ὁ Ἅγιος Παρθένιος τοῦ ἀπάντησε, σὰν πνευματοφόρος καὶ θεοφόρος Πατήρ: «Πότε, Πάτερ μου, θὰ μάθωμε τὸ μάθημα τῆς Ὑπακοῆς;
Πότε θὰ καταλάβωμε, ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόζωμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἀντὶ νὰ κάθεσαι τώρα καὶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη μας, ἔπρεπε νὰ εἶσαι γονατιστὸς ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσες νὰ κάνῃς». «Ἄν θέλῃς ὅποτε ἔρχεσαι ἐδῶ νὰ καταφέρεσαι κατὰ τοῦ Δεσπότη, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σὲ ξαναδῶ», τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ἅγιος,«διότι εὑρίσκεσαι πολὺ πίσω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Μίλησε στὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Δεσπότη καὶ τότε ἄλλος κόσμος, Πάτερ μου, θὰ βασιλεύσῃ στὴν καρδιά σου, ποὺ ἀκόμα φαίνεται δὲν τὸν γνωρίζεις...». «Δύο πράγματα μᾶς χρειάζονται - ἀπόσωσε ὁ Ἅγιος - παντοῦ καὶ πάντοτε: Προσευχὴ καὶ Ἀγάπη».Ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος ἔμεινε ἐκστατικὸς ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου. Μετὰ ὁ Ἅγιος τὸν συμβούλευσε νὰ πάῃ στὸν Δεσπότη καὶ νὰ πάρῃ συγχώρεσι. Ἐκεῖνος ἔτσι ἔπραξε, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἐπιτίμιο καὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε πῆ «ὅσα ἐποίησε» ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἱερεὺς εἶχε λησμονήσει.Μὲ τὸ προορατικό Του χάρισμα ὁ Ἅγιος εἰσχωροῦσε στὰ σκότη τοῦ παρελθόντος καὶ διέλυε τὴν ὁμίχλη τοῦ μέλλοντος.
Τὸ χάρισμα αὐτὸ πάλι τῆς προοράσεως τὸ χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ βοηθήσῃ ὅσους ἀπέκρυπταν τὰ ἁμαρτήματά τους, νὰ μετανοήσουν.
Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὸν τὸν Ἱερέα,
ὁ Ἅγιος ἐξηκρίβωσε τὸ ἁμάρτημα τῆς μνησικακίας εἰς τὸν Ἐπίσκοπόν του, τὴν ὁποίαν μνησικακία ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος ὀνομάζει λέπραν τῆς ψυχῆς.
Πολλὲς φορὲς δὲν πρόκειται μόνο περὶ ἀνυπακοῆς εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ καὶ περὶ μνησικακίας.
Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐθεράπευσε τῆς ψυχικῆς αὐτῆς λέπρας τὸν Ἱερέα. Ἐὰν μνησικακοῦμεν,
ἀσφαλῶς δὲν εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ!
Χριστιανὸς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστόν.
Ἐὰν δὲ οἱ Ἱερεῖς μνησικακοῦν καὶ διὰ τοῦτο δὲν ὑπακούουν εἰς τὸν Ἐπίσκοπον, «οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον»!
Ἱερεὺς μὲ μῖσος ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἱερωσύνην.
«’Εὰν τὸ φῶς σκότος γένηται, τὸ σκότος πόσον;»!...
Τί μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Ἱερέως ἐκείνου καὶ τοῦ Ἁγίου Παρθενίου!
Εἴθε νὰ ἀναδείξῃ ὁ Θεὸς καὶ σήμερον μιμητὰς τοῦ Ἁγίου!
Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Ἱεροσολυμίτου τοῦ Χίου
''Ὁ Ὅσιος Παρθένιος ὁ Χῖος,1815 - 1883
Βίος-Θαύματα-Ἀκολουθία''
β΄ ἔκδοσις, Ἱερουσαλὴμ 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου