ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ κ. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ

 



Τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως



Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς καὶ ἡ βίωση τῆς Μετανοίας ἀπὸ τοὺς Κληρικοὺς




Εἰσήγηση στὴν Σύναξη Κληρικῶν
τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Βορείου Ἑλλάδος
Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν Θεσσαλονίκης
Πέμπτη, 27-10/9-11-2023


+Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος



Σεβ/τε Μητροπολῖτα Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριε·
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·




Α΄. Εἰσαγωγὴ



ΕΙΝΑΙ μεγάλη τιμὴ γιὰ τὴν ἐλαχιστότητά μου νὰ ἀπευθύνομαι στὴν ἀγάπη σας, κατ’ ἀνάθεσιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, μετὰ τὴν σχετικὴ Σύναξη Κληρικῶν στὴν Ἀθήνα τὸν παρελθόντα Μάϊο, γιὰ ἕνα πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία μας θέμα, γι’ αὐτὸ παρακαλῶ γιὰ τὴν προσοχὴ καὶ ὑπομονή σας.


λοι μας γνωρίζουμε ἀρκετὰ πράγματα γιὰ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια. Χωρὶς Ἐξομολόγηση, χριστιανικὴ ζωὴ δὲν νοεῖται.


Πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία μας ἰδίως σὲ κάθε ἱερατικὸ βαθμό, ἡ Ἐξομολόγηση ἦταν τὸ βασικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν εἰσόδευσή μας στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἄνευ αὐτῆς θὰ ἦταν πράγματι ἀδιανόητο νὰ ἀποτολμήσουμε τὴν περαιτέρω ἀνάβασή μας στοὺς ἀναβαθμοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ φρικτοῦ Θυσιαστηρίου, ὅπου ἱερουργοῦνται τὰ Μυστήρια τῆς Πίστεως καὶ Σωτηρίας μας.


λλὰ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε ἀξίως στὸν φοβερὸ τοῦτο Τόπο τῆς θείας Παρουσίας, ἄν δὲν ἀναβαπτιζόμαστε ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ τακτικὰ στὸν ἱερὸ Λουτῆρα τῆς Μετανοίας, ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός. Εἴμαστε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι χοϊκοί, «σάρκα φοροῦντες καὶ τῷ κόσμῳ οἰκοῦντες», καὶ φέρουμε ποικίλα στίγματα παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν. Ἔχουμε ἄμεση ἀνάγκη μυστηριακῆς καθάρσεως γιὰ νὰ διώχνουμε τοὺς ρύπους ποὺ ἐπικάθηνται στὴν ψυχή μας, ὥστε νὰ δυνάμεθα νὰ ἐπιτελοῦμε τὴν ἱερουργία τῶν θείων Μυστηρίων καὶ νὰ ἁγιάζουμε τὸν πιστὸ λαό, ἁγιαζόμενοι ταυτοχρόνως κι ἐμεῖς.


σο καλύτερη ἡ Μετάνοιά μας, τόσο πιὸ εὐλογημένη καὶ ἀποδοτικὴ θὰ εἶναι ἡ ποιμαντικὴ διακονία μας. Ὅσο, ἀντίθετα, παραμελοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ καταξιωθέντες τῆς ἱερατικῆς τιμῆς καὶ ἀξίας, νὰ βιώνουμε τὴν Μετάνοια καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε, τόσο ἡ ψυχή μας θὰ ἐπιβαρύνεται καὶ ἡ διακονία μας θὰ παρεμποδίζεται.


ρα λοιπὸν εἶναι καίριας σημασίας τὸ θέμα ποὺ καλούμεθα νὰ ἀναπτύξουμε, διότι χωρὶς σταθερὴ πνευματικὴ βάση, εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς χαρισθοῦν παρὰ Κυρίου πνευματικὲς δωρεὲς καὶ εὐλογίες. Καὶ τότε, πῶς θὰ ἀνταποκριθοῦμε στὶς πολὺ κρίσιμες προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουμε; Πῶς θὰ μᾶς ἐμπιστευθεῖ ὁ Σωτῆρας μας χάρισμα ἀληθινῆς Ὁμολογίας, ἄν ἡ ψυχή μας πάσχει σὲ μικρὸ ἤ σὲ μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν φροντίζουμε περὶ τούτου;


Β΄. Γενικὰ περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως


Δημιουργηθήκαμε, ὡς γνωστόν, «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», στολισμένοι μὲ κάθε θεῖο ἀγαθό, ἀποβλέποντες στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς προίκισε ὁ Πανάγαθος Τριαδικὸς Θεός μας, ἦταν καὶ τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ τὸ νὰ παραμένουμε μὲ τὴν θέλησή μας, ἑκούσια, στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς ὑπακοῆς μας στὸ θεῖο πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ μας. Ὅμως, μὲ ὑπόδειξη τοῦ πονηροῦ διαβόλου, παρακούσαμε καὶ ἐπιλέξαμε τὴν παρακοή. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ σκοτισθοῦμε, νὰ χωρισθοῦμε ἀπὸ τὴν ὄντως Ζωὴ καὶ νὰ καταλήξουμε στὸν θάνατο. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν θεοΰφαντη στολὴ τῆς θείας Δόξης, ἀπογυμνώθηκε, καὶ βρέθηκε ἐκτὸς τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς.


Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου τραυματίσθηκε θανάσιμα καὶ ὑποτάχθηκε στὴν φθορά. Ὅμως, ἐμεῖς ἦταν ποὺ χωρισθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐμεῖς ἀλλοιωθήκαμε στὸ χειρότερο, ἐμεῖς ἀποδειχθήκαμε ἐχθροὶ τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Πλάστου μας. Πάθη καὶ ἁμαρτία συναποτέλεσαν τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν κίνησή του ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν στὸ παρὰ φύσιν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος στέναζε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεόν: «ἴασαι τὴν ψυχή μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι»!


μως, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας παρέμεινε ἀναλλοίωτη καὶ ἑτοίμαζε τὴν σωτηρία μας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ὅταν ἔφθασε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἐνανθρώπησε ἀτρέπτως «ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας», σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, προκειμένου νὰ θεραπευθεῖ «τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος»! Ὁ Χριστός μας ταπεινώθηκε ὡς ἄνθρωπος καὶ ἔλαβε πάνω Του τὴν δική μας αἰσχύνη, γιὰ νὰ μᾶς ἐνδύσει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ πάλι τὸν φωτεινὸ Χιτῶνα τῆς θείας Δόξης Του.


ἀναγέννησή μας ἐν Χριστῷ διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα. Ὅμως, ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία παραμένει μέσα μας. Ὁ φωτεινὸς Χιτῶνας ποὺ ἐνδύεται ἡ ψυχή μας κινδυνεύει νὰ ρυπωθεῖ πολὺ εὔκολα. Ὁ ἐχθρὸς διάβολος μᾶς πειράζει ἀκαταπαύστως καὶ μᾶς φλέγει μὲ τὶς ἡδονές. Καὶ πάλι τὸ αὐτεξούσιο δοκιμάζεται μέσα στὸν νέο Παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ προαίρεσή μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Μετάνοιά μας εἶναι πλέον ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀφοῦ μᾶς ἐπαναφέρει στὴν ἐν Χριστῷ πορεία μας καὶ μᾶς καθαίρει ἀπὸ τὰ τραύματα τῆς ἁμαρτίας.


Κύριος καὶ Θεός μας ἦλθε ὡς Ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων γιὰ νὰ καλέσει σὲ Μετάνοια ὄχι δικαίους, ὅσους δηλαδὴ νομίζουν ὅτι εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς (Λουκ. 6, 31-32), δηλαδὴ ὅλους μας («πάντας ἀνθρώπους»). Αὐτὸς παρεῖχε συγχώρηση αὐθεντικῶς, ὡς Θεάνθρωπος. Μετὰ δὲ τὴν Ἀνάστασή Του χάρισε στοὺς Μαθητές Του τὴν Ἁγιοπνευματικὴ δωρεὰ τῆς ἀφέσεως: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς (συγχωροῦνται)· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται (δὲν συγχωροῦνται)» (Ἰω. 20, 22-23).

Δ
ιὰ τοῦ τρόπου τούτου συνεστήθη τὸ φιλάνθρωπο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Κι ἔτσι, διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν γνησίων διαδόχων τους, ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἐξουσία μεταβιβάζεται στὴν ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, πρὸς σωτηρίαν πάντων τῶν μετανοούντων μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.


Γράφει πολὺ ὡραία ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα κοινὸν ἰατρεῖον ὁποὺ ἰατρεύει ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁποὺ πληγωθοῦν νοητῶς ἀπὸ τὸν διάβολον. Καθὼς λοιπὸν ὅσοι ἔχουν πληγὰς εἰς τὸ σῶμα ἀναγκάζονται νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν ἰατρὸν νὰ τοὺς ἰατρεύσῃ ἵνα μὴ ἀποθάνουν, τοιουτοτρόπως καὶ ὅσοι χριστιανοὶ εἶναι πληγωμένοι μὲ νοητὰς πληγὰς τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἰς ἀνάγκην μεγάλην εὑρίσκονται διὰ νὰ πηγαίνουν εἰς τὸ κοινὸν ἰατρεῖον τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ δείξουν τὰς πληγάς των εἰς τὸν Πνευματικὸν καὶ νὰ λάβουν παρ’ αὐτοῦ τὰ ἐπιτήδεια ἰατρικὰ καὶ ἔμπλαστρα, διὰ νὰ ἰατρευθοῦν. Διότι ἄν καταφρονήσουν καὶ δὲν ὑπάγουν, σήπονται οἱ πληγές των καὶ τοὺς προξενοῦν ψυχικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον» (Χριστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, Λόγος ΙΒ΄, μέρος α΄, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 295).


ς πρὸς τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, γνωρίζουμε ὅτι στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια γινόταν δημόσια, ἀλλὰ τοῦτο δὲν συνεχίσθηκε γιὰ προφανεῖς λόγους διαφυλάξεως ἀπὸ σκανδαλισμὸ καὶ δημόσιο στιγματισμό. Τὰ κύρια στοιχεῖα του ἦταν ἡ ἐν μετανοίᾳ ἐξαγόρευση τοῦ προσερχομένου πιστοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ ὁριζομένου ἀπὸ αὐτὸν Κληρικοῦ ἐπὶ τῆς μετανοίας, καὶ ἡ παροχὴ ἀφέσεως διὰ συγχωρητικῆς εὐχῆς καὶ ἐπιθέσεως τῆς χειρὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἐξομολογουμένου.


Γιὰ ἀληθινὴ Μετάνοια χρειάζεται πρωτίστως ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας καὶ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἐπίσης, ἐσωτερικὸς πόνος γι’ αὐτήν, δάκρυα, ἀποστροφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποφυγὴ νέας πτώσεως εἰς αὐτήν. Μακρὰν τοῦ Θεοῦ, στὸ πνευματικὸ σκοτάδι, τέτοια δυνατότητα δὲν ὑπάρχει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔλθει «εἰς ἑαυτὸν» καὶ ἀποδεχθεῖ τὴν πίστη καὶ τὴν ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς Χάριτος, τότε πλέον ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητος. Τὸ πιὸ βασικὸ ἐμπόδιο γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ τυφλώνει τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμούς, ὥστε ὁ αἰχμάλωτος στὰ πάθη ἄνθρωπος νὰ νομίζει ψευδῶς ὅτι ὅλα σὲ αὐτὸν πηγαίνουν περίφημα καὶ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενός.


Γιὰ νὰ ἐξέλθουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη πλάνη, πρέπει νὰ ἀκοῦμε συνεχῶς τὴν κλήση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως τὴν ἐξέφρασαν τόσο ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅσο καὶ ὁ Κύριός μας, καθὼς καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι: «Μετανοεῖτε»! (Ματθ. 3, 1-2· 4, 17· Πράξ. 2, 38). Ἡ πρώτη καὶ κύρια διακονία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν νὰ κηρύσσουν «ἵνα μετανοήσωσι» (Μάρκ. 6, 12). Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ κύριο ἔργο καὶ τὴν βασικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.


«Μετάνοιά ἐστι τὸ μισῆσαι τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀγαπῆσαι τὴν ἀρετήν, καὶ ἐκκλῖναι ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ ποιῆσαι τὸ ἀγαθόν… καὶ μεταμέλλεσθαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ καταφεύγειν ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ πρὸς αὐτόν», σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (Ὁμιλία ΝΘ΄, κεφ. 9, ΕΠΕ 11, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 492).


Κύριος δὲν παύει νὰ καλεῖ τὸ πλάσμα Του σὲ Μετάνοια μὲ διάφορους τρόπους: μὲ ἐλέγχους συνειδήσεως, μὲ θλιβερὰ καὶ δυσάρεστα γεγονότα καὶ συμβάντα, μὲ ἀποτυχίες καὶ παθήματα· ἤ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἄκουσμα κάποιου κηρύγματος, κάποιας πνευματικῆς συζητήσεως, κάποιας ἐπωφελοῦς ἀναγνώσεως κ.λπ. Τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ προσφυγὴ σὲ διακριτικὸ Πνευματικὸ γιὰ ἐξαγόρευση εἶναι ἀναπόφευκτη.


χάρη τῆς θείας δωρεᾶς καὶ ἡ ἄφεση τῆς ἀσέβειας τῆς καρδίας ἐπέρχεται μόνον διὰ τῆς αἰσχύνης τῆς Μετανοίας ἐνώπιον ἄλλου, ἤτοι τοῦ Πνευματικοῦ. Τὸ νὰ ἐξαγορεύσεις τὴν ἀνομίαν σου στὸν Κύριο (Ψαλμ. 31, 5) μὲ τὸν τρόπο αὐτό, εἶναι ὁπωσδήποτε ντροπιαστικὸ καὶ ἐπώδυνο. Χωρὶς ὅμως τοῦτο, δὲν συγχωρεῖσαι καὶ θὰ ὑποστεῖς καταισχύνη στὴν τελικὴ Κρίση ἐνώπιον Ἀγγέλων καὶ τοῦ κόσμου παντός. Συμφέρει ἡ μικρὴ αἰσχύνη ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ ἀπὸ κάθε ἄποψη, καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὅποιας εὐθύνης χωρὶς δικαιολογίες, γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε ἀπὸ τὸν ὄγκο τῆς ὑπερηφανείας καὶ φιλαμαρτησίας καὶ νὰ προσελκύσουμε τὴν θεία Χάρη.


Μία προσπάθεια ὑπεκφυγῆς μας ἀπὸ τὴν πνευματική μας εὐθύνη γιὰ τὶς ὅποιες πτώσεις μας, μικρὲς ἤ μεγάλες, εἶναι νὰ ρίπτουμε ὅλη τὴν εὐθύνη στὸν πονηρὸ ἤ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Βέβαια, ὁ πειραστὴς διάβολος ἔχει μερίδιο στὴν παρακίνησή μας νὰ διαπράξουμε ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά του. Τὸ πρόβλημα εἶναι γιατὶ οἱ ἀπατηλὲς ὑποδείξεις του βρίσκουν μέσα μας ἀπήχηση; Κανεὶς δὲν ἁμαρτάνει ἐξαναγκαστικά. Μὲ τὴν θέλησή μας ἁμαρτάνουμε.


Χρειάζεται πνευματικὴ ἀνδρεία γιὰ καλὴ Μετάνοια. Ἀμέσως μετὰ τὴν ὅποια πτώση, τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ μὴν δοθεῖ καθόλου χρόνος στὴν ὀλιγωρία, ἀλλὰ νὰ συνεχισθεῖ ἡ προσευχὴ (ὁ κανόνας προσευχῆς) καὶ μάλιστα νὰ ἐνταθεῖ. Ἄν ἀφήσουμε τὴν προσευχὴ δῆθεν ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἔλλειψη παρρησίας, τότε δὲν θὰ βροῦμε Μετάνοια, θὰ σκληρύνουμε καὶ θὰ χειροτερεύσουμε.


Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία καταφεύγουμε στὸν Πνευματικὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ διατηρεῖ πάντοτε τὴν καρδιά του ἀνοικτὴ γιὰ τὰ τέκνα του, σὰν καλὸς καὶ στοργικὸς πατέρας, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν Πνευματικό μας πατέρα καὶ νὰ δεχόμαστε τοὺς λόγους του κατὰ τὴν πνευματική μας καθοδήγηση ὡς ἀπὸ Θεοῦ, γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ταλαιπώρου ψυχῆς μας. Δεχόμαστε τὶς ὁδηγίες καὶ ὑποδείξεις του μὲ ὑπακοή, διότι ἄν δὲν κάνουμε ὑπακοὴ στὸν Πνευματικό, τότε ἐξ ἀνάγκης θὰ κάνουμε ὑπακοὴ «σὲ πολλὰ ἀφεντικά», σὲ πάθη καὶ ἀδυναμίες.


Τὰ ἁμαρτήματά μας μπορεῖ νὰ χρειάζονται νὰ «κανονισθοῦν», νὰ λάβουμε δηλαδὴ ἐπιτίμια. Αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν «τιμωρία» γιὰ «ἱκανοποίηση» τῆς τρωθείσης θείας δικαιοσύνης, κατὰ δυτικὴ δικανικὴ ἔννοια. Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ διὰ τῆς Ἀγάπης καὶ τοῦ τιμίου Αἵματός Του, ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐξετράπη σοβαρά, ἔχει ἀνάγκη καθάρσεως, ὑπενθυμίσεως, συγκρατήσεως καὶ προσευχῆς. Τὰ ἐπιτίμια εἶναι παιδαγωγικὰ θεραπευτικὰ φάρμακα. Ἄν ὁ ἐξομολογούμενος καταλάβει ἔμπρακτα ὅτι ἡ κάθε σοβαρὴ πτώση στοιχίζει ἀκριβά, θὰ τὸ ξανασκεφθεῖ πάρα πολὺ γιὰ νὰ ξαναπέσει μὲ εὐκολία. Ἡ κατάργηση τῶν ἐπιτιμίων, ἤ ἡ πλήρης ἐλαχιστοποίησή τους ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ἰδίως Πνευματικούς, μὲ τὸ πρόσχημα βοηθείας καὶ μὴ ἐκφοβισμοῦ τῶν προσερχομένων, μᾶλλον δὲν βοηθεῖ, ἔστω κι ἄν χρειάζεται βεβαίως μεγάλη διάκριση καὶ συγκατάβαση στὴν οἰκονόμηση τῶν διαφόρων περιπτώσεων.


Οἱ δὲ καρποὶ τῆς καλῆς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἡ συγχώρηση καὶ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως καὶ ἡ μακαριότητα τῆς ψυχικῆς ἐλευθερίας, γαλήνης καὶ ἀγαλλιάσεως. Τίποτε στὴν γῆ δὲν ὑπάρχει παρόμοιο, διότι ἐδῶ ἡ δωρεὰ εἶναι θεία, πρόκειται γιὰ Μυστήριο στὸ ὁποῖο δρᾶ ἡ πανσθενουργὸς χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Καμιὰ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἀσυγχώρητη, παρὰ μόνον ἡ ἀμετανόητη καὶ ἀνεξαγόρευτη. Καὶ ὅποιος Πνευματικὸς τολμᾶ νὰ τίθεται πάνω ἀπὸ τὴν Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπελπίζει Χριστιανό, ὅτι ἡ ἁμαρτία του, ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ φρικτὴ καὶ εἰδεχθής, εἶναι ἀσυγχώρητη ἤ ἔστω ὅτι ἡ συγχώρησή της εἶναι ἀμφίβολη, τότε αὐτὸς ὁ Πνευματικὸς πρέπει νὰ παυθεῖ ἀπὸ τὴν διακονία του ὡς πλήρως ἀκατάλληλος καὶ ἐπικίνδυνος!


Μετὰ τὴν Ἐξομολόγηση, χειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ ἀγώνας, διότι λαμβάνουμε μὲν συγχώρηση καὶ ἄφεση, ὅμως ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων παραμένει μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἔστω καὶ ἀνενεργής. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀπροσεκτήσει καὶ ἀπομακρυνθεῖ, ἡ μνήμη αὐτὴ ἀμέσως ἐνεργοποιεῖται καὶ ζητεῖ ἐπιτακτικὰ ἐκπλήρωση. Ἐπίσης, παραμένει καὶ ἡ κακὴ συνήθεια, ἡ ὁποία εὐκαίρως ἀκαίρως κάνει τὴν ἐμφάνισή της καὶ ζητεῖ ἱκανοποίηση. Χρειάζεται αἱματηρὸς ἀγώνας γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψει ὁ μετανοῶν, διότι ἡ δύναμη τῆς κακῆς συνηθείας ἀποκτᾶ ἰσχὺ δευτέρας φύσεως στὸν ἄνθρωπο.


ς θυμηθοῦμε μόνον ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία δοκιμάσθηκε στὴν ἔρημο 17 ὁλόκληρα χρόνια στὸ καμίνι τῆς πιέσεως τῶν προτέρων ἁμαρτιῶν της, μέχρις ὅτου χάριτι Θεοῦ ἐλευθερωθεῖ πλήρως, χωρὶς νὰ ὑποκύψει.


Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐφιστήσουμε τὴν προσοχὴ στὰ ὄνειρα καὶ στὶς διάφορες ὁραματικὲς ἐμφάνειες. Ἄν ὑπάρχει τέτοια προδιάθεση καὶ αὐτὴ δὲν ἐλέγχεται οὔτε περιορίζεται μὲ διακριτικὸ Πνευματικό, τότε ἡ διολίσθηση σὲ πλάνη εἶναι σχεδὸν βέβαιη. Προσοχὴ ἀκόμη στὶς προφητολογίες καὶ μελλοντολογίες, διότι ἡ πλάνη ἐπίσης ἐλλοχεύει. Ἡ διάθεση νὰ φανεῖ κάποιος πιὸ αὐστηρὸς καὶ ἀκριβὴς Πνευματικὸς καὶ ἡ ἐμμονὴ σὲ παρεξηγήσιμες λεπτομέρειες, ἐνῶ ὑπάρχουν ἄλλα πολὺ σοβαρώτερα θέματα καὶ ζητήματα, δεικνύει πρόβλημα τὸ ὁποῖο ἐγκυμονεῖ κινδύνους σὲ Πνευματικὸ καὶ ἐξομολογούμενο.


Χρειάζεται προσοχὴ στὴν ἀποφυγὴ καλλιεργείας τυπολατρίας, νευρωτικῶν ἐμμονῶν, συμπεριφορᾶς βρεφοποιήσεως καὶ τυποποιήσεως τῶν πάντων στὴν καθημερινότητα τῶν ἐξομολογουμένων. Δὲν εἶναι διακριτικὸ νὰ ζητοῦν κάποιοι Πνευματικοὶ τέτοια ὑπακοὴ καὶ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ πνευματικά τους τέκνα στὸν κόσμο, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ Δοκίμους Μοναχοὺς ἤ κανονικοὺς Μοναχοὺς σὲ Μοναστήρι. Ὑπάρχει σὲ κάποιες περιπτώσεις μιὰ ἐμφανὴς ἔλλειψη ἰσορροπίας σὲ αὐτὸ καὶ μιὰ ἀδυναμία ἐπιτεύξεως μέτρου. Ἐπίσης, χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ στὴν καλλιέργεια ἀνελεύθερων προσωπικοτήτων, στὶς κολακεῖες, ὅπως καὶ στὴν ἄμεση ἤ ἔμμεση προσωπολατρία. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα, ἀργὰ ἤ γρήγορα, σὲ ἐκτροπές.


Τὸν Πνευματικὸ σεβόμαστε, ἐμπιστευόμαστε, ὑπακοῦμε καὶ ἀγαποῦμε, ἀλλὰ οὔτε τὸν κρίνουμε αὐστηρά, ἐφ’ ὅσον τὸν ἐπιλέξαμε ἐλεύθερα, οὔτε τὸν ἐξιδανικεύουμε ἀνεπίτρεπτα, ὥστε ἐξυμνῶντας τον ὑπερβολικὰ καὶ προσκολλόμενοι ἀρρωστημένα, χάσουμε τὸν ὀρθὸ προσανατολισμό μας. Καὶ ἀντὶ γιὰ Χριστολάτρες, καταντήσουμε ἀνθρωπολάτρες καὶ προσωπολάτρες, γενόμενοι αἴτιοι ζημιῶν καὶ ταραχῶν στὴν Ἐκκλησία.


Τέλος, γιὰ νὰ κλείσουμε αὐτὸ τὸ Κεφάλαιό μας, χρειάζεται νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ Ἐξομολόγηση προστατεύεται ἀπὸ τὸ ἀπόρρητο. Γιὰ κανένα λόγο ὁ Πνευματικὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὰ τῆς Ἐξομολογήσεως ὁποιουδήποτε πιστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ πιστὸς δὲν ἀποκαλύπτει σὲ ἄλλους τὰ ὅσα διημείφθησαν στὴν Ἐξομολόγηση καὶ τὸν τρόπο οἰκονομήσεώς του, πρὸς ἀποφυγὴν παρανοήσεων καὶ παρεξηγήσεων ἀπὸ τὶς ἀναπόφευκτες συγκρίσεις ποὺ θὰ προκύψουν, διότι ἡ κάθε περίπτωση εἶναι συγκεκριμένη καὶ ξεχωριστὴ καὶ ἀπαιτεῖ εἰδικὴ μεταχείριση καὶ ἀντιμετώπιση.


Καὶ ἐρχόμαστε πλέον στὸ ἑπόμενο, πιὸ ἐξειδικευμένο Κεφάλαιό μας.



Γ΄. Ὁ Πνευματικός, ἡ ἀποστολὴ καὶ ἡ ἀσφάλειά του



Πνευματικὸς πατέρας εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐπωμίζεται τὸ θαυμαστὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τῶν πιστῶν. Οὐσιαστικά, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, συνεχίζοντας τὸ σωτήριο ἔργο Του. Ἡ ἀποστολή του ἐπιτελεῖται μὲ τὴν φωτισμένη διδασκαλία καὶ νουθεσία του, μὲ τὴν πατρικὴ διακριτικότητά του, καὶ μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ παρέχει.


Ἀπόστολος Παῦλος γράφει τὸ γνωστό: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας» (Α΄ Κορ. 4, 15). Ὁ Πνευματικὸς πατέρας συντελεῖ σὲ κάτι πολὺ βαθύτερο ἀπὸ τὴν διδαχή, ποὺ εἶναι ἡ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου νέα γέννηση τοῦ πιστοῦ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Γιὰ νὰ ἐπιτυγχάνεται αὐτό, πρέπει προηγουμένως ὁ Πνευματικὸς πατέρας νὰ ἔχει χρηματίσει πνευματικὸς υἱός. Καὶ ἐπίσης, γιὰ νὰ γνωρίζει νὰ ἐξομολογεῖ καλῶς καὶ ἐπιεικῶς, πρέπει νὰ γνωρίζει νὰ ἐξομολογεῖται ὁ ἴδιος πολὺ καλῶς στὸν δικό του Πνευματικὸ πατέρα. Μόνον ὅποιος ἀφομοιώνει καὶ βιώνει ὀρθῶς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δύναται καὶ νὰ τὴν μεταδώσει ὡς Πνευματικὸς πατέρας μυστηριακὰ στὰ πνευματικά του τέκνα.


Κατ’ ἐξοχὴν Πνευματικὸς πατέρας στὴν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Αὐτὸς φέρει τὸ πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης καὶ καθιστᾶ Πνευματικοὺς πατέρες διὰ τῆς χειροτονίας καὶ χειροθεσίας. Ὑποτίθεται ὅτι ἔχει διέλθει καλῶς καὶ ἐπιτυχῶς τὸ στάδιο τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας καὶ ὅτι πληροῖ τὶς προϋποθέσεις τὶς ὁποῖες θέτει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι… ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι· χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεύσαι μετὰ συνέσεως» (Λόγος Β΄ «ἀπολογητικὸς…», κεφ. ΟΑ΄, PG τ. 35, 480). Τὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ὄχι μέγιστη ἐξουσία, ἀλλὰ μέγιστη σταυρικὴ διακονία.


πὸ τὴν ἔννοια αὐτή, ὁ Ἐπίσκοπος δὲν εἶναι πρωτίστως καὶ κυρίως ἕνας διοικητής, κυβερνήτης καὶ ὀργανωτής, ἀλλὰ ὁ ἀληθινὸς Πατέρας στὴν Ἐπαρχία του, ὁ ὁποῖος διακονεῖ στὴν θυσιαστικὴ διαδικασία ἀναγεννήσεως τῶν πιστῶν καὶ καθοδηγήσεώς τους στὴν ὁδὸ τοῦ θείου θελήματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μυσταγωγὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τονίζει χαρακτηριστικὰ κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος: «Τὸ τῆς πνευματικῆς πατρότητος λειτούργημα… τοσοῦτον ἱερώτατον τοῦτο, ὅτι μόνον ἐπισκόπων ἐστὶ καὶ οὐ πρεσβυτέρων, ὡς οἱ κανόνες φασί. Τὸ πρεσβυτέρους δὲ ἐνεργεῖν τὸ τοιοῦτον κατ’ ἀνάγκην γίνεται, καὶ μετὰ προτροπῆς ἐπισκόπου, καὶ ἀπόντος αὐτοῦ, οὐ παρόντος. Καὶ τὰ μείζω τῶν ἐγκλημάτων, ἤτοι ἄρνησιν πίστεως, καὶ φονικὴν ἁμαρτίαν, καὶ τὰ τῶν ἱερατικῶν πτώματα, εἰς τὸν ἐπίσκοπον ἀναφέρεσθαι χρή, καὶ ὅσαπερ ἕτερα διαφεύγει τὴν τοῦ ἀναδεχομένου γνῶσιν, καὶ πάντα πράττειν μετὰ τῆς τοῦ ἐπισκόπου βουλῆς· ὅτι τοῦ ἐπισκόπου ἔργον ἴδιον» («Περὶ τῶν ἱερῶν χειροτονιῶν», κεφ. σμθ΄, PG 155, 468).


Ἐπίσκοπος λοιπὸν διαχειρίζεται κατ’ ἀποκλειστικὸ τρόπο τὴν ὑπόθεση τῆς μετανοίας καὶ κατὰ τὴν κρίση του διενεργεῖ τὴν Οἰκονομία ἰδίως στὶς περιπτώσεις βαριῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὸς δὲ ἐπιλέγει καὶ τὸν κατάλληλο ἀπὸ τὸν ἱερὸ Κλῆρο του προκειμένου νὰ ἐκχωρήσει τὴν φοβερὴ αὐτὴ διακονία ἐξ ἀνάγκης, διότι δὲν δύναται νὰ βρίσκεται παντοῦ, διενεργῶντας τὴν παραχώρηση διὰ εἰδικῆς πρὸς τοῦτο ἱερᾶς Ἀκολουθίας καὶ ἐκδόσεως εἰδικοῦ Ἐνταλτηρίου Γράμματος.


Νὰ διευκρινισθεῖ βεβαίως ἐδῶ, ὅτι ὁ Πρεσβύτερος ὁ ὁποῖος καθίσταται Πνευματικός, ἀσκεῖ τὴν διακονία του μόνον ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἐνορίας του. Γιὰ ἄσκηση τῆς Πνευματικῆς πατρότητος ἐκτὸς αὐτῆς, χρειάζεται εἰδικὴ πρὸς τοῦτο εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του· ἄν δὲ μεταβεῖ σὲ Ἐνορία ἄλλης Ἐπισκοπῆς, ἀπαιτεῖται πρόσθετα καὶ ἡ εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ἐπαρχίας ἐντὸς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται. Ἄν καὶ τὸ ὀρθὸν θὰ ἦταν ὅσοι πιστοὶ ἔχουν Πνευματικὸ ἀπὸ ἄλλη Ἐνορία ἤ ἄλλη Ἐπισκοπή, νὰ μεταβαίνουν ἐκεῖνοι πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ Πνευματικοῦ τους στὴν Ἐνορία του, καὶ ὄχι νὰ περιοδεύει ὁ Πνευματικὸς ἐκτὸς αὐτῆς, πολλὲς φορὲς μάλιστα ἀπεριόριστα, ἄνευ σχετικῆς ἐνημερώσεως, γνώσεως, ἀδείας-εὐλογίας κ.λπ.


πίσης, οἱ Πρεσβύτεροι εἶναι καλὸ νὰ ἐξομολογοῦνται στὸν Ἐπίσκοπό τους, ἄν καὶ ὄχι ὑποχρεωτικό· ἀρκεῖ πάντως νὰ ἔχουν Πνευματικό. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος δύναται νὰ λύσει παράλογο ἐπιτίμιο, τὸ ὁποῖο ἐπέβαλε Πρεσβύτερος Πνευματικός, ἄν ὁ παθῶν καταφύγει εἰς αὐτὸν αἰτούμενος βοήθεια. Τὸ αὐτὸ δύναται νὰ πράξει καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, σὲ περίπτωση παραλόγου ἐπιτιμίου ποὺ ἐπέβαλε Ἐπίσκοπος.


Οὐδεὶς ἔχει ἀπεριόριστη ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία. Ἅπαντες ἔχουμε περιορισμοὺς καὶ κρινόμεθα. Μόνον ἐπαναστατικοὶ τύποι ὅταν στριμωχθοῦν γιὰ ἀδιακρισίες καὶ ἐκτροπές τους, ἀντὶ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ ἐπανορθώσουν, ἀναζητοῦν λόγους καὶ αἰτίες δῆθεν πίστεως καὶ δικαιοσύνης γιὰ χωρισμὸ καὶ διαίρεση, προκειμένου νὰ παραμείνουν ἀσύδοτοι καὶ νὰ κάνουν πλέον ὅ,τι θέλουν ἀνεξέλεγκτα. Τὸ κακὸ στὴν ἐποχή μας ἔχει παραγίνει, ὥστε στὸ ὄνομα τῆς δῆθεν γνησίας Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς «ἀκριβείας τῆς Πίστεως», νὰ διαπράττονται οἱ πιὸ μεγάλες παρανομίες ἀπὸ ἀπίθανους ἀνθρώπους ποὺ ὅλα τὰ εὐτελίζουν στὸν βωμὸ τοῦ συμφέροντος, τῆς ματαιοδοξίας, καὶ ἐν τέλει τῆς ἀθεοφοβίας τους!...


Καὶ κάτι ἄλλο σημαντικό: Οἱ Ἐφημέριοι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπαιτοῦν νὰ κοινωνοῦν εἰς αὐτοὺς μόνον ὅσοι καὶ ἐξομολογοῦνται εἰς αὐτοὺς ἐπίσης. Ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ ἔχει τὴν εὐλογία καὶ ἄδεια κανονικοῦ Πνευματικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νὰ δύναται νὰ κοινωνεῖ σὲ κάθε Ἐνορία μας, ἄνευ παρεμποδίσεώς του ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Ἐφημέριο.


Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σπεύδει νὰ τονίσει τὰ ἑξῆς σημαντικὰ στὸν Πνευματικό: «Πρέπει νὰ ἔχῃς μίαν ἐξαίρετον καὶ διαφορετικὴν ἀρετὴν καὶ ἁγιότητα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς συνιερεῖς σου, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μέλλεις νὰ ἐκλεχθῇς καὶ νὰ ἔχῃς ἰατρευμένα καὶ νικημένα τὰ πάθη σου, νὰ ἔχῃς διαφορετικὴν ἁγιότητα ἀπὸ τοὺς ἄλλους· διότι σὺ ὁποῦ ἔχεις νὰ κατασταθῇς Πνευματικός, πρέπει νὰ πολιτεύεσαι μίαν ζωὴν πνευματικήν, κυβερνωμένην μὲ τὴν χάριν καὶ τὴν διάκρισιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν θέλῃς νὰ ἔχῃς τὸ ὄνομα τοῦ Πνευματικοῦ ἀληθινὸν καὶ σύμφωνον μὲ τὸ πρᾶγμα» (Ἐξομολογητάριον, ἔκδ. Νεκταρίου Παναγοπούλου, Ἀθῆναι 1988, σελ. 17).


ρα, ὁ Πνευματικὸς ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει τὸ βαρύτατο ἔργο μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του, ὀφείλει νὰ αὐξάνει καὶ νὰ μεταμορφώνεται πνευματικὰ κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ ἐξομολογούμενος νὰ βλέπει σ’ αὐτὸν μία ἔμψυχη εἰκόνα Χριστοῦ, γεμάτη ἱλαρότητα, συμπόνοια καὶ πνευματικὴ ἀγάπη. Κυρίως δὲ πρέπει νὰ στολίζεται μὲ τὴν κορυφαία ἀρετὴ τῆς διακρίσεως, προκειμένου νὰ οἰκοδομεῖ τὶς ψυχὲς καὶ νὰ μὴ τὶς ζημιώνει ἤ σκανδαλίζει μὲ τὶς παραξενιές, ἰδιοτροπίες καὶ ἀδιακρισίες του, ἤ μὲ τὴν ἀδεξιότητα καὶ ἄγνοιά του.


παιτεῖται νὰ διακρίνεται πρῶτος αὐτὸς ἀπὸ ὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἦθος, διότι διαφορετικὰ πῶς θὰ καλλιεργήσει ψυχὲς μὲ ὀρθὸ ἐκκλησιαστικὸ προσανατολισμό; Νὰ μὴν διακρίνεται ἀπὸ πάθη καὶ μικρότητες, νὰ μὴν ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ματαιότητα τῶν παρόντων καὶ ἀπὸ τὸ διάχυτο κοσμικὸ πνεῦμα καὶ φρόνημα. Νὰ μὴν προσωποληπτεῖ, νὰ μὴν νικιέται ἀπὸ τὰ ὑλικά, νὰ μὴν εἶναι φιλοχρήματος, πλεονέκτης καὶ φιλήδονος, καὶ ἐπίσης νὰ μὴν ἀναμιγνύεται στὰ πολιτικά.


Πνευματικὸς κατὰ κυριολεξίαν εἶναι ὁ φορέας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὄχι ἁπλῶς λόγῳ τῆς χειροτονίας καὶ χειροθεσίας ποὺ ἔλαβε, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς του, τῆς ταπεινώσεως καὶ ἐγκρατείας του, τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν θείων Ἐντολῶν.


Πνευματικὸς εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κατέχει πολὺ καλὰ τὴν γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τὸν νόμο καὶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴν βασικὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Νὰ ἐρωτᾶ δὲ περὶ ὅσων δὲν γνωρίζει ἤ δὲν εἶναι βέβαιος, νὰ προσφεύγει τακτικὰ στὸν Ἐπίσκοπό του ἤ στὸν Πνευματικό του γιὰ ἐρώτηση καὶ καθοδήγηση, νὰ γνωρίζει πότε νὰ εἶναι ἐπιεικὴς καὶ πότε νὰ εἶναι αὐστηρός. Ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ οἰκονομία του ὅμως νὰ μὴν ἀμνηστεύουν τὴν ἁμαρτία. Νὰ ἀποστρέφεται τὴν ἀνομία, ἀλλὰ νὰ δεικνύει συγκατάβαση στὸν ἁμαρτωλό.


Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἱερέως καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι ἡ αὐτογνωσία. Ἡ καλὴ γνώση τῆς καταστάσεως καὶ τῶν μέτρων του. Χωρὶς γνώση τοῦ ἑαυτοῦ, πῶς θὰ ἐπέλθει ἡ θεογνωσία;


Σὲ τοῦτο ὅμως ἐναντιώνονται πολλὰ πράγματα, καὶ πρωτίστως α) ὁ ἐχθρὸς διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκοιμίζει τὸν Ποιμένα καὶ νὰ τὸν ἐξαπατᾶ, ὅτι ὅλα σὲ αὐτὸν εἶναι περίφημα, ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ πιὸ ἀκριβὴς κ.λπ. β) ἡ ἐξωστρέφεια, ποῦ μᾶς κάνει ὑπερδραστήριους, ὥστε νὰ λησμονοῦμε τὰ ἐσωτερικὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, καὶ γ) ἡ ἐξοικείωση μὲ τὰ θεῖα, ὥστε νὰ ἐπιτελοῦμε τὰ λειτουργικὰ ἰδίως καθήκοντά μας σὰν ἡθοποιοί, ἄνευ φόβου Θεοῦ καὶ βαθιᾶς ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς, παρὰ γιὰ ἐντυπωσιασμό.


Στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἐμφανίζονται κάποτε ἐσωτερικὸ κενό, ἀκηδία ψυχῆς, πνευματικὴ ἀμέλεια καὶ ἀφροντησιὰ τοῦ ἑαυτοῦ. Ὑπάρχει ὅπως εἴπαμε σπουδὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύεται ἀνάλογη προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν φροντίδα ἡμῶν τῶν ἰδίων. Ἐν τούτοις, μόνον μὲ τὸ φῶς τῆς ταπεινώσεως ἄν ἐξετάσουμε τίμια καὶ εἰλικρινὰ τὸν ἑαυτό μας, τότε θὰ διαπιστώσουμε ὅτι πολλὰ πράγματα δὲν πηγαίνουν καλὰ πρωτίστως μέσα μας καὶ χρειάζονται ἄμεση διόρθωση!



Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες·


πιτρέψατέ μου νὰ προχωρήσω σὲ αὐτὰ ποὺ συντελοῦν στὴν πνευματική μας ὠφέλεια καὶ συναίσθηση καὶ μᾶς φέρνουν πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Συνήθως ἔχουμε τὴν τάση νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κατακρίνουμε ἄλλους, νὰ ἐντοπίζουμε προβληματικὰ καὶ λανθασμένα σημεῖα γύρω μας, καὶ ἐπίσης νὰ ὁρίζουμε μὲ σχετικὴ εὐκολία στοὺς ἄλλους πῶς νὰ διορθωθοῦν, νὰ μετανοήσουν, νὰ συμμορφωθοῦν, νὰ κοινωνήσουν. Ἐμεῖς ὅμως κατὰ πόσον ἀναπαύουμε πραγματικὰ τὸν Θεὸ μὲ τὴν καλὴ αὐτογνωσία καὶ μετάνοιά μας;


Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὅλοι πταίουμε, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμαρτάνουμε, διότι εἴμαστε ὁμοιοπαθεῖς συναμαρτωλοί. Ὅλοι ἔχουμε ἄμεση ἀνάγκη, ἀκόμη καὶ οἱ Πνευματικοί, Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, ὅπως καὶ ὁ ἱερὸς Κλῆρος γενικά, μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Θὰ ἔλεγα, ἐμεῖς περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τὰ μικρὰ τὰ δικά μας, ποὺ ἀξιωθήκαμε εἰδικῆς καὶ ὑπερμέγιστης Χάριτος, λογίζονται σὰν τὰ μεγάλα τῶν κοσμικῶν. Ἀπὸ ἐμᾶς ἀναμένει ὁ Κύριος περισσότερα, ἀναμένει καλύτερη ἐπιμέλεια ψυχῆς καὶ ἀκρίβεια στὴν τήρηση τῶν ἁγίων Ἐντολῶν Του. Ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη διαρκοῦς Μετανοίας, γι’ αὐτὸ καὶ πάλιν ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης μᾶς ἀπευθύνεται καὶ μᾶς λέγει:


«Νὰ μετανοοῦμε ὅλοι, λαϊκοὶ καὶ μοναχοί, κληρικοὶ καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς. Κανεὶς νὰ μὴν ἐξαιρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν μετάνοια, διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε καὶ ἁμαρτάνουμε καὶ ὀφείλουμε ὅλοι νὰ μετανοοῦμε!... Κι ἐγὼ (λέγει ὁ ἱερὸς Συμεὼν) μὲ τὴν χάρη τοῦ Σωτῆρος μας φωνάζω δυνατὰ σὲ ὅλους, χωρὶς νὰ ἐξαιρῶ τὸν ἑαυτό μου: Ἄς μετανοοῦμε γιὰ νὰ σωθοῦμε»! («Περὶ Μετανοίας», κεφ. σνβ΄, PG 155, 472BC).


Οἱ Ἱερεῖς δὲν δικαιολογεῖται νὰ ἔχουν ἄγνοια, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἁμαρτίες τους, ἄς ἐλπίσουμε μικρὲς καὶ συγγνωστές, ἤτοι εὐκολοϊάτρευτες καὶ εὐκολοσυγχώρητες, εἶναι καὶ λογίζονται «ἁμαρτήματα», ἐνῶ τῶν λαϊκῶν ποὺ ἔχουν κάποια ἐλαφρυντικὰ καλοῦνται «ἀγνοήματα» (βλ. εὐχὴ μετὰ τὴν μεγάλη Εἴσοδο στὴν Θ. Λειτουργία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).


Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια εἶχε ἐπικρατήσει τὸ κοινὸ ἄμφιο σὲ ὅλους τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, τὸ Στιχάριον, νὰ εἶναι κατὰ βάσιν λευκό, εἰς ὑπενθύμισιν τοῦ βαπτισματικοῦ χιτῶνος, ἤτοι εἰς ἔνδειξιν ψυχοσωματικῆς καθαρότητος. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ὁ νηπτικὸς Ὅσιος Θεόγνωστος διαγορεύει: «Ἀφοῦ πρῶτα μὲ ποταμοὺς δακρύων θὰ λευκαίνεσαι καλύτερα κι ἀπὸ χιόνι, τότε μὲ λευκασμένη τὴν συνείδηση ἀπὸ καθαρότητα, ἄγγιζε τὰ Ἅγια ὡς ἅγιος, φανερώνοντας τὴν ἐσωτερικὴ ὡραιότητα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἀγγελόμορφη λευκότητα τῶν ἀμφίων» («Περὶ πράξεως καὶ θεωρίας καὶ περὶ ἱερωσύνης», κεφ. ιη΄, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1958, σελ. 258).


Καὶ γιὰ νὰ μὴν σκεφθεῖ κάποιος ὅτι αὐτὰ εἶναι παλαιὰ καὶ ἀπροσπέλαστα γιὰ μᾶς σήμερα, ἐνθυμοῦμαι ὁ ὁμιλῶν πρὸ δεκαετιῶν, σὲ συνομιλία μου μὲ ἁπλὸ ἔγγαμο Ἱερέα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἐδῶ στὴν Θεσσαλονίκη, ὅταν τὸν ἐρώτησα σχετικὰ μὲ τὴν προετοιμασία του γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας, μὲ βεβαίωσε μὲ φυσικότητα καὶ εἰλικρίνεια ὅτι ἄν δὲν ἔλθουν δάκρυα κατανύξεως καὶ μετανοίας στὴν προσευχή του, τὸ θεωροῦσε σχεδὸν ἀνεπίτρεπτο νὰ προχωρήσει στὴν τέλεση τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου! Ἀναλογιζόμενος σήμερα αὐτό, καὶ χαίρομαι, καὶ θαυμάζω, ὅπως καὶ ἐλέγχομαι!...


πειδὴ λοιπὸν καὶ οἱ Κληρικοὶ περίκεινται σάρκα καὶ αἷμα, ἐνοχλοῦνται καὶ αὐτοὶ ἀπὸ πάθη καὶ τραυματίζονται, γιὰ νὰ εἶναι ταπεινοί, συγκαταβατικοὶ καὶ συγχωρητικοί, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (βλ. «Λόγος εἰς Πέτρον τὸν ἀπόστολον καὶ Ἠλίαν τὸν προφήτην», κεφ. ξα΄, PG 50, 726-727).


ρα, ἡ ἐξομολόγηση τοῦ κάθε Κληρικοῦ, ὅπως βεβαίως καὶ τοῦ Πνευματικοῦ, σὲ ἄλλον Πνευματικό, εἶναι ἀναγκαία καὶ γιὰ τὴν δική του θεραπεία, ὅπως καὶ γιὰ νὰ διατηρεῖ ἀντικειμενικὴ κρίση σχετικὰ μὲ τοὺς πιστοὺς καὶ τὰ πάθη καὶ ἁμαρτήματά τους. Τί σημαίνει αὐτό; Ἄν εἶναι ὁ ἴδιος σκοτισμένος ἀπὸ πάθη καὶ νικιέται ἀπὸ κάποιο ἁμάρτημα χωρὶς νὰ μετανοεῖ, τότε πολὺ εὔκολα θὰ εἶναι ὑπερβολικὰ συγκαταβατικὸς στοὺς ἁμαρτωλοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑποπίπτουν στὸ ἴδιο ἤ σὲ παραπλήσιο ἁμάρτημα. Ἐνῶ ἄν ἀγωνίζεται κατ’ αὐτοῦ καὶ ἐπιδεικνύει μετάνοια, θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συμβουλεύσει καὶ νὰ καθοδηγήσει ὀρθῶς καὶ θεραπευτικῶς.


πίσης, οἱ Κληρικοὶ παριστάμεθα ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, ὡς ἱερουργοὶ τῶν θείων Μυστηρίων καὶ μάλιστα τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ σὲ ὑψηλὴ πευματικὴ κατάσταση, ἄν πρόκειται νὰ ἱστάμεθα ἀκατακρίτως ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Μόνον ὅταν τελοῦμε καὶ προσερχόμαστε στὴν Θ. Εὐχαριστία μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ νοῦ, μὲ μετάνοια, μόνον τότε ὁ Χριστὸς γίνεται φάρμακο θεραπευτικὸ τῆς ψυχῆς μας. Ἄν ὅμως ἀναβράζει μέσα μας κάποιο σοβαρὸ πάθος, π.χ. φθόνου καὶ κακίας ἐναντίον κάποιου ἄλλου, ἤ ἐμπαθὴς προσκόλληση σὲ κάποιο πρόσωπο, τότε πῶς θὰ ἐπέλθει θεραπεία;


ν ἀναρωτηθοῦμε ποιά εἶναι τὰ πιθανὰ ἁμαρτήματα ποὺ μᾶς ἐξαπατοῦν, θὰ βροῦμε πολλά: ἔλλειψη ἀληθινῆς εὐλάβειας καὶ φόβου Θεοῦ, ἔλλειψη καθαρότητος καρδίας, λογισμῶν καὶ ἐνθυμήσεων (δὲν λέω κἄν γιὰ κάτι πιὸ προχωρημένο ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ ἔναντι ἄλλου προσώπου), ἀπρεπὴς περιέργεια, αὐταρέσκεια, ἀλαζονεία, μεγάλη ἰδέα περὶ τῶν δῆθεν ἐξαιρετικῶν χαρισμάτων μας, κάποτε ὑποτίμηση καὶ ἐξουθένωση τοῦ Ποιμνίου· ἄλλοτε ἐμφανίζεται ὀλιγοπιστία, ἄλλοτε φιλαργυρία, πονηρία, ψεῦδος, πολυφαγία, ματαιοδοξία, ἐξουσιαστικὸ φρόνημα, κατάκριση, ὀργή, μνησικακία, θυμός, πολυλογία, ἀπρεπεῖς ἐκφράσεις, ταραχή, σκανδαλισμὸς ποιμνίου, διαπληκτισμοί, ἀγένεια, νευρικότητα, φατριασμοί…


κολουθοῦν κάποια χαρακτηριστικὰ ἐρωτήματα: Φροντίζουμε γιὰ τὴν ἡσυχία, τάξη, εὐπρέπεια καὶ καθαρότητα στὸν Ναὸ καὶ μάλιστα στὸ Ἱερὸ Βῆμα; Ἐπικρατεῖ καθαριότητα ἤ ὑπάρχει ἀκαταστασία; Τὰ ἱερὰ Σκεύη εἶναι περιποιημένα; Τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο; Τὸ ἱερὸ Ἀντιμήνσιο εἶναι καθαρό; Τὰ ἱερὰ Καλύμματα; Οἱ ἱερατικὲς Φυλλάδες; Τὰ δίπτυχα; Ὑπάρχει ἐπαρκὴς φωτισμός, ἤ μέσα στὸ ἡμίφως ἐπικρατεῖ ἀταξία; Μήπως εἴμαστε ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ ἱερὲς στιγμὲς ὑπερκινητικοί; Φροντίζουμε νὰ μὴν εἰσέρχονται στὸ Ἱερὸ λαϊκοὶ καὶ λοιποὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι ποὺ κάποτε μπαινοβγαίνουν ἀνεξέλεγκτα; Ἀλήθεια, μποροῦμε νὰ συγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν κατ’ ἐξοχὴν θεῖο τόπο προσευχῆς, ὅταν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἐπικρατεῖ συνήθως φασαρία; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνομιλοῦν κάποιοι δυνατά, νὰ ἀκούγονται κάποτε ἀκόμη καὶ ἀπρεπῆ πράγματα;


Εἶναι κατανοητὲς καὶ ἀπαραίτητες κάποιες χαμηλόφωνες συνεννοήσεις, ἀλλὰ ὄχι συνεχεῖς συζητήσεις καὶ ὀχλαγωγία, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει συναίσθηση οὔτε ποῦ βρισκόμεθα, οὔτε τί ἐπιτελοῦμε, οὔτε σὲ τί ἀποβλέπουμε!


λα τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα παρουσιάσθηκαν τηλεγραφικὰ καὶ ἐνδεικτικά, μᾶς ἀπασχολοῦν; Κάνουμε αὐτοκριτική; Ἐλεγχόμαστε, μετανοοῦμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ βελτιωθοῦμε, ἤ συνηθίσαμε καὶ τὰ θεωροῦμε φυσικὰ; Καὶ ἀρκεῖ ἁπλῶς μία συγχωρητικὴ εὐχὴ ἀπὸ τὸν Προεξάρχοντα πρὶν ἀπὸ τὴν Θ. Κοινωνία, προκειμένου νὰ ἔχουμε τὴν ψευδαίσθηση ὅτι αὐτομάτως, ὡς διὰ μαγείας, τακτοποιηθήκαμε καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συμμετάσχουμε στὰ φρικτὰ Μυστήρια ἀκατακρίτως;!...


Κατόπιν πάντων τούτων, ὑπάρχει ἀκόμα κάποιος στὸν ἱερὸ Κλῆρο, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε στ’ ἀλήθεια νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ Ἐξομολόγηση σὲ μᾶς περιττεύει; Ὅτι δὲν χρειαζόμαστε Πνευματικό, οὔτε τακτική, καθαρὴ καὶ εἰλικρινῆ ἐξαγόρευση; Εἶναι βέβαια κατανοητὸ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει εἰδικὴ δυσκολία ὡς πρὸς τὴν εὕρεση καλοῦ, ἐμπίστου καὶ διακριτικοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλὰ εἶναι καλύτερα νὰ εἶσαι μαθητὴς μαθητοῦ, παρὰ νὰ τρυγᾶς τοὺς ἀνωφελεῖς καρποὺς τοῦ ἰδίου θελήματος.


Λέγουμε τοῦτο, διότι ὑπάρχουν Κληρικοὶ ποὺ δὲν ἐξομολογοῦνται, ἤ δὲν ἀποκαλύπτουν ποτὲ τέτοιο πρᾶγμα ἄν γίνεται, ποῦ γίνεται, σὲ ποιὸν καὶ πότε. Ἄν δὲν ἔχουμε φθάσει σὲ ἀναισθησία καὶ σκληροκαρδία, πράγματα φοβερά, τότε εἶναι ἄμεση ἀνάγκη νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν ἀδράνεια καὶ τὴν σοβαρὴ παράλειψή μας, ἡ ὁποία μόνο τὸν διάβολο χαροποιεῖ. Ἄς σπεύσουμε νὰ βροῦμε θεοφοβούμενο καὶ διακριτικὸ Πνευματικό, γιὰ νὰ ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας καὶ νὰ γευόμαστε πρῶτοι ἐμεῖς αὐτὰ ποὺ ἐξηγοῦμε καὶ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

ς ἀναφερθοῦμε σὲ ἕνα παράδειγμα διδακτικὸ ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ στολισμένου πλουσίως μὲ θεῖα χαρίσματα Ὁσίου Ἀμβροσίου τῆς Ὄπτινα (τέλη ΙΘ΄ αἰ.), ὅπου διαβάζουμε:

« ἱερομόναχος Πλάτων, ποὺ γιὰ ὡρισμένο χρονικὸ διάστημα χρημάτισε ἐξομολόγος του, εἶχε πολλὰ νὰ πῇ γιὰ τὴν συντετριμμένη καρδιά του. “Πόσο μὲ δίδασκε ἡ ἐξομολόγηση τοῦ π. Ἀμβροσίου! Μὲ τί μεγάλη ταπείνωση καὶ συντριβὴ ἐξαγόρευε τὶς ἁμαρτίες του! Καὶ τί ἁμαρτίες; Τέτοιες ποὺ ἐμεῖς οὔτε τὶς ὑπολογίζουμε καθόλου. Κατέλυε π.χ. τὴν Τετάρτη ἤ τὴν Παρασκευὴ ἐξ αἰτίας τῆς στομαχικῆς του παθήσεως, καὶ γι’ αὐτὴ τὴν πράξη ὠδυρόταν. Γονάτιζε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ σὰν κατάδικος ἐκλιπαροῦσε τὸ θεῖον ἔλεος. Βλέποντάς τον νὰ θρηνῇ ἔτσι ἀναλυόμουν κι ἐγὼ σὲ δάκρυα”» (Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα, Ἱ. Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς 1998, σελ. 212).


πάρχει κάποιο σχόλιο σὲ αὐτὴ τὴν ἀποκαλυπτικὴ περιγραφή;…


Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·



Καὶ μετὰ τὴν Ἐξομολόγηση δὲν δικαιολογεῖται χαλαρότητα καὶ ἐπανάπαυση, ἀλλὰ συνεχὴς ἀγώνας γιὰ ἐκρίζωση τῶν ἐνοχλούντων παθῶν, ὥστε νὰ ἀσφαλισθοῦμε ἀπὸ μελλοντικὲς ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις. Χρειάζεται ἄσκηση, νηστεία, προσευχή. Μόνον ὡς ἄνθρωποι προσευχῆς θὰ διατελοῦμε ὑπὸ τὴν θεία σκέπη, προστασία, ἔμπνευση καὶ ὁδηγία. Νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι οἱ πιστοί, ἄν καταλάβουν καὶ πιστοποιήσουν ὅτι ἔχουν ὡς Ποιμένα ἄνθρωπο προσευχῆς, θὰ τοῦ συμπαραστέκονται πάντοτε καὶ θὰ τὸν περιβάλλουν μὲ ἀγάπη, ἀφοσίωση καὶ σεβασμό.


Κάτι πάρα πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὸν συνεχῆ καταρτισμὸ καὶ φωτισμό μας εἶναι ἡ συνεχὴς μελέτη τοῦ θείου λόγου, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, μέσα στὰ θεία νοήματα τοῦ ὁποίου θὰ πρέπει νὰ κολυμβᾶ κυριολεκτικὰ ὁ νοῦς μας. ῎Ετσι λαμβάνουμε θεραπευτικὴ χάρη καὶ εὐλογία καὶ ἐκδιώκονται τὰ πάθη, εἴμεθα δὲ πάντοτε ἕτοιμοι γιὰ νὰ ἐκφράζουμε λόγον ἀγαθὸν καὶ οἰκοδομητικόν.


Μὴ λησμονοῦμε ὅτι χρειαζόμαστε πνευματικὴ κατάρτιση διὰ βίου. Ὅλοι οἱ κλάδοι τῶν ἐπιστημῶν καὶ δραστηριοτήτων, καὶ μάλιστα οἱ σχετιζόμενοι μὲ τὴν ἰατρική, χρειάζονται συνεχῆ κατάρτιση στὰ νέα δεδομένα καὶ ἐπιτεύγματα τοῦ χώρου τους, γιὰ νὰ εἶναι ἐνήμεροι καὶ νὰ παρέχουν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερες ὑπηρεσίες στὸν κόσμο.


Οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ Πνευματικοὶ γνωρίζουν τὰ πάντα; Βαδίζουν ἁπλῶς ἀπὸ διαίσθηση, ἐκ πείρας; Εἶναι στὸν «αὐτόματο πιλότο»; Ἄν δὲν μελετοῦμε καὶ καταρτιζόμαστε διαρκῶς, ἐννοῶ σὲ σοβαρὸ ἐπίπεδο ἀπὸ τὰ καθιερωμένα βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι στὰ πεταχτὰ ἀπὸ ἱστολόγια ἀμφιβόλου προελεύσεως καὶ ποιότητος στὸ διαδίκτυο καὶ ἀπὸ τὸ «καφενεῖο» τοῦ facebook καὶ τῶν λοιπῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης, τότε πάσχουμε σοβαρῶς. Ἄν δὲν εἴμαστε εὐαισθητοποιημένοι στὰ σύγχρονα θέματα καὶ ρεύματα καὶ πάλιν ἀπὸ σοβαρὲς πηγὲς (βλ. διλήμματα βιοηθικῆς, ἐκρηκτικὲς ἀνακαλύψεις στὰ θέματα ψηφιακῆς πραγματικότητος καὶ τεχνητῆς νοημοσύνης, καὶ τῶν ἐφαρμογῶν καὶ κινδύνων ποὺ σημαίνουν), θέματα τὰ ὁποῖα ἔχουν σαφῶς καὶ πνευματικὴ σημασία καὶ βαρύτητα στὰ ἀποκαλυπτικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, πῶς θὰ ἀνταποκριθοῦμε σοβαρὰ καὶ ψύχραιμα, καὶ ὄχι βέβαια ἀδέξια καὶ σπασμωδικά, σὲ ὅσα πρωτοφανῆ συμβαίνουν καὶ ἔρχονται;


Σαφῶς καὶ τὰ πιὸ σημαντικὰ ἐφόδιά μας εἶναι ἡ ἐν μετανοίᾳ προσευχὴ καὶ ὁ θεῖος φωτισμός, τὰ ὁποῖα βασικῶς καὶ κυρίως χαρακτηρίζουν τοὺς Ἁγίους. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ὑπόλοιποι χρειαζόμαστε καὶ ἄλλα πράγματα, γνώσεις καὶ ὑποδείξεις, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε γιὰ παράδειγμα τὶς σύγχρονες ψυχικὲς λεγόμενες παθήσεις, τὴν κατάθλιψη κ.λπ. Πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν διάκριση μεταξὺ τῶν παθολογικῆς φύσεως ἀσθενειῶν ἀπὸ τὶς πειρασμικὲς ἐπιρροές; Εἶναι ὅλοι οἱ προβληματικοὶ ἄνθρωποι δαιμονισμένοι; ἤ ψυχικὰ ἄρρωστοι; ἤ καὶ τὰ δύο; Οἱ ἀπαντήσεις ἐδῶ δὲν εἶναι εὔκολες καὶ μονοσήμαντες. Χρειάζονται φωτισμὸς ὅπως καὶ εἰδικὲς γνώσεις γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθουμε σὲ αὐτὰ τὰ δύσκολα θέματα.


πίσης, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ σύγχρονα ρεύματα ἀπιστίας, ἀθεΐας, ἀγνωστικισμοῦ, ὅπως καὶ τὰ τρέχοντα νεο-εποχιστικὰ καὶ ἀποκρυφιστικὰ κινήματα μὲ τὶς πάμπολλες ἀποχρώσεις τους, πόσο καλὴ καὶ στέρεη γνώση πρέπει νὰ ἔχουμε τόσο τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ὅσο καὶ τῆς Ὀρθοδόξου ἀπολογητικῆς ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν πειρασμικῶν καὶ βλαπτικῶν φαινομένων, τὰ ὁποῖα καταστρέφουν ψυχοσωματικὰ ὅσους ἐμπλέκονται σ’ αὐτά;


λλὰ τὸ πιὸ σπουδαῖο εἶναι ἡ καλὴ κατάρτιση στὴν νηπτικὴ φιλοκαλικὴ Πατερικὴ θεραπευτική. Τὸ ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὸ δὲν εἶναι συσσώρευση γνώσεων, ἄν καὶ χρειάζεται ἐπίσης σκληρὴ καὶ συστηματικὴ μελέτη. Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι τὸ βίωμα. Γνωρίζουμε ἀπὸ «ἡσυχία»; Πῶς νὰ ἀποσυρόμαστε στὸ «ταμεῖον» τῆς ψυχῆς μας, στὸν ἔσω ἄνθρωπο, γιὰ προσευχὴ καὶ δὴ νοερά; Γνωρίζουμε τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν; Γνωρίζουμε ἀπὸ φυλακὴ αἰσθήσεων καὶ περιφρούρηση τῆς καρδιακῆς καθαρότητος; Διακρινόμαστε ἀπὸ ἰσχυρὴ αὐτοκυριαρχία; Παραμένουμε ὑπομονετικοὶ καὶ ἀνεξίκακοι σὲ ἐκτροπὲς ἄλλων, οἱ ὁποῖες μᾶς στενοχωροῦν, ἀπογοητεύουν καὶ πληγώνουν;


σύγχρονη κοινωνία μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε δὲν βοηθεῖ καθόλου σὲ αὐτά, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκτρέπει σοβαρά. Ἡ περιδιάβαση στὸν πεπτωκότα κόσμο τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς ἀνομίας, ἡ ὁποία προσφέρεται πλέον στὸν κάθε ἕναν σήμερα πολὺ εὔκολα μέσῳ τοῦ «ἔξυπνου» κινητοῦ τηλεφώνου, ἑλκύει ἰδιαίτερα ὄχι μόνο τοὺς νέους ἀνθρώπους καὶ τὶς μικρὲς καὶ ἀνώριμες ἡλικίες, ἀλλὰ σχεδὸν τοὺς πάντες, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ποιός θὰ μείνει ἀπρόσβλητος ὥστε νὰ παραμείνει πιστὸς στὴν πνευματικὴ ἀδολεσχία καὶ προσευχή, στὸ «σταύρωμα» τῶν ἐμπαθῶν αἰσθήσεων καὶ στὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, γιὰ νὰ ποθεῖ καὶ νὰ παραπέμπει στὴν οὐράνια πραγματικότητα; Θὰ πρόκειται περὶ θαύματος, κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ζήσουμε τὸ θαῦμα καὶ νὰ μεταδώσουμε τὸ θαῦμα!


Εἴθε νὰ κατασταλάξουμε, Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, καὶ νὰ ἀναπαυθοῦμε στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν περιπίπτουμε στὸν πειρασμὸ νὰ ξεγελοῦμε τὸν ταραγμένο ἑαυτό μας μὲ κοσμικὰ ὑποκατάστατα. Ἡ ὅποια τυχὸν πνευματικὴ προσφορὰ καὶ ἐπιτυχία μας, μέχρι τώρα, δὲν ἀποτελεῖ βεβαίως δικό μας ἐπίτευγμα, ἀλλὰ ἐκδήλωση τῆς Θ. Χάριτος, παρὰ τὴν ἀνεπάρκειά μας, γιὰ τὴν βοήθεια τῶν συνανθρώπων μας, πρὸς δόξαν Θεοῦ.


Δ΄. Ἐπίλογος



διακονία μας σήμερα, στὴν ταραγμένη ἐποχή μας, ὡς Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Πνευματικῶν, ἀποτελεῖ ἔργο ὑπεράνθρωπο. Μόνον μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐχὴ καὶ ἐνίσχυση τοῦ δικοῦ μας Πνευματικοῦ, ὅπως καὶ τοῦ Ἐπισκόπου μας, θὰ μποροῦμε νὰ φέρουμε εἰς πέρας τὴν ἱερὰ ἀποστολή μας, ὅσο θὰ παραμένουμε στὴν Ἀλήθεια καὶ Ἀγάπη τοῦ Φιλανθρώπου Χριστοῦ μας, ἐν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ.


Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ πάλλεται μέσα μας μιὰ ζῶσα ἀγαπητικὴ καρδιά, ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέπει ὄχι ἁπλῶς νὰ γνωρίζουμε, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὥστε οἱ ποταμοὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» (Ἰω. 7, 38) νὰ ρέουν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπίσης θὰ ἔχουν ἀγάπη γιὰ τὴν Ἀλήθεια, «ἐπειδὴ [κατὰ τὸν ἁγιασμένο Ἐπίσκοπο Νικόλαο Βελιμίροβιτς] ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὴν ὅραση καὶ τὴν ἀκοὴ στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ νὰ ζήσει μὰ καὶ γιὰ νὰ πάσχει γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους». («Τί ὀφείλει νὰ πράξει ἡ Ἐκκλησία», στὸ Ἁγιοπνευματικὲς διδαχὲς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 19).


Εἴθε τοῦτο νὰ μᾶς χαρακτηρίζει πάντοτε. Ἀμήν!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF